in Πανταχού Απουσία, θεωρία κομμουνισμού, θεωρία επανάστασης

κριτική των απόψεων του περιοδικού blaumachen για τον κομμουνισμό και την επανάσταση

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

1

Προς τα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνα, μια πλούσια γαιοκτήμονας στην Αίγυπτο έγινε χριστιανή, πούλησε τους δούλους της και μοίρασε τα χρήματα στους φτωχούς. Σήμερα, η πράξη της αυτή μας φαίνεται παράλογη και απάνθρωπη. Στην εποχή της όμως δεν θεωρούνταν ούτε παράλογη ούτε απάνθρωπη. Ο δούλος θεωρούνταν εργαλείο, ομιλούν εργαλείο (instrumentum vocale), ενώ η τσάπα ήταν μουγγό εργαλείο (instrumentum mutum) και το άλογο και τα άλλα ζώα έλξης, ημι-ομιλούν εργαλείο (instrumentum semi-vocale). Εκείνη την εποχή επίσης, οι φτωχοί καλλιεργητές βρίσκονταν σε τέτοια δεινή κατάσταση που εκλιπαρούσαν τους γαιοκτήμονες να τους δεχτούν ως δούλους και να εργαστούν στα κτήματά τους: η δουλεία δεν ήταν υποβιβασμός μιας και οι δούλοι είχαν εξασφαλίσει ένα ξεροκόματο, το οποίο στερούνταν οι ελεύθεροι μικροκαλλιεργητές. Όταν τα τούρκικα ποιμενικά φύλα έσκασαν μύτη στα βυζαντινά σύνορα, οι αγρότες προτίμησαν να υποταχτούν εθελοντικά στους εισβολείς παρά να παραμείνουν ελεύθεροι μιας και η ελευθερία τους κόστιζε το 40-60% της σοδειάς έναντι του 10% των κατακτητών.

Στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του Κεφαλαίου (1867)  ο Κ. Μαρξ σημειώνει: Πλάι στα σύγχρονα δεινά μας μας πιέζει μια ολόκληρη σειρά από κληρονομημένα δεινά, που πηγάζουν από το γεγονός ότι εξακολουθούν να φυτοζωούν απαρχαιωμένοι, ξεπερασμένοι τρόποι παραγωγής με την ακολουθία τους από αναχρονιστικές κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Δεν υπέρουμε μονάχα από τους ζωντανούς, μα κι από τους πεθαμένους. Le mort saisit le vif! [Ο πεθαμένος αδράχνει τον ζωντανό].

Αυτό που έκανε η πλούσια γαιοκτήμονας, αυτό που αναγκάζονταν να κάνουν οι φτωχοί μικροκαλλιεργητές το κάνει όποιος και όποια καταπιάνεται με τη θεωρία και την παραγωγή γνώσης. Ό,τι και να πούμε, ό,τι και να κάνουμε, όσο καινοφανές και πρωτότυπο κι αν είναι, το παρελθόν πάντα θα αδράχνει το παρόν και το μέλλον.  Στα επιστημολογικής και μεθοδολογικής φύσης βάρη του παρελθόντος προστίθεται άλλος ένας επιβαρυντικός παράγοντας: οι περιορισμένες νοητικές μας ικανότητες. Η θεωρία (η θέαση) άλλοτε μας δίνει ένα πανοραμικό πλάνο, μια γενική εικόνα, κι άλλοτε ένα κοντινό πλάνο, μια εστίαση, μιλώντας αφηγηματολογικά. Με το πανοραμικό πλάνο, χάνουμε τις λεπτομέρειες. Με την εστίαση, χάνουμε τη γενική εικόνα. Αυτό που κάνει η θεωρία και η επιστήμη, το κάνει και η αφήγηση αλλά και η πορνογραφία. Μια γυναίκα μπαίνει σε τουαλέτα, μπαίνει κι ένας άνδρας. Συναντιούνται, συνομιλούν και αμέσως μετά ένας πούτσος μπαινοβγαίνει σ’ ενα μουνί.

Είμαστε υποχρεωμένοι, αναγκασμένοι θα έλεγα,  να σκεφτόμαστε πορνογραφικά. Και όπως λέει μια λαϊκή φράση, δεν μπορούμε να δούμε την πλάτη μας. Εσύ θα δεις τη δική μου, εγώ τη δική σου. Υπάρχουν κάποιοι τρόποι να δει κάποιος την πλάτη αλλά πάντα θα μένει κάτι που δεν θα μπορέσουμε να το δούμε. Ένα τρόπο μας υπέδειξε ο Γκέτε: Wer nicht von dreitausend Jahren / sich weiss Rechenschaft zu gehen / bleib in Dunkeln, umfahren / mag von Tag zu Tag leben. [‘Οποιος δεν μπορεί λογαριασμό να δώσει / για τα τελευταία τρεις χιλιάδες χρόνια / στα σκότη παραμένει διχως πείρα / ζώντας τυφλά τη μια μέρα μετά την άλλη.]

Κάθε εστίαση είναι μια αντιφατική πρακτική: εξασφαλίζει τη λεπτομέρεια και τη γνώση, παραμένει όμως περιορισμένη και ελλιπής. Και όσο πιο στενή  είναι η εστίαση τόσο πιο λεπτομερειακή είναι η περιγραφή του ερευνώμενου αντικειμένου αλλά και τόσο πιο περιορισμένη και ελλιπής μιας και αποδιαρθρώνεται από το γενικό. Εάν με ρωτήσετε ποιο είναι αυτό το γενικό, θα σας δώσω έναν ορισμό της κοινωνίας: κοινωνία είναι το πλέγμα των αλληλεπιδράσεων και των σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση και του ανθρώπου με τον άνθρωπο. Τι κάνουμε όταν εστιάζουμε; Περιοριζόμαστε στη μελέτη και την έρευνα μιας κάποιας σχέσης ή και περισσότερων. Ο Κ. Μαρξ μας είπε ότι το Κεφάλαιο είναι κοινωνική σχέση, είναι μια σχέση μεταξύ ανθρώπων, ως προσώπων, ως ομάδων, ως τάξεων οργανωμένων. Το Κεφάλαιο είναι μια μορφή Κυριαρχίας – όπως ήταν η δουλοπαροικία και η δουλοκτησία. Και η (καπιταλιστική) Κυριαρχία δεν μπορεί να μην είναι σχέση.

Οι βασικοί προσανατολισμοί της Ανωτάτης Σχολής Κακών Τεχνών είναι η μελέτη και η έρευνα της Κυριαρχία και του Κομμουνισμού.  Κι αυτό διότι δεν μπορούμε να καταπιανόμαστε με το ένα χωρίς να καταπιανόμαστε και με το άλλο, όπως θα δείξω στη συνέχεια.  Θεωρώ ότι η Κυριαρχία είναι μια παρένθεση μέσα στον Κομμουνισμό, άνοιξε πριν από μερικές χιλιάδες χρόνια και ότι στην εποχή μας αυτή η παρένθεση κλείνει. Εστιάζουμε την προσοχή μας στην ανάδυση, την εμφάνιση, τη γένεση της Κυριαρχίας και έχουμε εντοπίσει δυο διαδικασίες συγκρότησής της – θα αναφερθώ σε αυτές παρακάτω. Το ερώτημα που έθεσα και με απασχολεί είναι: πως μπορεί να καταλυθεί η Κυριαρχία, η καπιταλιστική Κυριαρχία σήμερα; Η απάντηση ισχύει για κάθε μορφή Κυριαρχίας: Η Κυριαρχία καταλύεται μόνο εάν ένας από τους δυο πόλους, ένας από τους δυο φορείς της σχέσης αρνηθεί τον εαυτό του. Αυτό δεν μπορεί να το κάνει ο Κύριος, μπορεί να το κάνει ο Υποτελής. [Για να μην παρεξηγηθώ, με τους όρους Κύριος και Υποτελής δεν έννοώ μόνο πρόσωπα αλλά και ομάδες και τάξεις] Οι τρόποι της άρνησης υπήρξαν πολλοί και ευφάνταστοι, όπως και θα υπάρξουν και στο μέλλον.  Κι ενώ η άρνηση σε ατομικό εππίπεδο δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινής διάρκειας και αναποτελεσματική,  η άρνηση σε συλλογικό επίπεδο παρουσιάζει επίσης δυσχέρειες. Αυτή τη  συλλογική άρνηση της ταυτότητας του Υποτελούς την αποκαλώ Πανταχού Απουσία. Ας υποθέσουμε ότι αύριο και για δέκα μέρες ή για πάντα δεν πάμε στη δουλειά μας. Καταλύεται η καπιταλιστική Κυριαρχία. Προλαβαίνω τις επιφυλάξεις σας και τις ενστάσεις σας και σας λέω ότι τα υποθετικά σχήματα μας βοηθούν να κατανοήσουμε κάποιες πλευρές του παρόντος – και γι αυτό συνεχίζω και θα πολύ σύντομα θα καταλάβετε που το πάω και τι θέλω να πω. Ή μάλλον θα δεχτώ τις ενστάσεις σας και θα διατυπώσω ένα άλλο υποθετικό σχήμα. Ξεσπάει αύριο μεθαύριο μια παγκόσμια κοινωνική αναταραχή που μετεξελίσσεται σε κομμουνιστική επανάσταση με κατάργηση της αξίας, της ανταλλαγής, της μισθωτής εργασίας, της ιδιοκτησίας, του Κράτους, κλπ. Ο Κύριος απειλεί: εάν δεν επιστρέψετε στις θέσεις σας, θα ρίξω μια ατομική βόμβα στο Παρίσι ή στην Αθήνα ή στην Ιστανμπούλ. Τι θα κάνουμε; Θα θυσιάσουμε τον πληθυσμό μιας πόλης εν ονόματι της επανάστασης και του κομμουνισμού ή θα υποχωρήσουμε, θα συμβιβαστούμε; Θα υποχωρήσουμε, θα συμβιβαστούμε. Η Κυριαρχία είναι μια σχέση συμβιβασμού μεταξύ των δύο πόλων που την  απαρτίζουν. είναι ένας διαρκής συμβιβασμός. Ο συμβιβασμός κινείται μεταξύ νίκης και ήττας. Έτσι, οι προλετάριοι είναι διαρκώς ηττημένοι και διαρκώς νικητές, όπως και και οι καπιταλιστές.  (Το ζήτημα της Κυριαρχίας ως Συμβιασμού το έθιξε πρώτος ο Αισχύλος στον Προμηθέα Δεσμώτη). Η άρνηση του Υποτελούς να είναι Υποτελής είναι μια μορφή απόλυτης ισχύος, άρα απόλυτης αδυναμίας. Η απόλυτη ισχύς του Κυρίου είναι το έσχατο, δηλαδή το ισχυρότερο όπλο του (τα πυρηνικά), άρα και η απόλυτη αδυναμία του. Η ισχύς είναι πάντα αδυναμία: εάν χρησιμοποιηθεί και δεν φέρει αποτελέσματα, τότε ο κάτοχός της περιέρχεται στην κατάσταση του άοπλου. Εάν η απόλυτη ισχύς των προλετάριων είναι η μη επιβεβαίωση τους, η αυτοάρνησή τους, αυτό είναι και η απόλυτη αδυναμία τους – λόγω των επικρεμάμενων πυρηνικών όπλων πάνω από τα κεφάλια τους. Έτσι, ο μόνος τρόπος να νικήσει ο Υποτελής, είναι να θυσιάσει κάποια πόλη. . . Θα το συζητήσουμε παρακάτω.

Κι ας υποθέσουμε ότι αίρεται αυτό το αδιέξοδο. Ότι δηλαδή συνεχίζουμε να παράγουμε τον κοινωνικό πλούτο χωρίς τον Κύριο πάνω από το κεφάλι μας. Ότι καταργούμε Κράτος, χρήμα, αξία, ανταλλαγή, καταμερισμό εργασίας, κλπ. Και εάν κάποιος ρωτήσει ‘έχοντας καταργήσει τον καταμερισμό της εργασίας, πως θα παραγάγουμε σιτάρι και αλεύρι και ψωμί;’ οφείλουμε να δώσουμε κάποια απάντηση.

2.

