φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΠΑΡΑ λίγο να πάθω έμφραγμα ή εγκεφαλικό όταν διάβασα πρώτη φορά τους στίχους της Έμιλι Ντίκινσον που μελετήσαμε προχτές: In the name of the Bee/And of the Butterfly/And of the Breeze – Amen. Δεν έπαθα όμως τίποτα αλλά ο εγκέφαλός μου αναστατώθηκε τόσο πολύ που οι νευρώνες τρελάθηκαν από τη χαρά τους κι άρχισαν να κάνουν αναρίθμητες συνάψεις και, ευθύς αμέσως, ανέσυραν τη φράση του Ευαγγελιστή Ματθαίου Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος [αμήν]. Τέτοιας έντασης αναστάτωση δεν είναι και πολύ συχνή, κι όσο περνάνε τα χρόνια γίνεται όλο και πιο σπάνια. Μια παρόμοια αναστάτωση είχα πάθει όταν διάβασα, πριν πολλά πολλά χρόνια, τρεις στίχους της Σαπφούς. Δεν είμαι θεωρητικός ή κριτικός της λογοτεχνίας να κρίνω και να αξιολογήσω, βασιζόμενος σε κάποιο κανόνα, την ποιότητα λογοτεχνικών κειμένων (μυθιστόρημα, διήγημα, ποίηση και άλλα). Διάβασα κείμενα που με αναστάτωσαν, με συγκίνησαν πολύ, ακόμα και σωματικά – αρχίζω να περπατάω πέρα δώθε για να εκτονώσω την ένταση που νιώθω. Κάτι τέτοιο έπαθα όταν διάβασα το Ζ 84 του Θουκυδίδη – εάν τον έχετε πρόχειρο ρίξτε, σας παρακαλώ, ένα βλέφαρο, εάν δεν φοβάστε μη σας φύγει η μαγκιά – όταν διάβασα το Έγκλημα και Τιμωρία, όταν διάβασα το Ποιος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου, όταν είδα τον Πολίτη Κέιν – εάν υπάρχει συγκλονιστικότερη ταινία, ας μου πει κάποιος να τη δω και ίσως αναθεωρήσω τη γνώμη μου.
ΤΟ τρίστιχο κείμενο της Σαπφούς, που θα μελετήσουμε σήμερα, δεν είναι δύσκολο, η γυναίκα έγραφε απλά και λιτά, απέριττα – τον πόνο της θέλει να εκφράσει, ή τον θαυμασμό της, όπως στους στίχους που θα εξετάσουμε, κι όταν θέλουμε εκφράσουμε τον πόνο μας, τον θαυμασμό μας , τις σκέψεις μας, μιλάμε και γράφουμε απλά και απέριττα. Ο πόνος της Σαπφούς είναι διάχυτος σε πολλά ποιήματά της: είναι ο πόνος του χωρισμού και του αποχωρισμού, πόνος πανανθρώπινος. Όταν χωρίζουμε, αλλάζουμε, γεννιόμαστε, αφήνουμε μια οικεία κατάσταση κι αυτή η απώλεια προκαλεί πόνο: όταν γεννιόμαστε, χωρίζουμε από τη μάνα μας – σωματικά τη στιγμή της γέννησης, ψυχικά λίγους μήνες αργότερα. Για να αρχίσεις να ζεις, πρέπει να (απο)χωριστείς από τη μάνα σου και κάθε φορά που χωρίζουμε, από την μάνα μας χωρίζουμε κι αρχίζουμε μια νέα ζωή – εάν δεν πέσουμε σε βαριά κατάθλιψη, δεν αυτοκτονήσουμε, δεν τρελαθούμε και δεν σκοτώσουμε και κάνουμε κάγκελο (πάμε φυλακή). Νέα ζωή δεν έχει, εάν δεν θα χάσεις όλα! Η Σαπφώ χώρισε πολλές φορές, μιας και οι μαθήτριές της, με τις οποίες συνδεόταν συναισθηματικά, ας μείνουμε στο συναισθηματικά, έφευγαν, για να παντρευτούν, και την εγκατέλειπαν και η Σαπφώ βυθιζόταν σε πελάγη οδύνης και ανείπωτου πόνου. Αυτή είναι η Σαπφώ, με λίγα λόγια.
