φίλες και φίλοι, γεια σας και χαρά σας
Σάββατο σήμερα, δεν έχει δουλείά, αργεί να ξημερώσει, υπάρχει χρόνος και διάθεση να ασχοληθούμε με κάτι σοβαρό, αν και πιο σοβαρό από την καρικατούρα, την παρωδία του σοβαρού δεν μπορεί να υπάρξει, μιας και το σοβαρό εκφράζει δυσαρέσκεια, απειλή και κίνδυνο – δε λέμε ‘σοβούσα κρίση’;
Κύριοι και θεωρητικοί της Κυριαρχίας, από τον 16ο μέχρι σήμερα, αναρωτιούνται εάν είναι δυνατόν να εξαλειφθεί το ενδεχόμενο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, δηλαδή, το ενδεχόμενο της κήρυξής της και της άρσης της. Με αυτό το θεωρητικό ζήτημα θα ασχοληθούμε σήμερα, αφού δούμε τι είναι αυτή η κατάσταση, μιας και στο μέλλον προβλέπεται να ισχύσει αυτό που ο Βάλτερ Μπένγιαμιν διαπίστωνε για το παρελθόν, ότι δηλαδή η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι μόνιμη και διαρκής. Θα υποστηρίξω ότι είναι παντελώς αδύνατο να εξαλειφθεί η κατάσταση έκτακτης ανάγκης και θα διατυπώσω την πρόβλεψη ότι εάν έχουμε κάποιες ενστάσεις για τον ισχυρισμό του Μπένγιαμιν ως προς το παρελθόν, μάλλον θα εξανεμιστούν εάν στραφούμε προς το μέλλον.
Εάν καταφύγουμε στη μεταφυσική και τη φιλοσοφία της Ιστορίας, πιθανόν να μπορέσουμε να αντλήσουμε κάποια επιχειρήματα υπέρ της δυνατότητας ή της βεβαιότητας εξάλειψης της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Εάν όμως, αντί να αεροβατούμε, μείνουμε προσγειωμένοι στο κοινωνικό πεδίο, θα αναγκαστούμε να δεχτούμε αυτό που φοβάται και δέχεται ο Κύριος, ότι δηλαδή δεν μπορούμε να εξαλείψουμε την κατ΄εξοχήν κοινωνική σύγκρουση, τη σύγκρουση μεταξύ Κυρίου και Υποτελούς, οπότε δεν μπορούμε να εξαλείψουμε τον κίνδυνο της ήττας και της κατάλυσης της Κυριαρχίας. Αυτή είναι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης: είναι η κατάσταση κατά την οποίαν κυρίαρχο στοιχείο είναι η ανάγκη αντιμετώπισης ενός θανάσιμου και έκτακτου κινδύνου για την Κυριαρχία και τον Κύριο που απορρέει από την κοινωνική σύγκρουση. Τι όμως μπορεί να χαρακτηριστεί κίνδυνος; Από τι προσδιορίζεται αυτός ο κίνδυνος; Μας το λέει κάποιος Νόμος; Μας το λέει το Δίκαιο; Μας το λέει το Σύνταγμα; Μπορούν όλοι αυτοί να κρίνουν εάν είναι σοβαρός ο κίνδυνος; Εάν δεν μπορούν, γιατί δεν μπορούν; Ποιος μπορεί και με ποιο κριτήριο θα εξετάσει τις περιστάσεις και τις συνθήκες ώστε να κρίνει εάν ο κίνδυνος είναι θανάσιμος, για τον Κύριο ασφαλώς;
Δεν θα δυσκολευτούμε, φίλες και φίλοι, να απαντήσουμε σε όλα αυτά τα ερωτήματα – αρκεί να φτιάξω και να πιω ένα καφεδάκι και να καπνίσω ένα τσιγαράκι.