Θα θυσιάσουμε μερικά εκατομμύρια για να νικήσουμε; Οφείλουμε μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Πως θα παραγάγουμε σιτάρι, έχοντας καταργήσει τον καταμερισμό της εργασίας; Οφείλουμε μια απάντηση και σε αυτό το ερώτημα.  Θα δώσω τις δικές μου απαντήσεις και θα μπω χωρίς άλλες περιστροφές στο θέμα μου, στη κριτική των απόψεων του περιοδικού blaumachen για την επανάσταση και τον κομμουνισμό.

Όχι, δεν θα θυσιάσουμε καμιά πόλη, θα υποχωρήσουμε και θα συμβιβαστούμε.

Κατάργηση του καταμερισμού της εργασίας σημαίνει κατάργηση του επαγγέλματος, σημαίνει την εκ περιτροπής εργασία. Εάν έρθει η σειρά μου να πάω να οργώσω με το τρακτέρ, να σπείρω, να θερίσω για να παραχθεί το σιτάρι, θα το κάνω με μεγάλη χαρά. Λόγω όμως της εκ περιτροπής εργασίας, θα το κάνω κάνα δυο φορές σε όλη μου τη ζωή.

Θα ήθελα να ακούσω τις δικές σας απαντήσεις, εάν βέβαια θεωρείτε έγκυρα τα ερωτήματα.

3.

Θα συνεχίσω αύριο το πρωί.

Κυριακή, 12 Ιουνίου. Δεν μπόρεσα να συνεχίσω χτες, Σάββατο: τα πίναμε με έναν εικοσιπεντάρη φίλο, από τις τρεις το μεσημέρι μέχρι τις δέκα το βράδυ. Το Σάββατο το πρωί, το κρασί έτρεχε από τ’  αυτιά μου.  Και θα μου πείτε βέβαια, και τι μας νοιάζει ρε φίλε τι έκανες εσύ και αν συνέχισες ή όχι; Θα σας απαντήσω μόλις μου δοθεί η ευκαιρία, καθώς θα παραθέτω τις απόψεις μου και την κριτική μου.  Το να μιλάμε δημόσια για τους εαυτούς μας, για τη ζωή μας είναι μια πολύ σημαντική πτυχή του κομμουνισμού και της επανάστασης εάν θέλουμε να είμαστε συνεπείς με αυτά που λέμε.

Εκθέτω την κομβική άποψή μου για τις θέσεις, για το θεωρητικό σύστημα του περιοδικού blaumachen για την επανάσταση και τον κομμουνισμό: είναι μαρξισμός με μικρές δόσεις αναρχισμού. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να μην βρίθει αντιφάσεων και αλληλοαναιρουμένων απόψεων και θέσεων. Το περιοδικό πατάει σε δυο βάρκες και όλοι και όλες γνωρίζουμε τι σημαίνει αυτό. Είμαστε βέβαιοι ότι κανένα θεωρητικό σύστημα δεν μπορεί να ξεπεράσει αυτήν την αντίφαση, δεν μπορεί να είναι σωστό ή τέλειο ή άψογο από την ίδια του τη φύση. Από αυτόν τον κανόνα δεν μπορεί να εξαιρεθεί κανένας και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να έχουμε συνείδηση αυτής της κατάστασης. Η συνείδηση δεν λύνει βέβαια καμιά αντίφαση, δεν αίρει καμιά δυσχέρεια διότι υπάρχει κι ένας άλλος παράγοντας: η επιθυμία. Και μιας και η επιθυμία (και η ανάγκη)  είναι πιο ισχυρή από τη συνείδηση,  η πρώτη συσκοτίζει τη δεύτερη, την ακυρώνει, μειώνει τη δυναμική της και την αποτελεσματικότητά της. Μια σαφής και πολύ γνώριμη έκφραση αυτής της αναντιστοιχίας είναι ο βολονταρισμός. Σε όση επαγρύπνηση κι αν βρισκόμαστε, τον βολονταρισμό δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε. Ο Μαρξ, για κάποια χρόνια,  περίμενε από  στιγμή σε στιγμή το ξέσπασμα της παγκόσμιας κοινωνικής (κομμουνιστικής) επανάστασης αλλά διαψεύστηκε και απογοητεύτηκε.

Μιας λοιπόν και κανένα θεωρητικό σύστημα δεν μπορεί να είναι απαλλαγμένο αντιφάσεων, εκ των πραγμάτων θα υπάρχει το νέο, το πρωτότυπο και το κοινότυπο, το τετριμμένο, το αναχρονιστικό.  Έτσι, μιλώντας επιστημολογικά και μεθοδολογικά, οφείλουμε να εντοπίσουμε το νέο και το πρωτότυπο, το γόνιμο και άρα το επικίνδυνο (για τον Κύριο)  από τη μιά και το αναχρονιστικό, τετριμμένο από την άλλη. Βγάζω το καπέλο, υποκλίνομαι βαθιά, δέχομαι ανεπιφύλακτα το νέο που κομίζει το περιοδικό: πρόκειται για την θέση της μη επιβεβαίωσης του προλεταριάτου, της άρνησης της ταυτότητάς του, της αυτοκατάργησής του και επομένως και της κατάργησης του κεφαλαίου ως σχέσης, του κράτους, του εμπορεύματος, της αξίας, της ανταλλαγής, του σχολείου, της οικογένειας, της μετρησιμότητας. . . Θα ήθελα να σχολιάσω αυτήν την κομβικής σημαντικότητας θέση εφόσον κάνω μια μικρή παρέκβαση, την οποία θεωρώ άκρως απαραίτητη.

Την εποχή του Μαρξ και του Μπακούνιν, ίσως και νωρίτερα, και μέχρι στις μέρες μας, υπήρξε και υπάρχει, αλλά πολύ σύντομα θα πάψει να υπάρχει, μια σύγκρουση μεταξύ του μαρξισμού και του αναρχισμού. (Θα ήμουν σαφέστερος εάν διόρθωνα: μεταξύ κάποιας τάσης του μαρξισμού και κάποιας τάσης του αναρχισμού). Οι κρατικιστές μαρξιστές υποστήριζαν ότι θα φτάσουμε στην κομμουνιστική κοινωνία μέσω της κατάληψης και του ελέγχου του κράτους που θα γίνει εργατικό, παλλαϊκό και μια μέρα θα αυτοκαταργηθεί. Οι αναρχικοί αναγούλιαζαν με αυτή την άποψη. Συνεπείς με αυτήν την κεντρική θέση,  οργανώθηκαν να αντιμετωπίσουν τις κατασταλτικές δυνάμεις με πρότυπο το κράτος (κόμμα, επαναστατικός στρατός, κλπ). Οι αναρχικοί αναγούλιαζαν με αυτή τη θέση. Οι μαρξιστές και οι επίγονοί τους προτιμούσαν τις μισθολογικές διεκδικήσεις, οι αναρχικοί τη μείωση του χρόνου εργασίας. Θα μείνω σε αυτές μόνο τις βασικές συγκρούσεις και  διαφωνίες διότι υπάρχουν κι άλλες αλλά δεν είναι του παρόντος. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης; Ποιοι επιβεβαιώθηκαν, ποιοι διαψεύστηκαν; Το γνωρίζουμε όλοι και όλες: οι μαρξιστές διαψεύστηκαν παταγωδώς, εκκωφαντικώς.  Δεν γίνεται να οργανώσεις τη ζωή σε κομμουνιστική βάση με εργαλείο το Κράτος, δεν μπορείς να πολεμήσεις τον αντίπαλο με το δικό του πρότυπο οργάνωσης, ενισχύεις τον καπιταλισμό ρίχνοντας το βάρος στις μισθολογικές διεκδικήσεις. Οι κρατικιστές μαρξιστές, υπάρχουν και μαρξιστές που δεν είναι κρατικιστές,  συνεχίζουν  το ίδιο τροπάριο κι αυτός είναι ο λόγος που αποχωρούν από το πολιτικό προσκήνιο, αυτός είναι ο λόγος που τους αποκαλώ ιστορική, νεκροζώντανη Αριστερά.

Ήταν λοιπόν αναπόφευκτο οι μη κρατικιστικές μαρξιστικές τάσεις και ρεύματα να συναντηθούν γόνιμα με τον αναρχισμό της οργάνωσης – για να τον διακρίνω από τον αναρχικό ατομισμό. Η συνάντηση αυτή μας έδωσε πλούσιους και θρεπτικούς καρπούς. Η πυρηνική θέση της ομάδας και του περιοδικού blaumachen είναι ένας καρπός αυτής της συνάντησης. Η ολλανδική και γερμανική υπεραριστερά, και λιγότερο η ιταλική και η γαλλική,  είναι αποτέλεσμα της συνάντησης του μη κρατικιστικού μαρξισμού με τον αναρχισμό. Δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις τα μέσα, τις πρακτικές, τις αντιλήψεις, τις αξίες, τους θεσμούς του Κεφαλαίου για να το καταργήσεις. Και όχι μόνο αυτό: η βασική προϋπόθεση για να μην τα χρησιμοποιήσεις είναι η άρνηση του προλεταριάτου να είναι προλεταριάτο, η άρνηση του υποτελούς να είναι υποτελής. Η θέση αυτή είναι γόνιμη, είναι άκρως επικίνδυνη διότι παράγει άλλες σκέψεις, μας βοηθάει να κάνουμε άλλες συνάψεις σε επίπεδο λογικής, μας βοηθάει να ερμηνεύσουμε το παρελθόν, να διαχειριστούμε το παρόν και να προετοιμαστούμε για το μέλλον. Ειναι ένα θεωρητικό εργαλείο πολύ μεγάλης αξίας, για το οποίο πρέπει να δείξουμε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.

Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, το οφείλουμε στον αναρχισμό. Βέβαια, αναλαμπές αυτής της θέσης τις βρίσκουμε και στον Μαρξ και σε ουτοπικούς σοσιαλιστές αλλά ήταν οι αναρχικοί εκείνοι που είχαν στρέψει την προσοχή τους σε αυτή τη θέση. Αλλά και οι αναρχικοί, όπως και ο Μαρξ και άλλοι, ήταν κληρονόμοι μιας παράδοσης που χάνεται στα βάθη των αιώνων. Οφείλουμε να στρέψουμε την προσοχή μας σε αυτή την παράδοση, να τη μελετήσουμε και να την χρησιμο-ποιήσουμε, να την ποιήσουμε χρήσιμη.  Θα τη βρούμε σε κείμενα της φαραωνικής Αιγύπτου, στον Αισχύλο, στον Επίκουρο, στους στωικούς, σε χριστιανικές αιρέσεις, στον Ραμπελέ (‘κανείς δεν θα φωνάζει πια ‘Κύριε, Κύριε’ ‘ . Γαργαντούας, κεφ. 2), στον Θερβάντες, στον Σέξπυρ και σε άλλους πολλούς. Τι υποστήριζαν όλοι αυτοί, ο καθένας με τον δικό του τρόπο; Υποστήριζαν ότι η κατάλυση της Κυριαρχίας είναι εφικτή μόνο με την αυτοκατάργηση του Υποτελούς. Τη θέση αυτή την υποστηρίζω κι εγώ ανεπιφύλακτα, ως μαρξιστής αναρχοκομμουνιστής. Τη  υποστηρίζουν και οι αναρχικοί και το περιοδικό blaumachen και πολλοί άλλοι.

Το ότι όμως υποστηρίζουμε μια κοινή θέση δεν λέει και πολλά πράγματα. Διότι ο καθένας βγάζει διαφορετικά αποτελέσματα  και θέτει διαφορετικές προτεραιότητες. Ας συνοψίσουμε τη βασική θέση: θα κάνουμε την επανάσταση (ή, θα γίνει η επανάσταση) αυτοκαταργούμενοι και θα οργανώσουμε τη ζωή (από ανάγκη ή συνειδητά) σε κομμουνιστική βάση.

