in Νεολιθική Γλωσσολογία, ποιμενισμός/αρχαία ελληνική γλώσσα και Ιλιάδα

li ri mu mu ku (2)

[Κυριακή, 24 Ιουνίου]

Σήμερα,  φίλες  και φίλοι, θα ελέγξουμε τη σύνταξη της πρότασης λήρ’ ή μώμ’ ώχου, κι αύριο θα δούμε τα φωνητικά προβλήματα που παρουσιάζει. Θα κάνω ένα διάλειμμα μιας βδομάδας, λόγω υγείας, δε θα γράψω τίποτα και θα επανέλθω με την εξέταση της δεύτερης και τρίτης ανάγνωσης και με τη διατύπωση κάποιων σκέψεων σχετικά με την αποκρυπτογράφηση της κρητικής ιερογλυφικής και της Γραμμικής Α΄ που επιχειρεί ο Γ. Πολύμερος, γλωσσολόγος-ιστορικός.

Μιας και το ζήτημα της σύνταξης είναι ιδιαίτερα λεπτό, απαιτεί δηλαδή έναν ιδιαίτερο χειρισμό στην αντιμετώπισή του, χρειάζεται  με άλλα λόγια ιδιαίτερη προσοχή και ακρίβεια, θα διατυπώσω κάποιες σκέψεις για να μπορέσουμε και να κατανοήσουμε κάποια πράγματα και, άρα, να συννενοηθούμε.

 1. Τη φράση ο ήλιος καίει για μας τους γκέι θα μπορούσαμε να τη διατυπώσουμε με πολλούς τρόπους. Καίει ο ήλιος για μας τους γκέι. Για μας τους γκέι καίει ο ήλιος. Για μας τους γκέι ο ήλιος καίει. Όλες αυτές οι προτάσεις είναι σωστές από γραμματικής πλευράς. Η σημασία τους είναι η ίδια και αυτή αλλά κάθε πρόταση έχει ιδιαίτερες παραδηλώσεις, παρασημάνσεις που τις δημιουργεί η τάξη των λέξεων. Εάν σας πω ότι είχα κάτι λεφτουδάκια και αγόρασα ένα οικοπεδάκι, θα καταλάβετε, χωρίς να το διατυπώσω ρητά, ότι τα λεφτά ήταν λίγα, τα μάζεψα σιγά σιγά και ότι το οικόπεδο που αγόρασα είναι μικρό και σίγουρα όχι στην Εκάλη. Όλα αυτά που θα αντιληφθείτε χωρίς να τα δηλώσω,  είναι παραδηλώσεις, παρασημάνσεις. 

Γιατί όμως θα μπορούσαμε  να διατυπώσουμε με πολλούς τρόπους τη φράση που σας ανέφερα; Θα μπορούσαμε να το κάνουμε διότι αρχικά το βασικό χαρακτηριστικό της  ινδοευρωπαϊκής πρότασης, κληρονόμος της οποίας είναι η πρόταση όλων των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, ήταν η αυτονομία των στοιχείων που την αποτελούσαν, με άλλα λόγια, υπήρχε μια απόλυτη ελευθερία στην τάξη των λέξεων. Μπορώ να πω ο ήλιος καίει αλλά και καίει ο ήλιος. Μπορώ να βάλω στην αρχή την κύρια (ο ήλιος καίει) ή τη δευτερεύουσα πρόταση (για μας τους γκέι) αλλά δεν μπορώ να πω ο ήλιος καίει τους γκέι για μας ή τους γκέι για μας ο ήλιος καίει. Ή ο καίει ήλιος! Ἠ, καίει ήλιος ο! Ή ήλιος ο καίει!

Υπάρχει ελευθερία αλλά όχι και αυθαιρεσία. Κι αυτό διότι κάθε γλώσσα τείνει να παγιώσει μια σειρά των λέξεων της πρότασης , με αποτέλεσμα να εμφανίζει μια συγκεκριμένη δομή, η οποία δομή έχει κανόνες. Η δομή της πρότασης είναι ένα από τα στοιχεία εκείνα που μας επιτρέπουν να πούμε ότι η ελληνική είναι συγγενική με τη γερμανική και όχι με την τουρκική ή την ιαπωνική ή των γλώσσα των Ζουλού. Όσον αφορά την αρχαία ελληνική γλώσσα, και όχι μόνο, οι της συγκριτικής γλωσσολογίας ερευνητές έχουν στρέψει την προσοχή τους στην θέση του ρήματος, του υποκειμένου, του προσδιορίζοντος και του προσδιοριζομένου  και στο ποια στοιχεία καταλαμβάνουν τις  δύο πρώτες θέσεις της πρότασης. 

