Στο προκείμενο κεφάλαιο, φίλες και φίλοι αναγνώστες, θα δείξουμε ότι ζούμε το τέλος της διαδήλωσης και την υποκατάστασή της με άλλα μέσα έκφρασης και σύγκρουσης. Θεωρούμε την εξέλιξη αυτή πολύ σημαντική και ενθαρρυντική: συνιστά μια ρητή ένδειξη της γένεσης της Αριστεράς του μέλλοντος. Η διαδήλωση ήταν, και συνεχίζει να είναι, μια πρακτική της ιστορικής Αριστεράς, η οποία όμως αποχωρεί από το πολιτικό προσκήνιο, παίρνοντας μαζί της και όλα τα μέσα και τους σκοπούς που διέθετε. Ένα από αυτά τα μέσα είναι και η διαδήλωση. Το γεγονός ότι ολοένα και περισσότεροι υποτελείς Παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου αποφεύγουν τις διαδηλώσεις (απεργούν, για παράδειγμα, και πάνε για ούζα) μας επιτρέπει να διατυπώσουμε την άποψη ότι σε λίγες δεκαετίες, ίσως και πιο σύντομα, να μην υπάρχουν πια. Τον Φεβρουάριο του 2003, έγιναν διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις του κόσμου με αίτημα την αποτροπή της εισβολής του στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράκ. (Ήταν Σάββατο απόγευμα· εάν ήταν Δευτέρα πρωί, ελάχιστοι θα κατέβαιναν στους δρόμους . . .). Η αποτροπή δεν επετεύχθη, παρόλο που συμμετείχαν και Κύριοι, και νέες διαδηλώσεις δεν έγιναν. Η αιτία δεν είναι η ο φόβος της καταστολή τους από τις αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις του Κράτους, όπως πιθανόν κάποιοι θα υποστηρίξουν, αλλά η συνειδητοποίηση του τι πραγματικά είναι μια διαδήλωση. Θεωρώ πολύ ενθαρρυντικό το γεγονός ότι οι υποτελείς μαθαίνουν πολύ πιο γρήγορα από τους Κυρίους της Αριστεράς.
Η διαδήλωση είναι μια πρακτική που διατρανώνει, διαιωνίζει και αυξάνει την ισχύ του Κυρίου καπιταλιστή. Έχω την εντύπωση ότι πιστεύετε πως οι Κύριοι ενοχλούνται όταν βλέπουν διαδηλωτές στους δρόμους. Θα δείξω ότι συμβαίνει το αντίθετο και δεν θα επικαλεστώ το γεγονός ότι συχνότατα συμμετέχουν και αυτοί. Είμαι βέβαιος ότι οι απόψεις αυτές, όπως και πολλές άλλες που εκτίθενται στη Πανταχού Απουσία (από την ιστορική Αριστερά, στην Αριστερά του μέλλοντος), θα ενοχλήσουν και θα εξοργίσουν πολλούς και πολλές αλλά η αντίδραση αυτή, περισσότερο συναισθηματική παρά διανοητική, δεν θα μας αποτρέψει από το να συνεχίσουμε να σκεφτόμαστε και να ερευνούμε. Θλίβομαι κάθε φορά που βλέπω τους διαδηλωτές να επιστρέφουν κατηφείς και απογοητευμένοι από τις διαδηλώσεις, μιας και δεν κατάφεραν να επιτύχουν τον σκοπό τους, δηλαδή να πείσουν τους Κυρίους, ή όταν τρέχουν έντρομοι να αποφύγουν τα γκλομπ και τα δακρυγόνα. των αστυνομικών, ένστολων και μη.
Τι είναι λοιπόν μια διαδήλωση; Γιατί έρχεται από το παρελθόν κι όχι από το μέλλον; Ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που διαθέτει και που μας επιτρέπουν να την χαρακτηρίσουμε ως πολιτικό αναχρονισμό; Πότε και πως εμφανίστηκε; Ποιοι καταφεύγουν σε αυτήν; Γιατί είναι αναποτελεσματική; Γιατί διατρανώνει, διαιωνίζει και αυξάνει την ισχύ του Κυρίου; Ποια είναι η σχέση της με τα άλλα μέσα έκφρασης και σύγκρουσης; Σε αυτά τα ερωτήματα καλούμαστε να απαντήσουμε, χωρίς να φοβηθούμε ότι θα μας κατηγορήσουν για ασέβεια.
