in διήγημα

το μουνόπανο της μητρός μου

Θα την αγαπούσαμε την αδερφούλα μας , θα την αγαπούσαμε πολύ. Δεν θα τη ζηλεύαμε, δεν θα τη χτυπούσαμε, θα της μαθαίναμε να περπατάει, θα την έπιανα εγώ από τα ένα χεράκι, από το άλλο ο Χαράλαμπος, θα της μαθαίναμε να μιλάει, θα της φωνάζαμε, έλα, Τριανταφυλλιά, μπορεί και Χρυσή, Χρυσούλα, έλα, δεν πειράζει που έπεσες, σήκω, δεν πειράζει που έπεσες, πειράζει να μη σηκωθείς. Δε θα παίζαμε όμως μαζί της, ήμασταν μεγάλοι. Έως ότου θα άρχιζε να περπατάει, εγώ θα τελείωνα την Τετάρτη Γυμνασίου και ο Χαράλαμπος την Δευτέρα. Όταν όμως θα ήμασταν εμείς τριανταπέντε, η Τριανταφυλλιά θα ήταν είκοσι δύο, θα πηγαίναμε μαζί διακοπές, θα βγαίναμε έξω τα βράδια, θα πηγαίναμε σε κουτουκάκια, θα πίναμε κρασάκι και θα λέγαμε, θα λέγαμε. Και πόσο θα χαιρόταν η μάνα μας που θα την προσέχαμε και θα την αγαπούσαμε!

Η Τριανταφυλλιά όμως δεν γεννήθηκε ποτέ. Κύριε Συνταγματάρχα, ρώτησα τη μάνα μου μια μέρα, έκανες έκτρωση; Όχι, απέβαλα, μου είπε. Η στενοχώρια μου φταίει και τι θα πει ο κόσμος. Χαμογελούσε όταν την αποκαλούσα, Κύριε Συνταγματάρχα, δεν την πείραζε. Πόσο θα ήθελε να έχει μια κόρη, πόσο θα ήθελε! Ήμουν πάνω από σαράντα όταν μου εξομολογήθηκε το μυστικό της. Δεν ζήτησα να μάθω τίποτα παραπάνω, ήταν τόση η θλίψη της! Μα τα ήξερα όλα, συναρμολόγησα όλες τις μνήμες, τις έβαλα σε τάξη, κι αυτές μου μίλησαν.

Ζούσαμε στην Παλιά Πεντέλη. Ο πατέρας μου πήγαινε με τα πόδια στα νταμάρια κι επέστρεφε στις τέσσερις. Μόλις πήγαινε η ώρα τέσσερις και μισή, η μάνα μου έβγαινε στο δρόμο και κοίταζε προς το βουνό, προς το δάσος, να δει, έρχεται ο άντρας της, που είναι, γιατί άργησε; Μέχρι τις πέντε έβγαινε πολλές φορές, παίζαμε στην αυλή, κάτω από το μεγάλο πεύκο, καλοκαίρι, στεκόταν σα χαμένη από την ανησυχία στη μέση του δρόμου, ντρεπόταν και έμπαινε μέσα. Τώρα όπου νάναι θα έρθουν να μου πουν ότι ο Χρήστος σκοτώθηκε. Το διάβαζα στο πρόσωπό της, το σκοτεινιασμένο. Θα έρθουν να μου το πουν κι εγώ θα λιποθυμήσω. Τι θα κάνω με δυο παιδιά; Πώς θα τα μεγαλώσω; Που θα πάμε, τι θα κάνουμε;

Και να μετά από λίγο τον έβλεπε να βγαίνει από το δάσος με ένα κορμό πεύκου στον ώμο, όλος χαρά, και η μάνα μου να τρέχει να του ετοιμάσει το ουζάκι του. Έπινε πάντα ένα μικρό ποτηράκι, πάντα, ποτέ δύο. Αχ, να βλέπατε τη χαρά της, σαν κοριτσάκι  έτρεχε, το πρόσωπό της έλαμπε, έλαμπε, ένα βήμα η ευτυχία από τη δυστυχία, ένα βήμα η δυστυχία από την ευτυχία. Γιατί την επόμενη, πάλι αλαφιασμένη έβγαινε στο δρόμο και περίλυπη περίμενε να τον δει. Κι όταν αργούσε, ερχόταν φορτωμένος με ένα κορμό πεύκου. Έπινε το ουζάκι του, έπιανε το πριόνι και το έκανε κομμάτια. Μετά τα έσχιζε με το το τσεκούρι. Για τον χειμώνα, να ζεσταθούν η γυναίκα του και τα παιδια του. Πάντα τον έβλεπε να έρχεται, μα πάντα, κάθε χρόνο,  ένας ή δυο λατόμοι άφηναν χήρα και ορφανά πίσω τους.

Τότε ήταν, θα πήγαινα Δευτέρα Γυμνασίου και ο Χαράλαμπος στην Έκτη Δημοτικού, που έψαχνα να βρω κάτι και το έψαχνα κάτω από το στρώμα τους. Μα δε θυμάμαι τι. Κάτω από το στρώμα η μάνα μου έκρυβε πολλά και διάφορα, το σπίτι μας ήταν πολύ μικρό, πάντα οι άνθρωποι έκρυβαν κάτω από το στρώμα. Το σήκωσα βιαστικός  και τι να δω; Κάτι που δεν είχα ξαναδεί! Τι είναι αυτό; Θα γινόμουν σαράντα χρονών για να το μάθω. Ήταν ένα πανί γεμάτο αίματα, αίματα ξερά, κοκκινόμαυρα, τσαλακωμένο, μαζεμένο, πιεσμένο, ξεχασμένο. Κατέβασα αμέσως το στρώμα, δεν ήθελα να με δει η μάνα μου, και βγήκα τρέχοντας από το δωμάτιο. Ποτέ δεν της το είπα, γιατί να της το έλεγα;

Μετά από μερικά χρόνια, όταν άκουσα κι έμαθα τι βρισιά ‘μουνόπανο’, κατάλαβα. Μετά πήγα και αγόρασα σερβιέτες για κάποια συμβία, και ταμπόν. Τις πέταξα στα σκουπίδια, τις μάζεψα από παραλία, είδα γυναίκες να τις αλλάζουν, είδα σχοινάκι να κρέμεται από μουνί και εξεπλάγην. Το μουνόπανο το άκουγα αλλά ποτέ δεν το είδα. Μόνο το μουνόπανο της μητρός μου είδα.

Στα σαράντα όμως κατάλαβα ότι δεν ήταν μουνόπανο. Ήταν η Τριανταφυλλιά, η όμορφη, καλή μου, αγαπημένη μου αδερφούλα.

Αθανάσιος Τριανταφυλλιά Δρατζίδης

 

Σχολιάστε ελεύθερα!