Θα μου επιτρέψετε να πω μερικά πράγματα γι αυτά τα ζητήματα, σύντομα και απλά. Από όλα τα στοιχεία της πρότασης το  ρήμα είναι αυτό που διασώζει και διατηρεί την απόλυτη ελευθερία των στοιχείων της ινδοευρωπαϊκής πρότασης, εμφανίζει δηλαδή την μεγαλύτερη ευκινησία από όλα τα άλλα στοιχεία της πρότασης. Μιας και το ρήμα καταλαμβάνει κεντρική θέση στη πρόταση, τείνει να καταλάβει ή την πρώτη θέση ή να απωθηθεί στο τέλος. Θα γνωρίζετε ότι στα λατινική το ρήμα απωθείται στο τέλος, όχι όμως στη γαλλική, που προέρχεται από τη λατινική. Στα αρχαία ελληνικά δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη θέση για το ρήμα. Μπορεί να προηγείται ή να έπεται του αντικειμένου, μπορεί να προηγείται ή να έπεται των μετοχών που εκφράζουν δευτερεύοντα περιστατικά της ρηματικής ενέργειας αλλά το επίρρημα πάντα προηγείται του ρήματος. Θα δούμε παρακάτω ότι υπάρχει μια εξαίρεση ως προς τη θέση του ρήματος που έχει γίνει νόμος -και μας αφορά άμεσα.

Το υποκείμενο, για την αρχαία ελληνική μιλάω πάντα, τείνει να καταλαμβάνει τη τρίτη θέση και μετά. Εκτός από την πρακτική της πολιτιτικής ρητορικής κι αυτό για λόγους έμφασης και εντυπωσιασμού.

Αυτό που προσδιορίζει προηγείται αυτού που προσδιορίζεται – αφήνω πάντα έξω την περίπτωση της έμφασης. Κι αυτό ισχύει για όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Σήμερα, λέμε παλιόκαιρος ή πολύ βαρύς χειμώνας, έτσι δεν είναι; Δεν μπορούμε να πούμε χειμώνας βαρύς πολύ ή βαρύς πολύ χειμώνας! Μπορούμε να πούμε όμως χειμώνας βαρύς ο φετεινός!

Σπανιώτατα λοιπόν στη  πρώτη θέση της πρότασης έχουμε το υποκείμενο ή το ρήμα.  Τι έχουμε στην πρώτη θέση; Έχουμε συνδέσμους, δεικτικά, αρνήσεις, ερωτηματικά στοιχεία και κάποια μόρια. Τι είναι όλα αυτά; Είναι λέξεις που η λειτουργία τους είναι να προσδιορίσουν την δομή της πρότασης. Λέμε, τι ώρα είναι; Θα μπορούσαμε να πούμε, ώρα είναι τί; Ποτέ! Λέμε, μη φύγεις! Θα μπορούσαμε να πούμε φύγεις μή!; Ποτέ των ποτών!

Τη δεύτερη θέση, για τα αρχαία ελληνικά μιλάω, καταλαμβάνουν συνηθέστατα τα μόρια που συνδέουν τις προτάσεις, λέξεις γενικά που δεν είναι φορείς σημασίας.

