in διήγημα

αντίδωρο

αντίδωρο

Δεν ήταν με τη μάνα του, ήταν με τον αδερφό του. Μεγαλύτερος, πρώτη φορά τον έβλεπα.

– Γειά σας, ρε μάγκες, χαιρέτησα, πετώντας ένα τσαλακωμένο δεκάεβρο πάνω στη δίκην πάγκου προθήκη ψυγείου των κρεάτων, διατελών εν ευθυμία, εξ ουζερίου προερχόμενος, στο οποίο δεν θα ξαναπάω· η σύγχυση μεταξύ μεζέ και γεύματος με ενοχλεί, όπως και μεταξύ ανθρώπου και προβάτου. 

– Καλημέρα, τι κάνεις; με ρωτάει ο μεγαλύτερος.

– Δεν είμαι καλά, του λέω.

– Τι έχεις;

– Είμαι ευτυχισμένος, του λέω.

Ξύνει το κεγάλι του.

– Δεν το κατάλαβα,  μου λέει.

-Όταν είμαστε ευτυχισμένοι, δεν είμαστε καλά, επαναλαμβάνω και συμπληρώνω: από τη πολλή ευτυχία μπορεί να μην σκέφτεσαι, να μη βλέπεις μακριά, να τρελαθείς, να πεθάνεις. . .

Ο μικρότερος, το χασαπάκι, που κόβει το κρέας με τόση χάρη, λες και κάνει γλειφομούνι, χτυπάει τους μηρούς του με τα χέρια, μου λέει, να περπατάμε, διατυπώνοντας έναν γενικά αποδεκτό λαϊκό ορισμό της ευτυχίας, και κάνει μερικά βήματα προς το μεγάλο ψυγείο για να κόψει κρέας για κιμά, πέντε εβρά. Το ξέρει. Μια φορά τη βδομάδα, τις δυο βδομάδες. Για πέντε νοματαίους. Χάθηκαν οι πελάτες που έφευγαν με πέντε και δέκα κιλά κρέατα, εγώ συνεχίζω.  Ζύμωσα σήμερα, έστειλα τριάντα μισόκιλα στη Θεσσαλονίκη, φροντίζω να περισσέψει ζυμάρι να  ψήσω δυο τούρκικες πίτσες. Ζυμάρι από ψωμί, το ανοίγεις, μια στρώση ντομάτα πελτέ, δικός μας πελτές, μια στρώση κιμά. Μμμμμ.

Πέντε εβρἀ κιμά. Τον κόβει, τον ζυγίζει, η ζυγαριά γράφει τη τιμή 4.30. Κόβει λίγο ακόμα, πάει στο 5.70. Πάει να το τυλίξει, του λέω, πέντε και εβδομήντα είναι. Μου λέει:

– Δε βλέπεις καλά.

Εγώ δε βλέπω καλά, ρε χασαπάκι; Βλέπω τόσο καλά, το οφείλω ασφαλώς στα ψάρια, τα φρούτα, τα λαχανικά και το διάβασμα, βλέπω τόσο καλά που νομίζω ότι ακόμα κι όταν πεθάνω, θα συνεχίσω να βλέπω – τόσο χαζός είμαι. Δεν άργησα να καταλάβω τι ήθελε να μου πει, ήταν σαφές, δυο φορές μαζί με τον κιμά με κέρασε και μια κουλούρα λουκάνικο, το οποίο το τρώω ωμό και ηρεμώ. Και του λέω:

– Ναι, χἀλασε η  μικρή σκάλα.

Δεν κατάλαβε αμέσως αλλά πολύ γρήγορα. Και χαμογέλασε. Πρώτα κατάλαβε και μετά χαμογέλασε. Όχι σαν κάτι κουρντισμένα νεκροζώντανα ζόμπια που χαμογελούν χωρίς να καταλάβουν. Έχει κάτι γουρλωμένα μάτια το χασαπάκι, έχει ένα βλέμμα, έχω την εντύπωση ότι μέσα στα μάτια του ή πυρηνικοί αντιδραστήρες υπάρχουν ή διαστημικοί σταθμοί εξερεύνησης του σύμπαντος κόσμου. Το χαμόγελό του είναι τόσο σαφές, φωνάζει, δεν θα σε φάω, αυτό είναι το χαμόγελο, μια προλεκτική καθησυχαστική βεβαίωση  ότι δεν θα σε φάω.  Το χαμόγελο αρχίζει κάτι, μια επαφή, το γέλιο τελειώνει κάτι -οι κανίβαλοι στον Αμαζόνιο το ρίχνουν στο γέλιο μετά από γεύμα.

Μου δίνει ένα πεντάεβρο ρέστα, για να αγοράσω το the books’  journal, δεν θα πάνε τζάμπα τα λεφτά, ένα δυο τουλάχιστον άρθρα ενδιαφέροντα θα διαβάσω. Έχω πιάσει το πόμολο της πόρτας για να βγω και ακούω τη φωνή του μεγαλύτερου:

– Τι δουλειά κάνεις;

Γυρίζω πίσω. Τον κοιτάζω στα μάτια.

– Είμαι καταραμένος, φίλε μου. Πάσχω από μια ανίατη ασθένεια, δεν μπορώ να ασκήσω ένα επάγγελμα, το καταλαβαίνεις;Γιατί, Θεούλη μου, αμἀρτησα και δεν το ξέρω, γιατί; Δυο φορές προσπάθησα, στον έκτο μήνα, γέμισε το στόμα μου σπυριά, δεν μπορούσα να φάω,να μιλήσω, γέμισε όλο μου το κορμί εξανθήματα, δεν ξέρω τι να κάνω, δε ξέρω τι να κάνω. 

Δεν είπαν τίποτα. Κι αφού δεν είπαν τίποτα, έφυγα κι εγώ.  

Έφερα τον κιμά στο σπίτι, ρούφηξα ένα σφηνάκι τσίπουρο να διορθώσω τη γεύση μου, πήρα ένα μισόκιλο και πήγα ξανά στο κρεοπωλείο. Το δίνω στο χασαπάκι.

– Αυτό είναι γνήσιο, πραγματικό ψωμί. Εάν δεν σου αρέσει, σημαίνει ότι είναι πολύ καλό.

Το παίρνει. Με ρωτάει, πόσο κάνει;

– Ένα εβρό το μισό κιλό, όχι τα τριακόσια τριάντα γραμμάρια. Βάλ’ το να το ζυγίσουμε.

– Μα δεν υπάρχει λόγος, μου λεει.

– Σε παρακαλώ, δική μου περιέργεια.

Η ζυγαριά δείχνει 570 γραμμάρια.

– Α, συγγνώμη του λέω, έκανα λάθος, αυτό είναι για μας, πάω σπίτι να φέρω ένα που να ζυγίζει μισό κιλό ακριβώς.

Κοιτάζονται, και απορούν. Κοντοστέκομαι.

– Γιατί όμως να τρέχω στο σπίτι; Δώστε μου ένα μαχαίρι να κόψω αυτό που περισσεύει.

Κοιτάζονται, και απορούν.

– Μάγκες, βιάζομαι, πρέπει να πάω να πάρω τα παιδγιά από το σχολείο. . .

Μου δίνει το χασαπάκι ένα καθαρό μαχαίρι κι ένα καθαρό ξύλο. Κόβω μία μικρή φέτα, γωνία, λαδωμένη. Κόβω τη φέτα στα δύο. Αφήνω το μαχαίρι, παίρνω τα δύο κομμάτια και τους τα προσφέρω.

– Αντίδωρο.

Σχολιάστε ελεύθερα!