φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Η μελέτη της Ονομαστικής μας φέρνει αντιμέτωπους με μια ιδιαιτερότητα, παραδοξότητα, θα έλεγα, η οποία είχε εντοπιστεί από τις πρώτες μέρες της συγκρότησης της γραμματικής στην αρχαία Ελλάδα από τους στωικούς και που έχει καταγραφεί με σαφήνεια στην Τέχνη Γραμματική του Διονυσίου του Θρακός, 1ος π. Χ. Ποια είναι αυτή η παραδοξότητα, η ιδιαιτερότητα, με την οποία θα ασχοληθούμε σήμερα; Ενώ όλες οι πτώσεις σε όλους τους αριθμούς έχουν καταλήξεις, σε πολλές περιπτώσεις της τρίτης κλίσης η ονομαστική ενικού δεν έχει! Δεν έχει σε όλα τα ουδέτερα! Τα ονόματα γένος, ύδωρ, ήπαρ, πράγμα, κρέας, άλας δεν έχουν κατάληξη στην ονομαστική ενικού. Και δεν έχει σε όλα τα ονόματα που λήγουν σε ρ ή σε ν: ρήτωρ, ιατήρ, ποιμήν, ηγεμών, αγών, μην (μήνας) και άλλες. Δεν είναι παράξενο; Υπάρχει μόνο μία εξήγηση του φαινομένου: η ονομαστική να μην είναι πτώση και, άρα, να μην έχει καταλήξεις. Τι είναι όμως η πτώση;
ΟΙ στωικοί ήταν αυτοί που επινόησαν τον όρο πτώσις, ένας όρος που επιβιώνει έως σήμερα αφού πέρασε και στη λατινική γλώσσα (casus, πτώση), όπως και τον όρο κλίσις, που επίσης σημαίνει και πτώση, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, μεταβολή λόγω πτώσης. Γιατί όμως η μεταβολή της λέξης εκλαμβάνεται ως πέσιμο, ως απομάκρυνση από κάτι σταθερό, από κάποια βάση. Ποια είναι αυτή η βάση, από την οποία πέφτουν, απομακρύνονται όλες οι πτώσεις όλων των αριθμών, εκτός από την αιτιατική ενικού; Η Ονομαστική. Άρα, η Ονομαστική δεν είναι πτώση και άρα δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να έχει καταλήξεις.
ΑΥΤΟ πίστευαν και οι πρώτοι γραμματικοί – οι στωικοί και της ελληνιστικής εποχής. Η πεποίθηση αυτή λανθάνει (με σαφήνεια) στον Διονύσιο τον Θράκα. Γράφει (12.6): “Πτώσεις ονομάτων εισί πέντε: ορθή, γενική, δοτική, αιτιατική, κλητική. Λέγεται δε η μεν ορθή ονομαστική και ευθεία . . . ” . Την ορθή ή ευθεία πτώση, την ονομαστική, δεν την θεωρούσαν πτώση, όπως και την κλητική- οι πτώσεις ήταν μόνο η γενική, η δοτική και η αιτιατική. Ήταν η βάση, το σταθερό θεμέλιο, ο κανόνας. Στο αριστουργηματικό Συντακτικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης (εκδ. Παπαδήμας, μετ. Γ. Κουρμούλης), o Jean Hymbert γράφει: ” Εν τη πραγματικότητι η ονομαστική, ητις είναι ο κανών και η βάσις του ονόματος, δεν εθεωρείτο αρχικώς ως πτωσις, αφού εν αναφορά προς αυτήν προσδιωρίσθησαν αι ποικιλίαι αύται, αι οποίαι είναι πράγματι πτώσεις. ” Και παραπέμπει σε ένα άλλο αριστούργημα, στο Griechische Syntax των Έντουαρντ Σβάιτσερ – Αλμπερτ Ντεμπρίνερ (Η Σύνταξη της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, εκδ. Παπαδήμας, μετ. Γεώργιος Ε. Παπατσιμπας), στο οποίο ο Α. Ντεμπρίνερ υποστηρίζει οτι “όταν μετέτρεψαν την ονομαστικής εις πτώσιν, ήτις ωνομάσθη πτωσις ορθή ή ευθεία, είχαν πλέον πλήρως απολέσει το αίσθημα της σημασίας των όρων πτωσις και κλίσις, αιτινες υποδηλούν το γεγονός της απομακρύνσεως από της ευθείας γραμμής, τ.ε. από του κανόνος” Και αφού η ονομαστική λεγόταν ορθή ή ευθεία, οι άλλες πτώσεις ονομάστηκαν πλάγιες (casus obliqui).