Τα κρίσιμα ερωτήματα δεν τα έχω διατυπώσει ακόμα – θα το κάνω ευθύς αμέσως. Γιατί ο Κύριος να αναρωτιέται εάν είναι δυνατόν να εξαλειφθεί η κατάσταση (έκτακτης ανάγκης); Πως αντιμετωπίζεται; Πως αίρεται; Είναι δυνατόν ο Υποτελής να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης πριν το κάνει ο Κύριος; Μπορεί να ανατρέψει την αντιμετώπιση της κατάστασης από τον Κύριο; Μπορεί να άρει την κατάσταση πριν αυτή αρθεί από τον Κύριο;
Όλα αυτά, φίλες και φίλοι, είναι ζητήματα που θα βρούμε μπροστά μας, μιας και δεν μπορούμε κατά κανένα τρόπο να εξαλείψουμε το ενδεχόμενο της εξάλειψης του κινδύνου, μιλώντας από τη σκοπιά του Κυρίου, και της αντιμετώπισής του. Ο Κύριος το σκέφτεται και αναρωτιέται για δυο λόγους. Ο ένας είναι η επιθυμία του: θα ήθελε να μην υπάρχει κίνδυνος και πιθανότητα κατάλυσης της Κυριαρχίας. Αλλά, όπως γνωρίζουμε, η επιθυμία δεν είναι παρά ομολογία αδυναμίας. Το ποια είναι αυτή η αδυναμία το γνωρίζουμε πολύ καλά, και εμείς και ο Κύριος: είναι η εξάρτησή Του από τους Υποτελείς. Αυτή η διαπίστωση είναι η πηγή των φαντασιώσεων της αθανασίας και της υλοποίησης της απεξάρτησης από τον Υποτελή με την εξόντωσή του ή την αντικατάστασή του από μηχανές ή ανθρωποειδή.
Ο δεύτερος λόγος μας προσγειώνει στην κοινωνική πραγματικότητα. Πρόκειται για τον ορισμό της Κυριαρχίας, για το πως εκλαμβάνει την Κυριαρχία ο Κύριος. Θα παραθέσω ένα ορισμό ενός θεωρητικού της Κυριαρχίας του 16ου αιώνα, του Jean Bodin: la souverainete est la puissance absolute et perpetuelle d’ une Republique: η κυριαρχία είναι η απόλυτη και διηνεκής puissance της Πολιτείας, του Κράτους δηλαδή. Δεν μπορώ κατά κανένα τρόπο να αποδώσω το puissance ως εξουσία, κατά κανένα τρόπο. Εκτός εάν με τον όρο εξουσία εννοούμε τη δύναμη, την Ισχύ. Εγώ όμως θεωρώ ότι, αν και μπορεί να υπάρξει κοινωνία χωρίς κυριαρχία, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς εξουσία διότι είναι βασικό χαρακτηριστικό πολλών κοινωνικών σχέσεων (δάσκαλος-μαθητής, ενήλικος-παιδί, γιατρός-ασθενής, εραστής [ερωμένη]- ερωμένη [εραστής], κλπ. Κατά συνέπεια, όπως εγώ αντιλαμβάνομαι την εξουσία, δεν μπορούμε να είμαστε αντιεξουσιαστές αλλά υπήρξαμε και είμαστε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι. Εάν ταυτίσουμε την κυριαρχία και την εξουσία, μπορούμε να είμαστε αντιεξουσιαστές, έτσι όμως αναφύονται κάποια προβληματάκια.
