in διήγημα

το αρσενικό είναι δηλητήριο

στον Βασίλη, που ξέρει ότι το φουστάνι του πάει πιο πολύ από το παντελόνι

το αρσενικό είναι δηλητήριο

Όταν χαιρόμαστε, δεν σκεφτόμαστε. Όταν είμαστε θλιμμένοι, σκεφτόμαστε. Ξέρετε γιατί; Γιατί θυμόμαστε. Κι εγώ, θυμάμαι. Το ξέρω πως θα έρθει μια μέρα, θα αργήσει,  θα περνάνε εικόνες και σκηνές απο το μυαλό μου, αστραπιαία, εκεί που μαγειρεύω, εκεί που διαβάζω, αστραπιαία, θα χάνονται και θα επιστρέφουν μέχρι να σβήσουν, όχι όλες όμως. Ξέρετε τι άλλο κάνουμε για να ξεχάσουμε;

Κοιτάζω ψηλά και βλέπω αμέτρητες νιφάδες να έρχονται από τον ουρανό. Ξέρετε για τι πράγμα μιλάω, έτσι δεν είναι; Ξεχωρίζω μια και την παρακολουθώ μέχρι να πέσει πάνω στο χιόνι. Αλλά αυτή που πέφτει δεν είναι αυτή που είδα, αυτή που ξεχώρισα χάνεται στον καθοδικό στροβιλώδη χορό της, καλύπτεται από τις άλλες, όσο διαφορετικές και να είναι, όλες είναι ίδιες. Ξανά πάλι. Με τις ώρες. Αυτή η εστίαση, το κόλλημα θα έλεγα,  στη λεπτομέρεια είναι ουσία αναλγητική, είναι πρέζα. Και η πρέζα εστίαση είναι. Στις λεπτομέρειες.

Εάν δεν είχε εξαφανιστεί η άκρη μου και είχα κάνα δυο κιλά, πρέζα, δεν θα  είχα πάει μαζί τους. Ούτε το διάβασμα, ούτε οι περίπατοι στο βουνό με βοηθούσαν να την ξεχάσω. Την Αγγελική, τη χορεύτρια, που με παράτησε για να κάνει καριέρα. Πόνος αγιάτρευτος. Θυμάμαι τον πατέρα της, αντικέρ στο Ψυχικό και έμπορος φούντας -και κόκας. Όταν τον έφερε μια μέρα, την πρώτη φορά,  στο σπίτι μας, μου χάιδεψε πατρικά το κεφάλι και είπε:  – Τι όμορφος και ευγενικός που είναι ο φίλος σου!  Και λίγο αργότερα: Εάν σε παίρνανε την ώρα που γεννιόσουν και σε πηγαίνανε σε μια φυλή κανιβάλων στον Αμαζόνιο, ποιο μέρος του ανθρώπινου κορμιού θα προτιμούσες; Δεν θα μπορούσα φυσικά να απαντήσω. Στην ερώτηση αυτή απαντάς αφού έχεις κλείσει τα τριανταπέντε. Κι εγώ είχα μερικά χρονάκια ακόμα μπροστά μου. Το μυαλό, απάντησε για μένα, έχεις μεγάλο μέτωπο.

Ευτυχώς που εξαφανίστηκε η άκρη μου, ευτυχώς που πήγα μαζί τους. Το ένιωθα, σε λίγες μέρες θα κολλούσα. Η πρώτη μέρα δεν ήταν και πολύ ευχάριστη, η παρέα όμως είναι καλό αντίδοτο, κάνει ό,τι και η πρέζα. Φτάσαμε απόγευμα. Ανάψαμε το τζάκι, μαγειρέψαμε, ήπιαμε κρασί, τα γάρα γυρνούσαν πυκνά σαν τις νιφάδες. Ξύπνησα πρώτος το πρωί, κατά τις δέκα.  Έφτιαξα καφέ και κόλλησα στο παράθυρο. Κοιτάζω ψηλά και βλέπω αμέτρητες νιφάδες να έρχονται από τον ουρανό. Ξέρετε για τι πράγμα μιλάω, έτσι δεν είναι; Ξεχωρίζω μια και την παρακολουθώ μέχρι να πέσει πάνω στο χιόνι. Αλλά αυτή που πέφτει δεν είναι αυτή που είδα, αυτή που ξεχώρισα χάνεται στον καθοδικό στροβιλώδη χορό της, καλύπτεται από τις άλλες, όσο διαφορετικές και να είναι, όλες είναι ίδιες. Ξανά πάλι. Με τις ώρες.