Και μετά από όλα αυτά ας αναρωτηθούμε: ποια θέση της πρότασης καταλαμβάνει η προσταγή, η διαταγή, η παρότρυνση, η ικέσία; Μιας καί όλα αυτά εκφράζονται με Προστακτική, αναρωτιόμαστε: ποια θέση της πρότασης καταλαμβάνει η Προστακτική; Μία από τις δέκα εντολές λέει: τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου. Η προτροπή-διαταγή, τα όρια τους είναι πολύ δυσδιάκριτα, καταλαμβάνει την πρώτη θέση.  Αυτός είναι ο κανόνας.  Σε όλη την αρχαιοελληνική γραμματεία, η Προστακτική καταλαμβάνει την πρώτη θέση. Αλλά: τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημιν σήμερον (Ματθαίος) και, τον άρτον ημών τον επιούσιον δίδου το καθ΄ημέραν (Λουκάς).  Ποια είναι η διαφορά; Στη πρώτη περίπτωση, ο Θεός ο Κύριος ημών, ο ισχυρός, ο αθάνατος μας προτρέπει-διατάζει, εμάς τους ανθρώπους, ενώ στη δεύτερη, εμείς οι άνθρωποι ικετεύουμε-διατάζουμε τον Θεό. Το ποια θέση θα καταλάβει η Προστακτική μέσα στη πρόταση προσδιορίζεται από το ποιος διατάζει και ποιος διατάζεται! Μεταξύ θεών όμως και μεταξύ ανθρώπων, η Προστακτική καταλαμβάνει την πρώτη θέση και προσδιορίζει έτσι τη δομή της πρότασης. Θα πούμε τρέχα να προλάβεις το λεωφορείο, δεν θα πούμε, να προλάβεις το λεωφορείο τρέχα!   Άκου τον πατέρα σου! Άκου τι σου λέω! Φέρε μου ένα ποτήρι νερό! Αν δεν θέλουμε να είμαστε πολύ βάναυσοι,  εάν θέλουμε δηλαδή να διατάξουμε ευγενικά, πολιτισμένα, θα πούμε, τον πατέρα σου άκου, ή, τον πατέρα σου ν΄ακούς! Εάν πάμε στο αφεντικό και ζητήσουμε αύξηση, θα πούμε: θα ήθελα, αν μπορείς, να μου δώσεις αύξηση. Και αυτός θα μας απαντήσει: φύγε από μπροστά μου να μη σε βλέπω! Ή: άντε και γαμήσου!

Και μετά από όλα αυτά διαβάζουμε την πρόταση λήρ’  ή μώμ’ ώχου. Το ώχου είναι Προστακτική. Ποιος προτρέπει-διατάζει ποιον; Είναι σαφές ότι αυτός που προτρέπει είναι κάποιος ισχυρός, αυτός που προτρέπεται-διατάζεται ο υποτελής. Τα κείμενα τα γράφανε άνθρωποι των ανακτόρων, της Κυριαρχίας και τα περισσότερα κείμενα που διαβάζει ο Γ. Πολύμερος, είναι προτροπές-διαταγές. Μάλιστα σε μια σφραγίδα (34) διαβάζει το εξής (α΄πρόταση):

Μην αμελείς  να δέρνεις όποιον  έχει την τάση να τεμπελιάζει.

Θα περιμέναμε λοιπόν την Προστακτική ώχου στην αρχή της πρότασης. Στις ηθικού περιεχομένου προτάσεις, η Προστακτική καταλαμβάνει πάντα την πρώτη θέση. Τη πρώτη θέση, μετά τις προσφωνήσεις,  καταλαμβάνει κι όταν θέλουμε να παροτρύνουμε κάποιον για κάτι. Η προτροπή-διαταγή γνώθι σαυτόν είναι γνωστή. Επίσης, σπεύδε βραδέως! Και: άκουε πολλά, λάλει καίρια. Ανάσχου πάσχων, δρων γαρ έχαιρες  ( Υπέμενε όταν υποφέρεις, όταν δρούσες ήσουν καλά). Εάν θέλουμε να μετριάσουμε τη βαναυσότητα της διαταγἠς ή του περιεχομένου της, εάν θέλουμε να τονίσουμε ένα άλλο στοιχείο της πρότασης, τότε η Προστακτική θα καταλάβει τη δεύτερη ή τρίτη θέση, ποτέ όμως την τελευταία. Ο Θεόγνις μας προτρέπει: αργός μη ίσθι. . . ανιαρόν αργία. Και ο Μένανδρος: άνθρωπος ων γίγνωσκε της οργής κρατείν.

 Θα έπρεπε λοιπόν να έχουμε ώχου λήρ’  ή μώμ (;). Ενδέχεται  όμως ο συντάκτης του κειμένου της σφραγίδας να μην ήταν τόσο βάναυσος, ανυπόμονος και επιτακτικός και να διατύπωσε την διαταγή ευγενικά. Σε αυτήν την περίπτωση, θα έπρεπε να έχουμε λήρ’ ώχου (ή μήπως ώχ’ 😉 ή μώμ(;) Θα μπορούσε η Προστακτική να ήταν στο τέλος εάν είχαμε συμπλοκή και όχι διάζευξη: λήρ(;) και μώμ’ ώχου ή λήρ(;) μώμ(;) τ΄[τε] ώχου. Εκτός εάν το ή εκφράζει συμπλοκή και όχι διάζευξη. Θα το εξετάσουμε παρακάτω.

