φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΕΚΛΕΙΣΕ η κυβέρνηση τα μεγάλα πάρκα στην Αθήνα και οι κάτοικοι των γύρω περιοχών δεν μπορούν να πάνε εκεί ούτε τη μέρα ούτε τη νύχτα για να προστατευθούν από τη ζέστη. Γιατί τα έκλεισε; Για να μην καούν! Υπάρχει κάποιος άλλος λόγος; Δε νομίζω. Για ποιο λόγο, ποιος θα ήθελε να κάψει ένα πάρκο; Ας πούμε ότι κάποιος θα το ήθελε και θα επιχειρούσε να το κάνει. Πότε θα προστατευόταν το πάρκο, όταν δεν υπάρχει ψυχή ή όταν είναι γεμάτο με κόσμο; Ποιος θα τολμούσε να κάψει το πάρκο μπροστά σε εκατοντάδες ανθρώπους; Είναι εύκολο να καεί ένα πάρκο; Είναι εύκολο, ναι, μόνο όταν έχει πεύκα και κανένα άλλο δέντρο. Αλλά τα πάρκα της Αθήνας δεν έχουν πεύκα – εάν έχουν, είναι ελάχιστα. Τα πάρκα δεν είναι πευκοδάση να καούν εύκολα και γρήγορα. Τα πάρκα δεν καίγονται. Τα πάρκα τα έκλεισε η κυβέρνηση γνωρίζοντας πολύ καλά ότι δεν θα υπάρξει αντίδραση, εκτός από κάποιες διαμαρτυρίες στα μέσα κοινωνικής απομόνωσης. Γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν θα κάνει ντου ο κόσμος να πάει εκεί να δροσιστεί. Έχουν κλιματιστικά. Εάν δεν έχουν, να αγοράσουν. Εάν δεν μπορούν να αγοράσουν, να πάνε κάπου αλλού, σε καφέ, σε εμπορικό κέντρο – θα πληρώσουν βέβαια. Η δροσιά έγινε εμπόρευμα, πολύ κερδοφόρο. Εάν κάτι δεν θα γίνει εμπόρευμα αυτό είναι μόνο το κλάσιμο. Μήπως ούτε αυτό είναι βέβαιο;
ΤΙ θα μπορούσαμε να κάνουμε, φίλες και φίλοι, τη μέρα και τη νύχτα σε ένα πάρκο, στη σκιά των δέντρων; Θα μπορούσαμε να παίξουμε, τάβλι ή χαρτιά, να διαβάσουμε, να πιούμε τον καφέ μας ή τη μπίρα μας, να γνωρίσουμε κόσμο,να συζητήσουμε, να φάμε και να κοιμηθούμε, ναι, ναι, να κοιμηθούμε. Δεν υπάρχει ωραιότερος και υγιέστερος ύπνος από το να κοιμάσαι έξω το καλοκαίρι, στο μπαλκόνι, στην αυλή, στην παραλία, στο δάσος. Κάποτε στην Αθήνα κοιμόντουσαν έξω το καλοκαίρι, στα μπαλκόνια, στις ταράτσες και τις αυλές. Δεν φοβόντουσαν; Όχι, δεν φοβόντουσαν. Τώρα όμως φοβούνται. Κανένας και καμμία δεν κοιμάται έξω.
ΔΕΝ είχα ζήσει σε δάσος, δεν ήξερα τι είναι το δάσος. Έζησα και το γνώρισα όταν το 1969, έντεκα χρονών, εγκατασταθήκαμε στην Παλιά Πεντέλη, όπου δούλευε ο πατέρας μου στα νταμάρια, στα λατομεία μαρμάρου. Κοντά στη πλατεία της Αγίας Τριάδας, προς τη Νέα Πεντέλη, και στα Βλάχικα, στους πρόποδες του βουνού, στη συνοικία των λατόμων όπου μεγάλωσα, υπήρχαν δύο πηγές, δύο κρήνες. Κρυόβρυση λεγόταν η δεύτερη, τη πρώτη δεν θυμάμαι. Το καλοκαίρι γύρω από αυτές κατασκήνωναν εκατοντάδες οικογένειες εργατών (γυναικόπαιδα, έφηβες και έφηβοι, γέροι και γριές, λίγοι άνδρες) από τον Πειραιά και την Αθήνα. Έστηναν τη σκηνή τους, έπαιρναν νερό από τις κρήνες, ψώνιζαν από τα δύο μπακάλικα της πλατείας, ενώ καθημερινά σχεδόν περνούσε μανάβης με τον γάιδαρο, φορτωμένο με κοφίνια γεμάτα με λαχανικά. Εμείς πηγαίναμε εκεί να πιούμε νερό, ντεμέκ – για τα κουρτσούδια πηγαίναμε. Κάθε μέρα! Μια φορά τσακωμό δεν άκουσα, δεν θυμάμαι να άκουσα, μα την Παναγία! Φωνές, τραγούδια, οι μάνες μάλωναν τα παιδιά να προσέχουν- τι ωραία που ήταν! Οι σχέσεις με τους ντόπιους, νταμαρτζήδες, που είχαν μεταναστεύσει από Ήπειρο, Έβρο, Πάρο και Σαντορίνη, ήταν άριστες, δεν υπήρξε ποτέ η παραμικρή προστριβή. Για τουαλέτα, άνοιγαν βαθιές λακκούβες στη γη μερικά μέτρα μακριά από τις σκηνές και τις έζωναν με ύφασμα. Αυτές οι εκατοντάδες οικογένειες κάθε μέρα άναβαν φωτιά για να μαγειρέψουν και να ψήσουν, κάποιες είχαν και πετρογκάζ. Έρχονταν για πολλά χρόνια πριν μεταναστεύσουμε το 1969 στην Παλιά Πεντέλη και συνέχισαν να έρχονται για μια δεκαετία ακόμα. Το 1981 δεν υπήρχε ούτε μία σκηνή.
