φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΟΙ λέξεις όλων των κλιτών γλωσσών διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στις άκλιτες και στις κλιτές, που είναι και οι περισσότερες. Στην πρόταση που μόλις διαβάσατε υπάρχουν μόνο τέσσερις άκλιτες λέξεις (σε, δύο, και, που) – όλες οι άλλες είναι κλιτές. Κλιτή λέξη είναι αυτή που κλίνει, δηλαδή, που μεταβάλλεται η μορφή της: λέξη, λέξης, λέξεις, λέξεων, διακρίνομαι, διακρίνεσαι, διακρίνεται, θα διακριθώ, είχα διακριθεί, κοκ. Κλιτή γλώσσα είναι η γλώσσα που οι λέξεις της αλλάζουν μορφή, μεταβάλλουν τη μορφή τους. Από τις 7.000 γλώσσες που μιλιούνται σήμερα πάνω στον πλανήτη, ελάχιστες είναι κλιτές: είναι οι ινδοευρωπαϊκές και η αραβική. Αν λάβουμε υπ΄ όψει μας το γεγονός ότι οι γλώσσες αυτές ήταν γλώσσες ποιμένων-πολεμιστών, θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι μέχρι τώρα δεν έχει εξεταστεί και μελετηθεί η σχέση μεταξύ του ποιμενισμού και της κλίσης, αφού επισημάνουμε ότι οι άλλες ποιμενικής προέλευσης γλώσσες (τουρκική, μογγολική, φιλανδική, ουγγρική) δεν είναι κλιτές αλλά συγκολλητικές γλώσσες. Θα δούμε ποια είναι η διαφορά τους. Η σχέση μεταξύ του (ινδοευρωπαϊκού και αραβικού) ποιμενισμού και της γένεσης της κλίσης είναι το αντικείμενο μιας μελέτης που βρίσκεται σε εξέλιξη. Το σημερινό κείμενο αντλεί από αυτή τη μελέτη.
ΣΤΙΣ κλιτές γλώσσες οι λέξεις, τα ονόματα και τα ρήματα, (το άρθρο και η αντωνυμία, τα αριθμητικά), αλλάζουν μορφή, ανάλογα με τη πτώση (πέτρα, πέτρας), τον αριθμό (πέτρες, πετρών), το γένος (καλός καριόλης, καλή καριόλα) και δηλώνουν τη συντακτική σχέση τους με άλλες λέξεις: έσπασε η πόρτα του σχολείου, ο Γιάννης χτύπησε τον δάσκαλο, οι μπάτσοι έριξαν δακρυγόνα, αγάπη Θεού, φόβος λαού κλπ. Τι αλλάζει,τι μεταβάλλεται, τι κλίνει όμως στη λέξη, ποιο μέρος της λέξης κλίνει και λέγεται κλιτή. Κλίνει, δηλαδή αποκλίνει και αλλάζει, από κάτι σταθερό;
ΓΙΑ να απαντήσουμε σε αυτά τα δύο ερωτήματα πρέπει να εξετάσουμε το δομή και τη μορφή της κλιτής λέξης. Η κλιτή λέξη αποτελείται από τη ρίζα, από τα προσφύματα (λέγονται και παραθήματα) και τις καταλήξεις. Υπάρχουν τρία είδη προσφύματος (παραθήματος): το επίθημα, το ενθημα και το πρόθημα. Ας εξετάσουμε τη λέξη σωτήρες (οι ). Η ρίζα είναι το σω- , πρόσφυμα (επίθημα) είναι το -τηρ- και η κατάληξη είναι -ες. Στα νέα ελληνικά, η κατάληξη στην ονομαστική ενικού είναι -ας (σω-τήρ-ας) αλλά στα αρχαία ελληνικά δεν υπάρχει κατάληξη: σω-τήρ. Στο ρήμα ειμί, ρίζα είναι ο ει- (<*εσ) και κατάληξη το -μι. Δεν υπάρχει πρόσφυμα – στη λέξη όμως δείκ-νυ-μι υπάρχει και είναι το -νυ- Στο επίθετο αδέξιος, το α- είναι πρόθημα. Η ρίζα είναι το μέρος της λέξης που δηλώνει την κύρια σημασία, το πρόσφυμα/παράθημα που διαφοροποιεί τη σημασία της ρίζας, την εξειδικεύει, και η κατάληξη είναι το τελικό μέρος της λέξης που δηλώνει τη σχέση της με άλλες λέξεις μέσα στην πρόταση. Οι σωτήρ-ες του έθν-ους. Υπάρχουν λοιπόν λέξεις χωρίς πρόσφυμα, όπως υπάρχουν και λέξεις χωρίς κατάληξη αλλά μόνο στην ονομαστική ενικού: σωτήρ, ποιμήν, μην (μήνας) και άλλες.