Ο Κύριος λοιπόν θεωρεί ότι η Κυριαρχία είναι η απόλυτη και διαρκής Ισχύς του Κράτους. Αυτός ο ορισμός είναι μια εκκωφαντική υπεκφυγή, κρύβει δηλαδή κάποια επιθυμία. Ταυτίζοντας το αποτέλεσμα με το μέσον, την Κυριαρχία με την Ισχύ, ομολογεί ότι η Κυριαρχία δεν είναι κοινωνική σχέση, δεν είναι μια σχέση μεταξύ Κυρίου και Υποτελών, η ουσία της οποίας είναι η διαταγή, περιεχόμενο της οποίας είναι η αρπαγή και η καταστροφή του κοινωνικού πλούτου και των υποτελών Παραγωγών. Ο Κύριος(Bodin) με αυτόν τον ορισμό ομολογεί ότι θα ήθελε να μην ήταν κοινωνική σχέση η Κυριαρχία! Γιατί; Διότι αντιλαμβάνεται την αδυναμία, θα μας δοθούν πολλές ευκαιρίες για να τη φέρουμε στο προσκήνιο. Αλλά δεν είναι η μόνη επιθυμία. Υπάρχει κι άλλη μία: διαπιστώνει μεν ότι η Ισχύς του Κράτους είναι απόλυτη και διηνεκής, είναι όμως; Το ότι θα ήθελε η Κυριαρχία να μην ήταν κοινωνική σχέση ομολογεί άρρητα και ασυνείδητα ότι η Ισχύς ούτε απόλυτη είναι ούτε διηνεκής.
Να λοιπόν που διαθέτουμε δυο ορισμούς για την Κυριαρχία. Δεν διεκδικώ την ορθότητα του ορισμού που δίνω – ίσως κάποιος άλλος, κάποια άλλη να δώσει έναν άλλον ορισμό. Δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ότι δεν μπορούμε να μην διαθέτουμε δυο ορισμούς για την Κυριαρχία, το θεωρώ φύσει αδύνατον. Και θα δούμε ότι δεν είναι στείρος σχολαστικισμός η εμμονή στην ύπαρξη δύο ορισμών.
Αναρωτηθήκαμε εάν οι Νόμοι, το Δίκαιο, το Σύνταγμα είναι σε θέση να κρίνουν τι είναι ένας θανάσιμος κίνδυνος και πως να αντιμετωπιστεί. Ποιος λοιπόν θα το κρίνει. Ο Νόμος είναι ή προσωρινή συμφωνία ή η βούληση του Κυρίου διατυπωμένη ως νόμος. Το Σύνταγμα είναι μόνο προσωρινή συμφωνία. Και ο νόμος και το Σύνταγμα είναι πάντα επίκαιροι και πάντα ανεπίκαιροι. Είναι πάντα επίκαιροι λόγω της Κυριαρχίας. Είναι πάντα ανεπίκαιροι, ξεπερασμένοι λόγω της ρευστότητας της κοινωνικής σύγκρουσης και της μεταβλητότητας της κατανομής της Ισχύος μεταξύ των αντιπάλων. Όταν ο νόμος είναι ηβούληση του Κυρίου, πίσω από τον νόμο υπάρχει ο Κύριος, η βούλησή του. Όταν έχουμε προσωρινή συμφωνία, είναι σαφές ότι ο Κύριος έχει κάνει κάποιες υποχωρήσεις και έχει δεσμευτεί με κάποιες υποσχέσεις. Η προσωρινή συμφωνία ως υποχώρηση και ως υπόσχεση (με το ζήτημα της υπόσχεσης ασχοληθήκαμε πριν λίγες μέρες) είναι μια μείωση της Ισχύος. Άρα; Άρα, η Ισχύς του Κράτους δεν είναι απόλυτη και διηνεκής. Άλλο είναι όμως το θέμα. Ο κίνδυνος που εμφανίζεται ανατρέπει (ή μπορεί να ανατρέψει) αυτή την προσωρινή συμφωνία σε βάρος του Κυρίου, δηλαδή να αλλάξει η κατανομή της Ισχύος, ο συσχετισμός της Ισχύος υπέρ των Υποτελών (εξέγερση, επανάσταση). Ο κίνδυνος που αντιμετωπίζει ο Κύριος είναι μια περαιτέρω μείωση της Ισχύος του, και του Κράτους ασφαλώς. Όπως και να το κάνουμε, πρόκειται για θανάσιμο κίνδυνο.
