in διήγημα

Ορχήστρα των Βατράχων του Έβρου (EVROS FROGS ORCHESTRA)

Ορχήστρα των Βατράχων του Έβρου 

διήγημα

 

– Άκου! Νατάσα, άκου!

– Ζαλίζομαι, θα ξεράσω. Τόσο πολύ ήπιαμε;

– Άκου τα βατράχια και θα σου περάσει.

Σταμάτησαν να περπατούν. Στράφηκαν προς τη μεριά του ποταμού. Δάσος από λεύκες. Μόλις που φαίνονταν, σκοτάδι βαθύ, το φεγγάρι ήταν αλλού.  Πέρα μακριά, όχι πολύ μακριά η Μαρίτσα, έτσι λένε τον Έβρο οι Βούλγαροι.  Οι παράλληλες γραμμές του τρένου, μερικά βήματα από τα πόδια τους, δίπλα στον χωματόδρομο,  ενώνονταν πέρα μακριά αριστερά τους, μέσα στο σκοτάδι, ενώνονταν πέρα μακριά στα δεξιά τους. Όλα ενώνονται, όλα είναι χωριστά.

-Τ΄ακούς, Νατάσα;

– Τ΄ακούω, τ΄ακούω. Πω, πω, πολλή φασαρία κάνουν. Είναι πάρα πολλά!

– Σε λίγο  μερικά θα σταματήσουν, λίγο πιο μετά θα σταματήσουν κι άλλα, μετά κι άλλα, μετά θα κοάζουν δυο τρία, μετά ένα και μετά θα υπάρξει σιωπή.

-Πλάκα κάνεις!

– Όχι, δεν κάνω πλάκα. Περίμενε και θα δεις.

Το ηχητικό όργιο της  Ορχήστρας των Βατράχων του Έβρου άρχισε να καταλαγιάζει. Το πανδαιμόνιο των ήχων έσβηνε αργά, πολύ αργά, μα έσβηνε. Δυο τρία βατράχια συνέχιζαν, έμεινε ένα, σιώπησε κι αυτό.

-Και τι θα γίνει τώρα;

-Περίμενε και θα δεις

Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα κι ακούστηκε ένας βάτραχος να κοάζει. Μετά άλλος ένας, μετά άλλοι δυο τρεις και μετά πιο πολλοί, ολοένα και πιο πολλοί και το όργιο των κοασμάτων της Ορχήστρας των Βατράχων του Έβρου ακούστηκε άλλη μια φορά. Ακούγεται εδώ και πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια. Και θα ακούγεται. Ποιος ξέρει, μπορεί να το ακούν μόνο οι λεύκες και οι ιτιές, η άμμος και τα αστέρια, οι κουκουβάγιες και οι αλεπούδες.

-Παμε στο ποτάμι, σε παρακαλώ! Δεν είναι μακριά, είναι;

-Νατάσα, δεν μπορούμε να πάμε.

– Μου είπες ότι δεν είναι μακριά. Έλα, πάμε.

-Δεν θα μας αφήσουν.

-Ποιος δεν θα μας αφήσει; Δεν υπάρχει ψυχή! Είναι τρεις!

-Θα δεις σε λίγο ποιος δεν θα μας αφήσει.

Συνέχισαν να περπατούν. Έφυγαν από το Μασάλι, ταβερνάκι στο Πραγγί, το δεύτερο παραποτάμιο χωριό μετά  το Διδυμότειχο, προς τα βόρεια, προς το Πύθιο, στο σταθμό που έφευγε το τρένο για Κωνσταντινούπολη. Εγκαταλειμμένος μικρός σιδηροδρομικός σταθμός, με τζάκι στη μέση της αίθουσας, γύρω γύρω καμιά δεκαριά τραπέζια, σκάνε μύτη τα μεσάνυχτα δυο γύφτοι με ζουρνά και με νταούλι, κι άρχισαν τα ζωναράδικα, τραβήχτηκαν τραπέζια και καρέκλες, κι άρχισε ο χορός, και νέοι και γέροι, και άντρες και γυναίκες, όλοι μαζί μπροστά, όλοι μαζί πίσω, όλες μαζί μπροστά, όλες μαζί πίσω, σήκω Νατάσα να χορέψουμε, δεν τον ξέρω αυτό το χορό, δεν πειράζει, δεν χρειάζεται να ξέρεις για να χορέψεις, να αγκαλιαστούμε μαζί με τους άλλους, θα περπατάμε, θα τρέχουμε, μπροστά αυτοί, μπροστά κι εμείς, πίσω αυτοί, πίσω κι εμείς.

Περπατούσαν πιασμένοι από το χέρι, κάπου κάπου  αγκαλιασμένοι, η Νατάσα τη μια έδιωχνε τον άντρα από κοντά της, την άλλη έτρεχε να τον πιάσει από το χέρι, το φεγγάρι, πέρα μακριά στην Ανατολή, θα έσκαγε μύτη και θα τους έβλεπε.

-Και τώρα, Νατάσα, πρέπει να τραγουδήσουμε. Να πούμε το τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε, γέρο και μπεκρή με λένε και με σφάζουνε; Σ΄αρέσει; Είναι το αγαπημένο μου τραγούδι.

-Πρέπει; Τι πρέπει; Άμα σε πειράζει να μη πίνεις!