Επανάσταση, λοιπόν, και κομμουνισμός. Τα μείζονα ζητήματα της εποχής μας, του παρόντος και του μέλλοντος. Για το περιοδικό blaumachen, ο κομμουνισμός παράγεται ως επανάσταση της τρέχουσας περιόδου, ως κομμουνιστικοποίηση και η κομμουνιστικοποίηση είναι η τα κομμουνιστικά μέτρα που θα λάβει το προλεταριάτο στην ανάγκη να επιβιώσει: κατάργηση του κράτους, του εμπορεύματος, του χρήματος, της ανταλλαγής, του καταμερισμού της εργασίας, της μετρησιμότητας. Κι αυτό, διότι η μισθολογική διεκδίκηση έλαβε τέλος, άρα και το αίτημα και η ικεσία και ιη διαδήλωση-λιτανεία (με αιτήματα και διεκδικήσεις). Ετσι, η κομμουνιστικοποίηση δεν έχει τον κομμουνισμό σαν πολιτικό πρόγραμμα, σαν σκοπό και σαν αποτέλεσμα, είναι η ίδια η παραγωγή του κομμουνισμού. Ας συγκρατήσουμε κι ας τονίσουμε αυτό: ο κομμουνισμός σήμερα παράγεται  ως επανάσταση της τρέχουσας ιστορικής περιόδου, ως κομμουνιστικοποίηση. Υποθέτω ότι καταλαβαίνετε τι σημαίνει το επίρρημα ‘σήμερα’. Σημαίνει ‘σήμερα’, ‘τώρα’ αλλά και ‘αύριο’, διότι το αύριο θα γίνει σήμερα. Σημαίνει 2011 αλλά και 2012. Εγώ θα έλεγα ότι σημαίνει και 12 Ιουνίου 2011 και 2034. Το ‘σήμερα’ δηλώνει και το άμεσο παρόν αλλά έχει και μια ευρύτερη χρονική  σημασία. Διαβάζουμε όμως και το εξής: Η κομμουνιστικοποίηση και ο κομμουνισμός είναι πράγματα του μέλλοντος, δε συμβαίνουν στο παρόν, αλλά πρέπει να μιλάμε γι’ αυτά στο παρόν. Ο κομμουνισμός είναι πράγμα του μέλλοντος, είναι κάτι που θα γίνει στο μέλλον, αλλά, λογικά σκεπτόμενοι, μπορούμε να πούμε ότι το να μιλάμε για τον κομμουνισμό σήμερα αυτό είναι και επανάσταση και κομμουνισμός, τουλάχιστον σε λεκτικό επίπεδο. Και τι πούμε για τον κομμουνισμό και την κομμουνιστικοποίηση σήμερα; Για την κομμουνιστικοποίηση θα πούμε ότι θα γίνει, ότι το προλεταριάτο θα ξεπεράσει τα όρια που βάζει η αναδιαρθρωση του καπιταλισμού, η κρίση υπερσυσσώρευσης του Κεφαλαίου, θα ξεπεράσει τα αιτήματα και θα λάβει κομμουνιστικά μέτρα. Αλλά τι είναι ένα κομμουνιστικό μέτρο, τι είναι αυτό που το χαρακτηρίζει ως κομμουνιστικό;   Οπότε φτάνουμε στο κομβικής σημασίας ερώτημα: τι είναι κομμουνισμός;

Το blaumachen μας δίνει δυο ορισμούς, όχι έναν. Ας τους παραθέσουμε. Ο πρώτος ορισμός: ο κομμουνισμός είναι το ζωντανό κίνημα που παράγεται από το ιστορικό παρόν της αντίφασης του κεφαλαίου, δεν είναι μια κατάσταση πραγμάτων γνωστή εκ των προτέρων που πρέπει να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες στο οποίο πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Σας λέει κάτι αυτός ο ορισμός; Είναι ο γνωστός μας ορισμός του κομμουνισμού που διατυπώνουν στη ‘Γερμανική Ιδεολογία’ ο Μαρξ και ο Ένγκελς: κομμουνισμός είναι το κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων (εμπόρευμα, χρήμα, κράτος, καταμερισμός της εργασίας, κλπ). Θα γνωρίζετε ότι ο Μαρξ έχει γράψει τόσο αντιφατικά πράγματα για τον κομμουνισμό που φτάνεις στο σημείο να αναρωτηθείς εάν είχε μια ξεκάθαρη άποψη γι’  αυτό το ζήτημα. Και εγώ ισχυρίζομαι ότι δεν είχε. Το επιβεβαιώνει εκείνο το τερατώδες, κρατικιστικό και τσομπαναραίϊκο ‘ από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του’ . Έχετε προσέξει ότι οι προτάσεις είναι ελλιπείς, δεν έχουν ρήμα.  Γιατί είναι ελλιπείς, τι να εννοήσουμε; Είναι ελλιπείς διότι ο Μαρξ ντρεπότανε να γράψει τα ρήματα παίρνουμε και δίνουμε. Ποιοι είναι αυτοί που παίρνουν και δίνουν; Δεν διακρίνετε σε αυτόν τον ορισμό το κράτος εν σπέρματι; Ο Μάρξ ήταν και δεν ήταν κρατικιστής. Μία από τις βασικές αντιφάσεις του θεωρητικού του συστήματος. Είμαι της γνώμης ότι εάν ζούσε άλλα τόσα χρόνια θα έγραφε ένα μνημειώδες έργο για τον κομμουνισμό, όπως είναι το Κεφάλαιο για τον καπιταλισμό. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του άρχισε να ενδιαφέρεται ολοένα και πιο πολύ για τον κομμουνισμό, το διαπιστώνουμε διαβάζοντας την αληλλογραφία του με μια ρωσίδα κομμουνίστρια (που δε θυμάμαι το όνομά της αλλά θα το βρω).Όσο για το μνημειώδες έργο για τον κομμουνισμό είμαι βέβαιος ότι θα γραφεί μια μέρα. Δεν ήρθε ακόμα η ώρα του. Το αν θα γραφεί πριν ή μετά την κομμουνιστική επανάσταση, δεν το γνωρίζω.

Το περιοδικό blaumachen μας δίνει κι άλλον έναν ορισμό. Με τα μέτρα αυτά (τα κομμουνιστικά, σημ. δική μου) οι προλετάριοι δημιουργούν άμεσες δι-ατομικές σχέσεις οι οποίες αποτελούν σάρκα και αίμα του μέλλοντος. Από αυτές, την ανάπτυξη τους, την εμβάθυνση τους μπορεί να παραχθεί ο κομμουνισμός, δηλαδή η κατάργηση της διάκρισης της παραγωγικής με την αναπαραγωγική διαδικασία, η κατάργηση της ίδιας της έννοιας του τελικού προιόντος, να παραχθεί το βασίλειο της ελεύθερης δραστηριότητας η οποία δεν θα είναι ούτε ατομική ούτε κοινωνική γιατί αυτή η διάκριση δεν θα υπάρχει πλέον. Σα να μου φαίνεται όραμα αυτός ο ορισμός, ιδεώδες, πρόγραμμα, αφηρημένο ιδανικό. Να ποιο είναι το βασίλειο της ελεύθερης δραστηριότητας, λογικά σκεπτόμενοι και λαμβάνοντας υπόψη μας τα κομμουνιστικά μέτρα: όλοι οι κοινωνικοί χώροι θα είναι ανοιχτοί και προσβάσιμοι, θα μπαίνουμε  όποτε θέλουμε, θα μένουμε όσο θέλουμε, θα φεύγουμε όποτε θέλουμε, θα είναι κοινόχρηστα και κοινόκτητα, θα πρυτανεύει η συνεργασία και η αλληλεγγύη, δεν θα παράγουμε εμπορεύματα, δεν θα ανταλλάσουμε, δεν θα μετράμε την παραγωγή του κοινωνικού πλούτου με το ρολόι,  δεν θα υπάρχουν επαγγέλματα, δεν θα υπάρχει διάκριση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, δεν θα υπάρχει διάκριση πόλης -υπαίθρου, δεν θα υπάρχει μονογαμία, τα παιδιά θα είναι ελεύθερα, δεν θα υπάρχουν σχολεία, κλπ. Όλα αυτά και άλλα πολλά είναι το βασίλειο της ελεύθερης δραστηριότητας. Άρα, γνωρίζουμε τι θέλουμε και τι επιδιώκουμε.

Εκτός κι αν το βασίλειο της ελεύθερης δραστηριότητας θα είναι μια νομοτέλεια. Δηλαδή, εάν πάρουμε τα κομμουνιστικά μέτρα, αναπόφευκτα θα παραχθεί ο κομμουνισμός. Λογικό είναι. Που οφείλεται το νομοτελειακό της κατάστασης που θα προκύψει; Στον κομμουνιστικό χαρακτήρα των μέτρων. Η εφαρμογή του κομμουνισμού θα έχει ως νομοτελειακό αποτέλεσμα των κομμουνισμό. Αλλά η εφαρμογή του κομμουνισμού προϋποθέτει μια αντίληψη για τον κομμουνισμό. Το όραμά του κομμουνισμού και η νομοτέλεια ταυτίζονται. Από τη μια, ο κομμουνισμός δεν είναι μια κατάσταση πραγμάτων γνωστή εκ των προτέρων που πρέπει να εφαρμοστεί, κι από την άλλη, είναι το βασίλειο της ελεύθερης δραστηριότητας που θα προκύψει από την εφαρμογή του κομμουνισμού, των κομμουνιστικών μέτρων, της κομμουνιστικοποίησης που είναι γνωστά εκ των προτέρων (κατάργηση κράτους, εμπορεύματος, ανταλλακτικής αξίας, μετρησιμότητας, κλπ).

Η σύγχυση αυτή διαιωνίζει τη μαρξιστική σύγχυση για τον κομμουνισμό. Και γνωρίζουμε και δεν γνωρίζουμε τι είναι ο κομμουνισμός. Αφορά μόνο το παρόν, αφορά και το μέλλον. Είναι κίνημα του παρόντος, είναι όραμα που θα εφαρμοστεί στο μέλλον. Η δε εφαρμογή του θα εξαρτηθει από την έκβαση της ταξικής πάλης, του κοινωνικού πολέμου.

Πριν εκθέσω τις δικές μου απόψεις για τον κομμουνισμό, θα κάνω μια παρέκβαση και θα θέσω τα εξής ερωτήματα: η λήψη των κομμουνιστικών μέτρων θα είναι αιφνίδια ή σταδιακή; Θα είναι αποτέλεσμα της ανάγκης ή της συνείδησης;

Με τις απαντήσεις αυτών των ερωτημάτων θα καταπιαστώ αύριο το πρωί, Δευτέρα, του Αγίου Πνεύματος. Ξύπνησαν τα παιδιά, δεν θα με αφήσουν. Το μόνο που προλαβαίνω είναι να παραθέσω έναν ορισμό που μας έδωσε για το Πνεύμα ο άγγλος ιερέας και φιλόσοφος George  Berkeley (1685-1753): το Πνεύμα είναι μια άλλη λέξη για την Ισχύ. Ο συλλογισμός του: Ο Θεός είναι Πνεύμα. Ο Θεός είναι προσωποποίηση της Ισχύος. Άρα, το Πνεύμα είναι η Ισχύς. Το αναφέρω διότι το ζήτημα της Ισχύος άπτεται του ζητήματος της κομμουνιστικοποίησης, δηλαδή του κοινωνικού πολέμου.

4.

[Δευτέρα, 13 Ιουνίου]

Εάν αναρωτηθούμε ποιος από τους δύο ορισμούς του κομμουνισμού που μας χαρίζει το blaumachen  ισχύει και αν ο κομμουνισμός αφορά το παρόν ή το μέλλον, οφείλουμε να απαντήσουμε πως αφορά το μέλλον (διατυπώνεται σαφέστατα) και πως, σε αντίθεση με όσα ρητά διατυπώνονται, επικρατέστερος είναι αυτός που εκλαμβάνει τον κομμουνισμό ως όραμα, ως ιδανικό. Γιατί η κατάργηση του κράτους χαρακτηρίζεται κομμουνιστικό μέτρο; Διότι στο βασίλειο της ελεύθερης δραστηριότητας (κομμουνιστική κοινωνία) δεν θα υπάρχει κράτος. Γιατί η κατάργηση της μετρησιμότητας θεωρείται κομμουνιστικό μέτρο; Διότι σε μια κομμουνιστική κοινωνία δεν θα υπάρχει μετρησιμότητα. Το κριτήριο αξιολόγησης είναι ο κομμουνισμός του μέλλοντος, το ιδεώδες, το ιδανικό, το όραμα, οπότε κάθε πρακτική, κάθε δραστηριότητα που ενέχει στοιχεία του κομμουνιστικού μέλλοντος είναι κομμουνιστικό. Δεν μπορεί να υπάρξουν κομμουνιστικά μέτρα χωρίς μια αντίληψη για τον κομμουνισμό.