Ας ρίξουμε τώρα ένα βλέφαρο στο πυρηνικό περιεχόμενο της υποχώρησης και της υπόσχεσης. Ποιο είναι; Ο Κύριος υποχωρεί και υπόσχεται ότι θα πάψει να καθαρίζει, να εξοντώνει τους υποτελείς Παραγωγούς, ότι θα σεβαστεί τη ζωή τους, ότι θα δείξει πως είναι αγαθός και φιλάνθρωπος, όπως είναι και ο Θεός. Και τίθεται το ερώτημα: τι θα κάνει όταν βρεθεί αντιμέτωπος με το φάσμα του θανάσιμου κινδύνου, όταν αντικρίσει τον κίνδυνο της κατάλυσης της Κυριαρχίας αλλά και του θανάτου του;
Το ερώτημα αυτό το έθεσε πρώτος ο Bodin. Εντάξει, υποχωρεί και υπόσχεται, αναγκάζεται να περιορίσει την ισχύ του, να σταματήσει να κόβει κεφάλια, αλλά μέχρι ποιο σημείο; Γνωρίζοντας ότι η βασική επιδίωξη της Κυριαρχίας και του Κυρίου είναι η διαρκής αύξηση της ισχύος, η επίτευξη της απόλυτης και διαρκούς Ισχύος, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι υπάρχει όριο στις τακτικές υποχωρήσεις, τις δεσμεύσεις, τις υποσχέσεις, τις υποχρεώσεις του Κυρίου. Έρχεται κάποια στιγμή που αναγκάζεται να μην τηρήσει τις υποσχέσεις του, να πάψει να δεσμεύεται
si la necessite est urgente
όταν η ανάγκη είναι επείγουσα, εάν ο κίνδυνος είναι θανάσιμος
Οι νόμοι και το Σύνταγμα ως παρωχημένες, ανεπίκαιρες προσωρινές συμφωνίες δεν μπορούν, και δεν δικαιούνται, να κρίνουν εάν ο κίνδυνος είναι θανάσιμος. Δοσμένης αυτής της αδυναμίας και σκεπτόμενοι ότι ο νόμος είναι πολύ συχνά η βούληση του Κυρίου, τότε ο Κύριος θα αποφασίσει εάν ο κίνδυνος είναι θανάσιμος, εάν δηλαδή κηρυχτεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης, δηλαδή ανάγκη αντιμετώπισης του θανάσιμου κινδύνου. Ο θεωρητικός της Κυριαρχίας Καρλ Σμιτ υποστηρίζει ότι ‘Κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης’, αυτή είναι η πρώτη παράγραφος του βιβλίου του ‘Πολιτική Θεολογία’ ( με την οποία θα ασχοληθούμε στο μέλλον, μιας και σχετίζεται με το ζήτημα της γένεσης του θεού, της εκπλήρωσης δηλαδή των επιθυμιών του Κυρίου που διατυπώθηκαν στην Ιλιάδα μέσω της τεχνολογίας και της επιστήμης, της ισχυροποίησης Του, κάτι που επέτρεψε τον Σμιτ να διατυπωσει την άποψη ότι όλοι οι πολιτικοί όροι είναι εκκοσμικευμένοι θεολογικοί όροι (θαύμα – επανάσταση). Είναι ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον ζήτημα.
Θα πιω άλλο ένα καφεδάκι και θα καπνίσω άλλο ένα τσιγαράκι.