η διαδήλωση ως διαμαρτυρία
Το πρώτο πράγμα που μπορούμε να πούμε είναι ότι η διαδήλωση είναι μια μαζική και δημόσια, οργανωμένη ή μη, προβολή ενός προβλήματος ή/και ενός αιτήματος που σχετίζεται με την επίλυση του προβλήματος. Το γεγονός ότι προβάλλεται ένα πρόβλημα/αίτημα, σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει ένας παραλήπτης κι αυτός δεν μπορεί παρά να είναι ή να θεωρείται πιο ισχυρός από τους διαδηλωτές. Η έκθεση μιας δυσχέρειας και η κατάθεση ενός αιτήματος προεξοφλεί την ισχύ του παραλήπτη. Κάθε φορά που διαδηλώνουμε, όχι μόνο απευθυνόμαστε σε κάποιον αλλά κινούμαστε, συμβολικά ή πραγματικά, προς αυτόν. Πολλές φορές, η διαδήλωση περιορίζεται στα όρια της προβολής, της διατύπωσης του προβλήματος, της άρνησής του και έτσι παίρνει τον χαρακτήρα της διαμαρτυρίας. Στην περίπτωση αυτή, οι διαδηλωτές προσδοκούν πως ο ισχυρός παραλήπτης θα βρει ένα τρόπο να λύσει το πρόβλημα. Η γλώσσα της διαμαρτυρίας είναι σαφής: κυριαρχεί η άρνηση και η απόρριψη, το όχι, το κατά, το αντί, το εναντίον και ενάντια, κλπ. Το εάν οι διαμαρτυρόμενοι διαδηλωτές καταφέρουν να πείσουν τους Κυρίους, τους ισχυρούς παραλήπτες των αρνήσεων και των απορρίψεων, μιας κι αυτή είναι η κομβική τους επιδίωξη, θα εξαρτηθεί από τον αριθμό των συμμετεχόντων και από την ένταση της έκθεσης του κοινού προβλήματος. Εάν είμαστε εκατομμύρια και εάν δεν σταματήσουμε λεπτό να επαναλαμβάνουμε όλοι μαζί και όσο πιο δυνατά μπορούμε τα συνθήματα, τα οποία καταγράφουν την διαμαρτυρία, τότε θα μπορέσουμε να πείσουμε τους Κυρίους προς τους οποίους απευθυνόμαστε. Εάν ρίξουμε μια ματιά στο παρελθόν, θα δούμε ότι πράγματι πολλές φορές στο παρελθόν οι διαδηλωτές κατάφερναν να πείσουν τους Κυρίους. Κατάφερναν δηλαδή με την μαζικότητα και την μαχητικότητα της διαδήλωσης να εκφοβίσουν τον Κύριο, τον ισχυρό παραλήπτη. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τόσο ο αριθμός των συμμετεχόντων (μαζικότητα) όσο και η ένταση της προβολής της διαμαρτυρίας (μαχητικότητα) χρησιμοποιούνται και ως μέσα εκφοβισμού του Κυρίου. Διότι, όπως είχε παρατηρήσει και ο Τάκιτος, σχολιάζοντας την εμφάνιση των γερμανών πολεμιστών της εποχής του, ο πρώτος νικημένος στον πόλεμο είναι τα μάτια (nam primi in omnibus proellis oculi vincuntur, Germania, XLIII), ενώ η Ιλιάδα ισχυρίζεται ότι δεν μπορείς να νικήσεις κάποιον, να τον σκοτώσεις δηλαδή ή να τον υποτάξεις, εάν πρώτα δεν τον εκφοβίσεις. Ικανός, με την ευρεία σημασία της λέξης, θεωρείται αυτός ο οποίος μπορεί να εκφοβίσει τον άλλον, όπως δείχνει και η σημασιολογική εξέλιξη των επιθέτων δεινός (ρήτορας), φοβερός (παίκτης), τρομερός (ηθοποιός), σοβαρός (επιχειρηματίας). Η εμμονή της ιστορικής Αριστεράς στην μαζικότητα και την μαχητικότητα της διαδήλωσης είναι πολύ γνωστή και οφείλεται στην παραπάνω διαπίστωση, ότι δηλαδή το πλήθος είναι σε θέση να εκφοβίσει και να πείσει τον Κύριο. (Αυτός ήταν και ο λόγος που οι διαδηλώσεις για την αποτροπή της εισβολής στο Ιράκ έγιναν Σάββατο απόγευμα). Πληθώρα ενδείξεων μας παροτρύνει να υποστηρίξουμε ότι αυτό πλέον δεν ισχύει. Παραδεχτήκαμε, και δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, ότι πράγματι στο παρελθόν το πλήθος μπορούσε να εκφοβίσει τον Κύριο. Σήμερα όμως δεν μπορεί να τον εκφοβίσει. Τι άλλαξε; Γιατί κάποτε ο Κύριος φοβόταν τα πλήθη των διαδηλωτών και σήμερα δεν τα φοβάται; Και οφείλουμε να αναρωτηθούμε: εάν δεν μπορούμε να εκφοβίσουμε και να πείσουμε τον Κύριο, γιατί να διαδηλώσουμε. Οι διαδηλωτές του Φεβρουαρίου του 2003 το κατάλαβαν και δεν ξανακατέβηκαν στους δρόμους. Υποψιάζομαι ότι η ιστορική Αριστερά θα αργήσει να το κατανοήσει. Δυστυχώς.