Η ενδελεχής μελέτη των ριζών, των προσφυμάτων και των καταλήξεων θα μας οδηγήσει σε δύο συμπεράσματα. Το πρώτο: η συντριπτική πλειονότητα των ριζών, των προσφυμάτων/παραθημάτων και καταλήξεων είναι μονοσύλλαβα. Το δεύτερο: οι ρίζες, τα προσφύματα και οι καταλήξεις είναι φορείς σημασίας, κάτι δηλώνουν, είναι δηλαδή μορφήματα – μόρφημα είναι η ελάχιστη σημασιολογική μονάδα της γλώσσας. Ας δούμε τη λέξη ρήτορες. Η ρίζα είναι ρη-, είναι μονοσύλλαβη (του τύπου ΣΦ, Σύμφωνο-Φωνήεν) και σημαίνει “μιλάω, μιλάω σε πλήθος, αγορεύω”. Το επίθημα -τορ- είναι μονοσύλλαβο (του τύπου ΣΦΣ) και δηλώνει αυτόν που δρα, που κάνει κάτι, που κάνει αυτό που δηλώνει η ρίζα. Η κατάληξη -ες είναι μονοσύλλαβη (του τύπου ΦΣ) και δηλώνει το πλήθος έμψυχων οντοτήτων, χωρίς να γίνεται διάκριση του γένους.
ΟΙ κλιτές λέξεις διακρίνονται σε απλές και σύνθετες. Οι λέξεις βους, ναυς, θεός, ήλιος, πυρ είναι απλές λέξεις. Οι λέξεις βουκόλος, ναύμαχος, ημίθεος, λιοπύρι είναι σύνθετες. Στις σύνθετες λέξεις οι ρίζες είναι δύο, εάν πρόκειται για σύνθεση δύο λέξεων: ναυς και μάχη, ήλιος και πυρ. Οι λέξεις που συντίθενται και δημιουργούν μια άλλη, νέα, δεν χάνουν την ανεξαρτησία τους και την αυτονομία τους. Και μετά από όλα αυτά, εγείρεται το εξής κομβικό, θεμελιώδες ερώτημα: οι λέξεις ρήτωρ, ρητήρ, σωτήρ, σώτωρ, δοτήρ, δώτωρ, πρακτήρ, πράκτωρ είναι απλές ή σύνθετες; Οι λέξεις ειμί (<εσμί), φημί, είμι είναι απλές ή σύνθετες;
ΟΙ γλωσσολόγοι λένε ότι είναι απλές λέξεις. Αν συγκρίνουμε όμως τη λέξη πυρ και μην (μήνας) με τις λέξεις ρήτωρ και σωτήρ δεν θα μπορέσουμε να αποφύγουμε το ερώτημα: μήπως οι λέξεις ρήτωρ και οι όμοιες στη δομή και στη μορφή λέξεις είναι σύνθετες; Όχι, απαντούν κατηγορηματικά οι γλωσσολόγοι και οι φιλόλογοι: η λέξη ρήτωρ δεν είναι το αποτέλεσμα σύνθεσης δύο διαφορετικών λέξεων αλλά αποτέλεσμα πρόσθεσης. Οι ομιλητές δηλαδή πρόσθεσαν στη ρίζα ρη- το επίθημα -τορ- και μετά πρόσθεσαν και την κατάληξη -ες και δημιουργήθηκε η λέξη ρήτορες. Η ορολογία που χρησιμοποιούν είναι ενδεικτική και δηλώνει σαφέστατα τον τρόπο που σκέφτονται, την πρόσθεση προσφυμάτων και καταληξεων: πρόσ-φυμα είναι αυτό που προστίθεται, όπως και το επί-θημα. Οι προθέσεις προς και επί δηλώνουν τον τρόπο της σκέψης τους.
ΣΤΟ σημείο όμως αυτό εγείρεται ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, που θα το διατυπώσω με το εξής ερώτημα: οι ρίζες, τα προσφύματα/παραθήματα και οι καταλήξεις ήταν ανεξάρτητες λέξεις ή μήπως δεν ήταν; Και, εάν δεν ήταν, τι ήταν; Η λέξη ειμί, εσμί ήταν μια λέξη που πλάστηκε εξ αρχής, εκ του μηδενός, αυτόματα, με την πρόσθεση μιας μη ανεξάρτητης κατάληξης -μι σε μια μη ανεξάρτητη ρίζα εσ-; Το ίδιο συνέβη και στην λέξη ρή-τωρ και σε όλες τις παρόμοιες;