ΚΑΙ μετά από όλα αυτά τα εισαγωγικά, ας επιστρέψουμε στο θέμα μας. Είδαμε ότι η ονομαστική των ουδετέρων της λεγόμενης τρίτης κλίσης δεν έχει καταλήξεις, όπως και τα αρσενικού και θηλυκού γένους που λήγουν σε ρ και ν και είναι πολλά. Η ονομαστική όμως όλων των άλλων ονομάτων και των τριών κλίσεων, και της αθέματης και της θεματικής κλίσης, έχει καταλήξεις. Τι να υποθέσουμε; Ότι τα ονόματα χωρίς κατάληξη στην ονομαστική ενικού είχαν και την έχασαν, ή ότι τα ονόματα που έχουν κατάληξη, αρχικά δεν είχαν αλλά την απέκτησαν αργότερα; Γιατί τα μεν την έχασαν, τα δε την απέκτησαν;
ΑΣ δούμε ένα παράδειγμα. Στην τρίτη ή αθέματη κλίση, τα ονόματα ή δεν έχουν κατάληξη (ποιμήν, αγών, χειμών, πράγμα, άλας, πυρ, έαρ, κ.α.) ή έχουν κατάληξη -ς (ήρως, Ζεύς, ναυς, βους, πόλις, κλίσις κ.α.). Γιατί η κατάληξη -ς; Η λέξη ρήτωρ δεν έχει κατάληξη, η λέξη ναυς έχει: το -ς. Γιατί να μην έχουμε και *ρήτωρς – το συμφωνικό σύμπλεγμα -ρσ- είναι αποδεκτό (άρσις). Πώς θα ήταν η ονομαστική ναυς χωρίς κατάληξη; Θα ήταν *ναF, η *ναF, της ναF-ός, γενική. Από τη στιγμή που η ορθή ή ευθεία ή ονομαστική ονομάζει, δεν υπάρχει κανένας λόγος να έχει κατάληξη. Ο ρήτωρ είναι αυτός που κάνει κάτι (τωρ), που μιλάει. Κατά συνέπεια, τα ονόματα που δεν έχουν κατάληξη στην ονομαστική ενικού είναι αρχαϊκά, πολύ αρχαϊκά, και εμφανίζουν τη μορφή της λέξης πριν αναπτυχθεί η κλίση και οι πτώσεις. Μεταγενέστερα όμως απέκτησαν την κατάληξη -ς: γιατί και γιατί συγκεκριμένα την -ς;
ΓΙΑ να απαντήσουμε σε αυτά τα δύο κρίσιμα ερωτήματα, τα οποία οι της συγκριτικής και ιστορικής γλωσσολογίας δεν θέτουν και δεν απαντούν, θα πρέπει να λάβουμε υπ΄όψει μας κάποιες γνώσεις, άκρως απαραίτητες. Οι φιλόλογοι και οι γλωσσολόγοι βλέπουν δύο τρόπους κλίσης, ταξινομούν τα ονόματα σε δύο κατηγορίες: διακρίνουν την αθέματη κλίση από τη θεματική. Ποια είναι η μέν και ποια η δέ; Αθέματη είναι η τρίτη κλίση που μαθαίνουμε στο σχολείο: οι καταλήξεις προστίθενται στη ρίζα ή στο θέμα της λέξης. Εάν τα ονόματα έχουν μόνο ρίζα, τότε λέγονται ριζικά: πυρ, μην, ναυς, βους κ.α. Σε αυτή την περίπτωση η ρίζα ταυτίζεται με το θέμα. Στα περισσότερα όμως ονόματα, στη ρίζα προστίθεται ένα ή περισσότερα προσφύματα (πρόθημα, ένθημα, επίθημα), οπότε ρίζα + πρόσφυμα = θέμα. Άρα, οι καταλήξεις προστίθενται στο θέμα – και τα περισσότερα ονόματα της τρίτης κλίσης έχουν θέμα! Και εγείρεται το ερώτημα: γιατί την αποκάλεσαν αθέματη κλίση; Η θεματική κλίση περιλαμβάνει όνόματα τα οποία μεταξύ θέματος και κατάληξης εμφανίζει το φωνήεν -ο, το οποίο ονομάζεται θεματικό – πρόκειται για τη δεύτερη κλίση των ονομάτων, ολων