φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών της α(ν)εργίας, σκοπεύω να ολοκληρώσω δυο βιβλιαράκια, και τα δυο σχετικά με τον κομμουνισμό. Στο ένα, ‘εμμενής κομμουνισμός’, θα εκθέσω τις απόψεις μου για την εμμένεια του κομμουνισμού, για τον κομμουνισμό του παρελθόντος, του παρόντος, του μέλλοντος, για τη σχέση Κυριαρχίας και Κομμουνισμού. Στο άλλο, ‘συζητώντας με τα παιδιά μου για τον κομμουνισμό’, θα εκθέσω τις συζητήσεις που γίνονται κατά καιρούς με τα παιδιά μου για τον κομμουνισμό.
Σήμερα θα ήθελα να εκθέσω κάποιες διευκρινίσεις σχετικά με αυτό το βιβλίο διότι πρόκειται για ένα πολύ λεπτό ζήτημα – θα ήθελα να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις, τις οποίες απεχθάνομαι. Ενδέχεται, πιθανότατα, να διατυπώσετε κάποιες επιφυλάξεις και ενστάσεις – το κατανοώ. Μπορούμε, πρέπει να συζητάμε με τα παιδιά για τον κομμουνισμό; Μπορούν να κατανοήσουν το θέμα; Μήπως κάνω προπαγάνδα στα παιδιά;
Να συζητάμε με τα παιδιά, όχι να μιλάμε στα παιδιά για τον κομμουνισμό. Είμαι βέβαιος ότι αντιλαμβάνεστε τη διαφορά. Η σκέψη για αυτό το βιβλίο έγινε όταν πριν από έξι χρόνια, στις Σέρρες, μια ανεψιά της γυναίκας μου, 14 χρονών τότε, την ώρα που ψήναμε με ρώτησε μπροστά στον πατέρα της ‘τι είναι κομμουνισμός;’ Δεν συζητούσαμε κάτι σχετικό – της ήρθε στο μυαλό και ρώτησε, από περιέργεια, από φιλομάθεια, δεν γνωρίζω και δεν έχει σημασία. Αποφεύγω να μιλώ για θέματα που ασχολούμαι και μελετώ, για τις απόψεις μου και τις θέσεις μου πάνω σε κάποιο ζήτημα, είτε οι συνομιλητές είναι ενήλικες είτε είναι παιδιά. Εάν με ρωτήσεις, θα πω τη γνώμη μου – εάν δεν με ρωτήσεις, δεν θα την πω. Εάν ερωτηθώ, θα σταματήσω μόλις αντιληφτώ ότι υπάρχει κάποια δυσχέρεια, δυσφορία, κούραση, αγανάχτηση. . . Αλλάζω αμέσως θέμα.
Τα παιδιά θέλουν να μάθουν και ρωτάνε. Είναι από τη φύση τους φιλομαθή, ανοιχτόμυαλα και ευγενικά. Εάν τα παιδιά μου με ρωτήσουν κάτι, θα απαντήσω. Εάν δεν με ρωτήσουν, δεν ξεκινώ καμιά κουβέντα. Πολύ συχνά λέω, ‘δεν το ξέρω αυτό’ και ψάχνουμε μαζί να το βρούμε. Τα παιδιά συμμετέχουν σε όλες τις δραστηριότητες και ειδικά όταν έρχονται φίλοι στο σπίτι. Ακούνε όλες τις συζητήσεις, ρωτάνε, μαθαίνουν. (‘Μπαμπά, τι είναι αυτό;’ – ‘Βότανο, Παύλο. . .’ – ‘Τι είναι το βότανο;’ – ‘Τι βότανο είναι αυτό;’ κλπ). Εάν η ανάπτυξη του εγκεφάλου και της ψυχής είναι το αποτέλεσμα της ενεργητικής καθημερινής αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων, αντιλαμβάνεστε ότι ένα παιδί που μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον όπου οικοδόμοι, βιομηχανικοί εργάτες, γιατροί, καλλιτέχνες, γεωπόνοι, φοιτητές, δάσκαλοι, ποιητές, ζωγράφοι, συνυπάρχουν και συζητούν τρώγοντας και πίνοντας θα πάει στο σχολείο και θα βαριέται αφόρητα. Υποτίθεται ότι τα παιδιά πάνε στο σχολείο για να ξεπεράσουν τον περιορισμένο ορίζοντα της οικογένειας – εάν όμως ο ορίζοντας της οικογένειας είναι πιο ανοιχτός από αυτόν του σχολείου;
Στο ερώτημα της 14χρόνης τότε Γεωργίας δεν έδωσα μια απάντηση. Οι απαντήσεις πολύ συχνά περιορίζουν τη σκέψη, τη φτωχαίνουν. Παραθέτω τη συζήσηση.
