in από την Ιλιάδα έπος στην Ιλιάδα τραγωδία

η προέλευση της ηρωικής/ επικής ποίησης (ποιμενικής προφορικής ποιητικής αφήγησης) και οι αοιδοί

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Ο φίλος Ν. Β. στο fb, έχουμε συναντηθεί μια φορά, την επόμενη φορά την τσιπουροποσία δεν θα την αποφύγουμε (εγώ δεν θα περιοριστώ σ΄αυτήν), διάβασε το κείμενο για την μεθομηρική Ιλιάδα και διατύπωσε τα παρακάτω ερωτήματα. Σπεύδω να απαντήσω και για να τον ευχαριστήσω, και τον Ν. και όλους και όλες εσάς που διαβάζετε τα κείμενα για την Ιλιάδα, και όχι μόνο, θα σας κάνω αύριο ένα δωράκι παγκόσμιας αποκλειστικότητας. Να τα ερωτήματα:

Τι γνωρίζουμε για τους αοιδούς εκείνης της περιόδου, και ποια κοινωνική ανάγκη/λειτουργία εξυπηρετούσαν -αν εξυπηρετούσαν; Είχαν σπόνσορες κάποιους πλούσιους και ισχυρούς, ή απλά περιφέρονταν στον “ελλαδικό χώρο” και αφηγούνταν ιστορίες; Ποιο το ακροατήριο τους και ποια κοινωνική οργάνωση είχε αυτό κάθε φορά; Άλλαζε άραγες η εξιστόρηση των γεγονότων ανάλογα με το σε ποιους απευθυνόταν; Πότε σταμάτησαν να υπάρχουν και γιατί;

ΚΑΤΩ από τον τίτλο ηρωική ή επική ποίηση (heroic/epic poetry) οι φιλόλογοι συγκεντρώνουν έναν τεράστιο αριθμό ποιητικών, κυρίως, αφηγήσεων, που προέρχονται από την Ευρασία, κυρίως, και από την Αφρική, ξεκινώντας χρονικά από το απώτατο  παρελθόν (το σουμερικό έπος του Γκιλγκαμές) και φτάνοντας στις δεκαετίες του 1960 και 1970 (σερβοκροάτικη ηρωική ποίηση). Πρωταγωνιστής σε αυτές τις αφηγήσεις είναι πάντα ένας ήρωας, νεαρός άνδρας. Η συλλογή των αφηγήσεων και ο συλλήβδην χαρακτηρισμός ηρωική/επική ποίηση έχει μια αδυναμία: το κριτήριο είναι ο ήρωας πρωταγωνιστής, έτσι γενικά και αόριστα, εκτός οικονομικού και κοινωνικού πλαισίου. Μια προσεκτικότερη ματιά θα μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι σε ποσοστό 99,9% αυτές οι προφορικές ή προφορικές που γράφτηκαν αφηγήσεις προέρχονται από κοινωνίες είτε ποιμενικές είτε κοινωνίες που ήταν κάποτε ποιμενικές και διατηρούν λίγα ή περισσότερα ποιμενικά στοιχεία. Σε αυτές τις αφηγήσεις ο ήρωας δεν είναι απλά ένας νεαρός άντρας, όπως ο Γκιλγκαμές που αναζητάει την αθανασία, και τελικά διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει αθανασία, αλλά ένας ήρωας, νεαρός άνδρας που είναι πολεμιστής. Η αδιαφορία για το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο είναι μια σταθερή αδυναμία των φιλολόγων, που η μη συνειδητοποίησή της και η απροθυμία τους να απαλλαχτούν από αυτήν τους έχει οδηγήσει σε πολλές λαθεμένες εκτιμήσεις και απόψεις.

ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ λοιπόν υπ΄όψει μου το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο την ηρωική/επική ποίηση την αποκαλώ ποιμενική προφορική ποιητική αφήγηση. Συχνά δεν είναι άμεσα ποιμενική αλλά πολιτισμικά είναι, μιας και σε αυτή την αφήγηση διακρίνουμε σαφέστατα στοιχεία ποιμενικά. άρα και πολεμικά. Έχουμε λοιπόν αραβική προφορική ποιητική αφήγηση, τούρκικη, μογγολική, αρχαία ελληνική, ινδική (Μαχαμπαράτα), μεσαιωνική λατινική (Βάλτερ ο Χεροδύναμος), υστεροβυζαντινή (Διγενής Ακρίτας), μεσαιωνική γαλλική (Το άσμα του Ρολάνδου), γερμανική (Νιμπελούνγκεν), ισπανική (το έπος του Ελ Σιντ), αγγλοσαξονική (Μπέογουλφ), σκανδιναβική (αναρίθμητες saga), ρώσικη, σερβοκροάτικη. Στις αφηγήσεις αυτές περιγράφεται και εξυμνείται η δράση και τα κατορθώματα ενός ήρωα, ή και περισσότερων, κατά τη διάρκεια πολέμου ή πολέμων (ή και διενέξεων, με άλλους ή με έναν ισχυρό αντίπαλο της φύσης – Μπέογουλφ). Θα ήθελα να σημειώσω ότι έχοντας διαβάσει αρκετά από αυτά τα κείμενα (πια) μπορώ να πω, και το λένε όλοι και όλες, ότι η Ιλιάδα ξεχωρίζει όπως η μύγα στο γάλα. Δεν θα ήθελα να συνάγουμε κανένα απολύτως συμπέρασμα από αυτή την κρίση –  για να μην παρεξηγηθούμε. 

ΕΑΝ θεωρήσουμε ως πρώτο μυθιστόρημα της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας τον Δον Κιχότη του Θερβάντες, δεν θα μπορέσουμε να μην αναγάγουμε την προέλευση του μυθιστορήματος στις μεσαιωνικές προφορικές ποιητικές και μη αφηγήσεις –  αυτή είναι η άποψη του Γκέορκ Λούκατς. Το έπος μετεξελίχθηκε σε μυθιστόρημα. Από την άλλη, σε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο (Ο αφηγητής) ο Βάλτερ Μπένγιαμιν γράφει για τον θάνατο του αφηγητή, για το τέλος της αφήγησης και της προφορικής διήγησης γενικά –  λόγω της ανάγνωσης, του ραδιοφώνου, του κινηματογράφου και κατόπιν της τηλεόρασης. Δεν διηγούμαστε πια παραμύθια, ιστορίες, θρύλους και μύθους.

ΤΟ κάναμε όμως για πολλές χιλιάδες χρόνια. Το έκαναν μέχρι πρόσφατα πολλοί τροφοσυλλεκτικοί λαοί, πολλές αγροτικές κοινότητες. Για να κατανοήσουμε την ποιμενική προφορική ποιητική αφήγηση θα πρέπει να στρέψουμε πρώτα την προσοχή μας στην αφήγηση. Δεν γνωρίζουμε πότε και πώς άρχισε αλλά δεν θα πρέπει να εμφανίστηκε πολύ μετά την εμφάνιση της γλωσσικής επικοινωνίας. Οι άνθρωποι τραγουδούσαν, χόρευαν και αφηγούνταν ιστορίες, κοσμογονικούς μύθους, θρύλους, παραμύθια. Η σύνδεση θρησκείας και προφορικής αφήγησης διαπιστώνεται σε πολλές κοινωνίες. Το περιεχόμενο των αφηγήσεων καθοριζόταν από τον τρόπο ζωής και τον τρόπο παραγωγής. Οι τροφοσυλλέκτες  – κυνηγοί αφηγούνται κυρίως κοσμογονικούς και ανθρωπογονικούς μύθους· οι αγροτικές κοινότητες θρησκευτικούς μύθους και παραμύθια. Οι ποιμενικές κοινωνίες εξυμνούν τη δράση και τα έργα πολεμιστών, νεαρών ανδρών –  είναι η ποιμενική προφορική ποιητική αφήγηση. Και είναι ποιητική γιατί έχει ένα σταθερά επαναλαμβανόμενο ρυθμό –  στην περίπτωση της αρχαίας ελληνικής ηρωικής ποίησης ο ρυθμός αυτός, αυτό το μέτρο,  λέγεται δακτυλικό εξάμετρο, έχει ως βάση την ποσότητα της συλλαβής, με κριτήριο τον χρόνο που παίρνει για να την προφέρουμε: η συλλαβή μο είναι βραχεία αλλά η συλλαβή μω (μοο) είναι μακρά, μας παίρνει περισσότερο χρόνο για να την προφέρουμε –  αυτή είναι η προσωδία: μακρά συλλαβή (-), βραχεία (υ), βραχεία, άρα – υυ, κι αυτός ο ρυθμός επαναλαμβάνεται πέντε φορές κι άλλη μια φορά με δύο συλλαβές, εκ των οποίων η πρώτη  μακρά και η δεύτερη μπορεί να είναι είτε μακρά είτε βραχεία. Πολύ συχνά, οι δύο βραχείες συλλαβές αντικαθίστανται από μία μακρά (-υυ >- -).

