in ιστορική μορφολογία της πρωτοελληνικής γλώσσας

άναξ: μια απαράδεκτη ετυμολόγηση από τον Ivo Hajnal (και τον Γεώργιο Γιαννάκη που ακολουθεί)

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΣΗΜΕΡΑ  θα  κάνω ένα διάλειμμα από αυτά που γράφω –  θα ασχοληθώ με κάτι ελαφρύ να ξεκουραστώ: με μια απόπειρα ετυμολόγησης της λέξης άναξ από τον Ελβετοαυστριακό καθηγητή φιλολογίας του πανεπιστημόυ του Ίνσπρουκ, ετυμολόγηση που δέχεται και ο Γεώργιος Γιαννάκης, καθηγητής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Ο πρώτος θα σας είναι μάλλον άγνωστος, ο δεύτερος μάλλον γνωστός – έχει γράψει δύο πολύ ενδιαφέροντα βιβλία (Οι Ινδοευρωπαίοι και Ιστορική γλωσσολογία και φιλολογία, και τα δύο από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών). Και οι δύο ειδικεύονται στην ιστορική συγκριτική (ινδοευρωπαϊκή) γλωσσολογία, ο δε Ι. Hajnal και στη μυκηναϊκή φιλολογία. O I. Hajnal προτείνει και υποστηρίζει μια ετυμολογία της λέξης άναξ που τη βρίσκω λίαν επιεικώς απαράδεκτη –  θα την χαρακτήριζα επινόηση, που ή αγνοεί ή παραβλέπει πολύ βασικές γνώσεις της αρχαίας ελληνικής φωνολογίας, μορφολογίας και σημασιολογίας. Εκπλήττομαι –  και εκπλήττομαι και με την άκριτη αποδοχή της προτεινόμενης ετυμολογίας από τον Γ. Γιαννάκη. Θα ήθελα όμως να εντάξω το υπό συζήτηση πρόβλημα σε ένα γενικότερο πλαίσιο για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την υπαρξιακή και επιβιωτική, επαγγελματική ανάγκη των πανεπιστημιακών να επινοούν καινοτομίες αλλά είναι τόσο μεγάλο το άγχος τους και η ανασφάλειά τους που αναπόφευκτα τους οδηγεί σε συμπεράσματα που παραβλέπουν στοιχειώδεις γνώσεις της ιστορικής συγκριτικής γλωσσολογίας.

ΥΠΑΡΧΕΙ ένας αριθμός λέξεων της ελληνικής γλώσσας  που η ετυμολόγησή τους δεν είναι εύκολη, εάν δεν είναι αδύνατη. Πρόκειται για λέξεις που είναι ή πολύ αρχαίες ή είναι γλωσσικά δάνεια. Ποιος μπορεί να ετυμολογήσει τις λέξεις λαβύρινθος ή ασάμινθος (πήλινη μπανιέρα); Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και η λέξη άναξ. Είναι τόσο αρχαία λέξη που δεν μπορούμε να διακρίνουμε τα συστατικά της μέρη; Μήπως είναι δάνειο, μιας και οι γλώσσες πάντοτε δανείζονται ξένες λέξεις; Δεν γνωρίζουμε. O Hjalmar Frisk σηκώνει ψηλά τα χέρια και παρατηρεί: unerklart, ασαφές, ανεξήγητο  (Griechisches Etymologisches Worterbuch, Χαϊδελβέργη, 1973) ενώ ο Paul Chanraine σημειώνει: Inconnue, άγνωστης ετυμολογίας (Digtionaire Etymologique de la Langue Grecque – Histoire des mots, Παρίσι, χ.χ.εκ.). Ο Ivo Hajnal –  πρέπει να είναι γιος του Istvan Hajnal –  προτείνει μια ετυμολογία που υποδεικνύει ότι πρόκειται για πολύ αρχαία λέξη, τόσο αρχαία που δεν μπορούμε να διακρίνουμε τα συστατικά της μέρη. Ο Hajnal φρονεί ότι τα εντόπισε –  και τα εκθέτει να τα μάθουμε κι εμείς, στο Mykenisches und homerisches Lexikon, 1998, Ίνσπρουκ. Δεν είδα – ό,τι παραθέτω αναφέρεται στο βιβλίο του Γ. Γιαννάκη, Οι Ινδοευρωπαίοι, σελ. 255-6.