Πριν προχωρήσω στο επόμενο θέμα της κριτικής μου, σε αυτό  της διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου, της διεύρυνσης του κομμουνισμού όπως το διατυπώνω εγώ, για το ζήτημα της κομμουνιστικοποίησης, της λήψης των κομμουνιστικών μέτρων, όπως το διατυπώνουν οι φίλοι του blaumachen, θα εκθέσω απλά και καθαρά τις δικές  μου απόψεις για τον κομμουνισμό. Ο κομμουνισμός δεν είναι κίνημα του παρόντος, δεν είναι όραμα, δεν είναι ιδανικό, δεν είναι Ιδέα, δεν είναι νομοτέλεια, δεν είναι αναγκαιότητα, δεν είναι διδασκαλία: είναι πραγματικότητα, υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Ο κομμουνισμός είναι διαδικασία οργάνωσης της ύλης, της ζωής, της ανθρώπινης κοινωνίας. Η γέννηση και ο θάνατος, η δημιουργία και η καταστροφή είναι δυο κομβικές στιγμές αυτής της διαδικασίας. Ο θάνατος είναι κομμουνισμός, μιας και τα υλικά που έχουμε κατακρατήσει, επιστρέφουν στη φύση για να γεννηθούν άλλα πλάσματα, για να ενισχυθεί η ζωή. Κομμουνισμός είναι η ενίσχυση της ζωής και ο θάνατος, η καταστροφή, οι μαύρες τρύπες είναι προϋπόθεση της ζωής. Τα σώματά μας λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, είναι αποτέλεσμα συνεργασίας κυττάρων, ιστών, οργάνων. Το ότι μπορούμε να μιλάμε όλοι οι άνθρωποι, είναι κομμουνισμός. Το ότι μιλάμε την ίδια γλώσσα, είναι κομμουνισμός. Υπάρχει κοσμολογικός κομμουνισμός, ανθρωπολογικός, πολιτισμικός, ανθρώπινος κομμουνισμός. Σκεφτείτε ότι κατά τα 9/10 της ανθρώπινης ιστορίας δεν υπήρχαν το κράτος, η αξία, το εμπόρευμα, η αγορά, το χρήμα, η μετρησιμότητα, η ανταλλαγή. Πως να τις χαρακτηρίσουμε αυτές τις κοινωνίες; Δεν ήταν κομμουνιστικές; Κατά τον προηγούμενο αιώνα, οι ανθρωπολόγοι μελέτησαν πολλές τέτοιες κοινωνίες και μερικοί από αυτούς μιλάνε χωρίς περιστροφές για τον κομμουνισμό των τροφοσυλλεκτών. Πως γίναμε άνθρωποι; Πως δηλαδή περιορίσαμε την ελευθερία μας και την επιθυμία μας; Ο κομμουνισμός μας έκανε ανθρώπους. Ειδάλλως, δεν θα υπήρχαμε τώρα!

Είμαι βέβαιος ότι βγαίνετε από τα ρούχα σας με αυτά που υποστηρίζω. Εάν σας ρωτήσω όμως γιατί τα βρέφη και τα παιδιά δαγκώνουν και χτυπάνε αλλά δεν γνωρίζουν να φιλάνε και να χαϊδεύουν, οφείλετε να δώσετε μια απάντηση. Ξέρετε πόσο κουραζόμαστε για να τα μάθουμε να φιλάνε και να χαϊδεύουν; Ξέρετε πόσο κουραζόμαστε για να κάνουμε τα μικρά αυτά αδύναμα τέρατα ανθρώπους; Η αναπαραγωγή της ζωής και η παραγωγή του κοινωνικού πλούτου είναι αδύνατη χωρίς τη συνεργασία, την κοινοχρησία και την κοινοκτησία. Σε όποια κοινωνία κι αν ζούμε. Αυτός είναι ο λόγος που θεωρώ ότι δεν υπήρξε, δεν υπάρχει, δεν θα υπάρξει κοινωνία που να μην είναι κομμουνιστική. Αυτός είναι ο εμμενής κομμουνισμός. Ο ιστορικά καθορισμένος εμμενής κομμουνισμός είναι ο κομμουνισμός του παρόντος. Η κοινοτική βιβλιοθήκη είναι το αποτέλεσμα μας  κομμουνιστικής διαδικασίας οργάνωσης και χρήσης του κοινωνικού πλούτου που λέγεται βιβλίο, περιοδικό, έγγραφο, κλπ. Ανοιχτή έκθεση, ελέυθερη πρόσβαση, κοινοχρησία, κοινοκτησία, προσωρινότητα, περιτροπή, συνάντηση, κομβικότητα, πολυλειτουργικότητα, κλπ. Η κοινοτική βιβλιοθήκη είναι ένας κομμουνιστικός θεσμός, είναι μια κομμουνιστικότητα. Είμαστε βέβαιοι ότι σε μια κομμουνιστική κοινωνία το βιβλίο δεν θα είναι εμπόρευμα, δεν θα ανταλλάσεται, άρα δεν θα υπάρχουν εκδοτικοί οίκοι, ούτε βιβλιοπωλεία. Αυτό δεν είναι όραμα, δεν είναι ιδανικό: μας το λένε τώρα οι κοινοτικές βιβλιοθήκες.  Η επέκτασή τους θα επιφέρει το κλείσιμο και των εκδοτικών οίκων και της μετατροπής των βιβλιοπωλείων σε κοινόχρηστες βιβλιοθήκες. Υπάρχει πολύς κομμουνισμός τριγύρω μας αλλά δεν τον βλέπουμε. Και δεν τον βλέπουμε για δυο λόγους: επειδή είναι πάρα πολύς και επειδή απωθούμε τον κομμουνισμό στο μέλλον, ως κληρονόμοι ενός συγκεκριμένου τρόπου σκέψης (μαρξιστικού και αναρχικού, ουτοπικού και μη).

Δεν θα εφαρμόσουμε κάποιο όραμα, θα διευρύνουμε τον κομμουνισμό του παρόντος. Ζούμε σε κομμουνιστικές κοινωνίες οι οποίες όμως είναι άκρως συρρικνωμένες. Είναι συρρικνωμένες από την Κυριαρχία, από την καπιταλιστική Κυριαρχία σήμερα. Αν και ο κομμουνισμός και η Κυριαρχία είναι ασύμβατα, συνυπάρχουν διότι δεν μπορεί να υπάρξει η Κυριαρχία χωρίς τον κομμουνισμό. Η Κυριαρχία είναι μια μορφή διαχείρισης του εμμενούς κομμουνισμού. Αν και ισχύει το δίλημμα  ή κοινοτικές βιβλιοθήκες ή εκδοτικοί οίκοι, βιβλιοπωλεία και βιβλία-εμπορεύματα, μπορούμε να πούμε ότι και αυτά δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς τον κομμουνισμό, μιας και είναι σημεία, στιγμές  συνάντησης κομμουνισμού και Κυριαρχίας. Όπως όλα τα εμπορεύματα, το βιβλίο-εμπόρευμα είναι μια μορφή συνύπαρξης Κυριαρχίας (ανταλλακτική αξία) και κομμουνισμού (αξία χρήσης).

Το βασικό μέλημα της Κυριαρχίας, ειδικά της καπιταλιστικής.  είναι η διαρκής συρρίκνωση του εμμενούς κομμουνισμού. Βέβαια, το περιοδικό θεωρεί ότι ο καπιταλισμός δεν είναι σύστημα Κυριαρχίας αλλά με το ολέθριο αυτό ατόπημα θα καταπιαστούμε παρακάτω. Σήμερα, με την εμπορευματοποίηση των πάντων, με την πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, οι κοινωνίες είναι άκρως συρρικνωμένες κι αυτός είναι ο λόγος που αντιμετωπίζουν οι υποτελείς Παραγωγοί τόσα πολλά προβλήματα και καταστρέφουμε τόσο αδυσώπητα τη φύση. Υπάρχει σήμερα ένα τεράτιο έλλειμμα κομμουνισμού, το οποίο μπορεί να εξαλειφτεί μόνο με την διεύρυνση του κομμουνισμού.

Πως γίνεται όμως αυτό; Θα είναι το αποτέλεσμα συνείδησης και επιθυμίας ή ανάγκης;  Ποια θα είναι η διάρκειά της; Θα εξαρτηθεί από την έκβαση του κοινωνικού πολέμου; Ποιοι θα πολεμήσουν; Πως; Ποια θα είναι τα όπλα τους; Η στρατηγική τους, οι τακτικές τους;

Εάν από τη γόνιμη σκέψη της αυτοκατάργησης του προλεταριάτου περάσαμε στη διαιώνιση της σύγχυσης περί της εννοιας του κομμουνισμού, τώρα αντικρύζουμε μπροστά μας μια κινούμενη άμμο και θα σκεφτούμε πολύ να την περάσουμε. Οι απόψεις του περιοδικού blaumachen σχετικά με την διεξαγωγή του κοινωνικού πολέμου είναι παντελώς τριτοδιεθνιστικές, θα έλεγα δε ότι υστερούν κιόλας έναντι αυτών. Παρατηρείται μια καθολική άγνοια της θεωρίας του πολέμου, η οποία έχει ολέθρια αποτελέσματα, αλλά και μια πλήρη αδιαφορία της σύγχρονης Ιστορίας.

Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που πολεμάει. Γιατί; Πως προέκυψε αυτό; Επίσης, είναι το μόνο ζώο που γνωρίζει ότι θα πεθάνει. Πως προέκυψε αυτή η επίγνωση; Όποιος, όποια καταπιάνεται με τα ζητήματα του κομμουνισμού και της Κυριαρχίας οφείλει να διατυπώσει κάποιες απαντήσεις. Η φρίκη της αλληλοβοράς, της αλληλοεξόντωσης μας ανάγκασε να αποκτήσουμε την επίγνωση του θανάτου ή η σκέψη; Μήπως και τα δύο; Φτάσαμε στο σημείο της εξαφάνισης και βάλαμε  όρια στην ελευθερία μας και στην επιθυμία μας και γίναμε άνθρωποι; Τα βρέφη και να τα νήπια που δαγκών0υν και χτυπάνε μας δείχνει πως ήμασταν πριν γίνουμε άνθρωποι; Τα βρέφη και τα νήπια είναι περισσότερο προάνθρωποι παρά άνθρωποι; Η κοινωνικοποίηση  των παιδιών επαναλαμβάνει τη διαδικασία της ανθρωπογένεσης και της κοινωνιογένεσης;

Όταν μιλάμε για τον κομμουνισμό, οφείλουμε να μιλάμε και για την ανθρωπογένεση/κοινωνιογένεση, για τον πόλεμο, για την ανθρώπινη φύση. Εγώ θεωρώ ότι είμαστε και κακοί και καλοί και περισσότερο καλοί, λόγω του κομμουνισμού, της ενίσχυσης της ζωής. Με την εμφάνιση της Κυριαρχίας, ο πόλεμος πήρε άλλη μορφή και έγινε κοινωνικός, έγινε εμφύλιος. Διεξάγεται όμως με τους ίδιους τρόπους και διέπεται από τα ίδια χαρακτηριστικά και από τα ίδια αξιώματα.

Ένα από αυτά είναι το φαινόμενο της κλιμάκωσης και της έντασης. Είναι στη φύση του να κλιμακώνεται, να γενικεύεται, να εξαπλώνεται μέχρις ότου εξανληθεί η δυναμική του. Η Πολιτική είναι ένας τρόπος μετριασμού του πολέμου κι αυτός είναι ο λόγος της ανωτερότητας της Πολιτικής έναντι του Πολέμου. Ο Πόλεμος είναι τυφλός, αδυσώπητος, ανηλεής, αδίστακτος και μόνο η Πολιτική μπορεί να τον περιορίσει. Εάν ο Πόλεμος είναι το πάθος, το ένστικτο, η Πολιτική είναι η λογική.