η διαδήλωση ως έφοδος μαχητών
Αν και η διαδήλωση δεν παύει ποτέ να είναι διαμαρτυρία, πολύ συχνά μετεξελίσσεται με τρόπους που καθορίζονται από τις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούν σε μια δοσμένη συγκυρία και παίρνει μορφές οι οποίες δεν είναι τίποτα άλλο παρά εκδηλώσεις της μίμησης του Κυρίου. Μια συνηθισμένη μετεξέλιξη είναι αυτή της εφόδου. Πολύ συχνά, οι διαδηλωτές επιδιώκουν να προσεγγίσουν τον ισχυρό παραλήπτη της διαμαρτυρίας (πρωθυπουργός, επιχειρηματίας, τραπεζίτης, εργοστασιάρχης, υπουργός, δήμαρχος, κλπ) αλλά δεν τα καταφέρνουν κυρίως εξ αιτίας της ύπαρξης της αστυνομίας ή και του στρατού. Ο σκοπός της προσέγγισης δεν είναι πάντα η εκ του σύνεγγυς έκφραση της διαμαρτυρίας, η κατάθεση των προβλημάτων ή και των αιτημάτων αλλά αρκετά συχνά η αποπομπή, η απομάκρυνση, ή η αποτροπή επίσκεψης του ισχυρού παραληπτη στη χώρα των διαδηλωτών. Και οι δυο αυτές κομβικές επιδιώξεις επιχειρούν να κάμψουν τη θέληση του Κυρίου: θα μας δεις ή θα φύγεις, εκών άκων, θέλοντας και μη. Η άμυνα και η προστασία του Κυρίου αναπόφευκτα κάνει επιτακτική τη χρήση της βίας και αμέσως οι διαδηλωτές μετατρέπονται από διαμαρτυρόμενους σε μαχητές. Τα όπλα τους είναι τα ίδια τα σώματα και ό,τι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τηλέμαχο ή αγχέμαχο όπλο από τον περιβάλλοντα χώρο.
Στη πρώτη περίπτωση, οι διαδηλωτές μετατρέπονται σε ζωντανό, έξυπνο βλήμα το οποίο ενωμένο εφορμά κατά των αστυνομικών δυνάμεων. Τα σώματα ενώνονται σφιχτά, σχηματίζονται οι γνωστές αλυσίδες, οι ποίες παρατάσσονται η μια πίσω από την άλλη και όλες μαζί αποτελούν μια ενωμένη, συμπαγή ανθρώπινη μάζα που κινείται όχι σαν ένας πολεμιστής αλλά σαν έξυπνο βλήμα. Ο σχηματισμός αυτός μοιάζει πάρα πολύ με την αρχαία ελληνική φάλαγγα, στην οποία η ασπίδα που κρατούσε ένας οπλίτης στο αριστερό χέρι, κάλυπτε την ακάλυπτη δεξιά περιοχή του σώματος του οπλίτη που βρίσκονταν στα αριστερά του. Αυτός ο τρόπος κάλυψης ονομάζονταν συνασπισμός. Ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου παραπέμπει στην αρχαία ελληνική φάλαγγα, την οποία και προτείνει ως πρότυπο οργάνωσης των πολιτών (ψηφοφόρων). Είναι τόσο ατυχής η ονομασία αυτού του πολιτικού κόμματος ώστε προσεγγίζει τα όρια του φαιδρού και του γκροτέσκου. Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να μας ξενίζει τπο γεγονός ότι το μειονέκτημα του αρχαιοελληνικού συνασπισμού είναι μειονέκτημα και του συνασπισμού της παγκόσμιας ιστορικής Αριστεράς: ο συνωστισμός και το ποδοπάτημα. Επειδή πολλές φορές ο κίνδυνος της διάλυσης της συνοχής του έξυπνου ανθρώπινου βλήματος ενδέχεται να προκληθεί από τον αντίπαλο που θα διεισδύσει από τα πλάγια, συνηθίζεται ο συνασπισμός των χωρίς ασπίδα διαδηλωτών να προστατεύεται από αλυσίδες που το περιβάλλον (ομάδες περιφρούρησης).
Είναι αλήθεια ότι συνασπισμός των διαδηλωτών έχει εγκαταλειφθεί και ότι επιβιώνει μόνο περιστασιακά στα ελάχιστα κόμματα που θεωρούνται γνήσιοι κληρονόμοι της ιστορικής Αριστεράς. Η εγκατάλειψη του σχηματισμού της φάλαγγας των διαδηλωτών οφείλεται στο γεγονός ότι η διάλυσή του από τις αστυνομικές δυνάμεις έγινε πολύ ευχερής και δεν υπήρχε κανένας λόγος να συνεχισθεί. Διαπιστώνουμε λοιπόν για άλλη μια φορά ότι οι υποτελείς μαθαίνουν πιο γρήγορα από τους Κυρίους της Αριστεράς, τους διαχειριστές των κομμάτων της, τους διαχειριστές της πολιτικής εκμετάλλευσης. Η κομματική ηγεσία συχνά, αν θέλει όχι μόνο να επιβιώσει αλλά και να αυξήσει την ισχύ της, είναι αναγκασμένη να υιοθετήσει τις πρακτικές των υποτελών Παραγωγών και Αριστερών κι αυτό θα συνεχίσει να κάνει και στο μέλλον, έως ότου μια μέρα πάψει να υπάρχει και αναγκαστεί να μετακομίσει στο αντίπαλο στρατόπεδο, όπως ήδη έχει συμβεί πολλές φορές. Εάν δεν ξεμπερδέψουμε με τους Κυρίους της Αριστεράς, δεν πρόκειται να ξεμπερδέψουμε με τους Κυρίους του κόσμου τούτου.
