in Γραμματικοποίηση της Ιστορίας

γενική πτώση: προέλευση και εξέλιξη· 2. σύνταξη

Η ομορφη μουτζουρα (της Δέσποινας)

    φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

    Εάν η γενική, η δοτική και η αιτιατική είναι πτώσεις, θα πρέπει να υπάρχει κάποια βάση·  υπάρχει αυτή η βάση και είναι η ονομαστική. Η ονομαστική  δεν είναι πτώση, είναι η βάση πάνω στην οποία οργανώνεται η κλίση. Η ονομαστική ονομάζει, δηλώνει την πράξη του ονομάζειν καθ’ εαυτήν (ο άρτος εστί λευκός) . Ως βάση, η ονομαστική δεν έχει κατἀληξη (οι ονομαστικές χώρα, λύκος, ρήτωρ, σώμα  δεν έχουν καταλήξεις)- κι αν έχει,  είναι μεταγενέστερη εξέλιξη: 

 

 επειδή δεν θα μπορούσαμε να πούμε ο κόρακ, μιας και τα ληκτικά σύμφωνα της αρχαίας ελληνικής  είναι τα ς, ρ, ν, είτε θα λέγαμε ο κόρα, του κόρακος, είτε θα λέγαμε ο κόρακς (κόραξ), του κόρακος – κι αυτό είπαμε. Όταν η ονομαστική δηλώνει την πράξη του προσφωνείν και του καλείν αποκαλείται κλητική – οπότε δεν είναι πτώση, αλλά μια παραλλαγή της ονομαστικής (ω άρτε, λευκός ει[εισαι]). Οι πτώσεις κινούνται πέραν της πράξης του ονομάζειν (προσφωνείν, καλείν) και δηλώνουν σχέσεις μεταξύ δύο όρων (πρόσωπο, πράγμα, με όλους τους δυνατούς συνδυασμούς).  Τί δηλώνει η αιτιατική; Η λέξη προέρχεται από το αιτιατόν, που δεν δηλώνει την αιτία αλλά το αποτέλεσμα – η αιτιατική λοιπόν είναι η πτώση που δηλώνει το αποτέλεσμα μιας πράξης. Αλλά ποιάς πράξης; Της πράξης της προσβολής του αντικειμένου κατά τον πλέον άμεσο τρόπο και ολοσχερώς (λαμβάνει τον άρτον). Θα λέγαμε, θα πούμε περισσότερα στο μέλλον,  ότι η αιτιατική είναι η πτώση της πρόσληψης, της προσβολής, της αρπαγής, της κατάκτησης και όλων των άλλων σχέσεων και διαδικασιών που σχετίζονται με αυτές (κατευθυνόμενη κίνηση, διάρκεια, απόσταση, ιδιότητα). Η δοτική δεν δίνει μόνο, όπως ο όρος ‘δοτική’ μας υποβάλλει (δίδει τω άρτω μορφήν) αλλά και παίρνει! (το ύδωρ αφαιρείται τω άρτω την γεύσιν, το νερό αφαιρεί από το  ψωμί τη γεύση) .