ΑΣ παρακολουθήσουμε το σκεπτικό του, αφού πρώτα επιμείνουμε σε κάποιες γνώσεις που θα μας βοηθήσουν να ελέγξουμε την ετυμολογία που προτείνει ο Hajnal.  Η λέξη άναξ εντάσσεται στο  σημασιολογικό πεδίο της εξουσίας, κυριαρχίας, διακυβέρνησης, κοινωνικής και πολιτικής ισχύος. Πολύ ωραία.  Υπάρχει λοιπόν το ενδεχόμενο να βρούμε κάποια άλλη λέξη –  ή άλλες –  που να μας βοηθήσει να ετυμολογήσουμε τη λέξη άναξ –  πάρα πολύ ωραία! Και βρίσκει μία. Πριν δούμε ποια είναι ας σημειώσουμε ότι τη λέξη άναξ τη διαβάζουμε πολλές φορές στην Ιλιάδα σε όλες τις πτώσεις του ενικού και στη γενική πληθυντικού, μια φορά το θηλυκό άνασσα (Ξ 326) και πολλές φορές το ρήμα ανάσσω . Η ανάγνωση των κρατικών αρχείων των μυκηναϊκών βασιλείων επιβεβαίωσε την υπόθεση ότι η λέξη είχε τη μορφή Fάναξ. Στις πινακίδες της Πύλου διαβάζουμε δύο φορές τη λέξη  wa-na-ka (Fάναξ), μία τη γενική ενικού wa-na-ka-to  (Fάνακτος), έξι τις δοτικές ενικού wa-na-ka-te και wa-na-te-te (Fανάκτει) και οχτώ φορές το επίθετο  wa-na-ka-te-ro Fανακτερός ή και Fανακτερόν).  Η λέξη επιβιώνει στο ανάκτορο και στον χειρώνακτα, στη χειρωνακτική (εργασία).

ΠΟΙΟΣ είναι άναξ στην Ιλιάδα; Είναι οι θεοί και οι ισχυροί και πλούσιοι θνητοί! Ο  άναξ είναι ισχυρότερος από τον βασιλέα, ο οποίος στη μυκηναϊκή κοινωνία ήταν ένας τοπικός αξιωματούχος, τοπικός άρχοντας. Μετά την αποδιοργάνωση της  μυκηναϊκής κοινωνίας η λέξη άναξ έπαυσε να χρησιμοποιείται και ανώτατος άρχοντας, τοπικός πάλι, έγινε ο  βασιλεύς, που με τη σειρά του κι αυτός έφυγε από το προσκήνιο. Στις πινακίδες της Πύλου όμως διαβάζουμε τρεις φορές τη λέξη ra-wa-ke-ta (λαFαγέτα) και 12 φορές το επίθετο λαFαγέσιος (ra-wa-ke-si-jo). Δεν τις διαβάζουμε στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια αλλά η δωρική διασώζει τη λέξη λαγέτας, ο ηγέτης του λαού –  του στρατού δηλαδή. Από αυτή τη λέξη πιάνεται ο Hajnal και προτείνει την ετυμολογία του. Διαπράττει όμως τρία σοβαρότατα ατοπήματα, ασυγχώρητα για καθηγητή Πανεπιστημίου. Άγνοια ή συνειδητή αδιαφορία και παράβλεψη βασικών γνώσεων;

Η λέξη Fάναξ (< Fάνακτ-ς), υποστηρίζει ο καθηγητής,  έχει τη ίδια δομή με τη λέξη λαFαγέτας, την οποία αναλύει ως εξης: λαF(ός) + τη ρηματική ρίζα *ag- (άγ-ω) + το σύνηθες παραγωγικό  πρόσφυμα -(ε)-τ- + το κλιτικό πρόσφυμα -ης/ας: λαF- + αγ- + -ετ- +ας = λαFαγέτα(ς). Να  το πρώτο ατόπημα: αυτό το τελικό -τα (λαFαγέ-τα)  δεν είναι δύο προσφύματα, ένα παραγωγικό και ένα κλιτικό, αλλά είναι το μόρφημα (η ελάχιστη σημασιολογική μονάδα) *τα που εντοπίζουμε σε πολλές λέξεις της Ιλιάδος, οι οποίες είναι σχεδόν πάντα επίθετο κάποιο θεού ή ήρωα, και δηλώνει το πρόσωπο που ενεργεί, που ελέγχει, που έχει: ο ιππό-τα (26 φορές στην Ιλιάδα, αυτός που έχει, που ελέγχει  τους ίππους), ο μητίε-τα ( Ζεύς, αυτός που σκέφτεται), ο νεφεληγερέτα (Ζεύς, αυτός που συγκεντρώνει τα σύννεφα) και άλλες. Αυτό το μόρφημα *τα επιβιώνει στην κλητική: ω μαθη-τά, κύριε διευθυν-τά!!!. Στις πινακίδες της Πύλου διαβάζουμε 14 φορές τη λέξη επέτα (ο), επέ-τα (e-qe-ta), αυτός που ακολουθεί, ο ακόλουθος. Σε όλες τις περιπτώσεις, χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση,  το μόρφημα *τα είναι ακέραιο και αναλλοίωτο. Όταν προ του μορφήματος *τα υπάρχει σύμφωνο, τότε αναπτύσσεται το φωνήεν ε: λαF-αγ-τα> λαF-αγ-έ-τα, επ-έ-τα!