Η ευκολία διάλυσης του συνασπισμού των διαδηλωτών από τις αστυνομικές δυνάμεις, αναγκάζει τους συμμετέχοντες να καταφεύγουν στη χρήση εκηβόλων και αγχέμαχων όπλων για να επιτύχουν το σκοπό τους: την διάλυση των αστυνομικών δυνάμεων, την διέλευσή τους και την προσέγγιση του παραλήπτη της διαμαρτυρίας. Κάθε τι που προσφέρεται να χρησιμοποιηθεί ως βλήμα ή ως αγχέμαχο όπλο, χρησιμοποείται: πέτρες, μπουκάλια, νεράντζια, κομμάτια τσιμέντου, αντικείμενα από σκουπίδια, καρέκλες, καδρόνια, παλούκια και ό,τι άλλο βρεθεί εκεί κοντά. Ο τρόπος με τον οποίο μάχονται και τα όπλα που χρησιμοποιούν δεν παραπέμπουν στην αρχαία ελληνική φάλαγγα αλλά σε αυτά των εξεγερμένων αγροτών της φεουδαρχικής και πρώιμης καπιταλιστικής εποχής. Πολεμάμε σκόρπιοι και τα όπλα μας είναι κυρίως τα εργαλεία μας (δικράνια, τσαπιά, κασμάδες, φτιάρια, κλπ) ή ο,τιδήποτε άλλο βρεθεί εκεί κοντά. Η ανυπαρξία όμως αντικειμένων και η αναποτελεσματικότητα πολλών από αυτών, ωθεί πολλούς από τους διαδηλωτές να κατεβαίνουν στους δρόμους οπλισμένοι με ένα σύγχρονο όπλο, τις βόμβες μολότωφ, το οποίο έχει ένα πλεονέκτημα κι ένα μειονέκτημα: ενώ μπορεί να κατασκευασθεί από τον καθένα και να προκαλέσει μεγάλες υλικές καταστροφές, εμφανίζει πολύ μικρό βεληνενεκές. Οι χρήστες του όπλου αυτού είναι αναγκασμένοι να πολεμούν όπως οι αντάρτες της ζούγκλας: να χτυπούν και να εξαφανίζονται, να κρύβονται δηλαδή. Η κουκούλα για τους αντάρτες των διαδηλώσεων είναι ό,τι είναι η πυκνή βλάστηση για τους αντάρτες της ζούγκλας.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το πέρασμα από το νεράντζι στη βόμβα μολότωφ αποτελεί ομολογία της λατρείας της αποτελεσματικότητας, της αποδοτικότητας και της μεγέθυνσης, δηλαδή έκφραση της μίμησης του Κυρίου. Λογική συνέπεια αυτής της λατρείας είναι η αναζήτηση ακόμα πιο αποτελεσματικών όπλων που οδηγεί στην ακόμα πιο ευρεία και πιστή μίμηση του Κυρίου: στη χρήση σύγχρονων όπλων με σκοπό το φόνο και την πρόκληση μεγάλων υλικών καταστροφών. Η χρήση αυτών των όπλων αποκαλείται ένοπλη επαναστατική πάλη.
Ο συνασπισμός των διαδηλωτών, το νεράντζι, η βόμβα μολότωφ και το καλάσνικωφ έρχονται από το μέλλον και επιβιώνουν επειδή επιβιώνει η ιστορική αριστερά και η μίμηση του Κυρίου. Θεωρώ ότι βρισκόμαστε προς το τέλος αυτής της παράδοσης: η οριστική αποχώρηση της ιστορικής Αριστεράς είναι ζήτημα χρόνου. Μαζί με αυτήν, θα αποχωρήσει κι ένας τρόπος διεξαγωγής του πολέμου που κάποτε μπορούσε να επιφέρει κάποια αποτελέσματα, σήμερα όμως είναι τελείως ανεπαρκής, για να μη πω περιττός και επικίνδυνος. Το τέλος της ένοπλης επαναστατικής βίας στις 6 και 9 Αυγούστου του 1945, όπως επισημάναμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, συνταξιοδοτεί την ιστορική Αριστερά.
Ο μόνος ρεαλιστής σε αυτή την υπόθεση είναι, όπως πάντα το Κράτος. Ενώ οι διαδηλωτές δεν έχουν τη συνείδηση ότι η ειρηνική διαδήλωση-διαμαρτυρία ενδέχεται να μετατραπεί ακαριαία σε έφοδο και λεηλασία και επομένως οι ίδιοι σε μαχητές που χρησιμοποιούν για όπλο κατ’αρχήν το ίδιο τους το σώμα, το Κράτος ουδέποτε εξέλαβε την διαδήλωση ως μια ειρηνική πρακτική επειδή ακριβώς έχει σαφέστατη επίγνωση της δυναμικής του συγκεντρωμένου πλήθους. Αυτός είναι ο λόγος που ενώ η έσχατη επιδίωξή του Κράτους είναι η ανηλεής διάλυση της διαδήλωσης, ακούει με κατανόηση την οργή, την κλάψα και τις αιτιάσεις των διαδηλωτών για αναίτια και βάρβαρη επίθεση της Αστυνομίας.
