φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΕΠΕΙΔΗ η νέα (και η αρχαία) ελληνική γλώσσα (και όλες οι σύγχρονες ([ινδο])ευρωπαϊκές έχουν μέρη του λόγου, κατηγορίες λέξεων που τις ταξινομούμε με κριτήριο τη μορφή, τη λειτουργία και το περιεχόμενό τους, πιθανόν να σχηματίσουμε την εντύπωση ότι όλες οι γλώσσες που έχουν μιληθεί, νεκρές και ζωντανές, έχουν κι αυτές μέρη του λόγου. Εάν το κάνουμε αυτό, θα κάνουμε ένα πάρα πολύ μεγάλο λάθος. Η πλειονότητα των γλωσσών, σε ποσοστό που ξεπερνάει χονδρικά το 95%, να μη πω περισσότερο, δεν διαθέτουν μέρη του λόγου. Είναι βέβαιο ότι ούτε η αρχαία ελληνική σε ένα πολύ παρωχημένο παρελθόν διέθετε μέρη του λόγου- όπως υποστηρίζω στην εν εξελίξει μελέτη μου Γραμματική και Ιστορία. (Εκτός από τη γλώσσα, εννοώ την αρχαία ελληνική και δη την πρωτοελληνική ή προδιαλεκτική, μήπως και η Γραμματική της μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ιστορική πηγή; Και τι μπορούμε να μάθουμε από τη γλώσσα και την Γραμματική της; ). Μια λέξη μπορεί να είναι όνομα ή επίθετο ή και ρήμα, ανάλογα με τα συμφραζόμενα, το περικείμενο. Η κινεζική γλώσσα, για παράδειγμα, μας το επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο. Ή η σουμερική, όπου, για παράδειγμα, gal σημαίνει και γάλα και μεγάλος και μεγαλώνω (lugal είναι ο μεγάλος άνδρας, ο βασιλιάς). Το ερώτημα, γιατί άλλες γλώσσες διαμόρφωσαν αυτά που λέμε μέρη του λόγου και άλλες όχι, είναι ένα ερώτημα που μάλλον δεν θα μπορέσουμε ποτέ να απαντήσουμε. Μόνο εικασίες μπορούμε να διατυπώσουμε. Νομίζω όμως ότι υπάρχει μια μέθοδος ώστε να θέσουμε το ζήτημα σε στέρεες βάσεις.
Η διαμόρφωση των μερών του λόγου σε κάποιες, λίγες, γλώσσες ήταν μια ιστορική διαδικασία που διήρκεσε προφανέστατα πολλές χιλιετίες. Ποιο ήταν το περιεχόμενο αυτής της διαδικασίας; Μπορούμε να απαντήσουμε: οι λέξεις σε αυτές τις λίγες γλώσσες έχασαν την πολυλειτουργικότητά τους, την πολυσημία τους, την αυτονομία τους και την ευκινησία τους με αποτέλεσμα να αποκρυσταλλωθούν κάποιες μορφές, λειτουργίες και περιεχόμενο. Γιατί να συμβεί αυτό; Εδώ όντως δυσκολευόμαστε. Θα μπορέσουμε όμως να δούμε λίγο φως μέσα στο σκοτάδι της ιστορίας, εάν ρωτήσουμε, ποιες ήταν αυτές οι γλώσσες που οι λέξεις τους έχασαν την πολυλειτουργικότητα, την πολυσημία, την αυτονομία και την ευκινησία τους; Η απάντηση είναι σαφής και βέβαιη: οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Δεν είναι οι μόνες αλλά σε αυτές τις γλώσσες η διαδικασία έφτασε σε όρια αξεπέραστα. Κι αφού οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες είναι γλώσσες ποιμενικοπολεμικών κοινωνιών, δεν θα ήταν παράλογο να συνδέσουμε αυτή τη διαδικασία με τον ποιμενικοπολεμικό χαρακτήρα αυτών των κοινωνιών. Από την άλλη όμως πολύ εύλογα εγείρεται η επιφύλαξη: γιατί αυτή η διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε σε άλλες ποιμενικοπολεμικές κοινωνίες; Είναι ένα ερώτημα. Δεν ολοκληρώθηκε, εμφανίστηκε όμως. Κι αυτό έχει τη σπουδαιότητά του.
ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ στο σχολείο τα μέρη του λόγου με μια κάποια σειρά ή τα διδασκόμαστε και με μια σειρά: ρήμα, ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμίες κλπ. Εάν όμως αναρωτηθούμε, με ποια σειρά εμφανίστηκαν τα μέρη του λόγου, θα δυσκολευτούμε να απαντήσουμε. Είμαστε όμως απολύτως βέβαιοι ότι το τελευταίο που εμφανίστηκε είναι το άρθρο – προτελευταίο το επίθετο και οι βαθμοί σύγκρισης (συγκριτικός, υπερθετικός). Είμαστε επίσης απολύτως βέβαιοι ότι το 1000 π. Χ. η αρχαία ελληνική γλώσσα δεν διέθετε άρθρο – όπως δεν διέθετε η λατινική και δεδν διαθέτει η ρωσική! Είμαστε πολύ τυχεροί διότι παρατηρούμε στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια τη διαμόρφωση του άρθρου, παρατηρούμε την εμφάνιση του άρθρου εν τω γεννάσθαι, την ώρα της δημιουργίας του. Και ξέρουμε ότι είναι δημιουργία ασυνείδητη των αοιδών. Το άρθρο ήταν δεικτική αντωνυμία (*so *sa *tod >ho ha to >ο, η, το (τα ο και η με δασεία, προφέρονταν δηλαδή ως ho, όπου το h, ως δασύ σύμφωνο, ημίφωνο καλύτερα, προφερόταν όπως το h στην λέξη home) που μετεξελίχθηκε σε άρθρο. Ένα παράδειγμα: στη φράση ο γέρων , το ο είναι και δεικτική αντωνυμία και άρθρο: αυτός, ο γέρων. Από την επεξήγηση της εγγενώς αόριστης δεικτικής αντωνυμίας με ένα ουσιαστικό αλλά και επίθετο ή μετοχή, λιγότερο συχνά, προήλθε ο συνδυασμός ο γέρων, όπου το ο τελικά έπαυσε να έχει δεικτική σημασία. Το ότι και μετρικοί λόγοι συνέβαλαν στον σχηματισμό του άρθρου είναι κάτι πέραν πάσης αμφιβολίας.
ΑΣ πάμε τώρα να δούμε αυτό με το οποίο θα ασχοληθούμε σήμερα. Ένα από τα πρώτα μέρη του λόγου που εμφανίστηκαν ήταν το ρήμα. Γνωρίζουμε πολύ καλά τη διαδικασία. Το ρήμα ήταν αρχικά δύο λέξεις. Ας εξετάσουμε το ρήμα φημί (<φαμί) – λέω, υποστηρίζω, διατείνομαι, βεβαιώνω. Το φημί προήλθε από την ένωση δύο λέξεων που ήταν κάποτε αυτόνομες, πολυλειτουργικές, πολύσημες, ευκίνητες: *φα και *μι. Η λέξη *φα σήμαινε λέω, λόγος, βεβαίωση, υποστηρίζω, ισχυρισμός, ήταν δηλαδή, αν το δούμε εκ των υστέρων, και ρήμα και όνομα (ουσιαστικό) – μπορεί και επίθετο! Θα την εντοπίσουμε και στο όνομα φή-μη (<φά-μα). Η λέξη *μι σήμαινε εγώ. Το ρήμα δηλαδή ήταν φράση: *φα *μι, λέω εγώ. Γιατί όμως χάθηκε η αυτονομία αυτών των λέξεων με αποτέλεσμα να εμφανιστεί το ρήμα; Δεν θα απαντήσουμε σήμερα. Ώστε λοιπόν το ρήμα εμφανίζεται όταν το προσωπικό στοιχείο, το υπομειμενικό συνδέεται άρρηκτα με μια άλλη λέξη, που δηλώνει αντικείμενο ή/και πράξη.
Η άρρηκτη αυτή σύνδεση που είχε ως αποτέλεσμα την γένεση του ρήματος ήταν η αρχή μιας διαδικασίας, την οποία αντικρίζουμε με ανοιχτό το στόμα. Εκεί που μια λέξη χρησιμοποιούνταν και ως ρήμα και ως ουσιαστικό (*φα), εμφανίζεται μόνο ως ρήμα χάριν των προσωπικών καταλήξεων (*μι). Η συνέχεια είναι αξιοθαύμαστη: έχουμε αριθμούς (ενικό, πληθυντικό και δυικό), έχουμε χρόνους, έχουμε εγκλίσεις (Υποτακτική και Ευκτική, η Οριστική και η Προστακτική δεν είναι εγκλίσεις), έχουμε απαρέμφατο και τελικά μετοχή και τέλος ρηματικά επίθετα! Μόνο στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες παρατηρούμε αυτή την διαδικασία διαφοροποίησης και εξειδίκευσης. Σε καμιά άλλη!