Πως θα αντιμετωπίσει ο Κύριος τον θανάσιμο κίνδυνο; Πότε θα άρει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης; Την απάντηση στο πρώτο ερώτημα μας τη δίνει ο ορισμός της Κυριαρχίας του Κυρίου Bodin: θα τον αντιμετωπίσει με την Ισχύ του, την οποία θεωρεί απόλυτη και διηνεκή. Θεωρεί με λίγα λόγια ότι ο Κύριος είναι αήττητος, θα αναδειχτεί νικητής, ότι θα καταφέρει να αντιμετωπίσει τον θανάσιμο κίνδυνο με την προσφυγή στην Ισχύ – δηλαδή στα όπλα και στην άσκηση βίας. Στον ορισμό της Κυριαρχίας λανθάνει η βεβαιότητα ότι ο Κύριος υπερέχει στρατιωτικά. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι υποχωρήσεις, δεσμεύσεις, υποχρεώσεις, υποσχέσεις περί της μη εξόντωσης των υπηκόων αίρονται. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι η άρση όλων των δεσμεύσεών του. Και πότε θα αρθεί αυτή η άρσημ πότε θα σταματήσει να κόβει κεφάλια;
Με το ερώτημα αυτό προσεγγίζουμε το ζήτημα δημοκρατίας/δικτατορίας. Η δημοκρατία ως προσωρινή ανακωχή, ως προσωρινή συμφωνία, ως συνύπαρξη Κυριαρχίας και κομμουνισμού, εμπεριέχει την δικτατορία. Ο Καρλ Σμιτ υποστηρίζει, στην Πολιτική Θεολογία, ότι ‘η δικτατορία είναι το αντίθετο της συζήτησης’. Εμείς μπορούμε να ισχυριστούμε ότι και η δημοκρατία είναι το αντίθετο της συζήτησης. Αλλά για ποια συζήτηση πρόκειται;
Πρόκειται για τη συζήτηση του Κυρίου με τον Υποτελή. Ο όρος συζήτηση είναι ατυχής, θα προτιμούσα τον όρο διάλογο. Έχω υποστηρίξει ότι συζήτηση μπορεί να γίνει μόνο μεταξύ Κυρίων ή μεταξύ Υποτελών. Κι αυτό διότι ο Κύριος διατάζει, απαγορεύει, εκφοβίζει, απειλεί, εξαπατά (υπόσχεται, συμφωνεί, κλπ), ανακρίνει, αγορεύει (για να πείσει) τον Υποτελή. Γιατί να συζητήσει; Διαλέγεται με τον Υποτελή όταν προκύψει κάποια σύγκρουση η οποία δεν είναι κρίσιμη, οριακή, έκτακτη, επείγουσα. Αλλά ο διάλογος έχει έντονα στοιχεία διαταγής και απειλής – είναι μια απόπειρα αποδοχής της αποφάσεών Του από τους Υποτελείς. Αντιμετώπιση του θανάσιμου κινδύνου και συζήτηση, είναι ασύμβατα. Όταν ο Κύριος αποφασίζει για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αποφασίζει να σταματήσει τη συζήτηση και να αρχίσει πάλι να διατάζει, απαγορεύει, κλπ. Άρα, κατάσταση έκτακτης ανάγκης και δημοκρατία είναι ασύμβατα – αυτός είναι ο στρατιωτικός νόμος. Τι διατάζει ο Κύριος; Την απόλυτη και διηνεκή υπακοή και υποταγή: Θα κάνεις ό,τι σε διατάζω χωρίς διαμαρτυρίες, απείθειες και γογγυσμούς. Θα σε δέρνω, θα σε γαμάω, θα πεθαίνεις από τη πείνα και θα λες, μου αρέσει.
Κι αν δεν υπακούσεις, θα σε καθαρίσω. Θα ήθελα πάρα πολύ να σας καθαρίσω όλους αλλά δεν μπορώ. Κι αφού εξοντώσω όσους χρειαστεί και ομολογήσετε την υπακοή σας και την ήττα σας, τότε ο θανάσιμος κίνδυνος θα εξαλειφτεί, θα άρω την κατάσταση έκτακτης ανάγκης και θα επιστρέψουμε στην προσωρινή συμφωνία που επιβάλλει η εγκαθίδρυση της σχέσης, διότι κάθε σχέση, ακόμα και η κυριαρχική, είναι μια μορφή συμβίωσης και συνεργασίας: εσείς θα παράγετε ως υποζύγια τον κοινωνικό πλούτο και εγώ θα τον αρπάζω παραχωρώντας σε σας τόσον όσο χρειάζεστε για να αναπαραχτείτε.