    Η γενική δηλώνει όριο, περιορισμό. Ποιό όριο όμως; Ας δούμε τα εξής παραδείγματα: Όταν λέμε ότι ο Βασίλης  εσθίει τον άρτον,  θέλουμε να πούμε ότι ο Βασίλης τρώει το ψωμί, τη φραντζόλα με τον πιο άμεσο τρόπο και ολοσχερώς. Όταν όμως λέμε ο Παύλος εσθίει άρτου, θέλουμε να πούμε ότι τρώει ένα μέρος του άρτου, είτε γιατί δεν θέλει να φάει περισσότερο είτε γιατί  δεν του επιτρέπεται.  Ας δούμε άλλη μια πρόταση: ο Φιλίστωρ είδεν επί της τραπέζης ψίχα άρτου. Ο Φιλίστωρ δεν είδεν άρτον ή τον άρτον επί της τραπέζης αλλά είδεν ψίχα άρτου, ψίχουλα από ψωμί, ένα μικρό μέρος από το ψωμί. Στις φράσεις εσθίει άρτου και ψίχα άρτου, η γενική άρτου εμπεριέχει ένα όριο: ο Παύλος τρώει μέρος του ψωμιού, ο Φιλίστωρ είδε ψίχουλα από το ψωμί. Το αντικείμενο που δηλώνεται (άρτου) δεν συμμετέχει πλήρως στη ρηματικό περιεχόμενο της φράσης: τρώει ένα μέρος, είδε ένα μέρος του αντικειμένου που δηλώνεται (άρτου).  Αυτή, φίλες και φίλοι, είναι η αρχική λειτουργία της γενικής πτώσης: δηλώνει τον περιορισμό, το όριο συμμετοχής ενός εκ ων δύο όρων μιας σχέσης στο περιεχόμενο του ρήματος (εδώ, μεταξύ προσώπου και αντικειμένου· Παύλος και Φιλίστωρ –  ψωμί).  

     Στη φράση εσθίει άρτου, ο περιορισμός αναφέρεται στο περιεχόμενο του ρήματος, η γενική άρτου συντάσσεται με ρήμα·  τη γενική που συντάσσεται με ρήμα και δηλώνει όριο συμμετοχής, περιορισμό, μέρος, απόσπαση και τα όμοια την ονομάζουμε γενική διαιρετική. Εάν πούμε όμως ο άρτος του Ευριπίδου η γενική αναφέρεται στο όνομα άρτος, όχι σε ρήμα. Η γενική αυτή ονομάζεται γενική παρ’ όνομα, δηλαδή γενική κοντά σε όνομα, γενική ονόματος που αναφέρεται σε άλλο όνομα. Αυτή η γενική παρ’ όνομα εμφανίζεται με πολλές μορφές και ονομασίες αλλά δεν υπάρχει λόγος να δώσουμε ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτές τις διακρίσεις: δεν υπάρχει καθ’  εαυτήν  γενική κτητική, γενική της αιτίας, γενική της ύλης, του περιεχομένου, του μέτρου, της αξίας. Πρόκειται για ονόματα που συσχετίζονται αλλά η σημασία της σχέσης ποικίλει ανάλογα με τη σημασία των όρων. Στη φράση  ο άρτος του Ευριπίδου η γενική δηλώνει τον κτήτορα, τον κάτοχο του άρτου οπότε η σχέση μεταξύ του Ευριπίδου και του άρτου είναι κτητική. Ο περιορισμός είναι σαφής: ο άρτος είναι του Ευριπίδου, δεν είναι του Φιλίππου ή του Αθανασίου.

      Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά γι αυτές τις δύο γενικές, τη γενική που συσχετίζεται με ρήμα, τη γενική διαιρετική, και τη γενική που συσχετίζεται με όνομα, τη γενική παρ΄ όνομα, αλλά είναι τόσα πολλά που κάθε μία θα αποτελέσει το αντικείμενο ξεχωριστού σημειώματος. Υπάρχει όμως και μια άλλη γενική, δευτερογενής και μεταγενέστερη. Ας την δούμε κι αυτήν συνοπτικά.