ΟΙ στίχοι που θα εξετάσουμε υπαινίσσονται ότι η Σαπφώ ερωτεύθηκε, αλλά δεν βρήκε ανταπόκριση, κάποιο πολύ ωραίο και όμορφο κορίτσι, θα ήταν μεταξύ 12-15 ετών (στα 15 το πολύ παντρεύονταν). Δεν μπόρεσε να το πλησιάσει, δεν μπόρεσε όμως και να μην εκφράσει τον θαυμασμό της. Λανθάνει ένας πόνος πίσω από τον θαυμασμό της αλλά εάν θες τον βλέπεις. . . Δεν την ενοχλεί, δεν το εκλαμβάνει ως απόρριψη αλλά, όπως και να το κάνουμε, πόνεσε το δοντάκι μας. Δεν έχει συμβεί και σε μας να βλέπουμε μια ωραία γυναίκα ή έναν ωραίο άντρα και να χτυπάει τη καρδιά μας δυνατά, παρ΄ όλο που είμαστε βέβαιοι και βέβαιες ότι δεν πρόκειται να γίνει τίποτα; Μας έχει συμβεί. Αυτό τον θαυμασμό κι αυτή την ανεπαίσθητη θλίψη εκφράζει η Σαπφώ. Για να κατανοήσουμε όμως το κείμενο, θα πρέπει να πούμε μερικά πράγματα για το μήλο – παροιμοιάζει το κορίτσι με μήλο – αλλά τι και ποιο μήλο;
ΤΟ μήλο έχει μια πολύ ιδιαίτερη θέση στον συμβολισμό της αρχαίας ελληνικής και λατινικής λογοτεχνίας, κυρίως ποίησης. Μήλο έδωσε ο Πάρις στην ομορφότερη θεά – το μήλο της έριδος! Ήδη από την αρχαϊκή εποχή, το μήλο ήταν σύμβολο της ερωτικής σχέσης, του έρωτα. Το ώριμο μήλο είναι ένα πολύ γλυκό φρούτο, εύγευστο, νόστιμο, ζουμερό, κόκκινο – σαν τον έρωτα και το σεξ! Δεν ξέρουμε ποιο φρούτο έφαγαν οι πρωτόπλαστοι αλλά εμείς λέμε ότι έφαγαν μήλο – γιατί μήλο; Με εξαπάτησε ο όφις και το έφαγα – ο όφις, το πέος δηλαδή. Έφαγαν το μήλο, δηλαδή συνουσιάστηκαν και με την ερωτική σχέση έμαθαν, μιας και ο έρωτας είναι ο πιο ηδονικός και απολαυστικός τρόπος διάδοσης της γνώσης. Να σας θυμίσω ότι η Σαπφώ χαρακτήριζε τον έρωτα “γλυκύπικρον αμάχανον όρπετον”, γλυκόπικρο, ακαταμάχητο ερπετό (137 D), φίδι δηλαδή, που μας δονεί – εξ ου και ο δονητής. Το μήλο ως σύμβολο του έρωτα είναι κοινός τόπος σε πολλούς ποιητές, μεταγενέστερους της Σαπφούς – στον Καλλίμαχο, στον Θεόκριτο. [Για όποιον, όποια ενδιαφέρεται για περισσότερα, ας ρίξει μια ματιά στο κείμενο του A. R. Littlewood, The Symbolism of the Apple in Greek and Roman Literature – Harvard Studies in Classical Philology, 72, 1968, 147-181]. Τον συμβολισμό αυτόν κληρονόμησε ο νεώτερος ευρωπαϊκός πολιτισμός και τον χρησιμοποίησε πολλές φορές και με πολλούς τρόπους – η εταιρεία Apple είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα. Άλλωστε, μήλο έπεσε στο κεφάλι του Νεύτωνα, όχι αχλάδι! Τυχαίο;