Εάν έρθουμε τώρα στον δικό μας ορισμό, που εκλαμβάνει την Κυριαρχία ως κοινωνική σχέση, θα διαπιστώσουμε ότι αυτό που ισχύει για τον Κύριο μπορεί να ισχύσει και για τον Υποτελή. Εάν Κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, δηλαδή για την επείγουσα αναγκαιότητα της αντιμετώπισης του θανάσιμου κινδύνου, κι εάν λάβουμε υπόψη μας ότι και οι δυο πόλοι της κυριαρχικής σχέσης, της θανάσιμης σχέσης, αντιμετωπίζουν θανάσιμο κίνδυνο, τότε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι και ο Υποτελής αντιμετωπίζει θανάσιμο κίνδυνο. Και είναι βέβαιο ότι τον αντιμετωπίζει, μιας και ο Κύριος τον εξοντώνει! Άρα, μπορεί και ο Υποτελής να αποφασίσει για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Μπορεί; Εάν δεν μπορεί, γιατί;
Ένας Κύριος θα μας έλεγε ότι δεν μπορεί για τον απλούστατο λόγο ότι η Ισχύς του δεν είναι απόλυτη και δεν είναι διηνεκής, μιας και υστερεί σε στρατιωτικό επίπεδο. Άρα, δεν μπορεί να είναι Κυρίαρχος, δεν μπορεί να αποφασίσει για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ο Κύριος με τον ορισμό του διακηρύσει υπαινικτικά ότι ο υποτελής είναι εξ ορισμού αδύναμος και άρα θα είναι πάντα ηττημένος. Αυτό θυμίζει τη ρήση ενός αμερικάνου Κυρίου: υπάρχει ταξική πάλη, μόνο που εμείς είμαστε πάντα οι νικητές.
Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί του Κυρίου είναι αντιφατικοί. Διαπιστώσαμε ότι ο ορισμός του Κυρίου αρνείται ότι η Κυριαρχία είναι σχέση και το αρνείται διότι αντιλαμβάνεται ότι οντολογικά ο Κύριος είναι εξαρτημένος από τον Υποτελή Παραγωγό, ότι είναι δούλος του δούλου του, άρα δεν μπορεί να είναι πιο ισχυρός από αυτόν. Την αδυναμία αυτή επιχειρεί να εξαλείψει με την Ισχύ, την στρατιωτική υπεροπλία. Αναρωτιόμαστε: μπορεί να την εξαλείψει;
Ο Σπινόζα έγραψε στην ‘Ηθική’ του ότι για κάθε τι υπάρχει κάτι πιο ισχυρό. Εάν δεχτούμε αυτη την διαπίστωση, τότε θα δεχτούμε ότι υπάρχει κάτι πιο ισχυρό από την στρατιωτική Ισχύ, το οποίο θα είναι ανίσχυρο μπροστα σε κάτι άλλο. Υπάρχει κάτι που να είναι πιο ισχυρό από την στρατιωτική Ισχύ του Κυρίου;
Υπάρχει, και το αποκαλώ Πανταχού Απουσία. Πριν δούμε όμως τι είναι αυτή η Πανταχού Απουσία, ας δούμε κάτι άλλο που μας διέφυγε. Εκτός από τον Κύριο και ο Υποτελής αντιμετωπίζει θανάσιμο κίνδυνο. Η εξέγερση και η επανάσταση είναι ένας τρόπος αντιμετώπισης αυτού του κινδύνου, κατά συνέπεια, είναι μια κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Άρα, μπορεί ο Υποτελής να είναι κυρίαρχος. Η ρώσικη επανάσταση, ή ό,τι ήταν τέλος πάντων, έδειξε ότι ο Κύριος δεν είναι αήττητος, ότι η ισχύς του δεν είναι απόλυτη, ούτε διηνεκής. Η ρώσικη όμως επανάσταση μπορεί να επαναληφθεί΄, μπορεί να γίνει με τον τρόπο που έγινε το 1917; Τότε υπήρχε μια σχετική οπλική ισορροπία μεταξύ του Κυρίου και του Υποτελούς κι αυτό επέτρεψε τη νίκη- σήμερα υπάρχει;