ΝΑ σημειώσουμε ακόμα ότι το ρήμα άγω σημαίνει οδηγώ ζώα στη βοσκή ΄ή ανθρώπους –  πολεμιστές ή έμψυχη λεία. Για την μεταφορά της άψυχης λείας χρησιμοποιείται το ρήμα φέρω, εξ ου και η φράση άγειν και φέρειν! Το ρήμα άγω συντάσσεται πάντα με έμψυχο αντικείμενο, ποτέ με άψυχο. Το μόρφημα *αγ έχει ποιμενική σημασία (αγ-ρός: το λιβάδι, άγ-ρα: κυνήγι στο λιβάδι, αγ-ός: ο οδ-ηγός, ο αρχ-ηγός. Με το μόρφημα *τα έχουμε το αγ-έ-τα (δωρ. λαγέτας <λα-αγ-έ-τας), αυτός που οδηγεί, που άρχει.

ΚΑΙ κάτι τελευταίο –  αλλά πολύ βασικό, βασικότατο. Η συλλαβική γραφή Β δεν διαθέτει ούτε τα συλλαβογράμματα γα, γε, γι, γο, γυ ούτε τα χα, χε, χι, χο, χυ –  διαθέτει όμως τα συλλαβογράμματα κα, κε, κι, κο, κυ:αυτά χρησιμοποιούσαν οι μυκηναίοι γραφείς για να αποδώσουν τις συλλαβές γα, γε, χα, χε κλπ. Τη λέξη χαλκεύς την έγραφαν ka-ke-u!  Τη λέξη γέροντες την έγραφαν ke-ro-te. Οπότε, τα συλλαβογράμματα κa και ke μπορεί να διαβαστούν  κα, γα, χα και  κε, γε, χε. Στη λέξη ra-wa-ke-ta, διαβάζουμε γε: λαFαγέτα. Αντιμετώπιζαν όμως μια πολύ μεγάλη δυσκολία στην απόδοση της λέξης Fαναξ, Fανακτ-ς. Τη λεξη αγρός την απέδωσαν ως α-γο-ρο (a-ko-ro), με ανάπτυξη φωνήεντος που ακολουθεί. Στη λέξη Fάναξ δεν ακολουθεί κάποιο φωνήεν, οπότε θα έγραφαν είτε wa-na είτε wa-na-ka, με ανάπτυξη του φωνήνεντος που προηγείται!  Κι αυτό έκαναν. Εδώ λοιπόν το ka διαβάζεται κα. Οπότε: wa-na-ka-te>Fανάκτει. Έχουμε κ, όχι γ.

Ο Hajnal υποστηρίζει ότι,  ό,τι έχουμε στο -αγέτας της λέξης λαFαγέτας έχουμε και στο -ακτ-ς στη λέξη Fαν-ακτ-ς: ag-+t + s. Και θα ρωτήσει κάποιος, γιατί δεν έχουμε τη λέξη Fαν-αγέτας; Γιατί όλες οι λέξεις διατηρούν το μόρφημα *τα ακέραιο και αναλλοίωτο, εκτός από τη λέξη Fάνακτ-ς; Γιατί δεν έχουμε την ανάπτυξη του φωνήεντος ε, όπως συμβαίνει σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Τι είναι όμως αυτό το Fαν-; Ο κύριος καθηγητής λέει ότι πρόκειται για την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *wen>wn>Fαν- που δηλώνει το κέρδος, το όφελος, την ενέργεια του κερδίζειν. Κατά συνέπεια, Fάν-ακτ-ς είναι αυτός που οδηγεί το κέρδος, το όφελος, αυτός που προστατεύει το κέρδος, δηλαδή τη άψυχη λεία.

ΟΙ λέξεις λαFαγέτα και Fάνακτ-ς δεν παρουσιάζουν την ίδια δομή, όπως υποστηρίζει ο Hajnal και συμφωνεί ο Γ. Γιαννάκης – ούτε με σφαίρες! Θα παρουσίαζαν την ίδια δομή, εάν είχαμε τη λέξη Fαναγέτα. Για σημασιολογικούς ομως λόγους δεν θα μπορούσαν να πλάσουν αυτή τη λέξη – άγω σημαίνει βόσκω, οδηγώ τα ζώα στη βοσκή, οδηγώ πολεμιστές στη μάχη, οδηγώ εν ολίγοις έμψυχες οντοτητες- ζώα ή ανθρώπους  (ανθρώπους που εκλαμβάνονται ως ζώα).

Η γνώμη μου είναι ότι πρόκειται για δάνειο από κάποια προελληνική γλώσσα, με την οποία συνυπήρξε η μυκηναϊκή, πρώιμη διάλεκτος της πρωτοελληνικής (:προδιαλεκτικής αρχαίας ελληνικής).

Write a Comment

Comment