φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Εάν φτωχός στο Περού είναι αυτός που δεν έχει παπούτσια και στην Ελλάδα αυτός που δεν έχει αυτοκίνητο, ένας δικανικός λόγος του Ισοκράτη*, ο ‘Υπέρ αδυνάτου’, που γράφτηκε στα μέσα στου 4ου π. Χ. αιώνα, μας ενθαρρύνει να εικάσουμε ότι φτωχός στην Αθήνα εκείνη την εποχή ήταν αυτός που δεν είχε τουλάχιστον έναν δούλο. Ένας Αθηναίος πολίτης κατηγορεί κάποιον άλλον ότι δεν είναι αδύναμος και ότι κακώς παίρνει επίδομα απορίας. Ο κατηγορούμενος υπερασπίζεται τον εαυτό του και λέει ότι είναι τόσο φτωχός που δεν μπορεί να αγοράσει έναν δούλο για να τον φροντίζει. Δεν θα εκινείτο λοιπόν στη σφαίρα της εικοτολογίας εάν διαπιστώναμε ότι δεν θα υπήρχε σπίτι που να μην κατέχει τουλάχιστον έναν δούλο.
Η κατάσταση αυτή ήταν το αποτέλεσμα μιας μακραίωνης διαδικασίας που άρχισε κατά το τέλος της γεωμετρικής (750-700) και τις αρχές της αρχαϊκής εποχής (700-500). Μας επιτρέπεται λοιπόν να εικάσουμε ότι από το 750 μέχρι το 350 ο αριθμός των δούλων που χρησιμοποιούνταν στην παραγωγή, στις οικιακές εργασίες και στις δημόσιες υπηρεσίες αυξάνει διαρκώς. Είμαστε βέβαιοι ότι οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν δούλους ήταν οι ποιμένες που εγκατέλειψαν την εκτροφή των ζώων και στράφηκαν στην καλλιέργεια της γης, και έγιναν τελικά γαιοκτήμονες δουλοκτήτες. Είμαστε επίσης βέβαιοι ότι η δουλεία υπήρχε κατά την εποχή της επικράτησης του ποιμενικού τρόπου παραγωγής (υπομυκηναϊκή και γεωμετρική εποχή), τόσο σε λανθάνουσα μορφή (η κατάσταση των γυναικών) όσο και σε καθαρή, μόνο που οι δούλες ήταν πολύ περισσότερες από τους δούλους και αυτό οφείλεται στην ιδιομορφία του ποιμενικού τρόπου παραγωγής: η εκτροφή των ζώων απαιτεί λίγα εργατικά χέρια, η επεξεργασία όμως των προϊόντων και οι οικιακές εργασίες πολύ περισσότερα, εργασίες που τις έφερναν σε πέρας οι γυναίκες.
Και ενώ ο αριθμός των ανδρών δούλων αυξάνει διαρκώς από το 750 μέχρι το 350, ταυτόχρονα αυξάνει και η ποσότητα των νομισμάτων που κυκλοφορούν στις ελληνικές πόλεις. Δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι αλλά εγώ δεν μπορώ να μην συσχετίσω αυτές τις δύο διαδικασίες. Δεν μπορεί αυτά τα δύο φαινόμενα να είναι άσχετα μεταξύ τους. Θα πρέπει λοιπόν να μελετήσουμε αυτά τα δύο φαινόμενα και να επιχειρήσουμε να τα συνδέσουμε. Πριν παραθέσω τα συμπεράσματα στα οποία έχω καταλήξει, θα ήθελα να στρέψω την προσοχή μου στο εξής ζήτημα: Γιατί οι γαιοκτήμονες και στη συνέχεια και άλλα κοινωνικά στρώματα στράφηκαν με τέτοια ζέση στην απόκτηση και χρήση των δούλων;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι την εποχή εκείνη μόνο ένα στα δύο παιδιά έφτανε στην ηλικία των είκοσι χρονών. Ο θάνατος ένος έφηβου ή ενός νέου σήμαινε την απαξίωση ενός μέρους του κοινωνικού πλούτου που είχε καταναλώσει ο έφηβος ή ο νέος. Θα το πω πολύ απλά. Εάν ένα παιδί κόστιζε 10.000 εβρά, ας πούμε, για να φτάσει στην ηλικία των 18 ετών, ο θάνατός του σήμαινε την απώλεια αυτού του ποσού. Με 10.000 εβρά όμως ένας γαιοκτήμονας αποκτούσε 10 δούλους. Το λέω πολύ σχηματικά μόνο και μόνο για να τονίσω μια πτυχή, τη δημογραφική βάση της δουλείας, η οποία περνάει, αδικαιολόγητα, απαρατήρητη.