των γενών: ο λύκ-ο-ς, η οδ-ό-ς, το δένδρ-ο-ν. Εγείρεται το ερώτημα: γιατί να εμφανιστεί, να προστεθεί το θεματικό φωνήεν ο. Γιατί να μην εχουμε ο *λυκ, του *λυκός, όπως λέμε ο λυγξ, του λυγκός; Γιατί να έχουμε ο λύγξ, του λυγγός (ο λόξυγκας) και να μην έχουμε ο *λύγγ-ο-ς, του *λύγγ-ου; Και τους απομένει άλλη μια κατηγορία ονομάτων, αρσενικού και θηλυκού γένους που λήγουν σε -α (-η) και -ας, ής, που δεν ξέρουν τι να την κάνουν και την ταξινομούν ως κλίση -α.
ΕΔΩ αντιμτωπίζουν ένα ανυπέρβλητο πρόβλημα. Ας δούμε τις λέξεις αγρός, υγρός και άλλες πολλές, ουσιαστικά και ονόματα, που λήγουν σε -ρός. Στις παραπάνω λέξεις η ρίζα είναι αγ- και υγ- αντίστοιχα. Το ο είναι το θεματικό φωνήεν, το -ς η κατάληξη, πολύ ωραία. Αυτό το ρ που απομένει, τι είναι; Τι να το κάνουμε; Ας δούμε τα επίθετα κλεινός (<κλεεσνός), φαεινός (φαεσνός) και άλλα πολλά που λήγουν σε -νός. Η ρίζα είναι κλει- και φαει- (κλεεσ-, φάεσ-), το ο είναι το θεματικό φωνήεν και -ς η κατάληξη. Πάρα πολύ ωραία! Αυτό το ν που απομένει τι είναι; Άλλο ένα παράδειγμα, από την κλίση -α. Η ρίζα των λέξεων γνώμη (γνώμα), τόλμη (<τόλμα) είναι γνω- και τολ-, -α (>η: ε μακρό) είναι η κατάληξη, το μ μεταξύ ρίζας και κατάληξης τι είναι;
ΔΕΝ έχουν ιδέα! Δεν το έχουν σκεφτεί, δεν το έχουν παρατηρήσει, δεν έχουν ρωτήσει, δεν έχουν απαντήσει. Κι αυτό διότι η προσέγγισή τους είναι περιγραφική, συγχρονική, φορμαλιστική, εμμένουν σε αυτήν, παγιδεύονται σε αυτήν και δεν μπορούν να δουν παραπέρα: απαιτείται μια διαχρονική, ιστορική προσέγγιση – αυτοαποκαλούνται και συγκριτικοί γλωσσολόγοι! Με τη λογική της πρόσθεσης προσφύματος, θεματικού φωνήεντος και κατάληξης δεν μπορούμε να εξηγήσουμε την ύπαρξη του ρ, του ν και του μ στα παραδείγματα που ανέφερα. Υπάρχει άλλη εξήγηση, ιστορική: οι λέξεις αγρός, υγρός, κλεινός, φαεινός, γνώμα, τόλμα είναι σύνθετες: αγ-ρός, κλει-νός, γνώ-μα. Τα -ρος, -νός, -μα τα ονομάζουμε παραγωγικά επιθήματα διότι έχουν κάποια σημασία και κάποτε ήταν ανεξάρτητες λέξεις και με την σύνθεση έχασαν την ανεξαρτησία τους. Το μόρφημα *ρός δηλώνει τον πλούτο, την ποσότητα, το *νός δηλώνει τον κάτοχο, τον κύριο (ουρα-νός σημαίνει ΄τον κύριο της υγρασίας, των νερών που πέφτουν από ψηλά), ενώ το *μα δηλώνει το αποτέλεσμα της ενέργειας της ρίζας. Κατά συνέπεια, οι ονομαστικές αγρός, υγρός, κλεινός, φαεινός, γνώμη, τόλμη δεν έχουν καταλήξεις! Δεν υπάρχει κανένας λόγος να έχει η ονομαστική καταλήξεις. Και η λέξη λύκ-ος, οδ-ός; Ναι, και αυτές είναι λέξεις σύνθετες: το *ος είναι δεικτικό, άρα ούτε αυτές οι ονομαστικές έχουν κατάληξη! Λύκ – ος σημαίνει “αυτός ο λύκος”.
