in Αριστοφάνης

ο Αριστοφάνης μας μαθαίνει τα Αρχαία Ελληνικά των Αθηναίων

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΑΣ υποθέσουμε ότι σε λίγα χρόνια η επιστήμη και η τεχνολογία επινοούν μια μηχανή του χρόνου που θα μας επιτρέψει να κάνουμε ταξίδια στο παρελθόν –  λέμε τώρα. Πού θα ταξίδευαν οι Νεοέλληνες, σε ποια εποχή; Μα που αλλού, στην αρχαία Ελλάδα, στην Αθήνα την εποχή του χρυσού αιώνα του Περικλέους. Ναι,  δεν θα έπρεπε όμως να γνωρίζουν κάποια βασικά Αρχαία Ελληνικά και δή αυτά των Αθηναίων; Ασφαλώς και θα έπρεπε, όπως οφείλουμε να γνωρίζουμε κάποια βασικά Αγγλικά, εάν θέλουμε να ταξιδέψουμε στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη. Διότι εάν νομίζετε ότι θα καταλάβετε τι λένε οι Αθηναίοι και οι Αθηναίες ή θα καταλάβουν αυτοί και αυτές τη γλώσσα σας, διαπράττετε τεράστο ατόπημα –  δεν θα καταλάβετε και δεν θα καταλάβουν ούτε μία λέξη. Ένα παράδειγμα. Θα πάτε στην αγορά για να αγοράσετε σαρδέλες, ένα από τα πιο συνηθισμένα φαγητά των φτωχών αρχαίων Αθηναίων. Εάν πείτε, θέλω να αγοράσω σαρδέλες ή εάν ρωτήσετε, που είναι τα ψαράδικα, που πουλάνε ψάρια, δεν πρόκειται να σας καταλάβουν – μη νομίσετε! Να τι θα πείτε: βούλομαι αφύας ωνείσθαι (θέλω να αγοράσω σαρδέλες), ποί εισίν οι ιχθύες, ποί τους ιχθύς πωλούσι;  Τα ψαράδικα τα λέγανε ιχθύες, ψάρια, όπως κι εμείς σήμερα στη λαϊκή θα ρωτήσουμε, πού είναι τα ψάρια, πού είναι τα φρούτα;

ΘΑ μας δουν να περπατάμε στο δρόμο και κάποιος, δε μπορεί,  θα μας ρωτήσει, ούτος, τις ει; Θα καταλάβετε; Μάλλον. Αυτός το τις ει; το ρωτάνε οι φαντάροι στη σκοπιά αλλά σχεδόν όλοι δεν ξέρουν τι σημαίνει –  ρωτάνε κάτι σαν τι σι; Οι Αθηναίοι δεν χρησιμοποιούσαν την προσωπική αντωνυμία σύ, εσύ αλλά τη δεικτική ούτος: ε, εσύ, ποιος είσαι; Ειμί Αθανάσιος εκ Καστανούσσσης, θα απαντήσω εγώ. Εάν όμως ακούσετε κάποιον να σας φωνάζει και να σας λέει, Ω δαιμόνιε, πρόσελθε· δέομαι γαρ τι σου, δεν θα καταλάβετε τι θέλει να πει. Αν διαβάσετε όμως το βιβλίο που έχω γράψει και ξαναχτενίζω αυτό το καλοκαίρι, με τίτλο Ο Αριστοφάνης μας μαθαίνει τα Αρχαία Ελληνικά των Αθηναίων, θα το καταλάβετε: καλέ μου άνθρωπε, έλα σε παρακαλώ, σε θέλω για κάτι, σε χρειάζομαι. Εσείς θα πρέπει να ρωτήσετε: τι τρέχει, τι έγινε; Πώς θα το πείτε; Πολύ απλό, γιατί είναι μία από τις πιο συνηθισμένες στερεότυπες φράσεις των Αθηναίων: τι έστιν; 