Ο κοινωνικός πόλεμος υπάγεται σε αυτόν τον κανόνα και ενδέχεται να κλιμακωθεί ανά πάσα στιγμή.Το αν θα συνεχιστεί, το πως θα διεξαχθεί, το ποτε θα σταματήσει είναι ζητήματα πολιτικής φύσης. Αρωγό στη διαχείριση αυτών των ζητημάτων έχουμε τη θεωρία του πολέμου, την πολεμολογία, τη γνώση που έχει συσσωρευτεί εδώ και χιλιάδες χρόνια. Και μιας και πολεμάμε με όπλα και με στρατούς, οφείλουμε να αναρτηθούμε: πως πολεμάει ο αντίπαλος, ποιος είναι ο στρατός του, ποιο είναι το ισχυρότερο, το έσχατο όπλο του; Πως πρέπει να πολεμήσουμε εμείς, ποιος είναι ο στρατός μας, πως πρέπει να οργανωθεί, ποιο είναι το ισχυρότερο όπλο μας; Μεταξύ του ισχυρότερου όπλου του αντιπάλου και του δικού μας, ποιο είναι το ισχυρότερο;

Εγώ υποστηρίζω ότι το ισχυρότερο όπλο του αντιπάλου είναι τα πυρηνικά, ενώ το δικό μας η παγκόσμια γενική απεργία. Μεταξύ αυτών, ισχυρότερο είναι το όπλο του αντιπάλου, εκτός εάν δεν μασήσουμε: ρίξε όσες βόμβες θέλεις, εμείς θα συνεχίσουμε την επανάσταση. Επειδή όμως δεν θα το κάνουμε, θα αναγκαστούμε να υποχωρήσουμε. Εκτός κι αν ο αντίπαλος αποφασίσει να μας εξοντώσει, οπότε ακόμα και η υποχώρηση δεν έχει απολύτως κανένα νόημα. Το έκανε στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι.

Λόγω της οπλικής υπεροχής του αντιπάλου, η ενοπλη επαναστατική βία ανήκει ανεπιστρεπτί στο παρελθόν. Όποιο όπλο κι αν χρησιμοποιήσεις, ο αντίπαλος διαθέτει ένα ισχυρότερο. Έτσι, στις 6 και 9 Αυγούστου του 1945, η ενοπλη επαναστατική βία έλαβε τέλος. Αυτό σημαίνει ότι έλαβε τέλος και η δυνατότητα ελέγχου του χώρου, του οποιουδήποτε χώρου. Η θεωρία του πολέμου λέει ότι δεν μπορούμε πια να πολεμάμε με όπλα, λόγω της κλιμάκωσης του πολέμου άρα και των όπλων, δεν μπορούμε να ελέγξουμε τον χώρο. Ένα κατειλημμένο εργοστάσιο μπορεί να εκκενωθεί από τις κατασταλτικές δυνάμεις του Κράτους μέσα σε λίγη ώρα. Κάποτε πολεμούσαμε με τα όπλα στα χέρια και απελευθερώναμε το χώρο. Σήμερα δεν μπορούμε.

Πριν παραθέσω τις απόψεις μου για το τι μπορούμε να κάνουμε, ας διαβάσουμε κι ας σχολιάσουμε τις απόψεις του blaumachen, το οποίο δεν μεταχειρίζεται ποτέ τον όρο ‘κοινωνικός πόλεμος’ αλλά τους όρους ‘αγώνας’, ‘κύκλος αγώνων’, τη μεταφορά ‘ταξική πάλη’ και άλλες παρεμφερείς. Δεν είναι τυχαία αυτή η επιλογή: μαρτυρεί την απουσία της ενασχόλησης με τη θεωρία του πολέμου και αυτό είναι σαφές από τις απόψεις του.

Διαβάζουμε : Η επίθεση στα αστυνομικά τμήματα θα θέσει το θέμα του οπλισμού της επανάστασης για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεων της. Η επίθεση στα στρατόπεδα; Η άμυνα στην επίθεση του στρατού; Γιατί δεν γίνεται λίγος για τον κύριο κατασταλτικό μηχανισμό του Κράτους, τον στρατό; Που θα βρει όπλα η επανάσταση; Που θα βρεί τανκς, αεροπλάνα; Όταν επιτεθούμε στα αστυνομικά τμήματα, τότε θα απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα; Τώρα δεν μπορούμε; Γιατί δεν μπορούμε; Διότι προεξοφλούμε τις απαντήσεις που οφείλουν να δώσουν τότε οι επαναστάτες; Τότε, φίλοι του blaumachen θα είναι πάρα, μα πάρα πολύ αργά.

Σας ρωτάω: που θα βρούμε τανκς, αεροπλάνα και αεροδρόμια; Η μήπως δεν θα τα εντάξουμε αυτά τα όπλα στον οπλισμό μας; Εάν δεν τα εντάξουμε, έχουμε ηττηθεί χωρίς την παραμικρή αμφιβολία. Μπορώ φανταστώ έναν αντάρτη στη ζούγκλα του Μεξικού με το Καλάσνικωφ στο χέρι, αλλά έναν επαναστάστη να πιλοτάρε F 16 δεν μπορώ να το φανταστώ. Νομίζω ότι είναι σαφές για ποιο λόγο αποσιωπείται πλήρως ο στρατός – πολύ σοβαρό ατόπημα. Να και ένα άλλο: σε επαναστατικές περιόδους, η αστυνομία διαλύεται διότι είναι πλήρως αναποτελεσματική και δράση αναλαμβάνει ο στρατός. Αυτόν έχουμε να αντιμετωπίσουμε, όχι την αστυνομία!

Και επειδή αποσιωπείται ο στρατός και η οπλική υπεροχή του αντιπάλου και η καταστολή περιορίζεται στην αστυνομία, μας επιτρέπεται να κάνουμε επιθέσεις στις τράπεζες, να καταλαμβάνουμε τηλεπικοινωνιακά , συγκοινωνιακά και μεταφορικά δίκτυα, να κάνουμε επιθέσεις σε καταστήματα, να τα λεηλατούμε, να ελέγχουμε τους δημόσιους χωρους, να καταλαμβάνουμε χώρους παραγωγής. Εάν όμως αντίπαλος είναι ο στρατός (πεζικό, αεροπορίαμ ναυτικό, επίλεκτες μονάδες, κλπ), τότε δεν μπορείς να κάνεις τίποτα από όλα αυτά. Απολύτως τίποτα!

Αυτά τα ζητήματα, θα τα ξεκαθαρίσουμε από τώρα, με τη βοήθεια της θεωρίας του πολέμου, της Πολιτικής και της Ιστορίας. Ουαί και αλίμονο εάν παραβλέψουμε το ζήτημα του στρατού, της οπλικής υπεροχής του αντιπάλου, της δυνατότητας ή μη της χρήσης ένοπλης επαναστατικής βίας. Η πανωλεθρία θα είναι εξοντωτική.  Η Συρία δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτά που θα κάνουν οι καπιταλιστές, Δύσης και Ανατολής, Βορρά και Νότου.

 

 

Η επίθεση στις τράπεζες στις οποίες οι προλετάριοι έχουν χρήματα στους λογαριασμούς τους, είναι που θα θέσει αναγκαστικά το ζήτημα του πώς θα υπάρχει ζωή χωρίς χρήμα και δε θα είναι μια απόφαση κατάργησης του χρήματος. Η επίθεση στα αστυνομικά τμήματα θα θέσει το θέμα του οπλισμού της επανάστασης για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεων της. Η κατάληψη των τηλεπικοινωνιακών δικτύων και δικτύων μεταφορών ή η καταστροφή τους θα θέσει το θέμα της επικοινωνίας των εξεγερμένων ή του μπλοκαρίσματος της επικοινωνίας ανάμεσα στις δυνάμεις καταστολής. Η επίθεση στα καταστήματα και η λεηλασία των εμπορευμάτων θα θέσει το θέμα της μη ανταλλαγής και μη διανομής σε ένα πρωτόλειο επίπεδο και για μικρό αλλά κρίσιμο χρονικό διάστημα. Η συνέχιση του αγώνα στο δημόσιο χώρο, η μη δυνατότητα επιστροφής στο σπίτι, θα θέσει σε αμφισβήτηση τη διάκριση ανάμεσα στην ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα, θα θέσει το θέμα του φύλου. Η κατάληψη των χώρων παραγωγής ή η καταστροφή κάποιων από αυτούς θα θέσει το θέμα του πώς θα αναπαράγεται η ζωή συνολικά.

Διαβάζουμε: Για εμάς, η κομμουνιστικοποίηση προεικονίζεται μέσα στους αγώνες που διεξάγονται σήμερα, ως το ξεπέρασμα των ορίων τους, και όχι μέσα στο πώς θα έπρεπε να γίνονται οι αγώνες σήμερα. Οι αγώνες που διεξάγονται σήμερα είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία, σε αδιέξοδο και ήττα. Ο αντίπαλος όχι μόνο έχει ισχυρότερα όπλα και στρατό αλλά γνωρίζει να πολεμάει και πολεμάει  πιο αποτελεσματικά. Το έχει δηλώσει άλλωστε: η ταξική πάλη υπάρχει και νικητές αναδεικνυόμαστε πάντα εμείς. Το είπε αμερικάνος υπουργός, αν δεν κάνω λάθος. Εάν ο Κύριος είναι πάντα νικητής, οι προλετάριοι θα είναι πάντα ηττημένοι. Εγώ όμως θεωρώ ότι μπορούμε να νικήσουμε – μόνο εάν μάθουμε να πολεμάμε. Αυτό που εσείς θεωρείτε ως απαράδεκτο εγώ το θεωρώ απαραίτητο: οφείλουμε να προτείνουμε έναν τρόπο διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου που μπορεί να αποβεί νικηφόρος.

Για να το κάνουμε αυτό θα πρέπει να παραμερίσουμε τον ανυπόφορο εμπειρισμό και να ασχοληθούμε με τη θεωρία του πολέμου, την Πολιτική και την Ιστορία. Οφείλουμε να μεταφέρουμε τον πόλεμο στο πεδίο όπου είμαστε εμείς πιο ισχυροί. Πρώτα θα νικήσουμε και μετά θα πολεμήσουμε.

Θα συνεχίσω αύριο το πρωί.

 

 

 


 

 

 

 

 

 

 

 

Σχολιάστε ελεύθερα!

14 Comments

  1. Συμμερίζομαι την κριτική που ασκείς αλλά είμαι δύσπιστος για την εναλλακτική σου πρόταση. Φοβάμαι ότι στις 6 και 9 Αυγούστου του 1945 δεν έλαβε τέλος απλώς η ένοπλη επαναστατική βία, αλλά ή ίδια η προοπτική της επανάστασης. Άλλωστε, δεν το παραδέχεσαι ουσιαστικά κι εσύ ο ίδιος όταν λες ότι τελείωσε η δυνατότητα ελέγχου του χώρου. Δεν καταλαβαίνω, δηλαδή, σε ποια διάσταση θα λάβει χώρα η ζωή κατά τη διάρκεια του επαναστατικού πολέμου? Είναι δυνατόν ή απελευθέρωση της κοινωνίας ή ο κομμουνισμός κλπ να πραγματοποιηθούν κάπου αλλού εκτός από το χώρο? Ή μήπως εννοείς ότι προσωρινά δεν ελέγχουμε το χώρο, αλλά μετά από κάποιες κατάλληλες ενέργειες θα μπορέσουμε? Αυτό είναι κάτι άλλο όμως από αυτό που μόλις είπες παραπάνω. Παρόλα αυτά είμαι περίεργος για τη συνέχεια του άρθρου αυτού.

  2. “Στα τελευταία χρόνια της ζωής του άρχισε να ενδιαφέρεται ολοένα και πιο πολύ για τον κομμουνισμό, το διαπιστώνουμε διαβάζοντας την αληλλογραφία του με μια ρωσίδα κομμουνίστρια (που δε θυμάμαι το όνομά της αλλά θα το βρω)”.