η διαδήλωση ως λεηλασία
Η διαδήλωση ως έφοδος θεωρείται ως μια τελική πράξη της επανάστασης, όπως την αντιλαμβάνεται η ιστορική Αριστερά, σε μικρογραφία. Κάθε διαδήλωση-έφοδος είναι μια μικροσκοπική επανάληψη της Οχτωβριανής επανάστασης, της εφόδου στα χειμερινά ανάκτορα. Θα έλεγα ότι έχει περισσότερο συμβολική παρά πραγματική αξία. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η διάσταση δεν έχει κατανοηθεί και ότι το συμβολικό εκλαμβάνεται ως πραγματικό με ολέθρια αποτελέσματα. Εκτός όμως από την έφοδο κατά των χειμερινών ανακτόρων ύπάρχει και η έφοδος στον ουρανό. Η έφοδος, η κατάκτηση και ο έλεγχος του χώρου κλιμακώνεται: από το δρόμο περνάμε στο κράτος και από αυτό στον ουρανό. Η έφοδος στον ουρανό γίνεται για να εκθρονιστεί ο Θεός, το ον της φαντασίας του Κυρίου που αποτελεί το corpus των επιθυμιών του: ο Θεός είναι αυτό που θα ήθελε να ήταν ο Κύριος, μόνο που δε μπορεί (αθάνατος και χωρίς υποτελείς). Ποιος θα πάρει τη θέση του Θεού; Αυτός που θέλει να γίνει αθάνατος. Θα ήθελαν οι Κύριοι της ιστορικής Αριστεράς να γίνουν αθάνατοι, να πάρουν τη θέση του Θεού; Είναι ένα ερώτημα το οποίο δεν έχει τεθεί αλλά μιας και τέθηκε οφείλουμε να δώσουμε μια απάντηση, μόλις μας δοθεί ευκαιρία και αφού δοθεί χρόνος σε όλους και όλες. .
Από τη στιγμή που ο Θεός είναι ο αθάνατος άρπαγας των πάντων, του χώρου και του χρόνου, ή έφοδος και η λεηλασία δεν μπορεί παρά να είναι οι δυό όψεις του ίδιου νομίσματος. Η έφοδος του Κυρίου κατά του υποτελούς Παραγωγού και κατά του συλλογικά παραγόμενου, δηλαδή υπο κομμουνιστικές συνθήκες, κοινωνικού πλούτου, είναι διαρκής και ασταμάτητη. Κατά συνέπεια, και δεδομένης της μίμησης του Κυρίου από τους υποτελείς και την ιστορική Αριστερά, η έφοδος που αυτοπεριορίζεται και δεν καταφεύγει στη λεηλασία δεν μια μια γνήσια έφοδος. Έφοδος στα χειμερινά ανάκτορα ή στον ουρανό χωρίς λεηλασία και καταστροφές είναι αδιανόητη. Οι μπολεσιβίκοι εκτέλεσαν την τσαρική οικογένεια, έσπασαν όλα τα μπουκάλια κρασιού της κάβας (αντί να τα πιούν!) και όσοι μπόρεσαν άρπαξαν ότι προσφέρονταν γι’ αρπαγή. Κατά συνέπεια, οι πιο γνήσιοι κληρονόμοι της ιστορικής Αριστεράς δεν είναι τα σταλινικά απολιθώματα αλλά οι αναρχοαυτόνομοι και οι αντιεξουσιαστλές της εφόδου και της λεηλασίας. Όποιος δεν φτάνει στις λογικές συνέπειες της διαδήλωσης-εφόδου-λεηλασίας αρνείται την ένδοξη επαναστατική παράδοση. Ή: εάν αυτή η επαναστατική παράδοση δεν έχει λόγο ύπαρξης σήμερα, τότε μαζί με τα νερά του μπάνιου πρέπει να πετάξουμε και το μωρό.
Πολύ συχνά, η μετεξέλιξη της διαδήλωσης-διαμαρτυρίας σε λεηλασία οφείλεται στο περιεχόμενο της διαμαρτυρίας και δεν είναι λογική κατάληξη της εφόδου. Η άμεση και επιτακτική υλική ένδεια επιβάλλει την ταύτιση της εφόδου και της λεηλασίας. Το πλήθος συγκεντρώνεται, διαμαρτύρεται, άλλοτε διαδηλώνει κι άλλοτε όχι, αλλά πάντα επιδίδεται σε λεηλασία. Πολλές φορές δεν πρόκειται για πλήθος αλλά για ετερόκλητες κοινωνικές ομάδες που τους ενώνει η ένδεια. Ιστορικά, η πρακτική της διαδήλωσης προήλθε κυρίως από τους εκτός παραγωγής υποτελείς ( άνεργοι, φτωχοί, απολυμένοι στρατιώτες) του 19ου και 20ου αιώνα οι οποίοι διαδήλωναν στους δρόμους των μητροπόλεων του καπιταλισμού και επιδίδονταν σε λεηλασίες. Η ένδεια, η στέρηση, η ταλαιπωρία και η θυσία είναι το άρωμα της διαδήλωσης· η έφοδος, η χρήση όπλων και η λεηλασία είναι τα ψιμύθιά της. Διαδήλωση: μανεκέν για σάβανο.