ΘΑ ζήσετε κάποιες μέρες στην Αθήνα, έτσι δεν είναι; Πού θα μείνετε; Θα νοικιάσετε δωμάτιο σε κάποιο ξενοδοχείο αλλά μη ρωτήσετε, που είναι το ξενοδοχείο, δεν θα σας καταλάβουν, λέξη ξενοδοχείον δεν υπάρχει. Θα ρωτήσετε, ποί έστι το πανδοκείον;  Πρέπει να γνωρίζετε ότι στην Αθήνα δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και οι άνθρωποι κοιμούνταν με τις κότες και ξυπνούσαν δυο, τρείς ώρες πριν ξημερώσει. Εάν τώρα εσείς θα δυσκολευτείτε μέχρι να προσαρμοστείτε, θα θελήσετε να διαβάσετε κάποιο βιβλίον, τις ιστορίες του Ηροδότου, ας πούμε, αλλά το λυχνάρι δεν έχει λάδι. Τι θα κάνετε; Θα απευθυνθείτε στην ιδιοκτήτρια του πανδοχείου, στην πανδοκεύτρια, αλλά μπορεί αυτή να μην είναι εκεί. Θα υπάρχει όμως κάποια δούλα,  που η δουλειά της είναι να πλάθει ψωμί ή πίτες, όπως εμείς σήμερα πλάθουμε τσουρέκια, κεφτεδάκια, κουλουράκια με τα δυο μας τα χεράκια. Η δούλα αυτή λεγόταν πλαθάνη. Θα της πούμε, Ω πλαθάνη, έλαιον μοι ούκ ένεστ'(ι) εν τω λύχνω, και να είστε βέβαιες και βέβαιοι ότι θα σας καταλάβει. Μην κάνετε το λάθος και ανάψετε το λυχνάρι μόνοι σας. Αυτή είναι δουλειά του δούλου. Πώς θα πείτε, δούλε, άναψε το λυχνάρι και φέρε  μου το βιβλίο για να διαβάσω; Εδώ σας θέλω. Να πώς θα το πείτε: άπτε, παί, λύχνον, κάκφερε (και έκφερε)  το βιβλίον, ίνα αναγνώ! Σήμερα λέμε, ανάβω, άναψε – από το αν-άπτω. Παις είναι ο δούλος, παί, κλητική – τους δούλους τους αγόραζαν όταν ήταν 8-12 ετών, κατά συνέπεια, πολλοί δούλοι ήταν παιδιά και έφηβοι.

ΠΗΡΑΤΕ μια γεύση πέρι τίνος πρόκειται. Ο μόνος τρόπος να μάθουμε πώς μιλούσαν οι Αθηναίοι και οι Αθηναίες είναι οι 11 κωμωδίες του Αριστοφάνη. Εάν θέλουμε λοιπόν να μάθουμε τη γλώσσα τους, θα πρέπει να στραφούμε σε αυτόν. Για να μάθουμε όμως τσάτρα πάτρα τη γλώσσα τους πρέπει να μάθουμε και πώς ζούσαν, να μάθουμε την καθημερινή τους ζωή. Η εκμάθηση της γλώσσας των Αθηναίων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την καθημερινή τους ζωή. Δεν γίνεται να μάθουμε το πρώτο χωρίς το δεύτερο. Και τα δύο αυτά θα τα βρούμε στον Αριστοφάνη και σε κανέναν άλλον. Έτσι, στο βιβλίο αυτό δεν θα μάθετε μόνο κάποια βασικά Αρχαία Ελληνικά των Αθηναίων αλλά και πώς ζούσαν.