Υπήρχε βέβαια και άλλο ένα πρόβλημα. Όταν οι πλούσιοι ποιμένες, κάτοχοι μεγάλων εκτάσεων γης, στράφηκαν στην καλλιέργεια της γης χρειάζονταν μεγάλο αριθμό εργατικών χεριών, αριθμό που δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να τους εξασφαλίσει η οικογένεια. Εξοικειωμένοι με τη δουλεία, η μόνη επιλογή των ποιμένων που γίνονταν γαιοκτήμονες δεν ήταν άλλη από τη χρήση δούλων. Που θα τους έβρισκαν όμως; Πως θα τους αποκτούσαν;
Πριν απαντήσω σε αυτά τα δύο πολύ βασικά ερωτήματα, θα ήθελα να υπογραμμίσω το εξής. Ελλείψει μαρτυριών και εμπειρικών δεδομένων, αναγκαζόμαστε να καταφύγουμε στη φαντασία και τη διαίσθηση – το κάνω χωρίς την παραμικρή επιφύλαξη, έχοντας κατά νου ότι δεν θα παραγνωρίσω τις διαθέσιμες μαρτυρίες – κυρίως φιλολογικές και αρχαιολογικές. Η φαντασία και η διαίσθηση ως μέθοδοι έρευνας καλύπτουν πολλά χάσματα και κενά των μαρτυριών – σε αυτές καταφεύγουμε πάντα κάθε φορά που επιχειρούμε να κατανοήσουμε φαινόμενα του απώτερου και απώτατου παρελθόντος, όπως η ανθρωπογένεση και η γλωσσογονία, για παράδειγμα.
Οι φιλολογικές μαρτυρίες, λίγες, μας λένε ότι οι δούλοι κατάγονταν από τη Θράκη (τη σημερινή Ανατολική και Δυτική Θράκη, την κεντρική και ανατολική Μακεδονά, τα Σκόπια και τη Βουλγαρία), τα παράλια του Εύξεινου Πόντου (Ρουμανία, Μολδαβία, Ουκρανία, βόρεια Μικρά Ασία) και τα ενδότερα της Μικράς Ασίας (Φρυγία, Καρία). Γιατί από τόσο μακριά; Γιατί οι Αθηναίοι, ας πούμε, δεν κατακτούσαν τα Μέγαρα, γιατί δεν εξανδραπόδιζαν τον ανδρικό πληθυσμό τους και έπρεπε να πάνε τόσο μακριά για να εξασφαλίσουν τον αριθμό των δούλων που χρειάζονταν;
Η απάντηση είναι πολύ απλή: εάν οι δούλοι προέρχονταν από κοντινές περιοχές είναι βέβαιο ότι θα δραπέτευαν και θα επέστρεφαν στον τόπο τους. Υπήρχε και ένας άλλος τρόπος να εξασφαλίσουν δούλους: να υποδουλώσουν τους φτωχούς, μικροϊδιοκτήτες παραγωγούς της ίδιας τους της πόλης. Αυτό έγινε στην Αρχαία Αθήνα κατά τα τέλη του 7ου αιώνα, αρχές του 6ου (640-590), μέσω του δανεισμού και της αδυναμίας αποπληρωμής των χρεών. Η εξέγερση όμως των υπόδουλων αγροτών ανάγκασε τους γαιοκτήμονες της Αθήνας να συμβιβαστούν, να χαρίσουν τα χρέη και να επιστρέψουν τη γη στους μικροκαλλιεργητές – η ποίηση του Σόλωνα παρέχει πολλές πληροφορίες γι’ αυτόν τον συμβιβασμό, τον οποίο οι γαιοκτήμονες έφεραν βαρέως και ουδέποτε λησμόνησαν. Τελικά, άρπαξαν τη γη των μικροϊδιοκτητών μέσω της δημοκρατίας, δηλαδή μέσω των κατακτητικών πολέμων – η Σικελική εκστρατεία ήταν ένα κομβικό σημείο αυτής της διαδικασίας που ολοκληρώθηκε κατά τον 4ο αιώνα. Η πόλις παράκμασε εξ αιτίας της έλλειψης ελεύθερων πολιτών και υπέκυψε στους τσομπαναραίους Μακεδόνες και αργότερα στη Ρώμη.