ΤΙΣ οικογένειες που κατασκήνωναν κάτω από τη σκιά των πεύκων και δίπλα σε πηγές νερού τους λέγαμε παραθεριστές. Οι παραθεριστές δεν έκαναν διακοπές, ζούσαν όλο το καλοκαίρι, πάνω από δύο μήνες, μέσα στο δροσερό και σκιερό πευκοδάσος, μακριά από τον μόνιμο τόπο κατοικίας τους, όπου το καλοκαίρι ήταν αβίωτο. Οι παραθεριστές δεν ήταν τουρίστες. Παρα-θερίζω (θέρος, καλοκαίρι) σημαίνει φεύγω από την πόλη, τον μόνιμο τόπο κατοικίας, και περνάω όλο το καλοκαίρι στο δάσος, όχι στη θάλασσα, εκτός κι αν υπάρχει δάσος εκεί κοντά. Ήταν ένα κοινωνικό φαινόμενο των δεκαετιών του 1950, 1960 και 1970 – τις συναντούσε κανείς σε πολλές περιαστεακές περιοχές. Οι παραθεριστικές κοινότητες ήταν αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες που συμβίωναν και συνυπήρχαν αρμονικά με τους ντόπιους.
ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ οικογένειες για τριάντα και βάλε χρόνια, μέσα σε πυκνό πευκοδάσος, άναβαν φωτιά κάθε μέρα και δεν κάηκε ποτέ ούτε μια πευκοβελόνα. Παρακαλώ φίλους και φίλες από την Πεντέλη ή όσοι έζησαν ως παραθεριστές αυτή την εμπειρία (θα είναι σήμερα μεταξύ 60 και 70 ετών) να επιβεβαιώσουν όλα όσα γράφω. Γιατί, φίλες και φίλοι, δεν κάηκε ούτε μια πευκοβελόνα; Γιατί πρόσεχαν το δάσος καλύτερα κι από τα μάτια τους. Ήταν φιλοξενούμενοι και τηρούσαν τους κανόνες της φιλοξενίας. Ήταν άρχοντες, φυλακισμένοι και ποιητές, όπως λένε οι Βεδουίνοι της Σαχάρας για τους φιλοξενούμενους: είχαν ό,τι χρειάζονταν, σέβονταν τους κανόνες του τόπου και όταν έφευγαν έφευγαν ως ποιητές: υμνούσαν την φιλοξενία.
ΑΠΟ τη δεκαετία του 1980 άλλαξε δραστικά και αμετάκλητα ο τρόπος ζωής των εργατών που παραθέριζαν: άρχισαν να δουλεύουν και οι γυναίκες στα εργοστάσια, τα εμπορικά καταστήματα, τα γραφεία και το Δημόσιο, εφαρμόστηκε ο θεσμός της μηνιαίας άδειας μετά αποδοχών, ανέβηκαν τα μεροκάματα, μπήκαν λεφτά στο σπίτι, πήραν όλοι τηλεόραση, μετά αυτοκίνητο, μετά διαμέρισμα κι άρχισαν να κάνουν διακοπές, πλάκωσαν και οι τουρίστες, έγιναν και οι εργάτες τουρίστες. Οι διακοπές και ο τουρισμός εξαφάνισαν οριστικά και αμετάκλητα τον παραθερισμό. Ο οποίος ήταν μια συλλογική δραστηριότητα. Επαναλαμβάνω: οι κοινότητες των παραθεριστών ήταν αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες. Δεν υπήρχαν υπεύθυνοι – όλοι και όλες, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, ήταν υπεύθυνοι. Το κύριο χαρακτηριστικό της αλλαγής του τρόπου ζωής ήταν ο εξοβελισμός της συλλογικότητας και της συμβίωσης από τον ατομικισμό. Ατομικισμός και καταναλωτική κοινωνία είναι κώλος και βρακί.
