in μαγκαβά μπουτί

μαγκαβά μπουτί (1): πως ψήνουν οι γύφτοι το ψωμί

μαγκαβά μπουτί

στον Θόδωρα Μπασιάκο, καιρός ήταν

 

1. πως ψήνουν οι γύφτοι το ψωμί

 

Μαγκαβά μπουτί, θέλω δουλειά, αυτή η φράση ήταν η πρώτη που έμαθα, είναι αυτή που δεν ξεχνάω και δεν θα ξεχάσω – δε θα ξεχάσω τους γύφτους, μ’ αυτούς που έζησα έξι μήνες, με φρόντισαν, με αγάπησαν, σα γιο τους και σαν αδερφό τους,  σε μέρες οδυνηρές και χρόνια δύσκολα,  γι’ αυτές τις μέρες και τα χρόνια δε θέλω να γράψω, δε θέλω, κλαίω και χαίρομαι, χαίρομαι, η διάκριση ομορφιάς και ωραιότητας κατέστη πλέον σαφής, πολύ σαφής, μιας και ξέχασα την ομορφιά, την πανούργα ομορφιά, το πρότυπο, την τάξη, την καταγωγή, την κληρονομιά, την ιδιοκτησία (και του σώματος ασφαλώς), τη συναίνεση και θυμήθηκα την ωραιότητα. Η ωραιότητα των Γύφτων. Θυμήθηκα την ωραιότητα της παιδικής μου ηλικίας.

Είδα τη μάνα μου, φθινόπωρο του ’64, να φυτεύει κουκιά. Της ζήτησα να φυτέψω κι εγώ. Μου  ‘δωσε σπόρο κι ένα μικρό τσαπί. Τα φύτεψα μακριά από τα δικά της. Ο πρώτος μου λαχανόκηπος, A’  Δημοτικού. Κουκιά, Πετράδες, Έβρος. Την άλλη μέρα, την ώρα που χάραζε, πήγα στο λαχανόκηπό μου να δω αν φύτρωσαν. Τίποτα. Ούτε τη δεύτερη. Κάθε πρωί, με το χάραμα, κάθε πρωί. Και μια μέρα, πριν καν φτάσω, από μακριά, από μακριά, ένας σβώλος χώματος δεν ήταν εκεί που έπρεπε να είναι, είχε σηκωθεί, είχε αλλάξει, όχι, όχι, δεν ήταν γάτα, πλησίασα, πλησίασα, ήξερα που θα κοιτάξω, ένα πράσινο φύλλο μέσα από τη Γη έσπρωχνε το σβώλο τόσο τρυφερά, τόσο σιγανά και ταπεινά, τόσο ωραία, ωραία, ωραία, πουθενά ομορφιά, πουθενά ομορφιά. (Τους παρατηρητικούς άνδρες, τις παρατηρητικές γυναίκες και τα μάτια σας).

Τη δεύτερη ωραιότητα την είδα πρωί, Αύγουστος ήταν, δε θυμάμαι σε ποιο χωριό είχαμε στήσει τα τσαντήρια, ήταν πάντως γήπεδο, κάπου έξω από τη Θήβα, είχαμε πάει για ντομάτες, ξύπνησα το πρωί, σηκώθηκα να πάω να κατουρήσω και βλέπω πάνω στο χορτάρι, πάνω σε μια κουβέρτα, σκεπασμένοι με ένα σεντόνι και μια κουβέρτα, το μάγουλο της Μαρίας και το μάγουλο του Νϊκου ενωμένα, αγαπημένα, με χαμόγελο στα χείλη και με κλειστά μάτια να κοιτάζουν, ναι να κοιτάζουν  τα αστέρια του ουρανού που έσβηναν ένα μετά το άλλο. Καμιά ομορφιά, πουθενά ομορφιά. Η Μαρία είχε ένα πράσινο κι ένα μπλε μάτι. Μόνο ωραιότητα.