Α. Γεωργία, σε ποιον όροφο μένετε;
Γ. Στον τρίτο.
Α. Με το ασανσέρ ανεβαίνεις;
Γ. Με το ασανσέρ, εκτός εάν είναι χαλασμένο.
Α. Μια μέρα, επιστρέφεις κουρασμένη στο σπίτι σου, βρίσκεις το ασανσέρ κλειδωμένο με ένα σημείωμα στη πόρτα και διαβάζεις: Από σήμερα το ασανσέρ θα το χρησιμοποιεί μόνο η οικογένεια Παπαδοπούλου. Τι θα νιώσεις, τι θα σκεφτείς;
Γ. Θα γίνω έξω φρενών.
Α. Γιατί;
Γ. Δικό του είναι το ασανσέρ; Το ασανσέρ ανήκει σε όλους.
Α. Εάν έρθει μια δφίλη σου ή μια ξαδέρφη σου από τη Θεσσαλονίκη θα μπορέσουν να το χρησιμοποιήσουν;
Γ. Γιατί να μην μπορέσουν;
Α. Εάν έρθουν κάποιοι από μια άλλη πολυκατοικία που δεν έχει ασανσέρ μπορούν να το πάρουν να το βάλουν στη δική τους;
Γ. Θα τους κόψουμε τα χέρια.
Α. Δηλαδή, το ασανσέρ ανήκει σε αυτούς που μένουν στην πολυκατοικία, αλλά μπορουν να το χρησιμοποιήσουν όλοι οι άνθρωποι τςη Γης;
Γ. Ναι.
Α. Εάν χαλάσει, ποιος πληρώνει τον μάστορα και τα ανταλλακτικά;
Γ. Αυτοί που μένουν στη πολυκατοικία μας, θα μοιραστούμε τα έξοδα.
Α. Θα πληρώσει και η οικογένεια που μένει στο ισόγειο;
Γ. Όχι.
Α. Η φίλη σου που έρχεται συχνά και το χρησιμοποιεί;
Γ. Όχι βέβαια!
Η συζήτηση έγινε όπως την παραθέτω; Όχι, ακριβώς. Ένα μέρος, μικρό μέρος, είναι δικό μου, εκ των υστέρων, συμπλήρωμα. Δεν είναι επινόηση, απλά τα μεταφέρω από άλλες συζητήσεις. Ασφαλώς υπάρχει και το στοιχείο της επινόησης αλλά προσπαθώ να μην απομακρύνομαι πολύ από τις συζητήσεις που έχουν γίνει ή, τουλάχιστον, από το πνεύμα τους. Οι συζητήσεις που εκθέτω στο βιβλίο είναι συζητήσεις που έγιναν και δεν έγιναν, που γίνονται και θα γίνουν.
Το βιβλίο αρχίζει με μια συζήτηση για τη δημοτική βιβλιοθήκη και τα βιβλιοπωλεία. Η Αποστολία (6) και ο Παύλος (8) γνωρίζουν πολύ καλά τις διαφορές τους και τα πλεονεκτήματα της δημοτικής βιβλιοθήκης. Επιτρέπεται να γράφουμε και να λερώνουμε τα βιβλία που έχουμε δανειστεί; Πόσα βιβλία επιτρέπεται να δανειστούμε; Πόσες μέρες μας επιτρέπεται να τα κρατάμε στο σπίτι; Μπορούμε να τους αλλάξουμε αυτούς τους κανόνες και πως; Μπορούμε να τα δανείσουμε σε άλλους; Με αυτά τα ερωτήματα αρχίζει το βιβλίο και με αφορμή αυτά τα ερωτήματα συζητάμε για την κοινοχρησία, την κοινοκτησία, την ανοιχτή έκθεση, την ελεύθερη πρόσβαση, τη συνεργασία παρόλο που δεν χρησιμοποιώ αυτούς τους όρους όπως και τη λέξη κομμουνισμός.
Το βιβλίο αποτελείται από δυο μέρη. Στο πρώτο εκθέτω τις συζητήσεις με την Αποστολία και τον Παύλο. Στο δεύτερο, τις συζητήσεις με τη Χριστίνα Αμαρυλλίς, που είναι 31 χρονών. Οπότε, με παίρνει να χρησιμοποιήσω όρους και έννοιες που αποφεύγω στο πρώτο μέρος.
Ταυτόχρονα, ετοιμάζω κι ένα άλλο βιβλιαράκι για παιδιά και μεγάλους:
‘συζητώντας με τα παιδιά για το αυτοκίνητο’
μοιαζει συναπραστικό εγχειρημα. αναμένω ανυπομόνως…