η διαδήλωση-τιμωρία
κλπ
η διαδήλωση ως λιτανεία
Η πιο συνηθισμένη επιδίωξη μιας διαδήλωσης είναι η ικανοποίηση ενός αιτήματος από τον ισχυρό παραλήπτη της διαμαρτυρίας. Πολύ συχνά, αυτό που προβάλλεται δεν είναι το παράπονο, η δυσχέρεια, το πρόβλημα, η άρνηση και η απόρριψη αλλά η διεκδίκηση, το αίτημα. Το γεγονός ότι υπάρχουν δυο παραλήπτες, ο επίγειος Κύριος και το αξεπέραστο πρότυπό του, ο επουράνιος (Θεός), μας παροτρύνει να συνεξετάσουμε τους αιτούντες και τα αιτήματα προς αυτούς. Γνωρίζουμε ότι η ευχή και η προσευχή είναι αίτημα. Κατ’ ανάγκην το αίτημα δεν μπορεί παρά να είναι προσευχή. Όπως υπάρχει η ατομική και η συλλογική προσευχή, έτσι υπάρχει και η ατομική και η συλλογική κατάθεση του αιτήματος. Υπάρχει ένας χώρος κι ένας χώρος κατάθεσης της προσευχής του αιτήματος (μπροστά στο εικόνισμα, πριν τον ύπνο, Κυριακή πρωί στην εκκλησία – στο γραφείο του αφεντικού, μετά τη δουλειά, στο προαύλιο του εργοστασίου ή του δρόμου, κλπ). Η προσευχή, όπως και το αίτημα, όχι μόνο αναγνωρίζει τον Κύριο αλλά και διαιωνίζει και αυξάνει την ισχύ του. Αυτός είναι ο λόγος που ο Κύριος δεν ενοχλείται από την με τον οποιοδήποτε τρόπο κατάθεση αιτημάτων. Η διαδήλωση είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη και ιδιαίτερα προσφιλής πρακτική πολλών Κυρίων, ιδίως των αρχηγών των αντιπολιτευομένων κοινοβουλευτικών κομμάτων. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Κύριοι όχι μόνο ενοχλούνται αλλά μας παροτρύνουν να τους διατάζουμε, μιας και η διαταγή αποτελεί εκδήλωση της ένδειας: έχω την εντύπωση ότι δεν ξεχνάτε ότι όταν εκλιπαρούμε, ικετεύουμε, παρακαλάμε, ζητάμε, αιτούμε, προσευχόμαστε, ληστεύουμε, ζητιανεύουμε μεταχειριζόμαστε Προστακτική (δός ἡμῖν σήμερον, μῆνιν ἄειδε, θεά, κλπ). Η κομβική επιδίωξη του Κυρίου, του ένοπλου ζητιάνου, του άρπαγα και καταστροφέα του συλλογικά παραγόμενου κοινωνικού πλούτου, είναι να επιβάλλει την ένδεια και να μας κάνει σα τα μούτρα του, ενδεείς ζητιάνους. Το αίτημα είναι δίκοπο μαχαίρι: από τη μια περιορίζει την ισχύ του Κυρίου και από την άλλη την αυξάνει.
Υπάρχει μια μορφή συλλογικής προσευχής η οποία παρουσιάζει πολλά κοινά σημεία με την μορφή της διαδήλωση που εστιάζει στην κατάθεση του αιτήματος. Πρόκειται για τη λιτανεία. Η λιτανεία είναι μια συλλογική προσευχή προς το θεό. Προέρχεται από το ρήμα λιτανεύω κι αυτό από τη λέξη λιτή (παράκληση, ικεσία), όπως και το ρήμα λίσσομαι. Στην Ιλιάδα, οι Λιτές, η προσωποποίηση των δεήσεων και των ικεσιών, θεωρούνταν κόρες του Δία. Η λιτανεία της χριστιανικής θρησκείας είναι μια πομπή (πορεία), κατά την οποία οι πιστοί περιφέρουν κάποιο ιερό αντικείμενο και ζητούν από τον θεό την κατάπαυση ενός κακού (ανομβρία, επιδημία, επιζωοτία, κλπ). Για να κατανοήσουμε την λιτανεία ως συλλογική προσευχή και την διαδήλωση ως πολιτική λιτανεία, οφείλουμε πρώτα να εστιάσουμε την προσοχή μας στην προσευχή. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η προσταγή και η προσευχή, όπως και πλήθος άλλων φαινομένων, δεν ανήκουν μεταξύ των γνωστικών αντικειμένων της πολιτικής φιλοσοφίας του μαρξισμού ή του αναρχισμού, δείγμα της έλλειψης τόλμης και φαντασίας, οπότε θα αναγκαστούμε να ζορίσουμε λίγο το μυαλό μας αντί να καταφύγουμε στην αναζήτηση της έτσι κι αλλιώς ανύπαρκτης βιβλιογραφίας. Θα βασιστούμε δηλαδή σε αυτά που γνωρίζουμε και διδάσκουμε στην Ανωτάτη Σχολή Κακών Τεχνών (www.badarts.gr), με την ελπίδα ότι όσοι γνωρίζουν καλύτερα αυτά που θα εκθέσω, θα μας υποδείξουν τα λάθη μας και θα προσφέρουν κι άλλες γνώσεις στους αναγνώστες και στις αναγνώστριες.