Ακούω μέσα στο μυαλό μου τη Γιώτα να περιγράφει πως σφάζεται ένα αρνί, με το χαμόγελο στα χείλη και τον μπάφο στο χέρι. Φοιτήτρια στην Καλών Τεχνών, από το Τρίκαλα, ο πατέρας της κτηνοτρόφος. Πρώτα μπήγεις το κοφτερό μαχαίρι στο λαιμό, το περνάς πέρα πέρα, το τραβάς και μετά τον κόβεις. Είναι ο πιο ανώδυνος τρόπος. Κι αν θέλεις να σφάξεις άνθρωπο, ρώτησε ο Σάββας, γιος ρωσοπόντιου μαφιόζου. Ισχύει ο ίδιος τρόπος, άκουσα, για δεύτερη άλλά όχι και τελευταία φορά,  τη Γιώτα να απαντά.  Το πρόβλημα είναι ο αποκεφαλισμός. Στον άνθρωπο είναι πιο δύσκολο, εκτός κι αν βρεις γρήγορα το κενό μεταξύ των σπονδύλων του σβέρκου. Τη δυσκολία αυτή την ξεπέρασε η καρμανιόλα. Ήταν τόσο βαρύ το μαχαίρι της και έπεφτε με τόση ταχύτητα, που ακόμα κι αν έβρισκε τον σπόνδυλο, τον έκοβε σαν αγγούρι. Κάτι που δεν μπορούσαν να κάνουν οι δήμιοι στον μεσαίωνα, εκτός εάν το θύμα ήταν τυχερό.

Δίπλα στη Γιώτα, ο φίλος της, ο Αλέξης, υπάλληλος βιβλιοπωλείου. Δίπλα στον Σάββα, ο αδερφός του, ο Πέτρος. Εγώ στο τζάμι. Κοιτάζω ψηλά και βλέπω αμέτρητες νιφάδες να έρχονται από τον ουρανό. Ξέρετε για τι πράγμα μιλάω, έτσι δεν είναι; Ξεχωρίζω μια και την παρακολουθώ μέχρι να πέσει πάνω στο χιόνι. Αλλά αυτή που πέφτει δεν είναι αυτή που είδα, αυτή που ξεχώρισα χάνεται στον καθοδικό στροβιλώδη χορό της, καλύπτεται από τις άλλες, όσο διαφορετικές και να είναι, όλες είναι ίδιες. Ξανά πάλι. Με τις ώρες.

Κοιμήθηκα τελευταίος, ξύπνησα πρώτος. Όταν πονάς, όταν θυμάσαι, δεν μπορείς να κοιμηθείς. Δε σε πιάνει ούτε το κρασί, ούτε η φούντα. Το χιόνι μισό μέτρο και χιόνιζε. Άρχισε Σάββατο, απόγευμα, μόλις φτάσαμε,  και σταμάτησε, τη Τρίτη, στις δέκα το πρωί. Την επομένη, ξανάρχισε . Θα μείνουμε εδώ πολλές μέρες. Μείναμε τρεις μήνες, αποκλεισμένοι. Εγώ και η Γιώτα. Οι άλλοι νεκροί. Τώρα,  και η Γιώτα νεκρή, πάνω στο κρεβάτι, γυμνή, περιμένω το ασθενοφόρο και την αστυνομία. Εγώ στο τζάμι του ξενοδοχείου. Κοιτάζω ψηλά και βλέπω αμέτρητες νιφάδες να έρχονται από τον ουρανό. Ξέρετε για τι πράγμα μιλάω, έτσι δεν είναι; Ξεχωρίζω μια και την παρακολουθώ μέχρι να πέσει πάνω στο χιόνι. Αλλά αυτή που πέφτει δεν είναι αυτή που είδα, αυτή που ξεχώρισα χάνεται στον καθοδικό στροβιλώδη χορό της, καλύπτεται από τις άλλες, όσο διαφορετικές και να είναι, όλες είναι ίδιες. Ξανά πάλι. Με τις ώρες.

