in indices

ευρετήριο λέξεων και λεξικό της Ιλιάδας: ζ, Ζ

ζαής. Μ 157· αρσ., ονομ. εν.·  βλ.λ. ζαής.

ζαής,ή, ές. ορμητικός, θυελλώδης·  βλ.λ. ζαής.

ζαθέας. Ι 151 = 293·  θηλ., αιτ. πλ.· βλ.λ. ζάθεος.

ζαθέην. Α 38 = 452 Β 508, 520·  θηλ., αιτ. εν. βλ.λ. ζάθεος.


ζαθέοισι. Ο 432· αρσ., δοτ. πλ.· βλ.λ. ζάθεος.

ζάθεος, έη, εον. επ. οικισμών: ο πολύ αγαπητός στους θεούς·  βλ.λ. ζαθέας, ζαθέην,ζαθέοισι.

ζάκοτον. Γ 220·  αρσ., αιτ. εν.·  βλ.λ. ζάκοτος.

ζάκοτος,ος,ον. πολύ οργισμένος·  βλ.λ. ζάκοτον.

Ζάκυνθον. Β 634·  αιτ. εν.·  βλ.λ. Ζάκυνθος.

Ζάκυνθος (ἡ). νησί της επικράτειας του Οδυσσέα·  βλ.λ. Ζάκυνθον.

ζατρεφέων. Η 223·  αρσ., γεν. πλ.·  βλ.λ. ζατρεφής.

ζατρεφής,ή,ές. παχύς, ευτραφής·  βλ.λ. ζατρεφέων.

ζαφλεγέες. Φ 465·  αρσ., ονομ. πλ.·  βλ.λ. ζαφλεγής.

ζαφλεγής,ής,ές. φλογερός, πύρινος·  μτφρ., ακμαίος, γεμάτος με ζωτική δύναμη·  βλ.λ. ζαφλεγέες.

ζαχρειῶν. Ε 525·  αρσ., γεν. πλ.·  βλ.λ. ζαχρηής.

ζαχρηεῖς. Μ 347 = 360  Ν 684·  αρσ., ονομ. πλ.· βλ.λ. ζαχρηής.

ζαχρηής,ή,ές. ορμητικός, ακάθεκτος·  βλ.λ. ζαχρειῶν, ζαχρηεῖς.

ζέε. Φ 365·  παρατ., γ΄ εν.·  βλ.λ. ζέω.

ζεῖ. Φ 362·  οριστ. ενεστ., γ΄ εν.·  βλ.λ. ζέω.

ζείδωρον. Θ 486  Υ 226·  θηλ., αιτ. εν.·  βλ.λ. ζείδωρος.

ζείδωρος. Β 548·  θηλ., ονομ. εν.·  βλ.λ. ζείδωρος.

ζείδωρος,ος,ον. γόνιμος, εύφορος·  βλ.λ. ζείδωρον, ζείδωρος.

Ζέλεια (ἡ). οικισμός στη περιοχή της Τροίας· βλ.λ.  Ζέλειαν, Ζελείης.

Ζέλειαν. Β 824·  αιτ. εν.·  βλ.λ. Ζέλεια.

Ζελείης. Δ 103, 121·  γεν. εν.·  βλ.λ. Ζέλεια.

ζέσσεν. Σ 349·  οριστ. αορ., γ΄ εν.·  βλ.λ. ζέω.

Ζεῦ. Α 503, 508  Β 371 = Δ 288 = Η 132  Β 412  Γ 276 = 320 = Η 202 = Π 97 = Ω 308  Γ 298, 351, 365  Ε 421, 757, 762, 872  Ζ 476  Η 179, 446  Θ 236, 242  Μ 164  Ν 631  Ο 372  Π 233, 241  Ρ 19, 645  Τ 121, 270  Φ 273·  κλ. εν.·  βλ.λ. Ζεύς.

ζεύγεα. Σ 543·  αιτ. πλ.·  βλ.λ. ζεῦγος.

ζεύγλη (ἡ). το καμπύλο μέρος του ζυγού μέσα  στο οποίο μπαίνει ο λαιμός του ζώου, περιλαίμιο·  βλ.λ. ζεύγλης.

ζεύγλης. Ρ 440  Τ 406·  γεν. εν.·  βλ.λ. ζεύγλη.

ζευγνῦμεν. Π 145·  απαρ. ενεστ.·  βλ.λ. ζεύγνυμι.

ζευγνύμεν’. [ζευγνύμεναι]  Ο 120·  απαρ. ενεστ.·  βλ.λ. ζεύγνυμι.