    Υποθέτω ότι αναφέρεσαι μάλλον στην Βέρα Ιβάνοβνα Ζασούλιτς (Вера Ивановна Засулич): http://www.marxists.org/archive/zasulich/index.htm

  3. Καλησπέρα Αθανάσιε. Μήπως η πλούσια γαιοκτήμονας που πούλησε τους δούλους της είναι η Μελανία η νεότερη; http://en.wikipedia.org/wiki/Melania_the_Younger
    Την αναφέρει και ο Perry Anderson στο βιβλίο του για τη μετάβαση από τον Αρχαίο Κόσμο στον Μεσαίωνα το οποίο έχω αρχίσει δειλά δειλά να διαβάζω.

    Μερικές σκέψεις με αφορμή μια “εστίαση” στο κείμενό σου:

    “Η θεωρία (η θέαση) άλλοτε μας δίνει ένα πανοραμικό πλάνο, μια γενική εικόνα, κι άλλοτε ένα κοντινό πλάνο, μια εστίαση, μιλώντας αφηγηματολογικά. Με το πανοραμικό πλάνο, χάνουμε τις λεπτομέρειες. Με την εστίαση, χάνουμε τη γενική εικόνα.” (..) “Κάθε εστίαση είναι μια αντιφατική πρακτική: εξασφαλίζει τη λεπτομέρεια και τη γνώση, παραμένει όμως περιορισμένη και ελλιπής. Και όσο πιο στενή είναι η εστίαση τόσο πιο λεπτομερειακή είναι η περιγραφή του ερευνώμενου αντικειμένου αλλά και τόσο πιο περιορισμένη και ελλιπής μιας και αποδιαρθρώνεται από το γενικό.”

    Εξαιρετική διατύπωση για αυτό που οι διάφοροι φιλόσοφοι, επιστημιο-λόγοι (ο Λόγος που ανακρίνει τον Λόγο (!) κτλ ονομάζουν “γνωστική διαδικασία”. Το στοιχείο της αφαίρεσης και της γενίκευσης είναι σύμφυτο σε κάθε μορφή θεωρίας/γνώσης, σε κάθε παν-οραμική εστίαση του κόσμου. Η “εστίαση”, όπως λες, υπονοεί ρητά ή σιωπηλά τη γενική εικόνα ως πλαίσιό της, ως φόντο που την προβάλλει και τη νοηματοδοτεί στην ιδιαιτερότητά της. Με άλλα λόγια η γενική εικόνα εστιάζει, αναφέρεται (έστω και αμυδρά/έστω και παραπλανητικά) στο ιδιαίτερο και στην επιμέρους εστίαση. Αλλιώτικα η ανθρώπινη ομιλία (μαζί με το “πνεύμα”) θα ήταν αδύνατα ή μάλλον κτηνώδη/ζωώδη, βουτηγμένα δηλαδή στη βουβή αμεσότητα της αισθητικής/κινητής αντίληψης, σε ένα αδιαφοροποίητο “εδώ και τώρα”.

    Αυτή η παν-οραμική εστίαση του κόσμου αποτελεί ταυτόχρονα ευχή και κατάρα, δυνατότητα τόσο σαφήνειας όσο και ασάφειας: όταν ο βαθμός της αφαίρεσης/γενίκευσης απαλείφει την ιδιαιτερότητα του ζωντανού, συγκεκριμένου όλου, της ίδιας της ζωής προς πρακτικο-νοητική ιδιοποίηση, η γνώση είναι μια κενή και άνοστη αφαίρεση, κάτι σαν το χρήμα και το εμπόρευμα. Από τον Αριστοτέλη (δουλοκτησία) μέχρι τον Θωμά τον Ακινάτη (δουλοπαροικία) και τον Χέγκελ (μισθωτή δουλοκτησία/καπιταλισμός), η “γνώση” είναι η Γνώση του Καθολικού/Απόλυτου που κάνει αφαίρεση του ιδιαίτερου. Από την άλλη, όταν η ιδιαιτερότητα δεν εμπλέκεται στην τρέχουσα πολλαπλότητα των σχέσεων του γενικού (καθολικού) είναι πνιγμένη σε μια ταυτολογία, σε μια αυτο-αναφορά, σε μια οντολογική μοναξιά (κάτι σαν το κάτοχο εμπορευμάτων). Ακριβώς γιαυτό η “Αλήθεια της Γνώσης” είναι μάλλον εκείνη η εξω-θεωρητική “επιστροφή” από την αφαίρεση και τη μονομέρεια της “γνώσης” στην ίδια τη ζωή.

    Η θεωρία/γνώση, ως παν-οραμική εστίαση, είναι αυτή η μεταβαλλόμενη και ρευστή ενότητα μεταξύ γνωστού και άγνωστου, θεωρητικού (κατηγορικού) και διαισθητικού (προκατηγορικού) και πάντοτε εδαφικοποιείται ιστορικά (ακόμα και όταν τείνει στον πλήρη μυστικισμό) στην κοινωνική προθετικότητα των ανθρώπινων σχέσεων και πρακτικών. Ζούμε στις πιο αντικοινωνικές κοινωνίες που έχουν υπάρξει ποτέ και ως εκ τούτου “παράγουμε” την πιο αφηρημένη γνώση που έχει υπάρξει πότε, μια γνώση (τεχνοεπιστήμη) απόλυτης πολλαπλής μονομέρειας και οργανωμένη με στρατιωτικού τύπου δια-τάγματα (σχολείο, πανεπιστήμιο κτλ) που είναι καθολικά εξειδικευμένη στη φτωχοποίηση και στην ολική καταστροφή της φύσης και των ανθρώπων.

  4. Γεωργάκη, η μετάβαση από τον ποιμενισμό στην δουλοκτησία, αναφέρομαι στην αρχαία Ελλάδα, διήρκησε πάνω από τρεις αιώνες, με τους πολιτικούς θεσμούς της να εμφανίζονται τελευταίοι. Πιο μακροχρόνια ήταν και η μετάβαση από την δουλοκτησία στην φεουδαρχία και η μετάβαση από αυτήν στον καπιταλισμό, με τους πολιτικούς θεσμούς να εμφανίζονται και σε αυτές τις περιπτώσεις τελευταίες. Σε τελική ανάλυση, η προτεραιότητα των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών είναι σαφής. Θεωρώ ότι κατά τον ίδιο τρόπο και η μετάβαση από τον καπιταλισμό σε μια άλλη μορφή Κυριαρχίας θα είναι μακράς διάρκειας με τους πολιτικούς θεσμούς να εμφανίζονται τελευταίοι. Ακόμα πιο μακράς διάρκειας θα είναι η κατάλυση της δυτικής Κυριαρχίας, εάν γίνει ποτέ. Θεωρώ επίσης ότι κατά τους επόμενους δύο αιώνες θα επικρατεί ο καπιταλισμός, όποια μορφή κι αν πάρει. Μια νέα μορφή Κυριαρχίας θα μοιάζει,πιστεύω, πιο πολύ με την δουλοκτησία παρά με την φεουδαρχία.

    Εκτός του ότι όλα αυτά δεν τα λαμβάνουμε υπόψη μας, η ταύτιση της κοινωνικής και πολιτικής επανάστασης είναι ολέθρια. Θεωρείται ότι προϋπόθεση της κοινωνικής είναι η πολιτική επανάσταση, με διακύβευμα τον έλεγχο ή την καταστροφή του Κράτους με τη χρήση των όπλων. Αλλά η συντριπτική οπλική υπεροχή του Κυρίου στις μέρες μας θέτει το εξής κομβικής σημασίας ερώτημα: θα επαναληφθούν στο μέλλον οι ένοπλες επαναστάσεις και εξεγέρσεις. Κάποιοι από την ιστορική Αριστερά και τους κληρονόμους της θεωρούν ότι το προλεταριάτο θα αφοπλίσει τον Κύριο, θα πάρει τα όπλα και θα νικήσει, αν και απότυχε στο παρελθόν – σύμφωνα με τη μικροαστική (νεο)λενινιστική κλειστή θεωρητική ομάδα Blaumachen το προλεταριάτο επίσης θα πάρει κομμουνιστικά μέτρα και θα καταργήσει τον κοινωνικό καταμερισμό της εγασίας, την μετρησιμότητα, θα καταργήσει μέχρι και την εργασία και την κοινωνία.

    Εγώ πιστεύω ότι ένοπλες πολιτικές επαναστάσεις τελείωσαν. Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι η κοινωνική επανάσταση, η αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων, η οποία είναι μια πολύ μακράς διάρκειας διαδικασία. Είναι η Ανάγκη να επιβιώσουμε και να ζήσουμε που θα μας ωθήσει να αλλάξουμε τις σχέσεις μας και τις πρακτικές μας. Όσο υπάρχει Κυριαρχία, θα υπάρχει κοινωνικός πόλεμος, μιας και η ίδια η κυριαρχική σχέση είναι μια μορφή πολέμου από τη φύση της.

    Και εστιάζω την προσοχή μου στην ίδια την μισθωτή σχέση: τί ήταν ο Κύριος καπιταλιστής και τί ήταν ο προλετάριος ΠΡΙΝ τη σύναψη της συμφωνίας για την ενοικίαση της εργασιακής δύναμης; Παραμένουν οι ίδιοι, Κύριος και Υποτελής ΚΑΤΑ τη διάρκεια της συμφωνίας; Όχι; Γιατί; Πού θα πρέπει να εστιάσουμε, στό επίθετο εργασιακή ή στη ΔΥΝΑΜΗ; Ο Κύριος δεν ενοικιάζει ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ δύναμη αλλά ενοικιάζει εργασιακή ΔΥΝΑΜΗ! Από τη στιγμή που ενοικιάζουμε εργασιακή ΔΥΝΑΜΗ, από τη στιγμή που εκχωρούμε τη ΔΥΝΑΜΗ μας στα χέρια και στη διάθεση του Κυρίου, τα περιθώρια των αλλαγών και των ελιγμών δεν είναι απλά περιορισμένα αλλά ανύπαρκτα. Μόνο η ΑΡΝΗΣΗ της ενοικίασης της εργασιακής ΔΥΝΑΜΗΣ μπορεί να είναι αποτελεσματική – η απεργία, λόγου χάριν. Μπορούμε όμως να ζήσουμε εάν δεν ενοικιάσουμε την εργασιακή μας ΔΥΝΑΜΗ; Όχι, δεν μπορούμε, κι αν το κάνουμε δεν μπορούμε να μην είμαστε συνδεδεμένοι με την καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας. Να περιορίσουμε συνειδητά και οργανωμένα τη διάρκεια της ενοικίασης; Θεωρώ ότι αυτό μπορούμε να το κάνουμε και για να το πετύχουμε δεν χρειαζόμαστε καθόλου μα καθόλου τα όπλα. Μπορούμε να ελέγξουμε τον χρόνο, όπως μπορούμε να ελέγξουμε μερικώς και την παραγωγή μέσω του μερικού ελέγχου της κατανάλωσης. Μπορούμε να καταργήσουμε σχέσεις και πρακτικές κι όλα αυτά (μείωση χρόνου εργασίας, μερικός έλεγχος παραγωγής [μποϊκοτάζ], αλλαγή σχέσεων και πρακτικών [πέρασμα στη πράξη]) δεν είναι παρά πτυχές της κοινωνικής επανάστασης.

    Εάν η διαμαρτυρία, οι εκλογές και η ένοπλη πάλη είναι πλέον αναποτελεσματικά και ανήκουν ανεπιστρεπτί στο παρελθόν, με ενδιαφέρει να εντοπίσουμε τόσο τους τρόπους με τους οποίους διεξάγεται σήμερα ο κοινωνικός πόλεμος από τους Υποτελείς όσο και το σκοπό για τον οποίο διεξάγεται: για να καταλυθεί γενικά και αόριστα η καπιταλιστική Κυριαρχία ή για να επιλύσουμε κάποια προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και να επιβιώσουμε; Εάν κάποιους επαναστάτες δεν τους ενδιαφέρει να επιλύσουν κάποια προβλήματα και να επιβιώσουν είναι γιατί δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης και έχουν όλη την πολυτέλεια, το χρόνο και τη διάθεση να φαντασιώνουν ένοπλες επαναστάσεις και λήψη κομμουνιστικών μέτρων.