ΔΕΝ θα αποφύγουμε τη διαπίστωση ότι αυτή η συγχρονική προσέγγιση είναι φορμαλιστική και μηχανιστική. Κατανοητό είναι, αφού είναι αποτελεσματική για διδακτικούς λόγους. Δημιουργεί όμως διαστρεβλώσεις και παραποιήσεις. Εκ των υστέρων η γλώσσα όντως λειτουργεί με αυτον τον τρόπο – έχουμε τις παραγωγικές καταλήξεις και τα παραγωγικά παραθήματα. Εμείς όμως αναζητούμε τις απαρχές, τη διαδικασία γένεσης της κλίσης. Και η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να ήταν φορμαλιστική και μηχανιστική, δεν μπορεί να ήταν αποτέλεσμα πρόσθεσης. Η γλωσσική αλλαγή εκτυλίσσεται με αλλους τρόπους. Κατά συνέπεια, τα ρήματα ειμί (εσμί), φημί, είμι δεν ήταν αποτέλεσμα πρόσθεσης αλλά σύνθεσης δύο ανεξάρτητων μονοσύλλαβων λέξων *εσ και *μί, *φη και *μί, *ει και *μι. Πριν γίνουν αυτό που λέμε ρήματα ήταν ανεξάρτητες λέξεις, τα ρήματα ήταν φράσεις, απλές προτάσεις. Το ίδιο συνέβη και με τα ονόματα: η ονομαστική πληθυντικού μήνες ήταν μια φράση δύο ανεξάρτητων λέξεων: *μην *ες : “μήνας” “πλήθος [έμψυχων όντων]”
ΕΑΝ είναι έτσι, τότε όλες οι ρίζες, τα προσφύματα και οι καταλήξεις ήταν κάποτε μονοσύλλαβες, ανεξάρτητες και ισότιμες λέξεις. Κατά συνέπεια, δεν υπήρχαν ρίζες, προσφύματα και καταλήξεις αλλά μόνο μονοσύλλαβες λέξεις, κάθε λέξη ήταν κι ένα μόρφημα, δεν υπήρχαν ονόματα και ρήματα και άλλα μέρη του λόγου αλλά κάθε λέξη δήλωνε και ενέργεια, και το δρων πρόσωπο και ιδιότητα. Η λέξη *do, *δο/δω σήμαινε και δίνω και αυτόν που δίνει και αυτό που δίνεται. Η λέξη *τορ δήλωνε αυτόν που έκανε κάτι μια φορά ενώ η λέξη *τηρ αυτόν που κάνει κάτι και εξακολουθεί να το κάνει, εξ ου και δο-τήρ και δώ-τωρ. Η λέξη ρήτωρ ήταν μια φράση δύο ανεξάρτητων λέξεων *ρη *τορ: “μιλάω” “αυτός που έκανε κάτι στο παρελθόν” . Κατά συνέπεια, αρχικά οι κλιτές γλώσσες ήταν απομονωτικές: κάθε λέξη είναι κι ένα μόρφημα, μονοσύλλαβες – απομονωτική γλώσσα είναι η κινέζικη.
ΜΕ το πέρασμα του χρόνου η φράση των δύο ή περισσοτέρων ανεξάρτητων μονοσύλλαβων λέξεων μετεξελίχθηκε σε μία λέξη, με αποτέλεσμα να χαθεί η ανεξαρτησία των πρωτογενών λέξεων. ΘΑ πρέπει να εικάσουμε ότι μεταξύ της φάσης της ανεξαρτησίας, της εποχής των φράσεων που σχηματίζονταν από ανεξάρτητες λέξεις, και του σχηματισμού της λέξης, της απώλειας της ανεξαρτησίας των λέξεων, μεσολάβησε μια εποχή απροσδιόριστης διάρκειας. Ήταν μια μεταβατική εποχή, κατά την οποία οι πρωτογενείς λέξεις διατηρούσαν την ανεξαρτησία τους, όπως την διατηρούν στη σύνθεση (π.χ. σιδηρόδρομος: σίδηρος και δρόμος), ταυτόχρονα όμως την έχαναν αλλά ο ομιλητής μπορούσε να τις διακρίνει. Αυτές είναι οι συγκολλητικές γλώσσες: όταν ο ομιλητής ακούει τη λέξη evlerim (τα σπίτια μου, τουρκική) διακρίνει το ev ler και im. Η μεταβατική αυτή εποχή έληξε με την απώλεια της αυτονομίας των πρωτογενών, μονοσύλλαβων λέξεων και την εμφάνιση των κλιτών λέξων, την εμφάνιση της διαδικασίας της κλίσης.
ΤΑ ερωτήματα που δεν έχουν διατυπωθεί αλλά τα διατυπώνω τώρα είναι αυτά: εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε οι κλιτές γλώσσες ήταν κάποτε απομονωτικές: μετεξελίχθηκαν ταχέως και αμέσως σε κλιτές ή μεσολάβησε μια συγκολλητική φάση; Και γιατί οι συγκολλητικές γλώσσες δεν μετεξελίχθηκαν σε κλιτές; Το κομβικό όμως ερώτημα είναι αυτό: γιατί οι πρωτογενείς λέξεις έχασαν σταδιακά την ανεξαρτησία τους; Γιατί δεν την έχασαν στις απομονωτικές γλώσσες; Γιατί επιβιώνουν ενδείξεις ανεξαρτησίας στις συγκολλητικές γλώσσες; Γιατί την έχασαν ολοκληρωτικά στις κλιτές γλώσσες – τις ποιμενικές ινδοευρωπαϊκή και αραβική; Γιατί η κλιτή λέξη (ινδοευρωπαϊκή και αραβική) είναι ένας χώρος εγκλεισμού λέξεων που ήταν κάποτε ανεξάρτητες και αυτόνομες;