Ο άντρας άρχισε να τραγουδάει δυνατά. Πολύ δυνατά. Το φεγγάρι τον άκουγε, ήταν βέβαιος, τον άκουγαν και τα αστέρια, και οι λεύκες, και η Μαρίτσα. Ξαφνικά ανάβει ένας δυνατός προβολέας, φως που τυφλώνει, έξι άντρες με αυτόματα όπλα μπροστά τους να ουρλιάζουν, κάτω, κάτω, μπρούμυτα! Με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Ο άντρας ξάπλωσε αμέσως μπρούμυτα πάνω στο χώμα, μπροστά στα πόδια τους. Το έκανε και η Νατάσα.

-Έλληνες είστε;

Δεν απάντησαν.

-Έλληνες είστε; ξαναρώτησαν τσαμπουκαλεμένοι.

Απάντησε η Νατάσα. Είμαστε Έλληνες. Από πού ερχόσαστε; Από το Πραγγί, από το Μασάλι. Πού πάτε; Πετράδες. Από εκεί είστε; Ο φίλος μου. Εσύ από που είσαι; Από Σέρρες. Τι θέλετε εδώ; Ήρθαμε να επισκεφτούμε τους γονείς του φίλου μου. Σηκωθείτε πάνω. Η Νατάσα σηκώθηκε. Ο άντρας δεν σηκώθηκε. Σήκω πάνω! Ο άντρας δεν σηκώθηκε.

‘Εμεινε ακίνητος, νεκρός. Τι έπαθε, ρε μαλάκα; Ξέρω κι εγώ; Τι έπαθε; ρώτησαν τη Νατάσα. Δεν ξέρω. Ρε μαλάκες, πέθανε; Τι να κάνουμε, να φωνάξουμε το ασθενοφόρο; Ο άντρας δεν άκουσε τίποτα από όλα αυτά. Άκουγε EVROS FROGS ORCHSTRA. Τα βατράχια που έπαιζαν μουσική λιγόστευαν, λιγόστευαν, έμειναν δυο τρία, μετά ένα, μετά σιωπή. Περίμενε. Ένας βάτραχος άρχισε να τραγουδά, ήταν βέβαιος ότι ήταν νέος, άλλος ένας μετά, γέρος, μετά άλλος ένας νέος, μετά άλλος ένας γέρος, όλοι και πιο πολλοί, όλο και πιο πολλές και εκεί στο αποκορύφωμα του ηχητικού οργίου της Ορχήστρας των Βατράχων του Έβρου, πετάχτηκε πάνω, με δύναμη, με πολλή δύναμη, αδήριτη δύναμη, πήδηξε ψηλά, άρχισε να χοροπηδά, σαμάνος σε έκσταση, χόρευε και πηδούσε, χόρευε και πηδούσε, σταμάτησε, κοίταξε τους συνοριοφύλακες έναν έναν στα μάτια, νεαροί από τα γύρω χωριά, φτωχόπαιδα, καμάρι μεγάλο που ήταν μπάτσοι, ο Θεός να τους κάνει μπάτσους, μερικούς τους γνώριζε, έλεγαν ένα γεια, και τους είπε:

-Εάν πάθει κάτι το έμβρυο, θα σας καθαρίσω έναν έναν.

Χαμήλωσαν τα όπλα και το βλέμμα. Παραμέρισαν να περάσουν.

Περπατούσαν σιωπηλοί. Το φεγγάρι φάνηκε στον ορίζοντα, πάνω από την Τουρκία.

-Δεν είμαι έγκυος, είπε η Νατάσα.

Ο άντρας δεν είπε τίποτα.

Λίγες μέρες μετά, του είπε:

-Είμαι έγκυος. Δεν χαίρεσαι! Γιατί δεν χαίρεσαι;

Τρεις μήνες μετά η εξέταση έδειξε ότι το έμβρυο είχε πολύ αδύναμη καρδιά. Θα πέθαινε λίγο μετά τη γέννα, λίγες μέρες, λίγες βδομάδες, κανένας δεν ήξερε. Έκανε έκτρωση.

Δεν καθάρισε κανέναν. Τους χαιρετούσε, τους έλεγε καλημέρα. Η τιμωρία είναι έγκλημα, έλεγε, η εκδίκηση είναι κάτι χειρότερο, είναι αμάρτημα.

Ιούνιος-Σεπτέμβριος 2001. Πέρασαν είκοσι χρόνια. Ο άντρας βρέθηκε κρατούμενος στο Τμήμα Μεταγωγών στο Αστυνομικό Τμήμα Σερρών. Στις 28 Οκτωβρίου του 2021, μετά τα μεσάνυχτα, άκουσε για άλλη μια φορά έναν συγκρατούμενο να λέει αυτό που έλεγε κάθε φορά πριν κοιμηθεί.

-Καταστρέφουν ζωές. Άντε, Θανάση, να κοιμηθούμε, να ξεχαστούμε.

Άναψε τσιγάρο, περπάτησε, ξάπλωσε, σηκώθηκε, άναψε τσιγάρο, περπάτησε, ξάπλωσε, σηκώθηκε, άναψε τσιγάρο περπάτησε, ξάπλωσε, σηκώθηκε, άναψε τσιγάρο, περπάτησε, ξάπλωσε. Έπρεπε να κάνει κάτι να κουραστεί. Έγραψε μέσα στο κεφάλι το διήγημα που διαβάσατε. Σήμερα, το αντέγραψε και σας το χαρίζει, για να σας ευχαριστήσει.

Σχολιάστε ελεύθερα!