Η βασική μου άποψη είναι ότι από τη στιγμή που υπάρχουν τρεις τύποι προσευχών, θα υπάρχουν κατ’ανάγκη και τρεις τύποι πολιτικής λιτανείας. Ο πρώτος: Θεούλη μου, ας περάσει το παιδί μου στο Πανεπιστήμιο κι εγώ θα πάω να ανάψω μια λαμπάδα ίσα με το μπόι του στον Άγιο Νεκτάριο, στην Αίγινα. Ο τύπος αυτός είναι γνωστός ως da et dabo: ικανοποίησε το αίτημα μου κι εγώ θα κάνω την προσφορά που υποσχέθηκα. Δώσε και θα σου δώσω· εάν δεν μου δώσεις, δεν θα σου δώσω. Εάν το παιδί μου δεν περάσει στο Πανεπιστήμιο, δεν θα ανάψω λαμπάδα. Η προσευχή αυτού του τύπου διαμορφώνει μια σχέση του πιστού με τον Θεό κατά την οποίαν τα στοιχεία της ανυπακοής και της υποταγής συνυπάρχουν και είναι σαφέστατα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται περί εκβιασμού και δεν είναι τυχαίο ότι ο τύπος αυτός της προσευχής αντιμετωπίζει την οργή των εργολάβων της ηθικής. Το στοιχείο του εκβιασμού αποτελεί ένδειξη της ισχύος του υποτελούς έναντι του Κυρίου, προδίδει δηλαδή την εξάρτηση του δεύτερου από τον πρώτο. Τι θα κάνει όμως ο υποτελής εάν ο Θεός δεν βοηθήσει να περάσει το παιδί του στο Πανεπιστήμιο; Λαμπάδα δεν θα ανάψει, θα πάψει όμως και να είναι πιστός, δηλαδή υποτελής; Σε καμιά περίπτωση. Δεν αποκλείεται κιόλας η αποτυχία του γιού μου να είναι η αμοιβή για αυτον τον εκβιασμό, την απειλή, την ανυπακοή. Εάν έρθουμε τώρα στο πεδίο της πολιτικής λιτανείας, της διαδήλωσης, θα δούμε ότι η ανυπακοή συνυπάρχει με την υποταγή. Δώσε αύξηση και θα εργαστούμε. Εάν δεν δώσεις, δεν θα εργαστούμε. Θα περιορίσεις την ισχύ σου (εκπλήρωση του αιτήματος) και εμείς τη δική μας. Εάν δεν περιορίσεις την ισχύ σου, θα αυξήσουμε εμείς τη δική μας, δηλαδή η ισχύ σου θα μειωθεί ακόμα περισσότερο. Αυτός είναι ο λόγος που ο Κύριος υποχωρεί. Δεν υποχωρεί μόνο εάν οι υποτελείς δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν το διαθέσιμο μέσο κάμψης της θέλησης του Κυρίου. Πολύ συχνά, οι υποτελείς προβάλλουν ένα αίτημα, χωρίς το μέσο πίεσης, το οποίο βέβαια και απορρίπτεται ασυζητητί. Εάν η προσταγή-αίτημα Σταματείστε τον πόλεμο (stop the war!) απευθύνεται στους Κυρίους χωρίς να δηλώνεται το μέσον του εκβιασμοού ή της απειλής, τότε είναι σαφές ότι είναι κυριολεκτικά κούφια και αναποτελεσματική. Και όντως είναι, όπως αποδείχτηκε. Εάν διατυπωθεί διαφορετικά (σταματείστε στον πόλεμο, ειδάλλως δεν πρόκειται να εργαστούμε), τότε προβάλλουμε και το αίτημα και το τρόπο πίεσης. Δεν θα μπορούσε όμως να διατυπωθεί διαφορετικά, μιας και οι διαδηλώσεις του Φεβρουαρίου του 2003 έγιναν μέρα Σάββατο, για να συγκεντρωθούν όσο γίνεται περισσότεροι διαδηλωτές και να φοβηθεί ο Κύριος και υποχωρήσει.