    Τώρα που η ηθική της εργασίας πνέει τα λοίσθια και εγκαινιάζεται η εποχή των καταστροφών και της εξόντωσης θα δούνε πολλά τα μάτια μας, θα αναγκαστούμε να αλλάξουμε τρόπο σκέψης. Και η αλλαγή του τρόπου σκέψης σηματοδοτεί την εκκίνηση της διαδικασίας της κοινωνικής επανάστασης.

  5. Ναι, Φιλίστωρ, είναι η Βέρα Ζασούλιτς. Σε ευχαριστοιύμε για την παραπομπή. Η αλληλογραφία τους έχει δημοσιευτεί σε ένα από το πρόσφατα τεύχη του περιοδικού Ουτοπία.

    Λίγα χρόνια πριν πεθάνει ο Μαρξ κουρεύτηκε και ξυρίστηκε. Γιατί; Να ήταν η κίνηση αυτή μια εξωτερική έκφανση της αναθεώρησης πολλών αντιλήψεων και πρακτικών; Η άποψη ότι με τη διεύρυνση του κομμουνισμού των ρωσικών αγροτικών κοινοτήτων μπορούμε να περάσουμε στον κομμουνισμό δεν είναι μια σαφής ένδειξη δυσπιστίας προς τις απόψεις που είχε υποστηρίξει στο παρελθόν και αναθεώρησής τους; Αλλά η αναθεώρηση δεν είναι, δεν θα μπορούσε να είναι, ριζική. Συνεχίζει να βλέπει τον κομμουνισμό ως όραμα, ως μια συγκεκριμένη περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας – ταυτόχρονα όμως αποδεχόμενος τον κομμουνισμό των ρωσικών αγροτικών κοινοτήτων δέχεται υπόρρητα την εμμένεια του κομμουνισμού.

    Συνοψίζοντας τη συζήτηση για τον κομμουνισμό θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε τις εξής προτάσεις:
    1) δεν υπήρξε, δεν υπάρχει ο κομμουνισμός – θα υπάρξει (αφήνω εκτός την εκδοχή του Κυρίου ‘ δεν θα υπάρξει’ )
    2) υπήρξε, δεν υπάρχει, θα υπάρξει
    3) δεν υπήρξε, υπάρχει, θα υπάρξει, και,
    4) υπήρξε, υπάρχει, θα υπάρχει.
    Η διαφορά μεταξύ του θα υπάρξει και του θα υπάρχει είναι νομίζω σαφής. Η πρόταση 4 είναι ο εμμενής κομμουνισμός, ο κομμουνισμός ως εμμενής διαδικασία οργάνωσης της ύλης, της ζωής και της ανθρώπινης κοινωνίας.

  6. Καλημέρα, Lucifugo! Διαβάζω τη Φαινομενολογία του Νου (του Πνεύματος), την εξαιρετική και διαβαστερή μετάφραση του Γ. Φαράκλα, κι έχω πάθει μάγκα μου τη πλάκα μου. Γνωρίζω σημαίνει θέλω, επιθυμώ να γνωρίσω το Απόλυτο. Τί γράφει ο Χέγκελ; Να κυριεύσουμε το Απόλυτο! Μα την Παναγία! Εάν δεν το κυριεύσουμε, εάν δεν το κατακτήσουμε, εάν δεν το αλώσουμε, εάν δεν γίνουμε Κύριοί του, δεν μπορούμε να το γνωρίσουμε! Ποιό είναι το Απόλυτο, το Καθολικό, Lucifugo;
    Στον πρόλογο, ο Χέγκελ σχολιάζει δύο προτάσεις. 1. Ο θεός είναι το Είναι. Και πιο κάτω: 2. το ενεργά πραγματικό είναι το καθόλου. Εάν το Είναι = το καθόλου, τότε ο θεός είναι το ενεργά πραγματικό. Τι σημαίνει το ενεργά πραγματικό;
    Μήπως θα έπρεπε να αποκωδικοποιήσουμε τη γλώσσα του Χέγκελ και να αποκαλύψουμε τί επιθυμίες κρύβονται πίσω από τις λέξεις Απόλυτο, Καθολικό, θεός, το ενεργά πραγματικό;
    Ο Χέγκελ μας δίνει λαβές να πιαστούμε. Να μία:

    . . . Γι΄ αυτό το λόγο ίσως είναι χρήσιμο να αποφεύγεται, π.χ., το όνομα θεός, γιατί αυτή η λέξη δεν είναι άμεσα και έννοια, είναι το κατά κυριολεξίαν όνομα, η πάγια ησυχία του υποκειμένου που υπό-κειται.

    Αποκωδικοποιώ: Το υποκείμενο υπό-κειται (υπο-κείμενο). Κείται κάτω από τί; Το αντικείμενο κείται απέναντι στο υποκείμενο, που κείται υπό. Το υποκείμενο υπόκειται σε κάτι και έχει απέναντί του το αντικείμενο. Σε αυτή την κατάσταση, ο θεός είναι η ΠΑΓΙΑ ΗΣΥΧΙΑ του υποκειμένου που υπόκειται κι έχει απέναντί του το αντικείμενο. Μήπως υπόκειται στο αντικείμενο; Μήπως το αντικείμενο και αυτό στο οποίο κείται υπό το υποκείμενο είναι ο θάνατος, η φύση; Μήπως ο θεός ως επιθυμία είναι η πάγια ησυχία του υποκειμένου που υπόκειται στο αντικείμενο, τον θάνατο, την αήττητη φύση; Μήπως το ενεργά πραγματικό είναι η διαδικασία θεοποίησης; Μήπως το Απόλυτο, το Καθολικό είναι η ανυπέρβλητη Ισχύη του θανάτου, της φύσης, το οποίο πρέπει να γνωρίσουμε και δεν θα μπορέσουμε να το γνωρίσουμε εάν δεν το κυριεύσουμε;

    Κι αν το κυριεύσουμε και το γνωρίσουμε, τότε θα είμαστε όλοι ελεύθεροι, να η πραγμάτωση του Λόγου, να και το τέλος της Ιστορίας!
    Αλλά ελεύθεροι, λέω εγώ,θα είμαστε κι όταν θα είμαστε νεκροί! Η εποχή της εξόντωσης αρχίζει – και με τυφώνες! Αφού δεν νικήσαμε τον Θάνατο, ας ξεπαστρέψουμε τους Υποτελείς!

  7. Διάβασα και το άλλο κείμενο. Λες δηλαδή ότι η κοινωνικές επαναστάσεις προηγούνται των πολιτικών επαναστάσεων και αυτός είναι ένας λόγος που πρέπει να εστιάσουμε στην ανάπτυξη της κοινωνικής επανάστασης. Το παράδειγμα της Οκτωβριανής επανάστασης δεν αποκλίνει από αυτόν τον κανόνα όμως? Λες, επίσης, ότι η προτεραιότητα των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών είναι σαφής. Να ρωτήσω: Mπορεί μια κοινωνική επανάσταση να είναι πλήρης, χωρίς την ύπαρξη πολιτικής επανάστασης ή αλλιώς χωρίς την κατάλυση της κυριαρχίας (αν μιλάμε για μια αλλαγή σε εξισωτική κατεύθυνση)? Ακόμα, τοποθετείς την κατάλυση της κυριαρχίας σε ένα ακόμα πιο μακρυνό και αβέβαιο μέλλον. Μήπως γιατί δεν πιστεύεις στη δυνατότητα της πολιτικής επανάστασης? Κι αν είναι έτσι τότε γιατί δεν λες ξεκάθαρα πως η κατάλυση αυτή είναι απλώς ανέφικτη. Τι άλλο μπορεί να γίνει δηλαδή? Να παραχωρήσει ο Κύριος οικειοθελώς την οπλική του υπεροχή ως αποτέλεσμα κάποιας καθολικής πνευματικής επανάστασης? Δεν πιστεύω σε τέτοια, νομίζω κι εσύ το ίδιο. Εκτός κι αν πιστεύεις οτι μπορεί να έχουν έτσι τα πράγματα κάποια στιγμή ώστε να μην υπάρχει συμφέρον για κυριαρχία από καμία πλευρά. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον αν είχαμε καμία τέτοια ένδειξη. Συγγνώμη που επιμένω πολύ σε αυτό το θέμα, αλλά αυτό είναι που με απασχολεί τώρα και θέλω να το ξεκαθαρίσω, τι να κάνουμε? Κατά τα άλλα νομίζω πως συμφωνώ. Ναι, ας αφήσουμε τις κορώνες περί επαναστάσεων κι ανατροπών κι ας κοιτάξουμε να επιλύσουμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και να επιβιώσουμε. Για μας, εδώ και τώρα, όχι για μεγάλες ιδέες και μελλοντικούς παραδείσους.

  8. Το παράδειγμα της Οκτωβριανής επανάστασης επιβεβαιώνει αυτά που υποστηρίζω. Υπήρξε βέβαια μια μικρή περίοδος, τα πρώτα χρόνια της επανάστασης, κοινωνικής επανάστασης αλλά έληξε με πολύ οδυνηρό τρόπο. Δεν αμφιβάλλω ότι μια πολιτική επανάσταση κατοχυρώνει και επιταχύνει την κοινωνική επανάσταση και ότι μια κοινωνική επανάσταση δεν μπορεί να επεκταθεί και να σταθεροποιηθεί χωρίς πολιτική επανάσταση.

    Υπάρχει όμως και το ενδεχόμενο ο καπιταλισμός/δυτικός πολιτισμός να καταρρεύσει κάτω από το βάρος των ίδιων των προβλημάτων που προκαλεί. Σε αυτή την περίπτωση, η κοινωνική αναταραχή θαα είναι τέτοιου εύρους και έντασης που όλα τα ενδεχόμενα είναι πιθανά. Εστιάζω σε δύο, πολύ βασικά και πιθανά. Πρώτον, να επικρατήσει μια περίοδος ανομίας και ανεξέλεγκτης βίας, μια περίοδος κατά την οποία η χρήση ένοπλης βίας θα είναι απαραίτητη ως μέσον άμυνας, δυστυχώς όχι μόνο μεταξύ Υποτελών και ένοπλων συμμοριών αλλά και μεταξύ των Υποτελών. Δεν έχω καμιά αυταπάτη περί αυτού. Το δεύτερο ενδεχόμενο, το οποίο μπορεί να υπάρξει ταυτόχρονα με το πρώτο, είναι η εκκίνηση μιας ταχύρρυθμης διαδικασίας εγκατάλειψης παρωχημένων σχέσεων και πρακτικών μόνο και μόνο για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε και να επιλύσουμε τα προβλήματα που θα συσσωρευτούν και που η καταρρέουσα καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας θα αδυνατεί να αντιμετωπίσει.

    Μπορούμε να φανταστούμε τι θα γίνει σε περίπτωση αστοχίας του συστήματος ηλεκτροδότησης για ένα μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα; Μπορούμε να φανταστούμε μια αστοχία του συστήματος της Μεταφοράς εμπορευμάτων; Μπορούμε να φανταστούμε μια αποδιοργάνωση του εφοδιασμού με ορυκτά καύσιμα; Μπορούμε να φανταστούμε την εξάπλωση μια επιδημίας με θύματα εκατοντάδες εκατομμύρια σε όλον τον πλανήτη;

    Το 2025, το 2030, να μαστε καλά, θα ζούμε. Μπορούμε να φαντασούμε τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής; Ο πρόσφατος τυφώνας στις Φιλιππίνες είναι μια πρώτη ένδειξη. . .