ΑΛΛΑΞΕ η σχέση με τη φύση, άλλαξαν και οι μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις. Δεν ζω στη φύση – την καταναλώνω. Δεν ζω μαζί με τους άλλους και τις άλλες – ο καθένας για την πάρτη του. Η αγορά, ο καπιταλισμός και το κράτος έστρεψαν τα πυρά τους εναντίον της συμβίωσης, της συλλογικότητας, της κοινοκτησίας και της κοινοχρησίας. Θεωρήθηκαν και επιζήμια και επικίνδυνα. Επιζήμια διότι η συλλογικότητα και η κοινοχρησία περιορίζουν τις πωλήσεις και την κατανάλωση, άρα την παραγωγή, άρα τα κέρδη. Επικίνδυνα γιατί η συλλογικότητα και η κοινοχρησία φέρνουν κοντά τους ανθρώπους, διευκολύνουν τη μετάδοση των εμπειριών και των γνώσεων, καλλιεργούν την περιέργεια, την παρατηρητικότητα και τη φαντασία, διευρύνουν τους πνευματικούς και κοινωνικούς ορίζοντες.
ΣΤΟ στόχαστρο της πολεοδομίας, του κράτους και του καπιταλισμού μπήκαν όλοι οι συλλογικοί, δημόσιοι και κοινόκτητοι/κοινόχρηστοι χώροι: δρόμοι, πλατείες, πάρκα. Οι αστεακοί αυτοί χώροι ήταν, στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, χώροι ζωής, συνάντησης, εργασίας, γνώσης, εμπειριών. Τα μεγάλα και πολλά πάρκα πολλών ευρωπαϊκών πόλεων ήταν κάποτε αλσύλλια που δεν κτίστηκαν όταν, στη βιομηχανική επανάσταση, οι αγρότες που συνέρρεαν στις πόλεις πήγαιναν εκεί για να αφοδεύσουν – ήταν δηλαδή δημόσιες, ανοιχτές τουαλέτες. Οι δρόμοι καταλήφθηκαν από τα αυτοκίνητα, από τις πλατείες αφαιρέθηκαν τα παγκάκια (από τις πλατείες περνάς, δεν κάθεσαι – αν θέλεις να καθίσεις, πήγαινε σε καφέ), τα πάρκα έγιναν χώροι ολιγόλεπτου περπατήματος.
Η προϊούσα συρρίκνωση της κοινοχρησίας των δημόσιων αστεακών χώρων από τη μια ενίσχυσε την εμπορευματοποίηση πολλών δραστηριοτήτων, όλων όχι πολλών, και απο την άλλη επέβαλε τον οικιακό εγκλεισμό. Με την παραμικρή αφορμή (επιδημία, κρύο, βροχή, καύσωνας, εξεγέρσεις) το κράτος επιβάλλει τον οικιακό εγκλεισμό. Ή θα βγεις έξω και θα αγοράσεις, θα καταναλώσεις ή θα μείνεις στο σπίτι να παραγγείλεις καφέ, φαγητό, πόρνη – φυλακισμένος και αιχμάλωτος μέσα στο σπίτι, κολλημένος μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης, του υπολογιστή και του κινητού.
ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ, φίλες και φίλοι, για πολιτισμική αντεπανάσταση. Εάν κάποτε οι άνθρωποι αποδέχονταν αφενός την εξάρτησή τους από τη φύση και ζούσαν μέσα στη φύση και αφετέρου την εξάρτησή τους από τους άλλους, από την κοινωνία – δεν με ενοχλεί η λέξη “εξάρτηση” – και ζούσαν μαζί με τους άλλους και περνούσαν καλά, κι όταν αναπόφευκτα υπήρχαν προστριβές εύρισκαν τρόπους και τις αντιμετώπιζαν, σήμερα η αποδοχή αυτών των δύο εξαρτήσεων, των συμβιώσεων δηλαδή – έχει εξαλειφθεί. Αν υπάρχουν κάποιες ελάχιστες επιβιώσεις και κατάλοιπα, θα εξαφανιστούν κι αυτά. Όλα τα πολλά και οξυμένα κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας οφείλονται στη μη αποδοχή αυτών των εξαρτήσεων και στη συνεπαγόμενη συρρίκνωση της κοινοκτησίας και κοινοχρησίας, στην ακάθεκτη συρρίκνωση του ζωντανού, εμμενούς κομμουνισμού. Αυτός είναι, με λίγα λόγια, ο δυτικός πολιτισμός και το τέκνο του, ο καπιταλισμός. Είναι καρκινώματα που επεκτάθηκαν και ή θα εξαφανίσουν τη ζωή ή θα συρρικωθούν και θα χαθούν. Το εάν θα συρρικνωθούν και θα χαθούν από μόνα τους ή από τη δράση των ανθρώπων είναι ένα ζήτημα ιδιαίτερα ακανθώδες.
Σχολιάστε ελεύθερα!