Μούλκι Κορινθίας,  καφενείο, κάτω από την εκκλησία, το σπίτι μας. Διαβάζω, περιμένουμε τους παραγωγούς και τους εμπόρους να κλείσουν τιμή για τα βερίκοκα. 15 με 30 Ιουνίου στο Μούλκι για βερίκοκα, Ιούλιος στη Βάρδα για καρπούζι και μετά  στη Ζαγορά στα μήλα, για να βγάλουμε τα έξοδα για Κρήτη, να ξεχειμωνιάσουμε, να έρθει η άνοιξη να πάμε θερμοκήπια κατά Ιεράπετρα μεριά κι απο εκεί το καράβι και ξανά στο Μούλκι, με ενδιάμεσους σταθμούς εδώ κι εκεί. Στο καφενείο, κάτω από την εκκλησία, διαβάζω. Δε ξέρω πόση ώρα στεκόταν όρθιος δίπλα μου.

-Πάμε για πατάτες αύριο; με ρωτάει.

-Φύγαμε, του είπα και το διάβασμα έχασε το νόημά του. Περίμενα πότε να ξημέρωσε.

Ξημέρωσε. Πήγα στα τσαντήρια την ώρα που μου είπε. Κοιμόταν. Κάθισα πάνω στο χαλί, στο τσαντήρι της Γριάς και του Γέρου – οι Γύφτοι δεν έχουν καρέκλες, μην το ξεχνάτε.  Μου φτιάξανε καφέ, η αρχόντισσα η Γριά με κέρασε τσιγαράκι, νικοτίνη, ξύπνησε κι ο Νίκος μετά από κάνα δυο ώρες. Τον μάλωσε στα γύφτικα, την μάλωσε κι αυτός, κάτι τρέχει στα γύφτικα. Προς το Ξυλόκαστρο, μου λέει, δεν κάνουμε καμιά βουτιά και συνεχίζουμε μετά; Ό,τι πεις, Νίκο.

Κάναμε τη βουτιά μας. Μετά, πείνασε ο Νίκος και πήγαμε για κοτόπουλο ψητό, πατάτες τηγανιτές, ντοματοσάλατα  και μπύρες. Είχε μεσημεριάσει για τα καλά. Μετά ο Νίκος νύσταξε, πήραμε το Ντάτσουν με τα σακιά τις πατάτες και πήγαμε λίγο πιο κάτω που δεν είχε κόσμο να κοιμηθούμε. Ξυπνήσαμε αργά. Μετά ο Νίκος αντιλήφθηκε ότι πέρασε η ώρα. Και γυρίσαμε – αυτός στα τσαντήρια και εγώ στο προαύλιο της εκκλησίας.  Αύριο πάλι.

Σήμερα θα σας πω πως ψήνουν οι γύφτοι το ψωμί. Το γύφτικο το σκεπάρνι θα το γνωρίζετε, το γύφτικο ψωμί όμως δε νομίζω.

Στο Μούλκι χωρίσαμε. Αρχές Ιουλίου. Εγώ πήγα για να φορτώσω καρπούζια στη Βάρδα, οι γύφτοι στη Γαστούνη, να μαζέψουν ντομάτες τα τα γυναικόπαιδα, να εμπορευτούν καρπούζια και πατάτες οι άνδρες. Μαζί τους και η Μαρία. Η Μαρία με το ένα πράσινο κι το ένα γαλάζιο μάτι. Μια μέρα τη συνάντησα στο μπακάλικο, απέναντι από το κεφενείο και της την έπεσα να πάμε για μπάνιο στη θάλασσα. Δεν είχε παιδιά, άρα ήταν ελεύθερη, σκέφτηκα. Μου χαμογέλασε, μόνο μου χαμογέλασε, μου χαμογελούσε κάθε φορά που την πλησίαζα και την γλυκοκοιτούσα και της γλυκομιλούσα. Μου είπαν πως τον Αύγουστο θα είναι σε ένα χωριό έξω από τη Θήβα, αλλά δε θυμάμαι σε ποιο, στο γήπεδο. Μετά τα καρπούζια, πήγα και τους βρήκα.