ΑΥΤΟΝ τον συμβολισμό χρησιμοποιεί και η Σαπφώ αλλά το κάνει με ένα τρόπο μοναδικό – η εικόνα που δημιουργεί και οι συνειρμοί που προκαλεί αυτή η εικόνα δεν έχουν ξεπεραστεί, δεν γίνεται να ξεπεραστούν, αφού τώρα πια τα μήλα τα παίρνουμε από το ψυγείο. Θυμόμουν πάντα τους στίχους της Σαπφούς κάθε φορά, για τρία χρόνια, που μάζευα, ως εργάτης γης, μήλα στη Ζαγορά Πηλίου και προσπαθούσα να κόψω κάποιο κόκκινο μήλο στην άκρη του κλαδιού και δεν μπορούσα. Τα μήλα αυτά, επειδή είναι στην άκρη και τα βλέπει πιο πολύ ο ήλιος, είναι πιο κόκκινα και πιο γλυκά. Το γλυκό μήλο την εποχή της Σαπφούς το έλεγαν γλυκύμαλον –η λεσβιακή (αιολική) έχει α μακρό όπου η ιωνική-αττική έχει η (ε μακρό). Όταν ήθελαν να πουν το γλυκό μήλο κοκκινίζει, ωριμάζει δηλαδή, έλεγαν τό γλυκύμαλον ερεύθεται (πρβλ. ερυθρός!). Το κλωνάρι, το κλαδί, το έλεγαν ύσδος (ο), στην αττική, όζος. Όταν ήθελαν να πουν στην άκρη του κλαδιού ή σε ακριανο κλαρί, έλεγαν επ’ άκρω ύσδω. Τους εργάτες που μάζευαν τα μήλα τους έλεγαν μαλοδρόπηες – στην αττική θα ήταν μηλοδροπείς <μηλοδροπήες, μηλοδροπεύς. Όταν μαζεύαμε μήλα στη Ζαγορά, αφήναμε κάποια πάνω στη μηλιά, είτε γιατί μερικές φορές δεν τα βλέπαμε, μας διέφευγαν κρυμμένα πίσω από τα φύλλα, είτε γιατί δεν μπορούσαμε να τα φτάσουμε – πολλές φορές οι μηλιές ήταν κοντά σε βαθιά ρέματα και γκρεμούς . . . Να σκοτωθείς για ένα μήλο, δε λέει! Εάν μιλούσαμε την λεσβιακή, στην περίπτωση που οι εργάτες που μάζευαν τα μήλα δεν έβλεπαν κάποιο ή κάποια, θα λέγαμε λελάθοντο μαλοδρόπηες. (Λανθάνομαι, λανθάνω, μου διαφεύγει, ξεχνάω). Κι εάν δεν μπορούσαν να το/τα φτάσουν, θα λέγαμε ουκ εδύναντ’ επίκεσθαι – εφικέσθαι, στην αττική (εφικνούμαι). Και μετά από όλα αυτά, ας διαβάσουμε τους στίχους – όχι μια, όχι δυο, πολλές φορές! Πλίιζ!
οἶον τό γλυκύμαλον ἐρεύθεται ἄκρῳ ἐπ’ ὓσδῳ,
ἄκρον ἐπ’ ἀκροτάτῳ, λελάθοντο δέ μαλοδρόπηες˙
οὐ μάν ἐκλελάθοντ’ , ἀλλ΄οὐκ ἐδύναντ΄ ἐπίκεσθαι.
Να και μια μετάφραση, πιστή στο κείμενο:
Μοιάζει (οιον) με το γλυκό μήλο, είναι σαν (οιον) το γλυκό μήλο, που κοκκινίζει, ωριμάζει σε ακριανό κλαδί,
στην άκρη του πιο ακριανού κλαδιού, που δεν το είδαν οι εργάτες που μαζεύουν τα μήλα-
όχι, όχι, δεν τους διέφυγε, δεν μπορούσαν να το φτάσουν.
Αυτά. Ένα άλλο πρωινό θα ασχοληθούμε με δύο στίχους από την Ιλιάδα – τον ωραιότερο (Σ 576) και τον σημαντικότερο (Θ 539).