Για να βρούνε λοιπόν δούλους έπρεπε να πάνε μακριά. Για να πάνε όμως στη Θράκη και τον Εύξεινο πόντο οι γαιοκτήμονες χρειάζονταν πλοία, κωπηλάτες-πολεμιστές και όπλα, μέταλλα δηλαδή (σίδηρος, χαλκός-κασσίτερος για την παραγωγή ορείχαλκου). Πλοία και όπλα μπορούσαν να βρουν – το πρόβλημα ήταν οι πολεμιστές. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η εξασφάλιση των δούλων ήταν το αποτέλεσμα μιας ληστρικής επιδρομής: επέδραμαν κατά αγροτικών κοινοτήτων, έσφαζαν τον πληθυσμό που δεν χρειάζονταν (γέρους και γριές, παιδιά, έγκυες γυναίκες), άρπαζαν κυρίως έφηβους και νέους, άρπαζαν ότι μπορούσαν να κουβαλήσουν (μέταλλα, ζώα, οικιακά σκεύη, ρουχισμός, κλπ), έκαιγαν το χωριό και πήγαιναν γι’ αλλού. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια μας παρέχουν πολλές μαρτυρίες αυτής της πρακτικής. Επρόκειτο για οργανωμένη απαγωγή ελεύθερων παραγωγών. Οι δούλοι αυτοί δεν ήταν αιχμάλωτοι πολέμου που δεν ήξεραν τι να τους κάνουν και τους έκαναν δούλους: ΟΧΙ, κατά κανένα τρόπο! Ο σκοπός του πολέμου ήταν η απαγωγή των ελεύθερων παραγωγών απομακρυσμένων αγροτικών κοινοτήτων.
Πλοία και μέταλλα μπορούσαν να βρουν. Το πρόβλημα ήταν οι πολεμιστές. Δεν ήταν δύσκολο να βρεθούν και όντως βρέθηκαν. Ήταν οι ελεύθεροι πολίτες – μικροϊδιοκτήτες γης αλλά και οι ακτήμονες (θήτες). Οι πολεμιστές αυτοί είναι γνωτοί με το όνομα μισθοφόροι, οι ελεύθεροι πολίτες που εργάζονται ως πολεμιστές και αμείβονται με μισθό. Ο μισθός δεν είχε τη σημασία που έχει σήμερα: ήταν ένα μέρος της λείας που συγκεντρώνονταν κατά τη ληστρική επιδρομή. Φαίνεται όμως πως η διανομή της λείας ήταν ένα άκρως ακανθώδες πρόβλημα, ένα πρόβλημα καθημερινό που αφορούσε τόσο τους γαιοκτήμονες όσο και τους μισθοφόρους πολεμιστές. Θα έλεγα λοιπόν ότι η εργασία αυτή των μισθοφόρων είναι η αρχαιότερη μορφή μισθωτής εργασίας στον δυτικό πολιτισμό. Η λεία ήταν το επίδικο αντικείμενο της σύγκρουσης γαιοκτημόνων-πλοιοκτητών και μισθοφόρων πολεμιστών κατά τη διάρκεια της απαγωγικής πολεμικής εργασίας. Για αυτό το ζήτημα, η Ιλιάδα, και δευτερευόντως η Οδύσσεια, είναι ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η έρις μεταξύ του Αγαμέμνονα και του Αχιλλέα οφείλονταν στη διαφωνία που προέκυψε κατά τη διανομή της λείας, όπως έξοχα μας αφηγείται η ραψωδία Α.
Θα συνεχίσω αύριο το πρωί.
* Φίλος μού υπέδειξε, τον ευχαριστώ, ότι ο ‘Υπέρ αδυνάτου’ λόγος έχει γραφεί από τον Λυσία, ο πατέρας του οποίου (Κέφαλος) ήταν μέτοικος και δουλοκτήτης, ιδιοκτήτης μεταλλοτεχνικού εργαστηρίου – κατασκεύαζε όπλα.
Σχολιάστε ελεύθερα!