ο Χίτλερ ζει
αφιερωμένο στη Β., στον Κ., και στα άλλα τέσσερα μεγάλα παιδιά της παρέας του Σ/Κ.
Ο Χίτλερ ξεψύχισε στις 30 Απριλίου του 1945, το απόγευμα, στις 15:23:34:18 και η ψυχή του έφυγε και, ακαριαία, έφτασε έξω από τα τείχη και της πύλες της Κατοικίας των Θεών (τ@ Θε@), κινούμενη από σφοδρότατη επιθυμία, όπως και η η δική σου θα κινηθεί μια μέρα, αγαπητέ αναγνώστη, και η δική σου, αγαπητή αναγνώστρια, και η δική μου, να μπει μέσα, να γίνει θε@, να μην επιστρέψει στη Γη. Η Κατοικία τ@ Θε@ δεν είναι πολύ ψηλά, είναι μόλις 12 χιλιόμετρα στα αριστερά μας καθώς ανεβαίνουμε από το ακρωτήριο Κανάβεραλ με τον πύραυλο για να φύγουμε από την Γη και να πάμε στο Διάστημα. Δεν την έχει δει κανείς, και δεν πρόκειται να τη δει, όπως δεν πρόκειται να δει και τ@ αόρατ@: θε@ που ζουν εκεί. Το ότι είναι αόρατη δε σημαίνει, όπως καλά γνωρίζετε και εσείς, ότι δεν υπάρχει! Ούτε τα άτομα φαίνονται ούτε τα κύτταρα! Κάθε άλλο! Ελάχιστοι γνωρίζουν την ύπαρξή της -τώρα και εσείς! Δεν έμεινε όμως εκεί παρά λίγα δευρερόλεπτα: επέστρεψε ακαριαία πάλι στη Γη και μπήκε σε ένα μωρό, αγοράκι, που γεννήθηκε στις 30 Απριλίου του 1945, το απόγευμα, στις τρείς και μισή σε ένα μικρό χωριό της Νιγηρίας. Το αγοράκι μεγάλωσε και σήμερα είναι 81 χρονών. Ζει μόνος του σε μια καλύβα- την τελευταία φορά που μίλησε ήταν το 2011. Είναι υγιής και είναι βέβαιος ότι όταν θα πάει στην Κατοικία των Θεών, οι πορτιέρηδες θεοί δεν θα τον στείλουν πίσω. Τον γνώρισα το 1996, όταν ήταν βασιλιάς του χωριού.
Βρήκε πολλές ψυχές, χιλιάδες, να περιμένουν έξω από τις πύλες της Κατοικίας τ@ Θε@. Οι πύλες είναι πολλές, οι πορτιέρηδες-θεοί πολλοί και η διαδικασία της εκπλήρωσης ή μη της επιθυμίας είναι συντομότατη. Για να μην πάτε απροετοίμαστ@, θα σας πω τις δύο ερωτήσεις που κάνουν αλλά, σας παρακαλώ, θα ήθελα να μείνει μεταξύ μας, μη τις διαδώσετε και μας πάρουν χαμπάρι – σας παρακαλώ! Η πρώτη ερώτηση: χ ά ρ η κ ε ς σ τ η ζ ω ή σ ο υ ; Δεν θα μπορέσεις να πεις ψέματα. Οι θεοί, ακόμα κι αν είναι πορτιέρηδες , όλα τα γνωρίζουν, είναι παντογνώστες. Αλλά και εσύ ο ίδιος θα είσαι πανέτοιμος να απαντήσεις, δεν θα διστάσεις, δεν θα το σκεφτείς, θα απαντήσεις αμέσως με ένα ναί ή με ένα όχι. Δεν έχει μα μου, δεν έχει σουξου μούξου, δεν σκύβεις το κεφάλι σου αμίλητος, δεν απαντάς άλλ’ αντ’ άλλων. Το ναι ή το όχι θα σου βγει αβίαστα και αληθινά. Όσ@ πεθαίνουν χαρούμεν@, απαντάνε, “ναι, χάρηκα στη ζωή μου”. Όσ@ όμως πεθαίνον στεναχωρημέν@, θλιμέν@, λένε “‘οχι”. Διότι, όπως πολύ καλά γνωρίζετε, πεθαίνουμε ή χαρούμενοι ή στενοχωρημένοι. Εάν δεν το γνωρίζατε, μόλις το μάθατε. Δεν είναι λίγ@ αυτ@ που απαντούν “ναι”. Είναι όμως λίγ@.