ζευγνύμεναι. Γ 260·  απαρ. ενεστ.·  βλ.λ. ζεύγνυμι.

ζεύγνυμι. Α. ζεύω τα άλογα στο άρμα  Β. ενώνω, συνδέω  Γ. παθ., προσαρμόζω, ταιριάζω·  βλ.λ. ζευγνῦμεν, ζευγνύμεν’, ζευγνύμεναι, ζεύγνυον, ζεύγνυσαν, ζευγνύσθην, ζεῦξ’, ζεῦξαι, ζεῦξαν, ζεύξειεν, ζεύξῃ, ἐζευγμέναι.

ζεύγνυον. Τ 393·  παρατ., γ΄ πλ.·  βλ.λ. ζεύγνυμι.

ζεύγνυσαν. Ω 783·  παρατ., γ΄ πλ.·  βλ.λ. ζεύγνυμι.

ζευγνύσθην. Ω 281·  παρατ., γ΄ δυϊκ.·  βλ.λ. ζεύγνυμι.

ζεῦγος (τό). ζευγάρι ζώων·  βλ.λ. ζεύγεα.

ζεῦξ’. [ζεῦξε]  Ω 690·  οριστ. αορ., γ΄ εν.·  βλ.λ. ζεύγνυμι.

ζεῦξαι. Ψ 130·  απαρ. αορ.·  βλ.λ. ζεύγνυμι.

ζεῦξαν. Ω 277·  οριστ. αορ., γ΄ πλ.·  βλ.λ. ζεύγνυμι.

ζεύξειεν. Ω 14·  ευκτ. αορ., γ΄ εν.·  βλ.λ.  ζεύγνυμι.

ζεύξῃ. Υ 495·  υποτ. αορ., γ΄ εν.·  βλ.λ. ζεύγνυμι.

Ζεύς. Α 128, 175, 279, 354, 423, 495, 511, 517 = Δ 30  Α 533, 560 = Ε 764 = Θ 469 = Ξ 312 = 341  =Χ 182 = Ω 64  Α 609  Β 38, 103, 111 = Ι 18  Β 197, 324, 375, 482, 741,  Γ 308  Δ 84, 166, 235, 381  Ε 33, 225, 265, 888  Ζ 159, 198, 234, 357, 526  Η 76, 280 = Κ 552  Η 411, 454, 478  Θ 2, 38, 141, 170, 216, 287, 364, 397, 438, 442  Ι 98, 117, 236, 377, 419 = 682  Ι 457  Κ 71, 89, 104, 329  Λ 3, 163, 201, 278, 289, 300 = Τ 204  Λ 318, 544, 752  Μ 25, 68, 252, 275, 279, 292, 402, 437 Ν 1, 347, 355, 732, 794  Ξ 54, 85, 120, 203, 293, 359, 434 = Φ 2 = Ω 693  Ξ 522  Ο 4, 97, 146, 188,192, 220 = Π 666  Ο 377, 567, 599, 611, 694, 719, 724  Π 121, 249 = Ω 314  Π 298, 365, 386, 567, 644, 799, 845  Ρ 198, 331, 400, 545, 548, 566, 627, 630, 632  Σ 116 = Χ 366, 292, 328, 356, 431  Τ 87, 95, 112, 137, 224, 258, 273  Υ 4, 19, 92, 155, 194, 215, 242  Φ 190, 388, 484, 570  Χ 256, 403 Ψ 299, 307  Ω 88, 241, 296, 529·  ονομ. εν.·  βλ.λ. Ζεύς.

Ζεύς (ὁ). ο θεός Ζεύς· βλ.λ. Διός, Ζηνός, Διΐ, Ζηνί, Δία, Ζῆνα, Ζῆν’, Ζεῦ.

Ζεφύροιο. Δ 276  Η 63  Τ 415  Φ 334  Ψ 200· γεν. εν.·  βλ.λ. Ζέφυρος.

Ζέφυρον. Ψ 208·  αιτ. εν.·  βλ.λ. Ζέφυρος.

Ζέφυρος. Β 147  Ι 5  Λ 305·  ονομ. εν.·  βλ.λ. Ζέφυρος.

Ζέφυρος (ὁ). βορειοδυτικός ή και δυτικός άνεμος·  βλ.λ. Ζεφύροιο, Ζέφυρον, Ζέφυρος, Ζεφύρου, Ζεφύρῳ.

Ζεφύρου. Δ 423·  γεν. εν.·  βλ.λ. Ζέφυρος.

Ζεφύρῳ. Π 150  Ψ 195·  δοτ. εν.·  βλ.λ. Ζέφυρος.