Τη τρίτη μέρα, είδα την ανησυχία στα μάτια της Γιώτας. Όταν το θηλυκό ανησυχεί, να το ξέρετε, κάτι κακό θα συμβεί. Και συνέβη. Και το αρσενικό βλέπει, αλλά το αρσενικό βλέπει και σκέφτεται. Το θηλυκό βλέπει και αισθάνεται. Και είδε το βλέμμα του Σάββα, είδε τις σκέψεις του. Κι εκείνο το βράδυ, το τρίτο, ρώτησε τον Αλέξη πάνω στη λογομαχία: Πως την είδες, ρε φιλάρα, μόνο εσύ θα γαμάς;   Και η λογομαχία έληξε εκεί. Για να εκτονώσει την κατάσταση, η Γιώτα προσφέρθηκε να κοιμάται με όλους μας. Ο Αλέξης ανένδοτος, ο Σάββας ανένδοτος. Όχι για να γαμήσει, με τη σειρά του, για να γαμάει μόνο αυτός. Ο Πέτρος δέχτηκε. Εγώ, άλλην είχα στο μυαλό μου. Πόνος αγιάτρευτος. Ο Σάββας μαχαίρωσε τον Αλέξη και πέταξε το πτώμα έξω στο χιόνι. Με το μαχαίρι στο λαιμό, πήρε τη Γιώτα σε ένα δωμάτιο.

Το πρωί, βρήκα τη Γιώτα κοντά στο τζάκι. Και τον Σάββα, χωρίς κεφάλι πάνω στο κρεβάτι. Το είχε πετάξει στο χιόνι. Το κεφάλι δεν θα βρεθεί ποτέ, το είδα στο στόμα μιας αλεπούς, θα τον θάψουν ακέφαλο. Έχει ξανασυμβεί, πολλές φορές. Μετά από λίγες ώρες, βγάλαμε έξω από το σπίτι και το πτώμα του Πέτρου. Σε τι θα ωφελήσει να μάθετε ποιος τον καθάρισε;  Ή εγώ ή η Γιώτα. Αυτοάμυνα.

Ζήσαμε με τη Γιώτα τρεις μήνες μαζί. Το σπίτι είχε τρόφιμα για ένα χρόνο, όπως πρέπει να έχουν όλα τα σπίτια. Μετά από ένα μήνα, αρχίσαμε να κοιμόμαστε μαζί. Να κοιμόμαστε, το εννοώ. Περνούσαμε τις νύχτες μπροστά στο τζάκι, πίνοντας κρασί και φούντα.  Στις 7 Μαρτίου τελείωσε η φούντα, λιώσανε τα χιόνια, μπορούσαμε να φύγουμε. Νύχτωνε όταν πλησιάζαμε στην Αράχωβα. Πάμε για ένα ποτό, με ρώτησε. Θα ήμουν ανήθικος εάν αρνιόμουν μια τόσο ηθική πρόταση. Πήγαμε και ήπιαμε από τέσσερα. Μετά ήρθαμε εδώ στο ξενοδοχείο. Εδώ, η  Γιώτα νεκρή στο κρεβάτι, γυμνή, περιμένω το ασθενοφόρο και την αστυνομία. Κολλημένος στο τζάμι του παραθύρου. Κοιτάζω ψηλά και βλέπω αμέτρητες νιφάδες να έρχονται από τον ουρανό. Ξέρετε για τι πράγμα μιλάω, έτσι δεν είναι; Ξεχωρίζω μια και την παρακολουθώ μέχρι να πέσει πάνω στο χιόνι. Αλλά αυτή που πέφτει δεν είναι αυτή που είδα, αυτή που ξεχώρισα χάνεται στον καθοδικό στροβιλώδη χορό της, καλύπτεται από τις άλλες, όσο διαφορετικές και να είναι, όλες είναι ίδιες. Ξανά πάλι. Με τις ώρες.

Ξέρω τι θα συμβεί. Θα έρθει το ασθενοφόρο, θα έρθει η Αστυνομία, θα περιμένω τη γνωμάτευση των γιατρών. Κι όταν θα βεβαιώσουν ότι  πέθανε από ανακοπή καρδιάς, οι μπάτσοι θα με αφήσουν να φύγω.

Μόνο εγώ θα ξέρω ότι πέθανε την ώρα του οργασμού, την ώρα του εν ζωή θανάτου, την ώρα που χάνεται η αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Κι εσείς, φίλες αναγνώστριες και φίλοι αναγνώστες.

Σχολιάστε ελεύθερα!