Η ψυχή του Adolf δεν τη περίμενε αυτή την ερώτηση και σάστισε. Έμεινε για μερικά χιλιοστά, 245 για την ακρίβεια, του δεκάτου του δευτερολέπτου άναυδος και μετά απάντησε. Σύμφωνα με τους κανόνες της Κατοικίας τ@ Θε@, δεν επιστρέφεις αμέσως στη Γη, εάν απαντήσεις “όχι”. Πρώτα σου κάνουν δύο δωράκια και μετά κατηφορίζεις. Το πρώτο δωράκι είναι μια δεύτερη ερώτηση, στην οποία δεν μπορείς να απαντήσεις “ναι”, εάν απαντήσεις στην πρώτη ”όχι”! Δε γίνεται, τον Θεό μπάρμπα νά ‘χεις. Σε ρωτάνε, έ δ ω σ ε ς χ α ρ ά; Η απάντηση είναι περιττή αλλά όλ@ απαντούν, αυθόρμητα, αβίαστα, άλλ@ “όχι” κι άλλ@ “ναι”, λίγ@. Και λίγο πριν φύγεις κάποιος πορτιέρης θεός σου ψιθυρίζει κάτι στο αυτί, μα είναι τόσο μεγάλη η αναστάτωση που μέχρι να ξαναγεννηθείς, το έχεις ξεχάσει. Ο Πλάτων γνώριζε ότι κάποι@ το θυμούνται αλλά ο ίδιος δεν το θυμήθηκε. Και ο Πλάτων επέστρεψε στη Γη – η ψυχή του μπήκε σε ένα νεογέννητο κοριτσάκι, το οποίο όταν μεγάλωσε έγινε τσατσά σε μπουρδέλο και επέστρεψε κι αυτή στη Γη. Ο Πλάτων ζει, μαθαίνω ότι τώρα τελευταία μπήκε στη ψυχή ενός αρνιού, κάπου στη Νέα Ζηλανδία.
Μια μέρα, όταν το αγοράκι έγινε τριών χρονών, απομακρύνθηκε από την καλύβα των γονιών του, και βρέθηκε στη πλατεία του χωριού. Είδε άνδρες και γυναίκες να περνάνε, να σταματάνε και να μιλάνε, να γελάνε, είδε κι έναν άνδρα, στη μέση της πλατείας, πάνω σε ένα βάθρο, φτιαγμένο με κορμούς δέντρων, που καθόταν και μιλούσε ασταμάτητα. Δεν απευθυνόταν σε κάποι@ , όλ@ αδιαφορούσαν γι΄ αυτά που έλεγε, ήταν σαν να μην υπήρχε. Αυτός όμως μιλούσε ασταμάτητα. Δεν μιλούσε μόνο όταν έτρωγε – αυτά που του έφερναν οι συγχωριανοί του – κι όταν κοιμόταν, εκεί πάνω στο βάθρο. Το αγοράκι εντυπωσιάστηκε και πήγαινε κάθε μέρα και τον έβλεπε και τον άκουγε. Και μια μέρα, όταν μεγάλωσε, ρώτησε τους γονείς του, τι ήταν και τι έκανε αυτός ο άνθρωπος – θα ήθελε να γίνει σαν αυτόν, όταν θα μεγάλωνε. “Είναι ο βασιλιάς μας”, του είπε η μάνα του. Μιας και ήταν πολύ δύσκολο να βρουν κάποιον να γίνει βασιλιάς, το αγοράκι δεν δυσκολεύτηκε. Έγινε βασιλιάς του χωριού το 1964, μόλις είχε κλείσει τα 19, βασίλευσευ μέχρι το 2011, μιλώντας ασταμάτητα αλλά δεν τον άκουγε κανένας και καμμία δεν του έδινε σημασία. Τον γνώρισα το 1994 – εγώ ήμουν 35 κι αυτός 49. Θα θέλατε να μάθετε πώς. Θα σας το πω, με μεγάλη μου χαρά. Χαίρομαι όταν χαίρεστε, να το ξέρετε, μην το ξεχνάτε. Κάνω ό,τι μπορώ για να περνάτε καλά όταν με διαβάζετε.
Το 1992 ζούσα στο Βερολίνο και σπούδαζα γλωσσολογία. Μαθήτευα ταυτόχρονα και σε μια ψυχοθεραπεύτρια, ήταν 87 ετών, κι έμαθα πολλά κοντά της, πάρα πολλά- μη με βλέπετε έτσι που φαίνομαι σαν Αλβανός οικοδόμος! Επίτηδες το κάνω. Λίγους μήνες μετά την έναρξη των μαθημάτων γλωσσολογίας, με ειδίκευση στην κοινωνιογλωσσολογία, την κοινωνιολογία της γλώσσας και την ανθρωπολογία της γλώσσας, γνώρισα μια συμφοιτήτριά μου, γίναμε φίλ@, ερωτευτήκαμε, παρά λίγο να κάνουμε και παιδί, μπορεί και παιδιά, χωρίσαμε, είμαστε και θα είμαστε φίλ@ εις τον αιώνα τον άπαντα. Εάν με πάρει τώρα τηλέφωνο και με πει, έλα, σε χρειάζομαι, θα σταματήσω το γράψιμο του διηγήματος και θα πάω να τη βρω – το ίδιο θα κάνει κι αυτή. Για τέτοια αγάπη μιλάμε, όχι μαμακίες.