ζέω. βράζω, ζεσταίνω νερό·  βλ.λ. ζέε, ζεῖ, ζέσσεν.

Ζῆν’. [Ζῆνα] Ε 756  Θ 22, 206  Ξ 275  Ρ 339 Ψ 43  Ω 331·  αιτ. εν.·  βλ.λ. Ζεύς.

Ζῆνα. Ξ 157·  αιτ. εν.·  βλ.λ. Ζεύς.

Ζηνί. Β 49  Δ 1  Η 443  Θ 250  Ο 104  Χ 302·  δοτ. εν.·  βλ.λ. Ζεύς.

Ζηνός. Δ 408  Λ 794  Μ 235  Ν 449, 624  Ξ 213,236, 247  Ο 131, 293  Π 37, 51, 103  Φ 290·  γεν. εν.·  βλ.λ. Ζεύς.

ζήτει. Ξ 258·  προστ. ενεστ., β εν.·  βλ.λ. ζητέω.

ζητέω. ζητώ·  βλ.λ. ζήτει.

ζόφον. Μ 240  Ο 191  Ψ 51·  αιτ. εν.·  βλ.λ. ζόφος.

ζόφος (ὁ). σκοτάδι, δύση·  βλ. λ. ζόφον, ζόφου.

ζόφου. Φ 56·  γεν. εν.·  βλ.λ. ζόφος.

ζυγόδεσμον. Ω 270·  αιτ. εν.·  βλ.λ. ζυγόδεσμον.

ζυγόδεσμον (τό). το δερμάτινο λουρί με το οποίο δένονταν ο ζυγός στο ρυμό (το ξύλο που συνέδεε τον άξονα του άρματος με τον ζυγό).  Βλ.λ. ζυγόδεσμον.

ζυγόν. Ε 730, 731, 851  Ι 187  Κ 293  Ν 706  Π 148, 470  Ρ 440  Τ 406  Ψ 291, 294, 300, 392, 510 Ω 268, 279·  αιτ. εν.·  βλ.λ. ζυγόν.

ζυγόν (τό). Βλ.λ. ζυγόν, ζυγού, ζυγόφι, ζυγῷ.

ζυγοῦ. Ε 799  Θ 543·  γεν. εν.·  βλ.λ. ζυγόν.

ζυγόφι. Τ 404  Ω 576·  γεν. εν.·  βλ.λ. ζυγόν.

ζυγῷ. Ω 270·  δοτ. εν.·  βλ.λ. ζυγόν.

ζωάγρια. Σ 407·  αιτ. πλ.·  βλ.λ. ζωάγρια.

ζωάγρια (τά). ο πλούτος που δίνεται για να απελευθερωθεί αιχμάλωτος·  βλ.λ. ζωάγρια.

ζώγρει. Ε 698·  παρατ., γ΄ εν.·  βλ.λ. ζωγρέω.

ζώγρει. Ζ 46 = Λ 131·  προστ. ενεστ., β΄ εν.· βλ.λ. ζωγρέω.

ζωγρεῖτ΄. [ζωγρεῖτε]  Κ 378·  προστ. ενεστ., β΄ πλ.·  βλ.λ. ζωγρέω.

ζωγρέω. χαρίζω τη ζωή του αιχμαλώτου, τον κρατώ ζωντανό·  βλ.λ. ζώγρει, ζώγρει, ζωγρεῖτ’.

ζώει. Π 15  Σ 61 = 442  Τ 327·  οριστ. ενεστ., γ΄ εν.·  βλ.λ. ζώω.

ζώειν. Π 14  Σ 91  Ω 526, 558·  απαρ. ενεστ.· βλ.λ. ζώω.

ζωῇσι. Σ 418·  θηλ., δοτ. πλ.·  βλ.λ. ζωός.

ζῶμα. Δ 187, 216  Ψ 683·  ονομ. εν.·  βλ.λ. ζῶμα.

ζῶμα. Δ 216  Ψ 683·  αιτ. εν.·  βλ.λ. ζῶμα.

ζῶμα (τό). δερμάτινο κάλυμμα των λαγόνων· βλ.λ. ζῶμα, ζῶμα.

ζών. Π 445·  αρσ., αιτ. εν.·  βλ.λ. ζωός.

ζώνη (ἡ). γυναικεία ζώνη (ζώννυμι). Βλ.λ. ζώνην.

ζώνην. Β 479  Λ 234  Ξ 181·  αιτ. εν.·  βλ.λ. ζώνη.

ζώννυθ΄. [ζώννυτο]  Κ 78·  μεσ. παρατ., γ΄ εν.· βλ.λ. ζώννυμι.