Κατά κανένα τρόπο. Το κομβικό σημείο εδώ είναι τα πυρηνικά όπλα, τα οποία ασφαλώς και θα χρησιμοποιήσει ο Κύριος για να αντιμετωπίσει ένα θανάσιμο κίνδυνο – να καταστείλει μια επανάσταση. Οπότε, θα γυρίσουμε την πλάτη μας στην στρατιωτική Ισχύ του Υποτελούς. Εάν όμως ο Υποτελής είναι πιο ισχυρός από τον Κύριο, ποια είναι η Ισχύς του;
Η Υπέρτατη Ισχύς του Υποτελούς είναι η φύση της σχέσης της Κυριαρχίας: ο Υποτελής γίνεται πιο ισχυρός από τον Κύριο όταν πραγματοποιεί αυτό που επιθυμεί ο Κύριος εδώ και χιλιετίες: όταν καταργεί την εξάρτηση του Κυρίου από τον Υποτελή Παραγωγό. Την κατάργηση αυτή αποκαλώ Πανταχού Απουσία: είναι το γλέντι κατά τη διάρκεια της απουσίας από την εργασία (παραγωγή, σχολείο. κλπ). Η Πανταχού Απουσία δεν είναι απόλυτη και διηνεκής αλλά επαναλαμβανόμενη και μικρής ή μεγάλης διάρκειας. Το Πανταχού δηλώνει τον τόπο και τον χώρο, η Απουσία τον χρόνο – πρόκειται για ένα μη καπιταλιστικό χωρόχρονο, δηλαδή για ένα κομμουνιστικό χρονοχώρο.
Πριν δούμε τι είναι αυτή η Πανταχού απουσία, ας θέσουμε ένα άλλο ερώτημα, άκρως επίκαιρο: έχουμε την πολυτέλεια να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο, αύριο, μεθαύριο, ο Κύριος να κρίνει ότι αντιμετωπίζει θανάσιμο κίνδυνο και να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, να καταργήσει τη δημοκρατία και να το γυρίσει στην δικτατορία; Ποιος είναι αυτός ο θανάσιμος κίνδυνος, μπορούμε να τον προσδιορίσουμε στον χώρο και τον χρόνο; Μπορούν οι Υποτελείς Παραγωγοί να αντιμετωπίσουν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης;
Ο Κύριος είναι αδίστακτος ένοπλος ζητιάνος. Εάν κρίνει ότι αντιμετωπίζει θανάσιμο κίνδυνο θα γράψει γι’ άλλη μια φορά στ’ αρχίδια Του και τη δημοκρατία και το Σύνταγμα και τις δεσμεύσεις Του και τις υποσχέσεις Του. Θα απαιτήσει υπακοή και εκτέλεση των διαταγών του, των επιθυμιών του. Από που θα προέλθει αυτός ο θανάσιμος κίνδυνος; Από τα ‘γουρούνια’ της ευρωζώνης, από τους υποτελείς Παραγωγούς των PIGS, της Πορτογαλίας, Ιταλίας, Ισπανίας, Ελλάδας (και της Γαλλίας!). Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι μια απάντηση σε μια άλλη κατάσταση έκτακτης ανάγκης, την εξέγερση, επανάσταση. Πρόκειται για αμυνα, για αντίσταση στην επίθεση, τη στάση του Υποτελούς. Το θέμα είναι πως αντιμετωπίζεται αυτή η αντίσταση.
