in Φιλοσοφία της Αθανασίας

ο γιατρός και ο Θεός

Τα έσχατα καταφύγια του ανθρώπου παραμένουν ο γιατρός και ο Θεός. Ή θα πούμε “σώσε με, γιατρέ μου” , ή, “βοήθησέ με, Θεέ μου”. (Και το “Θεούλη μου”, δεν είναι άσχημο). Κι ενώ είμαστε βέβαιοι ότι οι γιατροί δεν κάνουν θαύματα και ότι δεν είναι Θεοί, το παραδέχονται άλλωστε και οι ίδιοι σε οριακές στιγμές, κανείς δεν αμφιβάλλει για τις ιατρικές ικανότητες του Θεού. Όταν οι γιατροί σηκώνουν τα χέρια, αναλαμβάνει ο Θεός και ή θα πάρει τον ασθενή κοντά του, προφανώς γιατί τον αγάπησε, ή θα του χαρίσει τη ζωή και θα του επιτρέψει να παρατείνει την ταλαίπωρη ύπαρξή του, προφανώς γιατί τον μίσησε. Ο Θεός είναι γιατρός· όταν έστειλε τον Γιο του στη Γη, τον έστειλε ως θεραπευτή – το επάγγελμα ήταν ανέκαθεν κληρονομικό.

Εάν νομίζετε ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο φακελάκι και το κερί, σας διαβεβαιώνω ότι κάνετε λάθος. Θα το παραδεχτείτε κι εσείς άλλωστε, εάν το καλοσκεφτείτε. Το κερί που ανάβουμε είναι φακελάκι: συνοδεύεται πάντα από μια ευχή. Και ενώ οι νοσοκόμες παραπονιούνται, και με το δίκιο τους, ότι “άλλος παίρνει το φακελάκι κι άλλος παίρνει το σκατουλάκι”, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε το ίδιο σκέφτονται και οι νεωκόροι για τους παπάδες. Έχετε προσέξει ότι στην  είσοδο κάθε νοσοκομείου, υπάρχει κι ένα εκκλησάκι; Έχετε προσέξει πόσα πολλά κεριά καίγονται νύχτα μέρα σε αυτούς τους ιερούς χώρους; Κάποτε στην αρχαία Ελλάδα, δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ νοσοκομείου και ναού. Ο ναός ήταν το νοσοκομείο. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα. Εάν, ας πούμε, μια γυναίκα θέλει να μείνει έγκυος και προτιμήσει το Θεό από το γιατρό, εάν γυρίσει δηλαδή τη πλάτη στη τεχνητή γονιμοποίηση, γνωρίζει πολύ καλά που πρέπει να πάει: στη μονή της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου, της Αγίας Ειρήνης με το χρυσό πουγκί.

Οι παραπάνω σκέψεις και παρατηρήσεις δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια εισαγωγή για να διατυπωθούν δύο πολύ σημαντικά ερωτήματα. Το πρώτο: γιατί βρίζουμε τους γιατρούς και το Θεό με τόση ζέση; Νομίζω, και δεν είμαι ο μόνος, ότι ενώ ο γιατρός και ο Θεός είναι τα έσχατα καταφύγιά μας, ενώ κάνουμε τόσα πολλά γι αυτούς, δεν είναι σε θέση ούτε την ασθένεια να εξαλείψουν ούτε τον θάνατο. Όπως εκλέγουμε τους πολιτικούς, αυτά τα τόσο σημαντικά πρόσωπα, για να τους βρίζουμε, κατά τον ίδιο τρόπο είμαστε υποχρεωμένοι, όταν αποτυγχάνουν (και δεν γίνεται, όπως θα δούμε, να μην αποτυγχάνουν) να υποβιβάζουμε τους γιατρούς και το Θεό στο επίπεδο του αποδιοπομπαίου τράγου, του εξιλαστήριου θύματος. Θα έχετε διαπιστώσει, νομίζω, ότι το βρίσιμο είναι αντικαρκινικό φάρμακο και όσο πιο σημαντικό είναι το πρόσωπο που βρίζουμε, τόσο πιο δραστικό και αποτελεσματικό το φάρμακο. Ενοχές δεν έχουμε: αποστρεφόμαστε τους γιατρούς και τους χαρακτηρίζουμε “χασάπηδες” και “κλέφτες” με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που το έκαναν και πολλοί σοφοί, μεταξύ των οποίων ο Μοντέν και ο Μολιέρος. Οι υπαινιγμοί τους για τις ομοιότητες μεταξύ ιατρικής και θεολογίας είναι πολλές και γνωστές –  σε αυτούς βέβαια που, εκτός από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, καταδέχονται και διαβάζουν αυτούς τους ξεπερασμένους συγγραφείς. Ο πρώτος υπέφερε από πόνους στα νεφρά και μια μέρα του 1592 πέθανε, πιθανόν την ώρα που ο Σέξπειρ έγραφε τον  “Βασιλιά Ριχάρδο τον Γ΄”, αποδεικνύοντας ότι ούτε οι γιατροί ούτε ο Θεός μπόρεσαν να κάνουν κάτι. Είναι αλήθεια ότι εάν μια μέρα η ιατρική κατορθώσει να εξοβελίσει τον πόνο και το θάνατο, ο Θεός θα μείνει άνεργος και θα το ρίξει στο ποτό και στα ναρκωτικά, την ηρωίνη δηλαδή, όπως άλλωστε κάνει κάθε τίμιος άνεργος. Γνωρίζουμε ότι ο Θεός είναι αθάνατος, άρα δεν πονάει και δεν γερνάει. Θα μου πείτε ότι κι ο νεκρός δεν πονάει και δεν γερνάει. Ναι, έχετε δίκιο. Αυτό εννοούμε όταν λέμε ότι ο Θεός είναι νεκρός. Μήπως όμως ισχύει και η διαπίστωση ότι ο νεκρός είναι Θεός; Πιστεύω πως ναι.