ΟΛΕΣ οι πτώσεις του ενικού και των πληθυντικού, εκτός από την αιτιατική, θα δούμε γιατί, όταν την εξετάσουμε, σχηματίζονται με βάση την ονομαστική, που δεν είναι πτώση και, άρα, δεν έχει καταλήξεις.
λύκ-ος, γενική: λυκ-os-jo >λυκοιο και λύκοο>λύκου, δοτική: λυκ-ος-οι>λυκοοι>λύκωι
πληθυντικός: ονομαστική: λυκ-ος-ι>λυκοι, γενική: λυκ-ος-ον (<om μακρό ο)>λύκοον>λυκων, δοτική: λυκ-ος-ι > λύκοις (αντιμετάθεση του ι)
Η εμφάνιση των ονομάτων σε -ος, -ρός, -μός, -νός δημιούργησε ένα νέο γλωσσικό περιβάλλον που επηρέασε την λεγόμενη αθέματη κλίση. Εδώ είχαμε μια άλλη κατάσταση. Οι λέξεις έληγαν σε μια μεγάλη ποικιλία συμφώνων αλλά κάποια εποχή αποδεκτά ήταν μόνο τα ρ και το ν (και το -ς στα σε -ος λήγοντα). Κι ενώ τα ονόματα που έληγαν σε ρ (ρήτωρ, ιατήρ, πατήρ, φράτωρ ) και ν (λιμήν, αγών, ποιμήν, ηγεμών ) παρέμειναν ως είχαν, όλα τα άλλα σιγμοποιήθηκαν, ας μου επιτραπεί ο όρος. H λέξη *βοF έγινε βοF-ς >βους, η λέξη *ναF έγινε ναF-ς >ναυς, η λέξη *φονέF έγινε φονεF-ς (φονεύς), η λέξη *ήρω έγινε ήρω-ς, ο *Ζευ έγινε Ζεύς, ο *κορακ έγινε κορακ-ς , ο *χάλυβ έγινε χάλυβ-ς.
Η ονομαστική όμως των ονομάτων σε ρ και ν δεν δέχτηκε κατάληξη αλλά υπέστη φωνηματικές αλλαγές: το βραχύ φωνήν του επιθήματος ή του δεύτερου συνδετικού της λέξης μετεξελίχθηκε σε μακρό, ενώ σε άλλες άλλαξε και ο τονισμός: η ονομαστική *ποιμέν έγινε ποιμήν, ο *ρήτορ έγινε ρήτωρ, ο *Πέρικλες έγινε Περικλής, ο *άνερ έγινε ανήρ, ο *ηγήτορ έγινε ηγήτωρ, ο *ηγεμόν έγινε ηγεμών. Το φαινόμενο λέγεται μετάπτωση. Το γιατί έγινε αυτή η έκταση του βραχέος φωνήνετος σε μακρό είναι κάτι που θα το εξετάσουμε ένα άλλο πρωινό γιατί τώρα κουτάστηκα. Αργεί να ξημερώσει, πάω για ύπνο.