ΔΕΝ γνωρίζουμε και πολλά για την προέλευση της ηρωικής ποίησης, της ποιμενικής προφορικής ποιητικής αφήγησης. Το ερώτημα που δεν έχει διατυπωθεί και θα το διατυπώσουμε εμείς σήμερα είναι το εξής: γιατί να εξυμνηθεί η δράση του πολεμιστή σε κάποιον πόλεμο; Γιατί να αφηγούμαστε μόνο αυτό και τίποτα άλλο; Δεν είναι περίεργο; Είναι. Θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε κι αλλιώς το ερώτημα: τι κάνουμε όταν εξυμνούμε τη δράση και τα κατορθώματα του ήρωα, του νεαρού πολεμιστή; Ποιος την εξυμνεί, γιατί, πότε, για ποιον, για ποιους;  Κάποιος (ποιος;) από την κοινότητα εξυμνεί και περιγράφει τη δράση του ήρωα πολεμιστή μετά από μια μάχη ή πόλεμο για να περάσουμε ευχάριστα την ώρα μας, για να διδαχτούμε κάτι, για να συγκροτήσουμε ένα πρότυπο συμπεριφοράς, αφορά δηλαδή μόνο τους ακροατές της αφήγησης; Έχει κάποιο  όφελος, κάποιο κέρδος  ο νεαρός ήρωας πολεμιστής από αυτήν την εξύμνηση; Θα εξυμνήσουμε έναν πρώτο τυχόντα πολεμιστή ή αυτόν που ξεχώρισε για την γενναιότητά του, αυτόν που σκότωσε τους περισσότερους και έφερε τα περισσότερα λάφυρα;