Ζήσαμε πολλά χρόνια μαζί. Γνώρισε τους γονείς μου, γνώρισα τους γονείς της. Το 1995 πήγαμε στο χωριό μου, στους Πετράδες Διδυμοτείχου. Η μάνα μου χάρηκε πολύ, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο πολύ! Της είπα ότι σκεφτόμασταν να κάνουμε και παιδί – τρελάθηκε από τη χαρά της. Πέθανε χαρούμενη, είναι θεά τώρα. Ο πατέρας μου όμως ήταν σκεφτικός, θλιμμένος – πέθανε στενοχωρημένος, δεν ξέρω πού είναι τώρα. “Θα πάω στη πλατεία, θα με ρωτήσουν, εγγονάκι σου είναι; κι εγώ τι θα τους απαντήσω;” Ξέχασα να σας πω ότι η μέλλουσα μητέρα του εγγονού, της εγγονής, δεν έχει σημασία, του πατέρα μου είχε γεννηθεί σε ένα χωριό της Νιγηρίας. Να σας πω ακόμα ότι ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ τους Γερμανούς – και τον Χίτλερ. Όταν ήταν 8 χρονών, το 1942, φθινόπρο ήταν, πήγε και χώθηκε μέσα στο φούρνο για να κρυφτεί, διαδόθηκε οτι όπου νάναι έρχονται στο χωριό Γερμανοί.Οι οποίοι ήρθαν, μπήκαν στην αυλή του σπιτιού, στο οποίο γεννήθηκα κι εγώ, τον θυμάμαι πολύ καλά τον φούρνο, και τον βρήκαν τον πατέρα μου, ο οποίος βέβαια θα χέστηκε, φαντάζομαι από τον φόβο του. Είδε τρεις τέσσερις χαμογελαστές φάτσες νεαρών Γερμανών στρατιωτών να τον παρακολουθούν, τους άκουσε να απομακρύνονται και βγαίνοντας είδε ότι του άφησαν ξερά καρύδια, με τα οποία και πέρασε τη μέρα του.
Στο χωριό της φίλης μου, στη Νιγηρία, πήγαμε το 1996. Με είχε ενημερώσει για τις συνθήκες ζωής, για το ποια θα έπρεπε να είναι η συμπεριφορά μου και οι τρόποι μου, τα έμαθα όλα και μάλιστα με πολύ μεγάλη χαρά. Ως φιλοξενούμενος, θα ήμουνα άρχοντας, φυλακισμένος και ποιητής. Μείναμε ένα μήνα. Η φιλοξενία τους με έκανε ποιητή – φεύγοντας την εξύμνησα. Τη δεύτερη κιόλας μέρα, βγήκα μια βόλτα στο χωριό, πήγα στην πλατεία, είδα άνδρες και γυναίκες να περνούν, να σταματούν και να συζητάνε, να γελάνε, είδα όμως κι έναν άνδρα, γύρω στα πενήντα, πάνω σε ένα ξύλινο βάθρο, να μιλάει ασταμάτητα και να μην του δίνει σημασία κανένας και καμμία. Όλ@ τον έγραφαν. Κατάλαβα αμέσως και ποιος ήταν και τι έκανε. Τις επόμενες μέρες, πολλές ώρες κάθε μέρα, τις πέρασα κοντά του- άκουγα, προσπαθούσα να εντοπίσω κάποια δομή στις αγορεύσεις του, κάποια μοτίβα, κάποιες επαναλαμβανόμενες στερεότυπες εκφράσεις. Ήταν πολύ δύσκολο – αν και είχα μάθει για αυτή τη γλώσσα πολλά – και κάποιες φράσεις. Συγκολλητική γλώσσα: είναι δύσκολο ο ομιλητής μιας κλιτής γλώσσας να μάθει κάποια συγκολλητική – για προσπαθείστε να μάθετε τούρκικα! Μετά από κάποιες μέρες, κάτι βρήκα!
Ήταν τρεις προτάσεις που επαναλαμβάνονταν, συχνά θα έλεγα, αλλά δεν τις άκουγε κανένας και καμμία. Μια μέρα πριν φύγουμε, ζήτησα από τη φίλη μου να τις ακούσει. Τις άκουσε και μου τις μετέφρασε: Yesterday is history, tomorrow is mystery, but today is a gift. Τον κοίταξα τα μάτια. Στο βάθος του βλέμματός του, μόλις που διακρινόταν η παρανοϊκή ματιά του Adolf , που απομακρυνόταν ολοένα και πιο εξασθενημένη και αμυδρή. Κι όταν, με το καλό, φτάσετε μια μέρα έξω από τις πύλες της Κατοικίας των θεών και κάποιος πορτιέρης σκύψει να σας ψιθυρίσει κάτι στο αφτί, θα του πείτε, “ξέρω, ξέρω” και δεν θα επιμείνει – θα ξέρει ότι ξέρετε.