2. Και τώρα θα εξετάσουμε τη σύνταξη και τη σημασία της Προστακτικής ώχου και του ρήματος οίχομαι. Το ώχου είναι προστακτική, εκφράζει προσταγή (προτροπή, παραίνεση, παρότρυνση), εκφράζει δηλαδή θετική εκδήλωση της βούλησης. Δεν είναι απαγόρευση! Η απαγόρευση εκφράζεται με (απαγορευτική) υποτακτική: μην τρέχεις! Μη κλάνεις όταν τρως! Μπορούμε να πούμε κλάνε όταν τρως αλλά δεν μπορούμε να πούμε μη κλάνε όταν τρως! Θα πούμε μην κλάνεις όταν τρώς! Την Προστακτική λοιπόν ώχου θα πρέπει να την μεταφράσουμε ως Προστακτική, όχι ως απαγόρευση! Ο Γ. Πολύμερος τη μεταφράζει ως απαγόρευση – να μην μετέχεις στον λήρο και στον μώμο! Γιατί το κάνει αυτό; Διότι δυσκολεύεται πολύ να τη μεταφράσει ως προσταγή, ως Προστακτική! Γιατί δυσκολεύεται;

Το ρήμα οίχομαι είναι ενεστώτας με σημασία παρακειμένου. Είναι ένα φαινόμενο που το μαθαίνουμε στο γυμνάσιο. Ο παρακείμενος εκφράζει κυρίως πράξη παρούσα, η οποία είναι αποτέλεσμα παρελθόντος. Οίχομαι σημαίνει έχω φύγει, έχω απομακρυνθεί. Οίδα σημαίνει ‘το ξέρω διότι το έχω δει᾿ Τέθνηκα σημαίνει είναι νεκρός διότι έχω πεθάνει. Θνήσκω σημαίνει  πεθαίνω, ο θάνατός μου βρίσκεται εν εξελίξει. Έθανον σημαίνει πέθανα, πάει και τελείωσε, έλαβε τέλος η διαδικασία του θανάτου.

Οίχομαι σημαίνει ‘έχω φύγει, έχω αναχωρήσει, έχω εξαφανιστεί, είμαι φευγάτος, έγινα άφαντος’.   Τι θα μπορούσε λοιπόν να σημαίνει η Προστακτική οίχου (ώχου); Φύγε; Αναχώρησε; Εξαφανίσου; Γίνε  άφαντος; Αν μεταφράσουμε λοιπόν το ώχου ως προσταγή (Προστακτική) και όχι ως απαγόρευση, θα μεταφράσουμε: φύγε, φεύγε, απομακρύνσου  από τον λήρο και τον μώμο (και όχι μην μετέχεις του λήρου και του μώμου, δεν είναι καθόλου το ίδιο). Ας πούμε ότι είναι έτσι. Όταν φεύγω, φεύγω από κάπου και πάω κάπου. Το οίχομαι σε ποιο σημείο εστιάζει; Στὀ σημείο από το οποίο έχω φύγει ή στο σημείο στο οποίο βρίσκομαι διότι έχω φτάσει; Από τη στιγμή που έχω φύγει ήδη, είμαι κάπου αλλού, πηγαίνω κάπου αλλού ή πηγαίνω προς κάποιο πρόσωπο. Ε λοιπόν, φίλες και φίλοι, δεν υπάρχει ούτε μια μαρτυρία στην αρχαία ελληνική μαρτυρία που να μας λέει ότι το οίχομαι εκφράζει ἠ συντάσσεται με κάποιους προσδιορισμούς που δηλώνουν το σημείο ή το πρόσωπο από το οποίο έχει ήδη φύγει κανείς. Το οίχομαι συντάσσεται με αιτιατική του τόπου ή με εμπρόθετη αιτιατική για να δήλώσει τον προορισμό: οίχοντο ες Λακεδαίμονα (Ηρόδοτος), οίχεται εις άλα διαν (Ιλιάς), οιχομένοιο σέθεν δολιχήν οδόν (Οδύσσεια) και άλλα πολλά, πολλά.

Μεταφορικά, σημαίνει ‘έχω πεθάνει’ αλλά και ‘έχω καταστραφεί’. Το οίχομαι δεν χρησιμοποιείται μόνο για πρόσωπα αλλά και για πράγματα. Όταν θέλουμε να εκφράσουμε την ορμητική κίνηση ενός βλήματος, της θύελλας κλπ, προς κάποιον στόχο, προς κάποια κατεύθυνση. Διαβάζουμε στην Ιλιάδα (Α 53): εννήμαρ μεν ανά στρατόν ώχετο κήλα θεοίο: επί εννιά μέρες τα βέλη του θεού έφταναν με αρμή στο στρατόπεδο (των Αχαιών).