ΟΙ ποιμενικές κοινότητες επαινούσαν και εξυμνούσαν τον πολεμιστή που ξεχώρισε, που διακρίθηκε. Αυτό το κοτσομπολιό, ας το πούμε έτσι, για τον νεαρό πολεμιστή που διακρίθηκε είναι γνωστό με τη λέξη κλέος. Ετυμολογικά, από την ίδια ρίζα προέρχεται και το ρήμα καλέω, η αρχική σημασία του οποίου ήταν ”απευθύνομαι σε κάποιον με το όνομά του, μιλώ σε κάποιον, μιλώ για κάποιον”. Από αυτή τη ρίζα προήλθαν πάμπολλες λέξεις, σύνθετες και παράγωγες, στις οποίες επιβιώνει, λιγότερο ή περισσότερομ, η αρχική σημασία (προσκαλώ, συγκαλώ, κλήση, κλητήρας –  αυτός που καλεί φωνάζοντας). Το κλέος είναι κάτι,  μια σχέση της κοινότητας με τον ήρωα,  που υπάρχει ή δεν υπάρχει, που διαθέτει ο ήρωας ή δεν διαθέτει, που αυξάνεται και μειώνεται.  Ένας πολεμιστής μπορεί να ακλεής, να μην έχει κλέος, να είναι άσημος, αφανής, άδοξος. Ένας άλλος να είναι ευκλεής –  ένδοξος, περίφημος. Όταν είναι ευκλεής, το κλέος του ονόμαζεται κύδος. Ένας κοινός πολεμιστής μπορεί να διακριθεί και να αποκτήσει κλέος και να γίνει κύδος –  το κλέος είναι κάτι που αποκτιέται ή/και χάνεται. Μας το επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο ένας στίχο από την Ιλιάδα, που συνοψίζει και τον ποιμενικό ηρωισμό (Χ  393, ηράμεθα μέγα κύδος· επέφνομεν Έκτορα δίον –  πήραμε, αποκτήσαμε μεγάλη δόξα, σκοτώσαμε τον λαμπρό (ισχυρό) Έκτορα. Κλέος, κύδος χωρίς φόνο αντιπάλου δεν μπορεί να υπάρχει!

Ο ήρωας πολεμιστής θέλει να μιλούν γι΄ αυτόν. Δεν πρόκειται απλά και μόνο για την εξασφάλιση της αναγνώρισης. Υπάρχει μια υλική διάσταση σε αυτή την επιθυμία του ήρωα. Και η διάσταση αυτή είναι η μοιρασιά της λείας. Η πολεμική λεία αρχικά δεν περιερχόταν στον πιο ισχυρό άνδρα του στρατού, ο οποίος τη μοίραζε με λίγο ή πολύ δίκαιο τρόπο. Ο τρόπος αυτός είναι μεταγενέστερος. Αρχικά η λεία ήταν κοινό κτήμα. Την μοιράζονταν μεταξύ τους οι πολεμιστές, μόνο που σε αυτούς που ξεχώρισαν στη μάχη δινόταν κάποια δώρα, κάποια προνόμια  – προνόμιο σημαίνει πριν τη μοιρασιά, όχι πριν τον νόμο! Τα προνόμια αυτά είναι γνωστά ώς γέρας (βραβείον). Εάν λοιπόν εξασφαλίσεις κλέος, εάν όλοι μιλούν για σένα, μπορείς να προβάλλεις αξιώσεις και συμμετοχής στη μοιρασιά αλλά και απόσπασης ενός μέρους της λείας πριν αυτή μοιραστεί. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε η σχέση κλέους (φήμης, δόξας) και πλούτου: ο ένδοξος, ο φημισμένος, ο διάσημος είναι και πλούσιος και ο πλούσιος  είναι και ένδοξος και διάσημος. Το ζούμε καθημερινά.

ΥΠΑΡΧΕΙ όμως και μια τρίτη διάσταση: η ισχύς, η δυνατότητα ή ικανότητα να επιβάλουμε τη θέλησή μας ή την επιθυμία μας. Ετυμολογικά, η λέξη προέρχεται απο τη ρίζα σεχ- (> έχω), που σημαίνει, κρατώ κάτι που το έχω αποκτήσει με βία και που με κάνει πιο δυνατό. Στις πολεμικοποιμενικές κοινωνίες ισχυρός είναι μόνο αυτός που διαθέτει πλούτο, που διαθέτει κλέος, κύδος. Σήμερα η δοσολογία ποικίλει: κάποιος μπορεί να είναι και διάσημος και πλούσιος και ισχυρός (Ωνάσης, Σόρος), να είναι μόνο ισχυρός και διάσημος (Τζων Κέννεντι) ή μόνο διάσημη (Κάλας).