ζώννυμι. οπλίζομαι·  βλ.λ. ζώννυθ’, ζώννυσθαι, ζωννύσκετο, ζωσαμένῳ, ζώσατο,

ζώννυσθαι. Λ 15  Ψ 130·  απαρ. μεσ. ενεστ.· βλ.λ. ζώννυμι.

ζωννύσκετο. Ε 857·  θαμ. μεσ. παρατ., γ΄ εν.· βλ.λ. ζώννυμι.

ζῶντος. Α 88·  μτχ. ενεστ., αρσ., γεν. εν.·  βλ.λ. ζώω.

ζωοί. Σ 539  Ψ 47·  αρσ., ονομ. πλ.·  βλ.λ. ζωός.

ζωοῖσι. Χ 388  Ψ 47·  αρσ., δοτ. πλ.·  βλ.λ. ζωός.

ζωοῖσιν. Ρ 511·  αρσ., δοτ. πλ.·  βλ.λ. ζωός.

ζωόν. Ε 515 = Η 308   Ζ 38, 50 = Κ 381  Χ 500 Μ 203, 221  Π 331, 436  Ρ 380, 405, 653  Σ 536 Τ 288 Υ 464·  αρσ., αιτ. εν.·  βλ.λ. ζωός.

ζώοντ΄. [ζώοντα]  Τ 335· μτχ. ενεστ., αρσ., αιτ. εν.·  βλ.λ. ζώω.

ζώοντα. Ρ 681·  μτχ. ενεστ., αρσ., αιτ. εν.·  βλ.λ. ζώω.

ζώοντε. Ε 157·  μτχ. ενεστ., αιτ. δυϊκ.·  βλ.λ. ζώω.

ζώοντες. Ζ 138·  μτχ. ενεστ., αρσ., ονομ. πλ.· βλ.λ. ζώω.

ζώοντι. Ω 705·  μτχ. ενεστ., αρσ., δοτ. εν.·  βλ.λ. ζώω.

ζώοντος. Σ 10  Ψ 70  Ω 490·  μτχ. ενεστ., αρσ., γεν. εν.·  βλ.λ. ζώω.

ζωός. Β 699  Μ 10  Ρ 153, 271, 478, 672 = Χ 436  Ω 749·  αρσ., ονομ. εν.·  βλ.λ. ζωός.

ζωός,ή,όν και ζώς, ώς, ών. ζωντανός·  βλ.λ. ζωῇσι, ζών, ζωόν, ζωός, ζωοῦ, ζωούς, ζώς.

ζωοῦ. Ω 686·  αρσ., γεν. εν.·  βλ.λ. ζωός.

ζωούς. Λ 135  Φ 27, 102, 132, 238·  αρσ., αιτ. πλ.· βλ.λ. ζωός.

ζώουσι. Ο 664  Χ 49·  οριστ. ενεστ., γ΄ πλ.· βλ.λ. ζώω.

ζωρός,ός,όν. (για κρασί) όχι νερωμένο, δυνατό·  βλ.λ. ζωρότερον

ζωρότερον. Ι 203·  αρσ., αιτ. εν.·  βλ.λ. ζωρός.

ζώς. Ε 887·  αρσ., ονομ. εν.·  βλ.λ. ζωός.

ζωσαμένω. Ψ 685, 710·  μτχ. μεσ. αορ., αρσ., ονομ. δυϊκ.·  βλ.λ. ζώννυμι.

ζώσατο. Ξ 181·  οριστ. μεσ. αορ., γ΄ εν.·  βλ.λ. ζώννυμι.

ζωστήρ. Δ 186  Κ 77·  ονομ. εν.·  βλ.λ. ζωστήρ.

ζωστήρ (ὁ). ζώνη των πολεμιστών·  βλ.λ. ζωστήρ, ζωστῆρα, ζωστῆρι, ζωστῆρος.

ζωστῆρα. Δ 215, Ε 615  Ζ 219  Η 305  Λ 236  Μ 189  Ρ 578·  αιτ. εν.·  βλ.λ. ζωστήρ.

ζωστῆρι. Δ 134·  δοτ. εν.·  βλ.λ. ζωστήρ.

ζωστῆρος. Δ 131, 135, 213  Ε 539  Ρ 519  Υ 414·  γεν. εν.·  βλ.λ. ζωστήρ.

ζώω. ζω·  βλ.λ. ζώει, ζώειν, ζῶντος, ζώοντ’, ζώοντα, ζώοντε, ζώοντες, ζώοντι, ζώοντος, ζώουσι.

Σχολιάστε ελεύθερα!