ΑΣ δούμε τώρα τους χρόνους – και θα δούμε πολλά και αξιοθαύμαστα! (Να πιω πρώτα καφεδάκι και να καπνίσω ένα τσιγαράκι, βρέχει). Μαθαίνουμε και διδάσκουμε τους χρόνους των ρημάτων με μια συγκεκριμένη σειρά: Ενεστώτας, Παρατατικός, Μέλλοντας, Αόριστος, Παρακείμενος, Υπερσυντέλικος, Τετελεσμένος Μέλλοντας. Η σειρά αυτή μας υποβάλλει τις σκέψεις όχι μόνο ότι αυτή είναι η κλίμακα της σπουδαιότητας, της σημαντικότητας των χρόνων αλλά και ότι είναι η ακολουθία του σχηματισμού τους, της διαμόρφωσής τους, ότι με αυτή τη σειρά εμφανίστηκαν. Τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Καθόλου μα καθόλου.
ΠΟΛΥ εύλογα σχηματίζουμε την εντύπωση ότι όλοι οι χρόνοι σχηματίζονται από το θέμα του Ενεστώτα (λύω, έλυον, λύσω, έλυσα, λέλυκα, ελελύκειν, πεπράξομαι, κεκράξομαι). Μια προσεκτικότερη όμως ματιά θα μας δείξει κάτι άλλο. Γιατί οι Ενεστώτες λαμβάνω, λανθάνω, τυγχάνω, γιγνώσκω, μανθάνω, και άλλα πάρα πολλά, προέρχονται από το θέμα του Αορίστου – έλαβον, έλαθον, έτυχον, έγνων, έμαθον; Υπάρχει κάποια εξήγηση; Ασφαλώς και υπάρχει.
ΟΙ πρώτοι χρόνοι ήταν ο Ενεστώτας και ο Αόριστος. Όλοι οι άλλοι προέρχονται είτε πρωτογενώς από τον Ενεστώτα (ο Παρατατικός, ο Μέλλοντας, ο Παρακείμενος) είτε, δευτερογενώς, από τον Παρακείμενο – ο Υπερσυντέλικος και ο Τετελεσμένος Μέλλοντας, ο οποίος είναι ο Μέλλοντας του Παρακειμένου!) . Σπεύδω να σημειώσω ότι ο όρος χρόνος είναι άκρως παραπλανητικός. Διότι αρχικά ο Ενεστώτας και ο Αόριστος δεν δήλωναν τον χρόνο αλλά κάτι άλλο – αυτό το οποίο μελετάμε σήμερα και θα δούμε ποιο είναι. Θα πρέπει λοιπόν να εστιάσουμε την προσοχή μας σε αυτούς τους δύο χρόνους και να εξετάσουμε την μεταξύ τους σχέση ή αντίθεση. Θα ρωτήσουμε: τι ήταν αυτό που διαφοροποίησε και διέκρινε αυτές τις δύο ρηματικές μορφές; Κάποια κοινωνική ανάγκη, κάποια υποκειμενική διάθεση; Κάτι άλλο μήπως. Μπορούμε να διατυπώσουμε μια πρώτη απάντηση, εάν πλησίασουμε πιο κοντά και δούμε τι συμβαίνει.
ΓΙΑΤΙ, φίλες και φίλοι, ονομάσαμε αυτό το μέρος του λόγου ρήμα; Τι σημαίνει η λέξη ρήμα; Ως όνομα συγκαταλέγεται στην κατηγορία των ονομάτων που δηλώνουν το αποτέλεσμα της πράξης; Ποια αποτέλεσμα πράξης δηλώνει η λέξη ρήμα; Την πράξη της δήλωσης: το ρήμα κάτι δηλώνει, κάτι μας λέει. Από την ίδια ρίζα προέρχονται και οι γνωστές μας λέξεις ρήση, ρητός, ρήτορας (>ρητορική και άλλα). Τι μας λέει το ρήμα λοιπόν; Πάρα πολλά. Μας λέει, μας μιλά για την πράξη που κάνουμε ή γι΄αυτό που πάσχουμε ή για την κατάσταση που βρισκόμαστε. Η πράξη μας όμως, η ενέργεια που κάνουμε έχει κάποιες ιδιότητες, κάποια χαρακτηριστικά. Γι΄αυτές της ιδιότητες μας μιλά, για την ποιότητα της ενέργειάς μας, για το ποιόν των ενεργειών μας – μία από τις ιδιότητες αυτές είναι και ο χρόνος που γίνεται η πράξη μας. Αλλά είναι μία από τις πολλές και όχι πρωτεύουσας σημασίας.