ΟΤΑΝ κάποιος είναι ευκλεής και πλούσιος και ισχυρός θέλει όχι μόνο να παραμείνει τέτοιος αλλά και να αυξήσει τη φήμη του, τον πλούτο του και την ισχύ του. Ένας από τους τρόπους της αύξησης όλων αυτών είναι η διαρκής εξύμνησή του. Μπορεί μια κοινότητα να μιλά για έναν πολεμιστή που διακρίθηκε στη μάχη αλλά θα μιλά για λίγες μέρες και μετά θα σταματήσει. Λογικό είναι. Ο ισχυρός και πλούσιος όμως επιδιώκει να μιλούν συνεχώς γι΄ αυτόν, να εξυμνείται διαρκώς η φήμη του, ο πλούτος του και η ισχύς του. Ποιος θα το κάνει αυτό; Κάποιος που ξέρει να αφηγείται ιστορίες –  αυτός είναι ο αοιδός. Σήμερα, τον ρόλο του αοιδού τον παίζουν οι κοσμικές στήλες σε εφημερίδες και περιοδικά, κίτρινος τύπος, κοτσομπολίστικα φτηνιάρικα έντυπα,  πρωινάδικα στις τηλεοράσεις και γω δεν ξέρω τι άλλο.

Ο αοιδός είναι ένας υπηρέτης του ευκλεούς, πλούσιου και ισχυρού άνδρα. Η δουλειά του είναι να εξυμνεί, κάθε φορά που παρουσιάζεται ευκαιρία, τη φήμη, τον πλούτο και την ισχύ του Κυρίου του. Ζει στην αυλή του και τρώει από το (όχι στο) τραπέζι του Κυρίου του. Αυτός είναι και ο ρόλος του αοιδού κατά την γεωμετρική και αρχαϊκή εποχή στην αρχαία Ελλάδα. Η Οδύσσεια μας λέει ότι υπήρχαν αοιδοί που δεν ήταν ενσωματωμένοι μονίμως στον οίκο του πλούσιου αριστοκράτη αλλά ανήκαν στους δημιοεργούς, σε αυτούς που εργάζονταν για τον δήμο, για όλους. Προφανώς η απομάκρυνση αυτή, και ο ξεπεσμός τους,  οφειλόταν στην παρακμή του οίκου που ανήκε. Τώρα πια το ακροατήριο δεν είναι η αριστοκρατική παρέα αλλά το κοινό που συγκεντρώνεται στις γιορτές, στις ετήσιες συναθροίσεις της κοινότητας.

Ο συνθέτης της Ιλιάδας καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για να παροτρύνει τους ακροατές του να ταυτιστούν με τους ήρωές του, τους γενναίους πολεμιστές της κοινότητας. Αυτό σημαίνει ότι το ακροατήριο της Ιλιάδας είναι πλούσιοι και ισχυροί αριστοκράτες. Και τα καταφέρνει μια χαρά. Αυτοί οι αριστοκράτες τον συντηρούν και έχουν όφελος από αυτή τη σχέση. Ο αοιδός αφηγείται αυτά που θέλουν οι ακροατές να ακούσουν –  και δεν είναι παρά μάχες και φόνοι και έριδες μεταξύ πολεμιστών. Θέλουν να ακούν να εξυμνείται ο ηρωισμός, άρα και αυτοί οι ίδιοι.

