φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Εάν η κοινωνική επανάσταση είναι εμφύλιος πόλεμος, με όποιο τρόπο κι αν διεξάγεται, εμφύλιος πόλεμος είναι και η πνευματική επανάσταση που προηγείται και συνεχίζει να εκτυλίσσεται ταυτόχρονα με την κοινωνική. Ο εμφύλιος πνευματικός πόλεμος έχει δύο όψεις, τη δημόσια και την ατομική (προσωπική). Σε δημόσιο επίπεδο, εμφανίζεται ως ένα πλέγμα συγκρούσεων οι οποίες πηγάζουν από την κομβική σύγκρουση μεταξύ της κυριαρχικής σχέσης (διαταγή/υπακοή/εκτέλεση) και της κομμουνιστικής (πρόταση/συνεργασία).
Η σύγκρουση προϋποθέτει ανασφάλεια, αμφιβολία, δοκιμές και πειραματισμούς, δειλά βήματα που παίρνουν τη μορφή της αμφιταλάντευσης, της ρωγμής, του υπαινιγμού, της διακοπής, της παρέκβασης του νέου μέσα στο παλιό, της ασυνέχειας. Συμμαθητής από το δημοτικό, μηχανοδηγός στον ΟΣΕ, μου λέει, Σάκη, να κοπούν τα χέρια μου αν πάω να ψηφίσω – βαμένα μπλε μυαλά, φανατικός νεοδημοκράτης. Είδα στην τηλεόραση έναν τύπο να κλαίει επειδή κατέθεσε τις πινακίδες του ενός και μοναδικού αυτοκινήτου που είχε, μιας και δεν μπορούσε να το συντηρήσει. Κάποιος άλλος ξηλώνει το γκαζόν του σπιτιού του και φτιάχνει λαχανόκηπο. Ένα άλλο ζευγάρι θέλει να φύγει από τη Θεσσαλονίκη και θέλει να ασχοληθεί με την καλλιέργεια της γης και δεν έχει που να πάει. Αυτοί που έχουν, εγκαταλείπουν την πόλη και επιστρέφουν στο χωριό τους.
Ένας εμφύλιος πόλεμος ξεσπάει μέσα μας, μέσα στη ψυχή μας – και με τον όρο ψυχή εννοώ το πλέγμα των κοινωνικών, διανοητικών, συναισθηματικών ικανοτήτων που είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με τους άλλους: εγώ είμαι οι άλλοι, εγώ είμαι ελεύθερος επειδή εξαρτώμαι και συνδέομαι με τους άλλους. Οι συγκρούσεις είναι πολλές και περιφερειακές και κάποια στιγμή εκβάλλουν/δημιουργούν την σύγκρουση των συγκρούσεων, αυτήν μεταξύ Κυριαρχίας και Κομμουνισμού.
Αυτό που με ενδιαφέρει αυτήν την εποχή είναι ο τρόπος της διαχείρισης αυτών των συγκρούσεων, η έκφρασή τους, η έκβασή τους. Σκέφτομαι ότι δεν διαχειρίζονται όλοι οι άνθρωποι, οι υποτελείς, και όχι μόνο, με τον ίδιο τρόπο τις εσωτερικές συγκρούσεις της εποχής: κάποιοι, λόγω πενιχρών εμπειριών, λόγω συναισθηματισμού, λόγω αναβλητικότητας (Άμλετ!), λόγω υπερβολικής ευαισθησίας, λόγω έλλειψης διανοητικών και πνευματικών ερεισμάτων, δεν καταφέρνουν να διαχειριστούν αυτές τις συγκρούσεις. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η κατάληξη είναι στην καλύτερη περίπτωση η αυτοκαταστροφή, η απελπισία, η απόγνωση, η μανιοκατάθλιψη, και στη χειρότερη η παραφροσύνη, η κατάρρευση, το πλήρες αδιέξοδο. Σας μιλώ εξ ίδίας πείρας και παθήματος. Η μικροαστή μάνα που αναγκάζεται να διακόψει τη φοίτηση του κανακάρη της στο ιδιωτικό και να τον στείλει σε δημόσιο και παθαίνει κατάθλιψη είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ένας επενδυτής στην Αγγλία είχε 7 δις εβρά, έχασε τα πέντε, του έμειναν δύο και αυτοκτόνησε! Με δύο δις! Σύγκρουση κι αυτή!