 Προφανώς, τα λήρ’ και μώμ είναι αντικείμενα στο ρήμα, στην Προστακτική ώχου. Σε τι πρώτη είναι αυτά; Θα είναι ή γενική ή δοτική ή αιτιατική. Δοτική δεν είναι (λήρω, μώμω) διότι η δοτική εκφράζει τη στάση, τον τόπο. Αιτιατική (λήρον, μώμον) δεν είναι, διότι, πρώτον, δεν θα είχαμε έκθλιψη και, δεύτερον, η αιτιατική εκφράζει την κίνηση προς κάπου, τον προορισμό. Κατά συνέπεια, θα ήταν γενική, ή καλύτερα αφαιρετική, που εκφράζει την κίνηση από τόπο, την αφετηρία. Δεν γράφω πως είναι η γενική διότι περιμένω μια απάντηση από τον Γ. Πολύμερο. Εάν δεν υπάρξει, θα τα ξαναπούμε. Όμως, το ρήμα οίχομαι δεν συντάσσεται ποτέ με γενική διὀτι δεν εκφράζει την απομάκρυνση αλλά τον προορισμό, την κίνηση προς τα κάπου. 

 Αυτό που διαβάζουμε, φύγε από τον λήρο και τον μώμο είναι απαράδεκτο, δεν είναι ελληνικά αυτά.

Ας υποθέσουμε ότι κάτι τέτοιο ήθελε να πει ο συντάκτης. Πως θα το έλεγε; Θα μεταχειριζόταν το ρήμα απέχω (απέχομαι), ο οποίο συντάσσεται με γενική-αφαιρετική διότι δηλώνει την απομάκρυνση, την αποχή. Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου η Κασσάνδρα προφητεύει τη δολοφονία του Αγαμέμνονα ως εξής: α α ιδού ιδού, άπεχε της βοός τον ταύρον, κράτα τον ταύρο (Αγαμέμνων) μακριά από τη δαμάλα (Κλυταιμήστρα).  Απέχομαι τινός σημαίνει απομακρύνομαι, κρατάω του εαυτόν μου μακριά από κάτι. Πολέμου μεν αφεξόμεθ’ ως συ κελεύεις, διαβάζουμε στην Οδύσσεια ( τ 489). Θα είχαμε λοιπόν απέχου (ή απόσχου) λήρ (;) ή μώμ(;) (σε γενική και τα δύο ονόματα. 

3. Είμαι σε δίλημμα: να συνεχίσω να γράφω ή να πάω στον κήπο; Ένα από τα δύο θα κάνω. Ή θα γράψω ή θα πάω στον κήπο. Δεν σημαίνει θα γράψω και θα πάω στον κήπο. Να φάω τυρί ή αυγό; Αυτό σημαίνει πως ή θα φάω τυρί θα φάω αυγό. Δεν σημαίνει θα φάω και τυρί και αυγό! Εάν πω, θα συνεχίσω να γράφω και μετά θα πάω στον κήπο σημαίνει ότι δεν έχω κάποιο δίλημμα, δεν υπάρχει κάποια διάζευξη, υπάρχει μια ακολουθία, μια συμπλοκή, μια πρόσθεση, ας το πούμε έτσι. 

Το δίλημμα είναι ένας διαζευκτικός συλλογισμός. Ή θα γράψω ή θα πάω στον κήπο! Διάζευξη είναι ένα σχήμα λόγου με το οποίο παρουσιάζονται ως εξίσου δυνατές δυο διαφορετικές επιλογές, η προτίμηση της μιας όμως αποκλείει την άλλην, ολικώς  ή μερικώς. Εντάξει; Συμφωνείτε ότι η Κρήτη είναι μεγαλύτερη της Ρόδου; Πολύ ωραία. Μου παρουσιάζονται δυο επιλογές, να φάω τυρί ή αυγό. Θα φάω τυρί -και λίγο, πολύ λίγο αυγό. Εάν τελικά φάω και αυγό, υπήρχε δίλημμα, διάζευξη,  αλλά τώρα δεν υπάρχει. Πως θα πούμε στα αρχαία ελληνικά να φάω τυρί ή αυγό; Θα πούμε: φάγω τυρόν ή ωόν; Πως θα πούμε θα φαώ τυρί και αυγό; Έδομαι τυρόν ωόν τε. Ενώ το μόριο ή διαζευγνύει, το τε ενώνει. (Το και έχει άλλη σημασία, δεν ενώνει αλλά προσθέτει, είναι προσθετικό)