Όταν άνοιξα το σλίμπιγκ μπαγκ για να κοιμηθώ, έτυχε να περνάει ένα αγοράκι. Με είδε που το άνοιξα και που μπήκα μέσα. Σε λίγο, σε λίγα δευτερόλεπτα, μαζεύτηκαν όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, καμιά δεκαπενταριά. Με έβγαλαν έξω από το σλίπιγκ μπαγκ, μπήκαν μέσα όλα, το ένα μετά το άλλο, να τραβιούνται, να χτυπιούνται, να βρίζονται, να κλαίνε, ποιο να πρωτομπεί, μερικά δεν έβγαιναν, τα άλλα το χτυπούσαν κι όταν όλα άφησαν τις λάσπες των ποδιών και των ρούχων, σηκώθηκαν κι έφυγαν. Έβαλα για μαξιλάρι τα ρούχα μου. Οι γύφτισσες μαγείρευαν. Με τα ξύλα. Είχαν ανοίξει έναν μικρό λάκκο στο γήπεδο και μαγείρευαν, ζέσταιναν νερό για να πλύνουν τα μωρά και μερικά ρούχα. Όταν τελείωσαν, έφεραν μια γάστρα, ένα ταψί με σκέπασμα, το έβαλαν μέσα στο λάκκο, το σκέπασαν με στάχτη και κάρβουνα, από πάνω χώμα και την έπεσαν να κοιμηθούν. Θα ήταν μεσάνυχτα. Ο καυγάς για την τηλεόραση είχε λήξει χωρίς αιματοχυσία – αυτόν  τον καβγά όμως θα σας τον αφηγηθώ ένα άλλο πρωινό.

Το πρωί σηκώθηκα να κατουρήσω. Και βλέπω την αγάπη μου τη Μαρία και το Νίκο πάνω σε μια κουβέρτα, σκεπασμένοι με ένα σεντόνι και μια κουβέρτα, το μάγουλο της Μαρίας και το μάγουλο του Νϊκου ενωμένα, αγαπημένα, με χαμόγελο στα χείλη και με κλειστά μάτια να κοιτάζουν, ναι να κοιτάζουν  τα αστέρια του ουρανού που έσβηναν ένα μετά το άλλο. Καμιά ομορφιά, πουθενά ομορφιά. Η Μαρία είχε ένα πράσινο κι ένα μπλε μάτι. Μόνο ωραιότητα. Σκέφτηκα να φύγω. Δεν έφυγα, θυμήθηκα το χαμόγελο της Μαρίας. Γιατί χαμογελάμε όταν γνωρίζουμε κάτι που δεν το γνωρίζει ο άλλος;

Θα φεύγαμε, δεν τα βρήκαν με τους ντοματαπαραγωγούς για λίγες δεκάρες. Θα πηγαίναμε σε ένα χωριό της Κορινθίας να τρυγήσουμε σταφίδα. Μάζευαν τα τσαντήρια. Μια γύφτισσα ξεσκέπασε τη γάστρα. Την άνοιξε, έβγαλε από μέσα ένα μεγάλο καρβέλι. Βοήθησα να μαζέψουμε και να φορτώσουμε στα Ντάτσουν τα τσαντήρια. Ανέβηκα σε ένα φορτηγό με λίγα καρπούζια, με τα παιδιά.

Βοήθησα να ανέβουν τα παιδιά, ανέβηκα κι εγώ. Η Μαρία, η γυναίκα του Νίκου, μου έφερε μια γωνιά από το ζεστό καρβέλι.

Αθανάσιος Τριανταφυλλιά Δρατζίδης

 

 

Σχολιάστε ελεύθερα!