Κάποιοι άλλοι καταφέρνουν να διαχειριστούν τις συγκρούσεις με αποφασιστικότητα επειδή είναι το οριακό αδιέξοδο αυτό τους χαρίζει ενέργεια και δύναμη και θάρρος και τόλμη αλλά η αποφασιστικότητα αυτή είναι νόθα και αποβαίνει αναποτελεσματική διότι στόχος τους είναι ο ίδιος τους ο εαυτός και όχι ένας εξωτερικός κοινωνικός στόχος. Να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου, να περνάς πρώτα εσύ καλά, πρώτα εσύ πρέπει να αλλάξεις: οι κοινότοπες αυτές φράσεις συμπυκνώνουν αυτόν τον τρόπο διαχείρισης των συγκρούσεων. Το αποτέλεσμα είναι η αυτοεπιβεβαίωση και η αυτοεπίδειξη στην καλύτερη περίπτωση και στη χειρότερη, η μεγαλομανία, η τόνωση της αυταρέσκειας, η ματαιοδοξία. Ο φιλόδοξος συγγραφέας που νομίζει ότι είναι μεγάλος και διάσημος αλλά δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του, ο φιλόδοξος δημοσιογράφος αλλά τώρα άνεργος, ο άνεργος μεταπτυχιακός της φιλοσοφίας που συνειδητοποιεί ότι δεν θα υπάρξει γι’ αυτόν καμιά ακαδημαϊκή σταδιοδρομία μας δείχνουν ότι όποιος προσεγγίσει την αυτοεπιβεβαίωση και την μεγαλομανία, θα αναγκαστεί να κατρακυλίσει σε μεγαλύτερο αδιέξοδο και να ενταχθεί στην πρώτη κατηγορία. Σας μιλώ εξ ιδίας πείρας.
Τέλος, δεν είναι και λίγοι εκείνοι που καταφέρνουν να κατανοήσουν τις συγκρούσεις και έτσι να τις ελέγξουν. Όταν κατανοούμε τις συγκρούσεις καταφέρνουμε να κάνουμε κάποιες επιλογές που τις εξομαλύνουν ή και τις αναιρούν. Κάποτε, το 1987, ήθελα να γίνω μεγάλος και τρανός δημοσιογράφος, άρθρογράφος, αλλά έγινα κηπουρός και οικοδόμος. Η σύγκρουση μου πυροδοτήθηκε από δυο παράγοντες: την υγεία, κάπνιζα πολύ, και την απροθυμία μου ‘να χτενίσω’ τα κείμενά μου, όπως μου είπε ο τότε αρχισυντάκτης των Νέων, δηλαδή να αυτολογοκριθώ. Η επιλογή που κάνουμε δεν μπορεί παρά να είναι ριζική, ρηξικέλευθη, επαναστατική.
Κι αυτό διότι λόγω της διανοητικής, συναισθηματικής, κοινωνικής και πολιτισμικής αδράνειας, δυσκολευόμαστε πολύ να αλλάξουμε και να πάρουμε αποφάσεις. Εάν δεν ασκηθεί κάποια μορφή βίας εξωτερικής, εάν δεν καταρρεύσει όλο το μοντελάκι που έχουμε χτίσει, δεν παίρνουμε αποφάσεις. Το ζήτημα είναι εάν θα μπορέσουμε, εάν θα είμαστε ικανοί να πάρουμε αποφάσεις μετά την κατάρρευση.
Στο σταυροδρόμι στο οποίο βρισκόμαστε, ο ένας δρόμος είναι ο δρόμος της μοναχικής πορείας, του ατομικισμού, ο οποίος αναπόφευκτα οδηγεί στην αυτοεπίδειξη, την ματαιοδοξία, την μεγαλομανία, την μελαγχολία, την απελπισία και ο άλλος δρόμος είναι ο δρόμος της πρότασης/συμβίωσης/συνεργασίας με τους άλλους.
Μπροστά σε αυτό το σταυροδρόμι βρίσκομαι κι εγώ αυτήν την εποχή. Έχουμε αποφασίσει να φύγουμε από την Αλεξανδρούπολη και να εγκατασταθούμε στο χωριό της γυναίκας μου, στη Καστανούσα, στους πρόποδες του Μπέλες, μεταξύ Δοϊράνης και Κερκίνης, μια ώρα με το τρένο (και με το αυτοκίνητο) από τη Θεσσαλονίκη. Θα ασχοληθούμε με την παραγωγή τροφής.
Γι αυτό το ζήτημα όμως θα γράψω αύριο το πρωί. Τώρα πρέπει να ζυμώσω και να ψήσω ψωμί.