ΠΟΙΕΣ είναι οι ιδιότητες της πράξης μας, τα εγγενή χαρακτηριστικά της, ποιο είναι το ποιόν της ενεργείας μας; Είναι τρεις που γίνονται έξι. Πρώτον, μας λέει πόσο διαρκεί η πράξη μας: είναι διαρκής, την αντιλαμβανόμαστε ως διαδικασία εν εξελίξει ή είναι στιγμιαία, την αντιλαμβανόμαστε ως εστιασμένη, συγκεντρωμένη σε ένα σημείο. Δεύτερον, μας λέει εάν η πράξη μας έχει ένα αντικείμενο, τείνει προς κάποιο σκοπό, είναι σαφώς προσδιορισμένη, ή δεν έχει αντικείμενο, δεν έχει σκοπό, άρα είναι απροσδιόριστη. Και, τρίτον, μας λέει εάν την πράξη την προσλαμβάνουμε από υποκειμενική οπτική γωνία ή τη θεωρούμε ως κάτι το αντικειμενικό.
ΕΛΑΤΕ τώρα να δούμε ποια από αυτά τα χαρακτηριστικά έχει ο Ενεστώτας και ποια ο Αόριστος. Η ίδια η λέξη Αόριστος, οι στωικοί γραμματικοί τον επινόησαν, κάτι μας λέει. Ας συγκρίνουμε τον Ενεστώτα μανθάνω και τον Αόριστο έμαθον. Ο Ενεστώτας μανθάνω δηλώνει μια ενέργεια που έχει διάρκεια, άρα προσανατολίζεται, κατευθύνεται προς κάποιο σκοπό και επειδή έχει σκοπό το υποκειμενικό στοιχείο είναι σαφές. Ο Αόριστος έμαθον είναι αόριστος: δεν δηλώνεται η διάρκεια της ενέργειας αλλά η ενέργεια είναι εστιασμένη σε ένα χρονικό σημείο, σε μια στιγμή, είναι στιγμιαία. Και επειδή είναι στιγμιαία δεν μπορεί να έχει σκοπό και χωρίς σκοπό δεν έχει υποκειμενική αλλά αντικειμενική διάσταση.
ΟΛΑ αυτά είναι σε γενικές γραμμές γνωστά και μελετώνται από φιλολόγους και γλωσσολόγους εδώ και αιώνες, χιλιετίες μάλλον. Έχουν γραφεί πάρα πολλά πράγματα και γράφονται και θα γράφονται. Υπάρχει ομολογουμένως μια συμφωνία, σε γενικές γραμμές, με κάποιες ενστάσεις ήσσονος σημασίας. Υπάρχει όμως ένα ακανθώδες πρόβλημα: πρόκειται για το πολύ σημαντικό ζήτημα της προέλευσης του ποιού της ενέργειας. Τι ήταν αυτό που ώθησε τους ομιλητές να δηλώσουν, με τόση σαφήνεια μέσω της εξέλιξης του ρήματος, το ποιόν της πράξης, τις βασικές ιδιότητες, τα βασικά χαρακτηριστικά της πράξης; Πώς να εξηγήσουμε τη σταθερή αντίθεση μεταξύ του διαρκούς Ενεστώτα και του στιγμιαίου Αορίστου; Και, επιπλέον, γιατί αυτή η αντίθεση έγινε ακόμα πιο έντονη στην νέα ελληνική;
ΔΕΝ μπορούμε να ξέρουμε αν θα απαντήσουμε ποτέ σε όλα αυτά τα ερωτήματα. Τελειώνω παραθέτοντας μια πρόταση από το Συντακτικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης του Jean Humbert (σελ. 127, μετ. Γ. Ι. Κουρμούλη): Το να προτείνη τις θεωρίαν γενέσεως του ποιού, ως επεχειρήθη ενίοτε, μου φαίνεται αρκετά υπεροπτικόν.
ΓΙΑΤΙ όμως να μην είμαστε υπερόπτες; Η συνέχεια τον Οκτώβρη. Δεν έχω το δικαίωμα να πω τη γνώμη μου;
ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Chantraine, P. Histoire du parfait grec
Chantraine, P. Grammaire homerique β΄τόμος: Syntaxe
Humbert, Jean Συντακτικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσης
Guillaume, G. Temps et Verbes
Κύννερος Ραφαήλ (Kuhner Raphael) Η σύνταξις της αρχαίας ελληνικής γλώσσης
Meillet, A. Introduction a l΄ etude comparative des langues indoeuropeennes
Rijksbarfon A. Σύνταξη και σημασιολογία του ρήματος της κλασικής ελληνικής
Schwyzer Ed. – Denbrunner A. Η σύνταξη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Σχολιάστε ελεύθερα!