 Ας έρθουμε τώρα στην ανάγνωση του Γ. Πολυμέρου και ας αφήσουμε στην άκρη όλα όσα είπαμε μέχρι τώρα. Απομακρύνσου (ώχου)  από τον λήρον ή τον μώμον. Όχι από τον λήρον και τον μώμον αλλά ή από τον λήρον ή από τον μώμον. Ας επιλέξουμε ένα από τα δύο. Ένα από τα δύο είναι απαράδεκτα, θα πρέπει να το απορρίψουμε, ολικώς ή μερικώς, αλλά δεν γνωρίζουμε ποιο είναι. Ο συντάκτης μας αφήνει να επιλέξουμε. Εγώ επιλέγω να απομακρυνθώ από τον λήρο (ανεξέλεγκτα λόγια) , όχι όμως από τον μώμο! (επικρίσεις, κατηγορίες, μομφές)  Μου αρέσει πολύ ο μώμος! Τρελαίνομαι για μώμο! Ο Γ. Πολύμερος μεταφράζει: η προτροπή είναι να μην μετέχει κάποιος στον λήρο ή στον μώμο. Εδώ το ή φαίνεται ότι ενώνει, προσθέτει: θέλει να πει, να μην μετέχει κάποιος στον λήρο και στον μώμο. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα το ή έχει διαζευκτική κυρίως σημασία και συγκριτική, ουδέποτε συμπλεκτική ή προσθετική. Η εξέλιξη του ή παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον και εμφανίζει μια πολύ μεγάλη ποικιλία χρήσεων που δεν υπήρχε στα αρχαία ελληνικά, ποικιλία που προέρχεται από τη διαζευκτική ή/και συγκρτική λειτουργία του μορίου ή:

ή τώρα ή ποτέ!  εσύ ή κάποιος άλλος ας σηκωθεί! τι προτιμάς, καφέ ή γάλα; ή εκαναν βόλτες ή διάβαζαν !   θα συζητήσουν ή πριν ή μετά το μάθημα!  ή τώρα ή ποτέ! ή εσύ θα μείνεις ή η Γεωργία! ή μ΄αφήνεις να φύγω ή βάζω τις φωνές!  Ελευθερία ή θάνατος! παιδί είσαι εσύ ή τύραννος; χόρτασες ή δε χόρτασες; τι κάθεσαι εδώ; ή μήπως περιμένεις κανέναν;

Με αυτόν τον τρόπο μεταχειριζόμαστε, φίλες και φίλοι, το διαζευκτικό-συγκριτικό μόριο ή. Το να πούμε θα παίξω ποδόσφαιρο ή μπάσκετ και να εννοούμε ότι θα παίξω ποδόσφαιρο και μπάσκετ το βρίσκω παντελώς ανοίκειο. Μήπω εννοώ θα παίξω ποδόσφαιρο και μετά μπάσκετ; Δε θα το έλεγα.

Κατά τον Γ. Πολύμερο, ο συντάκτης του κειμένου δεν μας θέτει ενώπιον ενός διλήμματος: μας προτρέπει να απομακρυνθούμε και από τον λήρο και από τον μώμο. Το κείμενο όμως λέει να απομακρυνθούμε από τον λήρο ή τον μώμο! 

Ανακεφαλαιώνω: ο Γ. Πολύμερος οφείλει

α) να μας εξηγήσει τι θέλει η Προστακτική ώχου στο τέλος της πρότασης 

β) να μας εξηγήσει γιατί μεταφράζει την προσταγή ως απαγόρευση και την Προστακτική ως Απαγορευτική Υποτακτική;

γ) να μας πει τι πτώσεις είναι αυτά τα ληρ’ και μωμ’;

δ) να μας πει, εάν είναι γενικές, ποια είναι η μορφή τους και να μας εξηγήσει τη σύνταξη του οίχομαι με γενική.

ε) να μας εξηγήσει γιατί το διαζευκτικό ή σημαίνει ότι και το τε, μόριο που ενώνει, όπως είπαμε.

Θα περιμένουμε. Κι αν δεν υπάρξουν εξηγήσεις, θα εξηγήσουμε εμείς τι συμβαίνει.

Τελειώσαμε; Όχι βέβαια. Άφησα το βαρύ πυροβολικό, τη φωνητική διάσταση του ζητήματος, στο τέλος. Θα συνεχίσω αύριο το πρωί. Πάω στον κήπο.

Σχολιάστε ελεύθερα!