  9. “…η διαμαρτυρία, οι εκλογές και η ένοπλη πάλη είναι πλέον αναποτελεσματικά και ανήκουν ανεπιστρεπτί στο παρελθόν…”

    Aθανάσιε, αν και έχεις συλλάβει σωστά -νομίζω- τη γενική εικόνα, νιώθω ώρες-ώρες ότι βιάζεσαι υπερβολικά. Για να μη θεωρητικολογώ, ας πάρω το παράδειγμα των εκλογών: Χωρίς να είμαι εκλογολάγνος και χωρίς να περιμένω μείζονες ανατροπές μέσω της εκλογικής διαδικασίας, πιστεύω ότι το δικαίωμα της καθολικής ψήφου δεν έχει χάσει εντελώς την όποια χρησιμότητα είχε. Φαντάσου, ας πούμε, τι θα συνέβαινε, αν οι κυρίαρχες τάξεις και το πολιτικό τους προσωπικό δεν είχαν ανάγκη από καιρού εις καιρόν την ψήφο των υποτελών τάξεων για να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους. Φαντάσου τι θα συνέβαινε, αν οι “αποπάνω” δεν ήξεραν ότι, το αργότερο μέχρι το Μάη του ’14, θα στηθούν κάλπες. Φαντάσου τι είχε να συμβεί, αν οι “αποπάνω” μπορούσαν αναβάλουν τις εκλογές επ’ αόριστον, με το πρόσχημα π.χ. ότι “οι εκλογές θα γίνουν όταν ομαλοποιηθεί η κατάσταση της οικονομίας”…

  10. Φιλίστωρ, θα ήθελα να σε ευχαριστήσω για την παρέα που κάνουμε, έστω και εκ του μακρόθεν. Με ενδιαφέρει να καταγράψω την τάση και να την τραβήξω στα άκρα τις, στις λογικές συνέπειές της. Δεν θα διαφωνήσω με τις επιφυλάξεις σου για τις εκλογές: δεν είναι μόνο ένα χρήσιμο πολυεργαλείο του Κυρίου, ένας πολιτικός ελβετικός σουγιάς, αλλά και μια καταγραφή ενός ιστορικού συσχετισμού δυνάμεων, ο οποίος προέκυψε από έναν τακτικής φύσης συμβιβασμό του Κυρίου. Από τη στιγμή όμως που ούτε εσύ ούτε εγώ ούτε οι Υποτελείς περιμένουν μείζονες πολιτικές αλλαγές, είναι πολύ λογικό να έχει εμπεδωθεί μια γενική καχυποψία για τις εκλογές η οποία εμφανίζεται ως αποχή, η τάση της οποίας είναι να επεκτείνεται διαρκώς. Οπότε, το όλο ζήτημα εμφανίζεται ως το εξής ερώτημα: εάν οι ειρηνικές (συγκεντρώσεις, πορείες, διαδηλώσεις) και οι βίαιες (ταραχές, εμπρησμοί) διαμαρτυρίες, εάν οι εκλογές, εάν η ένοπλη πάλη είναι αναποτελεσματικοί τρόποι διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου, τί κάνουμε; Και διαπιστώνω ότι οι Υποτελείς αρχίζουν να κινούνται πέραν αυτών των κληρονομημένων μορφών δράσης και να καταφεύγουν σε άλλες. Ο ρόλος της Αριστεράς είναι να τις καταγράψει, να τις προβληματικοποιήσει, να τις φέρει στο προσκήνιο και να τις ΕΝΙΣΧΥΣΕΙ. Η ιστορική σημερινή Αριστερά όμως μόνο αυτό δεν κάνει – και αποχωρεί από το κοινωνικό και πολιτικό προσκήνιο.

  11. Έχεις εντοπίσει σωστά -νομίζω- τη γενική τάση, πλην όμως αυτό δεν αρκεί πάντοτε να μας διαφωτίσει επί της εκάστοτε συγκυρίας.
    Ναι, συμφωνούμε επί της αρχής για το ατελέσφορο των εκλογών και κατανοούμε τους λόγους για τους οποίους οι υποτελείς αποσύρονται σταδιακά από το συγκεκριμένο πεδίο. Στις εκλογές του 2012 όμως, τι κάνουμε; Πάμε να ψηφίσουμε, διότι αυτή είναι η σωστή τακτική κίνηση.
    Και για το τρέχον ρεπερτόριο κοινωνικής διαμαρτυρίας, βίαιης και μη, επίσης συμφωνούμε. Αλλά το 2011 τι κάνουμε; Κατεβαίνουμε στο Σύνταγμα ή όχι; (Εγώ λέω ναι, αλλά μάλλον εδώ διαφωνούμε.)
    Και για τον ένοπλο αγώνα συμφωνούμε επίσης. Αλλά το “καταδρομικό χτύπημα” στις Σκουριές πώς το αξιολογούμε;

    Κοντολογίς: Ένοπλος αγώνας, κοινωνική διαμαρτυρία και εκλογική διαδικασία όντως αποσύρονται από το ιστορικό προσκήνιο, ως μορφές κοινωνικής πάλης. Αυτή είναι η ιστορική τάση. Για την ώρα όμως δεν έχουν αποσυρθεί ακόμα. Και, για όσο δεν έχουν αποσυρθεί, δεν αποσυρόμαστε ούτε κι εμείς απ’ αυτές, στο βαθμό (και μόνο στο βαθμό) που η συμμετοχή μας σε τέτοιες “παρωχημένες” διαδικασίες όντως ενοχλεί τον αντίπαλο. Με λίγα λόγια, εκτός από τη στρατηγική, υπάρχει και η τακτική.

    Υ.Γ.: Κι εγώ σε ευχαριστώ, Αθανάσιε, για την παρέα που κάνουμε. Έστω και εκ του μακρόθεν. Κι ελπίζω ότι δεν αργεί η στιγμή που θα τα πούμε και εκ του σύνεγγυς.

  12. Εάν, Φιλίστωρ, αυτή είναι η τάση, την οποία δεχόμαστε και οι δύο, και είμαστε από τους πρώτους που τη δεχόμαστε, η διαπίστωση τούτη έχει πολύ σοβαρές συνέπειες, αφενός, και, αφετέρου, εγείρει πολύ σοβαρά, κομβικής σημασίας θα έλεγα, ερωτήματα. Γιατί η Αριστερά δεν έχει συνειδητοποιήσει αυτή την τάση; Πόσο έχει προχωρήσει αυτή η τάση; Είναι στις αρχές της ή έχει περάσει τη μέση, ας μου επιτραπεί η φράση – μήπως τείνει να ολοκληρωθεί; Και πότε θα ολοκληρωθεί; Πώς θα είναι η κοινωνική και η πολιτική πραγματικότητα όταν θα ολοκληρωθεί; Διαθέτουμε ενδείξεις ότι εμφανίζεται κάτι άλλο πέραν των κληρονομημένων μορφών δράσης;

    Εάν δεχτούμε ότι η τάση έχει προχωρήσει αρκετά, αυτό υποστηρίζω, άρα βρίσκεται πολύ κοντά στην ολοκλήρωσή της, τότε αντιμετωπίζουμε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα: αυτό του αναχρονισμού. Με άλλα λόγια, αυτό της καθυστέρησης έναντι των αναγκών [των Υποτελών] της εποχής μας. Επειδή η μία ήττα διαδέχεται την άλλη, δεν μπορώ να μην συσχετίσω αυτή την κατάσταση, αυτόν τον απελπιστικά οδυνηρό συσχετισμό δύναμης σε βάρος των Υποτελών με τον αναχρονισμό. Επίτρεψέ μου να παραθέσω ένα εδάφιο από τον Χέγκελ που μόλις πριν από λίγα λεπτά διάβασα:

    Όλες οι επαναστάσεις, στην επιστήμη όπως και στην παγκόσμια ιστορία, οφείλονται μόνο στο ότι ο νους τώρα άλλαξε τις κατηγορίες του.

    Δεν οφείλει λοιπόν η Αριστερά να επαλείψει τον αναχρονισμό και να αλλάξει τρόπο σκέψης; Τί βλέπουμε όμως; Δεν κάνει τίποτα από αυτά – και γι αυτό παραμένει αναχρονιστική, ενώ ο τρόπος σκέψης της δεν ανταποκρίνεται στα νέα χαρακτηριστικά της εποχής μας (συρρίκνωση του καπιταλισμού, ή, έστω, μη επέκταση, συντριπτική οπλική υπεροχή, επιτάχυνση της καταστροφικότητας και της εξόντωσης, κυριαρχία του τεχνολογικού ντετερμινισμού, κ.α.).

    Έχω διατυπώσει μια εξήγηση αυτής της στάσης της Αριστεράς εφαρμόζοντας τον μαρξισμό – πώς αλλιώς; Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η Αριστερά ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ επειδή ακριβώς ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ. Και δεν θέλει διότι είναι δέσμια των υλικών συμφερόντων της (βουλευτιλίκια, οικονομική επιχορήγηση από το Κράτος, κ.α.), αυτό που θέλει είναι η αναπαραγωγή των κομματικών μηχανισμών. Με άλλα λόγια, η Αριστερά δεν ενδιαφέρεται για την νίκη των Υποτελών γιατί μια νίκη θα ήταν ήττα γι΄ αυτήν! Δεν είναι τόσο ηττοπαθής όσο ηττολάγνα.

    Μπορούμε να φανταστούμε μεγαλύτερη νίκη για τον ΣΥΡΙΖΑ από το να εξασφαλίσει 100 και πάνω έδρες, από 72 που έχει σήμερα, και να μην γίνει κυβέρνηση; Ή ένα ΚΚΕ με 10% και πάνω από 30 έδρες;

    Θα σου στείλω μέιλ.

  13. Φίλε Αθανάσιε,
    Μιας και αυτό τον καιρό διαβάζεις Hegel -τον οποίον ομολογώ ότι ποτέ δε μπόρεσα να διαβάσω-, νομίζω ότι στο θέμα που συζητάμε είναι ταιριαστός ο εγελιανός αφορισμός πως “ό,τι είναι Αληθές (ή Λογικό), είναι και Πραγματικό”.

    Αν κάτι επιμένει και δεν εννοεί να αποχωρήσει από το ιστορικό προσκήνιο, μολονότι έχει απωλέσει την Αλήθεια/Λογική του, παραμένει ως αναχρονισμός. Και, όπως ξέρουμε από την ιστορική εμπειρία, οι αναχρονισμοί είναι δυνατόν να επιμένουν επί μακρό χρονικό διάστημα, παραμένοντας ενίοτε ιδιαίτερα δραστικοί σε πρακτικό επίπεδο.

    Ολόκληρο το ρεπερτόριο πολιτικής δράσης των υποτελών τάξεων, που μας κληροδότησε ο λεγόμενος “μακρός 19ος αιώνας” (ήτοι: ένοπλος αγώνας, κοινωνική διαμαρτυρία, εκλογική διαδικασία) συνιστά πλέον αναχρονισμό. Κατά τη γνώμη μου, αυτό το ρεπερτόριο απώλεσε την εσωτερική Αλήθεια/Λογική του περί τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Και δε μπορεί να είναι τυχαίο ότι την ίδια εποχή -και με χαρακτηριστικό σύμπτωμα την εμφάνιση του “παράδοξου” φαινομένου που αποκλήθηκε στασιμοπληθωρισμός- έχανε και ο καπιταλισμός ως τέτοιος τη δική του εσωτερική Αλήθεια/Λογική και καθίστατο και ο ίδιος αναχρονιστικός.

    Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά επί του πρακτέου; Σε ποιο συμπέρασμα μας οδηγούν σχετικά με τη διαδικασία εξαφάνισης, για την οποία κουβεντιάζουμε; Κατά τη γνώμη μου, στο πρακτικό επίπεδο, αυτή η διαδικασία θα εμφανίζεται με την εξής μορφή: Όσο απομακρυνόμαστε από τη “χρυσή εποχή” των παραδοσιακών μορφών πολιτικής δράσης (που ήταν και η “χρυσή εποχή” του καπιταλισμού, άλλωστε), τόσο σπανιότερα θα εμφανίζονται ευκαιρίες όπου να αξίζει πραγματικά τον κόπο για τους “αποκάτω” να κατεβούν σε μια διαδήλωση, να στηθούν μπροστά από μια κάλπη, ή να πάρουν τα όπλα. Αυτό όμως δε σημαίνει -κάθε άλλο!- ότι δε θα εμφανίζονται καθόλου.

Webmentions

  • Kριτική των απόψεων του περιοδικού blaumachen για τον κομμουνισμό και την επα 19 Νοεμβρίου, 2013

    […] (Toπαρακάτω άρθρο, μπορείτε να το βρείτε στο site της Ανωτάτης Σχολής Κακών Τεχνών) […]