ΠΡΙΝ αποφασίσετε να κάνετε αυτό το ταξίδι θα πρέπει, για καλό και για κακό, να έχετε σχηματίσει μια γενική εικόνα και της καθημερινής τους ζωής και της γλώσσας τους. Οι Αθηναίοι και οι Αθηναίες ήταν αθυρόστομοι, βωμολόχοι, τσακώνονταν με και για το παραμικρό, βρίζονταν, απειλούσαν, αλληλοχλεύαζονταν, δέρνονταν –  έπεφτε πολύ ξύλο. Αυτά που διαβάζουμε στον Αριστοφάνη δεν είναι υπερβολές, πολύ λίγα είναι. Θα πρέπει να πάτε προετοιμασμένοι γιατί εάν δεν το κάνετε, θα σοκαριστείτε. Ένα παράδειγμα. Εάν κάνετε μια πρωινή βόλτα στα στενά δρομάκια της Αθήνας, φάρδους το πολύ δύο μέτρα, θα κλείσετε τη μύτη σας από το βρόμα, από τη σκατίλα. Το πρωί έβγαζαν τα αγγεία με τα κόπρανά τους και τα ούρα τους στο δρόμο και περνούσαν οι δούλοι με άμαξα και τα μάζευαν –  τα πετούσαν έξω από τα τείχη, εκεί που θα χτιστεί σήμερα το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Οι δούλοι αυτοί λέγονταν κοπρολόγοι, σκατοσυλλέκτες. Αυτό θα κάνετε κι εσείς, μην το ξεχάσετε. Εάν κάνετε  την ανάγκη σας αφού έχουν περάσει οι κοπρολόγοι, το αγγείο με τα κόπρανά σας και τα ούρα σας θα το κρατήσετε μέσα στο δωμάτιο μέχρι την επομένη το πρωί. Με αυτά συντροφιά θα διαβάσετε κάποια τραγωδία του Αισχύλου.

ΕΑΝ το πρωί ακούσεις κάποιον να λέει, Ούτος, καθεύδεις; να ξέρεις ότι ήρθε ο φίλος σου, κάποιος Δημοσθένης, να σε ξυπνήσει για να πάτε στην Αγορά. Ε, εσύ, κοιμάσαι; Τι θα του απαντήσεις; Μπορείς να πεις ου καθεύδω και θα σε καταλάβει. Αν θέλεις όμως να μιλήσεις σωστά Αθηναιώτικα, θα πεις: Μα τον Απόλλω ‘γω (εγώ) μεν ου! Θα σου πεί, ίωμεν εις την αγοράν, θα πάμε στην αγορά. Και εσύ, για να του δείξεις ότι έμαθες πολλά αυτές τις μέρες που είσαι στην Αθήνα, θα απαντήσεις σε κομψά Αθηνιώτικα: ουδέν κωλύει, δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο, δεν υπάρχει κώλυμα.

ΤΟ βιβλίο δεν είναι μια μέθοδος εκμάθησης των Αρχαίων Ελληνικών των Αθηναίων άνευ διδασκάλου –  είναι μετά διδασκάλου, τον Αριστοφάνη. Όλα όσα τονίζω με μαύρα είναι προτάσεις που έχουν ληφθεί από τις κωμωδίες του, μερικές φορές ελαφρά πειραγμένες. Είναι σύντομες, απλές προτάσεις, ερωτήσεις και απαντήσεις κατά κύριο λόγο, που καλύπτουν όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Αγορά, εργασία, θρησκεία, πολιτική, πόλεμος, ειρήνη, δικαιοσύνη, δούλοι, αφέντες, γυναίκες, παιδιά,  πόρνες, σκατολογία, σεξουαλικές φράσεις, μαγείρεμα, συμπόσια, θέατρο, προσφωνήσεις, επικλήσεις στους θεούς και άλλα πολλά.

ΚΑΤΙ ακόμα, ξημέρωσε και πάω στον κήπο. Πριν πάτε στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, θα πρέπει να γνωρίζετε ότι αι οικίαι και τα πανδοκεία ήταν γεμάτα  κοριούς. Θα υποφέρετε, να το ξέρετε. Ξέρετε τι κάνουν οι κοριοί; Θα μας το πει ο Στρεψιάδης (Νεφέλαι, 711 κ.ε.): τας πλευράς δαρδάπτουσιν, την ψυχήν εκπίνουσιν, τους όρχεις εξέλκουσιν, τον πρωκτόν διορύττουσιν: τα πλευρά ξεσκίζουν, καταβροχθίζουν, τη ζωή ρουφάν, τ΄αρχίδια τραβάν, την κωλοτρυπίδα τρυπάν. Κι αν θέλετε να πείτε, δεν θα μου αφήσουν τίποτα οι κοριοί, θα με φάνε όλον, θα το πείτε όπως το είπε ο Στρεψιάδης: υπό των κόρεων ου μού τι περιλειφθήσεται.

ΘΑ έλεγα να το ξανασκεφθείτε το ταξίδι.

Σχολιάστε ελεύθερα!