Υπάρχουν δυο τρόποι. Αυτός που υποστηρίζει η ιστορική Αριστερά, οι αγανακτισμένοι, κάποιοι αναρχικοί: όλοι στους δρόμους. Το πρωί στη δουλείά, το απόγευμα στις διαμαρτυρίες, το βράδυ στο μπαράκι.
Υπάρχει κι ένας άλλος τρόπος: η γενική απεργία διαρκείας. Ο τρόπος αυτός δεν μπορεί να δώσει μια απάντηση στο εξής ερώτημα: πόσο θα μπορέσει να διαρκέσει; Ποιος θα αντέξει, ο Κύριος ή ο Υποτελής; Ο Κύριος! Υπάρχει κι ένα άλλο ζήτημα: τι θα κάνουμε κατά τη διάρκεια της γενικής απεργίας; Οι περισσότεροι λένε αυτό που λένε και οι πρώτοι: όλοι στους δρόμους.
Και οι δύο τρόποι οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην ήττα, στην συντριβή, στην απόγνωση και στην απελπισία. Ο λόγος είναι απλός: δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι η μετωπική σύγκρουση, ο κεντρικός έλεγχος του χώρου είναι αδύνατος λόγω της υπεροπλίας του Κυρίου ημών.
Υπάρχει κι ένας τρίτος τρόπος που συνάγεται από την οντολογική υπεροχή του Υποτελούς: η Πανταχού Απουσία. Η Πανταχού Απουσία είναι Κοινωνικό αντάρτικο μεγάλης διάρκειας που βασίζεται στα διαλείμματα.
Η γενική απεργία δεν μπορεί να είναι διαρκής για δυο λόγους. Ο ένας, όπως είπαμε, είναι ο Κύριος μπορεί να αντέξει έως ότου αναγκαστούν οι Υποτελείς να επιστρέψουν. Από αυτόν, συνάγεται ο δεύτερος. Η αναπαραγωγή της ζωής και η παραγωγή του πλούτου θέτουν όρια και στο χώρο και στον χρόνο – περισσότερα στον χρόνο παρά στον χώρο. Μια Πανταχού Απουσία μπορεί να διαρκέσει ένα μήνα ή μια βδομάδα αλλά τι θα κάνουμε με την τροφή, την περίθαλψη, την ενέργεια, τη συγκοινωνία, την επικοινωνία; Εάν η διάρκεια της Απουσίας είναι μικρή, τότε η αποθήκευση της τροφής είναι μια λύση. Αλλά μπορούμε να ζήσουμε χωρίς φάρμακα και γιατρούς; Μπορούμε να μην έχουμε ρεύμα; Τις μέρες της Απουσίας μπορούμε να μετακινούμαστε με τα πόδια ή το ποδήλατο, να αφήσουμε το αυτοκίνητο αλλά το τρένο χρειάζεται πετρέλαιο, όπως και τα ασθενοφόρα και τα τρακτέρ και τα φορτηγά.
Όπου δεν μπορούμε να απουσιάσουμε, μπορούμε να περάσουμε στη πράξη: είναι δυνατόν οι γιατροί ή οι σκουπιδιάρηδες να εργάζονται κάθε μέρα, έντεκα μήνες το χρόνο; Προς το παρόν, έξι μήνες θα είναι μια προσωρινή λύση.
Η Πανταχού Απουσία ως Κοινωνικό Αντάρτικο και ως Πέρασμα στη Πράξη δεν μπορεί παρά να είναι μακράς διάρκειας. Και δεν μπορεί να γίνει μόνο σε μια χώρα. Θεωρώ ότι εάν αρχίσει, θα αρχίσει στις χώρες του μεσογειακού Νότου και θα εξαπλωθεί στην υπόλοιπη Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο. Θα θέσει τις βάσεις για ένα άλλο τρόπο σκέψης, παραγωγής, εργασίας, μάθησης, υγείας, κλπ, θα είναι μια διεύρυνση του εμμενούς κομμουνισμού.