ΓΥΡΩ στο 700-650 π. Χ. γίνεται μια μεγάλη αλλαγή. Εμφανίζεται ένας αοιδός ο οποίος εξυμνεί τον ηρωισμό και τους ακροατές του αλλά ταυτόχρονα τον αποκηρύσσει. Αφηγείται μάχες και θανάτους και διεισδύσεις δοράτων στα κορμιά και αποκεφαλισμούς αλλά κάνει και κάτι άλλο, καινοφανές. Εμφανίζει τους ήρωες όχι μόνο να πολεμούν και να σφάζουν αλλά και να μιλούν, να αφήνουν το δόρυ και το ξίφος και να παίρνουν τον λόγο. Ο αοιδός αυτός φεύγει διαρκώς από το πεδίο της μάχης και επιστρέφει μόνο και μόνο για να ξαναφύγει! Και προσπαθεί, και τα καταφέρνει και πάλι μια χαρά, να παροτρύνει τους ακροατές του να ταυτιστούν με αυτούς τους ήρωες. Τα ωραιότερα μέρη της Ιλιάδας που έχουμε, εκεί όπου η ποίηση ανεβαίνει σε πολύ ψηλά επίπεδα, είναι οι ραψωδίες Α, Ζ, Ι, Ξ και Ω. Εδώ δεν έχουμε πόλεμο και αίμα και πόνο και ιδρώτα –  έχουμε επιχειρήματα (Α), έχουμε συναισθήματα (Ζ) , έχουμε συναισθήματα και επιχειρήματα (Ι), έχουμε εξαπάτηση του συζύγου από την σύζυγο με πολλά κωμικά στοιχεία (Ξ), έχουμε συμβουλές και υποδείξεις και συνειδητοποίηση (Ω). Δεν τον ενδιαφέρει ο πόλεμος αλλά η ειρηνική ζωή.  Ο αοιδός αυτός απευθύνεται στο αριστοκρατικό του ακροατήριο και τους λέει: παψ΄τε  να είστε ήρωες, βίαιοι και βάναυσοι, αυτοσυγκρατηθείτε, αποκτήστε αυτοπειθαρχία.

ΓΙΑΤΙ να το κάνει αυτό; Θα επαναλάβω συνοπτικά την άποψή μου. Ο αοιδός αυτός, που ονομάζουμε Όμηρο, ζει και συνειδητοποιεί την ολοκλήρωση μιας οικονομικής και κοινωνικής μετάβασης –  που θα βάλει τα θεμέλια της εμφάνισης της πόλεως, της δημοκρατίας και του κλασικού αρχαιοελληνικού πολιτισμού: τη μετάβαση από την κτηνοτροφία στη γεωργία, από την εκτροφή των ζώων στην καλλιέργεια της γης. Οι δράστες αυτής της αλλαγής είναι οι πλούσιοι και ισχυροί ποιμένες της γεωμετρικής εποχής. Υπάρχει όμως ένα μεγάλο, τεράστιο πρόβλημα. Η οικονομική και κοινωνική βάση μπορεί να αλλάξει σχετικά γρήγορα και εύκολα αλλά η ιδεολογική, ψυχική, αξιακή, πνευματική και εν γένει πολιτισμική δεν αλλάζει τόσο εύκολα, είναι κάτι πολύ δύσκολο, χρειάζεται πολύς χρόνος. Έτσι λοιπόν, οι γαιοκτήμονες πια συνεχίζουν να συμπεριφέρονται ως ποιμένες. Αυτό είναι ολέθριο και αυτοκαταστροφικό. Ο ποιμενικός τρόπος εξασφάλισης και αύξησης του πλούτου, της ισχύος και του κλέους γίνεται με την αρπαγή, με την εξόντωση, με την υπερβολική βία. Κάτι τέτοιο όμως είναι παντελώς ασύμβατο με την γεωργία μέσω της χρήσης των δούλων. Τώρα οι γαιοκτήμονες δεν μπορούν να εξοντώνουν τους δούλους ούτε να αλληλοεξοντώνονται μεταξύ τους. Από την εξόντωση περνάμε στην καθυπόταξη –  αυτό που λένε οι φιλόλογοι, από τον μύθο στον λόγο! Τώρα απαιτείται και συνεργασία μεταξύ των γαιοκτημόνων (οι δούλοι είναι πολλοί!) και αυτοσυγκράτηση και αυτοπειθαρχία! Θα εκτονώνονται, μεταξύ των άλλων, μέσω του αθλητισμού, τα αγωνίσματα του οποίου είναι στρατιωτικές ασκήσεις!

