μαγκαβά μπουτί: έξι μήνες με τους γύφτους
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Την πρώτη μέρα
Μου λέει, ο Νικόλας, περίμενε εδώ και θα περάσω να σε πάρω. Κατεβαίνω από το ντάτσουν και κάθομαι σε ένα πάγκο, δίπλα στο σωρό με τα καρπούζια. Ο πιτσιρικάς, ξυπόλυτος, δεν ήταν δέκα χρονών, καθόταν σε μια κουρελού και ψιλοτραγουδούσε, τραγουδομουρμούραγε. Γύφτικο ρετσιτατίβο. Μια στις τόσες, γύριζε να με δει, χαμογελούσε και συνέχιζε το τραγούδι του, το ασταμάτητο, το ατελείωτο. Κάποια στιγμή, μετά από καμιά ώρα, σταματάει μπροστά στη πόστα μια άσπρη σκονισμένη Μερσεντές και κατεβαίνει ένας κοστουμάτος, στα μαύρα, Έλληνας, σαραντάρης, το πολύ. Γιος βιομηχάνου αλλά παιδί της νύχτας; Επιχειρηματίας τη μέρα, μπίζνες το βράδυ; Θα σας γελάσω. Σηκώνεται ο πιτσιρικάς, ο τύπος ψάχνει με το μάτι, και διαλέγει ένα, όχι πολύ μεγάλο. Το παίρνει στα χέρια του ο νεαρός πωλητής, το κουνάει δυο τρεις φορές πάνω κάτω, το ζυγίζει, δηλαδή, και του λέει: εφτακόσια πενήντα. Δεν το ζύγισες, διαμαρτύρεται ο σκονισμένος, ευγενικά, πολύ ευγενικά και με το χαμόγελο στα χείλη. ΄
Έχω κάνει τ΄ αφτιά μου λαγάνες κι ακούω. Και βλέπω. Σκηνή από Σέξπυρ, μα την Παναγία!
Δεν απαντά αμέσως, τον κοιτάζει στα μάτια. Θέλεις να το ζυγίσω; Ναι. Θα χάσεις άμα το ζυγίσω! Δεν πειράζει. Προσβάλλεται, το γυφτάκι προσβλήθηκε και στενοχωρήθηκε. Βάζει το καρπούζι στη ζυγαριά με μισή καρδιά, του δείχνει με το δάχτυλο τα κιλά, παίρνει το καρπούζι και του το δίνει, λέγοντας, οχτακόσια είκοσι. Ο σκονισμένος είχε αρχίσει τον λογαριασμό, νοερώς, ήταν ολοφάνερο ότι ήταν κάπου στην αρχή, θα του έπαιρνε λίγη ώρα ακόμα αλλά σταμάτησε μόλις πήρε το καρπούζι. Υποθέτω, όχι, όχι, είμαι βέβαιος, ότι συνέχισε την πράξη του πολλαπλασιασμού και, μέχρι να αφήσει το καρπούζι στο αυτοκίνητο και να γυρίσει να πληρώσει, την έχει ολοκληρώσει – χωρίς να είμαι βέβαιος γι΄ αυτό. Βγάζει από το πορτοφόλι ένα κολλαριστό χιλιάρικο, του το δίνει και φεύγει.
Είδα τον οδηγό να ρίχνει μια τελευταία ματιά στο γυφτάκι, καθώς απομακρυνόταν. Ματιά γεμάτη απορία; Ναι, ναι. Γεμάτη θαυμασμό; Ναι, οπωσδήποτε! Και γυρίζει το τσογλανάκι και μου λέει:
- Είδες πώς βγάζω εγώ το μεροκάματο;
Μόλις γνωρίσατε το γιο του Νίκου του Ψυχοπαθή. Που με αγάπησε και τον αγάπησα πολύ. Πρώτος ξάδερφος του Νικόλα. Που με ξέχασε στη πόστα και γύρισα με τα πόδια στα τσαντήρια.
Continue reading →