Ας δούμε τώρα τον δεύτερο τύπο: εγώ κάποτε σου άναψα λαμπάδα, τώρα εσύ θα περάσεις το παιδί μου στο Πανεπιστήμιο. Πρόκειται για τον τύπο da quia dedi: δώσε γιατί έδωσα. Το οποίο σημαίνει: δώσε μου μια αύξηση, εγώ τόση δουλειά έριξα για σένα, τόσα χρόνια δουλεύω σα σκυλί για την επιχείρησή σου. Είναι σαφές ότι ο τύπος αυτός της προσευχής εξοβελίζει ριζικά το στοιχείο της απειλής και της ανυπακοής. Η υποταγή είναι δεδομένη: η άρνηση του Θεού δεν συνεπάγεται κυρώσεις εκ μέρους του προσευχόμενου.
Ο τρίτος τύπος: το πρώτο μου το παιδί το πέρασες στο Πανεπιστήμιο, τώρα θα περάσεις και το δεύτερο: da quia dedisti. Δώσε γιατί μου έδωσες. Κάποτε μου έδωσες αύξηση, δώσε μου και τώρα. Ο τύπος αυτός της προσευχής τονίζει την φιλανθρωπία, την κατανόηση, την καλοσύνη και τον οίκτο του Θεού/αφεντικού. Ο Κύριος δεν είναι υστερόβουλος, μπορεί να ακούσει όποιον έχει ανάγκη.
Είναι σαφές ότι ο Θεός και ο Κύριος έχει στραμμένο την προσοχή του στο τύπο της προσευχής da et dabo. Εκεί διακυβεύονται όλα κι αυτός είναι ο λόγος που εστιάζουμε την ανάλυσή μας σε αυτήν. . Η βασική του επιδίωξη είναι η καταστροφή του μέσου πίεσης του διαδηλωτή-προσευχόμενου, της απεργίας. Εάν αυτό καταστραφεί, ανοίγει ο δρόμος για τους άλλους τύπους της προσευχής. Στον Κύριο επαφίεται εάν, πότε και πόσο θα δώσει, όπως καλά γνωρίζουμε από τις αυξήσεις που δίνονται κάθε χρόνο στους εργαζομένους. Εάν δεν καταστραφεί, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Ευτυχώς που στην αντιμετώπισή του μας βοηθούν οι ίδιοι οι απεργοί. Ενώ καταφεύγουν στη χρήση του έσχατου μέσου πίεσης, στην απεργία, κατά τη διάρκειά της διαδηλώνουν η του, το οποίο όμως .
Αξίζει το κόπο να εξετάσουμε και το τελετουργικό της προσευχής.Η προσφώνησή της δεν περιορίζεται μόνο στο λόγο, ο πυρήνας του οποίου εμφανίζεται με τη μορφή της Προστακτικής, αλλά συνοδεύεται κι από χειρονομίες, από κινήσεις του σώματος. Οι χειρονομίες αυτές δηλώνουν πάντα την υποταγή του προσευχόμενου: ένωση των χερών, γονυκλισία, ύψωμα των χεριών και του βλέμματος στον ουρανό. Στη λιτανεία, οι προσευχόμενοι πορεύονται, διατυπώνουν την ικεσία, ψάλλουν ύμνους, ικετεύουν, σταυροκοπιούνται. Στη διαδήλωση, οι συμμετέχοντες πορεύονται Όταν ο Θεός δεν ικανοποιεί το αίτημα, οι προσευχόμενοι θλίβονται, οργίζονται, διαμαρτύρονται, βρίζουν. Οι χριστοπαναγίες και τα γαμοσταυρίδια ακούγονται σε κάθε κοινωνικό χώρο, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Γιατί; Γνωρίζετε ότι τα αφεντικά ενοχλούνται πάρα πολύ όταν ακούνε τους εργάτες τους να βρίζουν τα θεία; Βρίζουμε το Θεό γιατί δεν ικανοποιούνται τα αιτήματά μας. Πότε τα ικανοποιεί; Τα ικανοποιεί όταν ο προκρίνεται η στρατηγική της υποχώρησης, όταν ο συσχετισμός δύναμης αλλάζει υπέρ των αιτούντων. Όταν διακρίνει έναν κίνδυνο. Ποιος είναι αυτός ο κίνδυνος; Το ενδεχόμενο της στάσης, του σταματήματος. Υποχωρεί για να μην υπάρξει και επεκταθεί η στάση. Stasis is death. Δεν υποχωρεί όμως πάντα. Κατά τη διάρκεια της υιοθέτησης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής όχι μόνο δεν υποχώρησε αλλά πήρε πίσω όσα έδωσε. Και θα συνεχίσει να παίρνει. Και τα σώβρακα θα μας πάρουνε. Είναι ώρα για αιτήματα, διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις, τι λέτε; Εγώ λέω πως είναι ώρα για κάτι άλλο.
η διαδήλωση ως επίδειξης δύναμης
διαδήλωση και ήττα
τα αξιώματα του πολέμου
διαδηλώσεις με φαντασία.
η απελευθέρωση του δρόμου
απεργία και διαδλήλκωση