Η μετάβαση από τον ποιμενισμό στην γεωργία σήμανε και το τέλος και της προφορικής ποιητικής αφήγησης και του αοιδού. Μια κομβικής σημασίας επινόηση ήρθε για να οριστικοποιήσει και να σταθεροποιήσει την αλλαγή: η γραφή. Έχει υποσηριχτεί η άποψη, την οποία σκέφτομαι πολύ σοβαρά αλλά δεν έχω πειστεί ακόμα, ότι η επινόηση της γραφής έγινε για να καταγραφούν οι ποιητικές αφηγήσεις των αοιδών. Η προφορική ποιητική αφήγηση γίνεται γραπτό κείμενο. Για να καταγράψεις τέτοιου μεγέθους κείμενα, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, απαιτείται πλούτος και χρόνος. Τα διέθεταν και τα δύο οι πλούσιοι και απαλλαγμένοι από χειρωνακτική εργασία (δούλοι) γαιοκτήμονες αριστοκράτες. Μέχρι το 550 π. Χ. η διαδικασία ολοκληρώθηκε –  η προφορική ποιητική αφήγηση παρήκμασε και χάθηκε, μαζί τους και οι αοιδοί. Εμφανίζονται οι ραψωδοί, οι οποίοι δεν συνθέτουν όπως οι αοιδοί την ώρα της αφήγησης αλλά απαγγέλλουν τα ήδη σταθεροποιημένα κείμενα.

Η διαμόρφωση ενός νέου τρόπου σκέψης που θα βασίζεται στα νέα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα ήταν μια μεγάλης διάρκειας διαδικασία, την οποία άρχισε ο Όμηρος με την αποκήρυξη του βάναυσου ποιμενικού ηρωισμού. Η Οδύσσεια ήδη έχει απομακρυνθεί από τα πεδία των μαχών. Η διδακτική ποίηση στρέφει την προσοχή της προς την γεωργία και την σαφή αποκήρυξη του ποιμενικού ήθους –  να δίνεις είναι το καλύτερο, όχι να αρπάζεις, διαβάζουμε στο Έργα και Ημέρες. Με τη λυρική ποίηση οι γαιοκτήμονες αριστοκράτες εκφράζουν τα συναισθήματά τους, τις αγωνίες τους, τους προβληματισμούς τους. Εκείνη όμως που συνέβαλε τα μέγιστα ήταν η τραγωδία. Αυτή ολοκλήρωσε τη διαδικασία της διαμόρφωσης του νέου τρόπου σκέψης, αυτή άνοιξε τον τάφο κι έθαψε οριστικά και αμετάκλητα τον ποιμενικό ηρωισμό. Κι όταν το έργο της ολοκληρώθηκε, με τον Ευριπίδη, δεν είχε λόγο ύπαρξης και παρήκμασε, έσβησε, εξαφανίστηκε.

ΤΩΡΑ, με αυτά που λέει  ο Καστοριάδης για την παρακμή της τραγωδίας είναι κάτι που με κάνει να χαμογελάσω.

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Πολυ ενδιαφερον αρθρο!

    Αναφορικα με το ποιητικο μετρο και την προσωδία: “… μακρά συλλαβή (-), βραχεία (υ), βραχεία, άρα – υυ…”, κτλ, υπαρχει μια εκπληκτική εργασια ενος ελληνα μουσικολογου, του Θρασυβουλου Γεωργιαδη, “Ο ελληνικός ρυθμός”, οπου μεταξυ αλλων, και με πολυ σοβαρα επιχειρηματα, δειχνει πως τα ομηρικα εργα ισως να ηταν βασισμενα στον ρυθμο 7/8 ( “Καλαματιανο ρυθμο” οπως συνηθιζουμε να τον λεμε σημερα), εναν ρυθμο πολυ δυνατα ενσωματωμενο στην ελληνικη μουσικη παραδοση.

    https://armosbooks.gr/shop/ekpedefsi-glossa/meletes/o-ellinikos-rythmos/