Είναι αλήθεια ότι κάποτε υπήρξαν δυο γιατροί, δάσκαλος και μαθητής, που τελειοποίησαν σε τέτοιο βαθμό τη τέχνη τους που έφτασαν στο σημείο να ανασταίνουν νεκρούς. Μα την Παναγία! Δεν το έκαναν από αγάπη προς τους ανθρώπους μα προς το χρυσάφι. Οι γιατροί αυτοί ήταν ο Κένταυρος Χείρων και ο μαθητής του ο Ασκληπιός. Όμως, ο παντεπόπτης και παντογνώστης Δίας τους πήρε χαμπάρι και τους κεραυνοβόλησε. Ο Δίας δεν ήταν γιατρός, ήταν όμως αθάνατος. Ο γιατρός όμως που ανασταίνει νεκρούς, που εξοβελίζει δηλαδή τον θάνατο, δεν είναι  και ο ίδιος αθάνατος, δηλαδή θεός; Με αυτό το τρόπο όμως δεν διασαλεύεται η κοσμική τάξη; Παρ’  όλα αυτά, ο Πίνδαρος, στον τρίτο Πυθιόνικο, εύχεται να ζούσαν οι δυο γιατροί και να γιάτρευαν τον φίλο του τον Ιέρωνα, τύραννο των Συρακουσών. Ο οποίος βέβαια θα είχε ακούσει από κάποιον ραψωδό,  ή θα είχε διαβάσει  ο ίδιος,  την ευχή του Έκτορα, και θα συμφωνούσε μαζί του: μακάρι να ήμουν αθάνατος και ποτέ μου να μη γερνούσα (Θ 539). Ποιος και ποια δεν θα το ήθελε; Εάν όμως μια μέρα τα καταφέρναμε και γινόμασταν αθάνατοι δεν θα ήμασταν και θεοί; Ασφαλώς και θα ήμασταν. Ο θεός δεν είναι αυτό που θα θέλαμε να ήμασταν αλλά δεν μπορούμε; Εάν μπορέσουμε, ο Θεός και ο άνθρωπος δεν θα πέθαινε; Θα πέθαινε, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Αλλά μέχρι να μπορέσουμε, θα υπάρχουν, και ο μεν και ο δε. Μου φαίνεται πως οι μεταμοντέρνοι είναι βιαστικοί μοντέρνοι.

Την ίδια ευχή κάνει και ο Σέξπειρ στο “Τέλος καλό, όλα καλά”. Ο βασιλιάς της Γαλλίας είναι άρρωστος και η Κοντέσσα του Ρουσιγιόν παρατηρεί ότι ο μόνος που θα μπορούσε να τον θεραπεύσει θα ήταν ο πατέρας της μέλλουσας νύφης της, της Ελένης. “Η τέχνη του ήταν σχεδόν τόσο έξοχη όσο και η τιμιότητά του· τόσο την είχε προχωρήσει, που θα ‘κανε τη φύση αθάνατη κι ο θάνατος θα ‘παιζε από έλλειψη εργασίας” (Α΄ πράξη, Α΄σκηνή, μτφρ. Β. Ρώτας). Η επιθυμία των γιατρών, ο σκοπός της ιατρικής δηλαδή, της επιστήμης και της τεχνολογίας δηλαδή, ήταν, και δεν παύει να είναι,  η επίτευξη της σωματικής αθανασίας. Με άλλα λόγια, πιο απλά και αμάσητα, η θεοποίηση. Η θεολογία είναι ο λόγος περί του θεού, δηλαδή περί της επιθυμίας της επίτευξης της σωματικής αθανασίας. Η ιατρική είναι η επιστήμη που αναζητά το αίτιο, το κέντρο του θανάτου για να το εξαλείψει. Η θεολογία και η θρησκεία μας δείχνει το σκοπό· η τέχνη και η λογοτεχνία τον πραγματώνουν στο χώρο της φαντασίας· η επιστήμη και η τεχνολογία επιχειρούν να εκπληρώσουν την επιθυμία της σωματικής αθανασίας.

Το δεύτερο ερώτημα είναι το εξής: θα μπορέσουμε μια μέρα να θανατώσουμε τον θάνατο, θα μπορέσουμε να γίνουμε αθάνατοι και να καθίσουμε εμείς στο θρόνο του Ύψιστου και Πανάγαθου Θεού; Στο ερώτημα αυτό θα απαντήσουμε σε ένα μελλοντικό μας σημείωμα.

Σχολιάστε ελεύθερα!