     Εκτός από την αιτιατική, τη δοτική και τη γενική η αρχαία ελληνική διέθετε άλλες τρεις πτώσεις: την οργανική, την τοπική και την αφαιρετική. Η οργανική δήλωνε το όργανο με το οποίο έπραττε το υποκείμενο του ρήματος, η τοπική τον τόπο όπου βρισκόταν το υποκείμενο, κάποιος άλλος ή κάτι άλλο , ενώ η αφαιρετική δήλωνε την αφετηρία, την αρχή μιας ενέργειας, και μετρούσε την απόσταση που χωρίζει την αφετηρία από το τέρμα· η αφαιρετική δηλαδή δήλωνε την τοπική αλλά και χρονική απομάκρυνση (διάρκεια). Μορφολογικά, η οργανική και η τοπική δεν διέφερε από την δοτική με αποτέλεσμα η δοτική να τις αφομοιώσει. Η δοτική είναι ένας συγκρητισμός τριών πτώσεων· η αφαιρετική αφομοιώθηκε από την γενική, η οποία εμφανίζεται με δύο μορφές που και οι δύο δηλώνουν τον περιορισμό,  και έτσι εμφανίστηκε μια τρίτη γενική, η γενική αφαιρετική, η οποία συσχετίζεται, συντάσσεται με ρήμα – αλλά όχι μόνο, όπως θα δούμε στη συνέχεια

     Διαβάζουμε στην Ιλιάδα, Π 628, ότι

ου τοι Τρώες . . . νεκρού χωρήσουσι,

ούτε οι Τρώες βέβαια θα απομακρυνθούν από τον νεκρό (Πάτροκλο), από το σημείο όπου βρίσκεται ο νεκρός: η γενική νεκρού είναι μια γενική αφαιρετική η οποία δηλώνει το σημείο υποχώρησης, απομάκρυνσης. Στο παράδειγμα που ανέφερα, το ρήμα εκφράζει, κυριολεκτικά, την απομάκρυνση. Υπάρχουν πολλά τέτοια ρήματα στην αρχαία ελληνική, όπως υπάρχουν και ρήματα που εκφράζουν μεταφορικά την απομάκρυνση. Η γενική αφαιρετική συντάσσεται με ρήματα που δηλώνουν απομάκρυση. Συντάσσεται ακόμα και με ρήματα που δηλώνουν τον χωρισμό, το σταμάτημα,την ανεπάρκεια, την απαλλαγή και άλλα: επεθύμησαν παύσασθαι του πολέμου. Συντάσσεται ακόμα και με ρήματα που εκφράζουν αισθήματα τα οποία βιώνει κάποιος και τα οποία δημιουργούνται όταν σχετιζόμαστε με πρόσωπα (με ζώα, καταστάσεις), τα οποία εκλαμβάνονται ως σημεία εκκίνησης: θαυμασμός, μορφή, συμπαθεια, οργή και φθόνος είναι τα συνηθέστερα.  Εθαύμασα της τόλμης του σκύλακος (κουταβιού). 

   Όταν η γενική αφαιρετική συσχετίζεται με επίθετο συγκριτικού ή υπερθετικού βαθμού τότε η γενική αυτή ονομάζεται γενική συγκριτική: η Παναγία είναι τιμιωτέρα των Χερουβείμ! Με τη σύγκριση όμως, τα επίθετα συγκριτικού και υπερθετικού βαθμού, θα ασχοληθούμε στο μέλλον διεξοδικά μιας και άπτεται του ζητήματος (γενική διαιρετική) της Κυριαρχίας (γενική του περιεχομένου, της ποιότητας). Κι όταν συσχετίζεται με μετοχή κι αποκτά έτσι μια σχετική αυτονομία σε σύγκριση με την υπόλοιπη πρόταση, η γενική αυτή ονομάζεται γενική απόλυτος: δεδομένου του γεγονότος ότι θα ξυπνήσουν τα παιδιά, εγώ πρέπει να σταματήσω. Εγειρομένων των τέκνων (γενική απόλυτος),   ίνα εις το καπιταλιστικόν παιδοφυλακτήριον υπάγωσι,  ο πατήρ βούλεται παύσασθαι της συγγραφής (γενική αφαιρετική) και άρξασθαι της εργασίας (γενική διαιρετική) εις τους αγρούς. Ηδίων γάρ η εργασία της συγγραφής (γενική συγκριτική).

     Η γενική ονομάστηκε γενική λόγω του μεγάλου αριθμού των σχέσεων που υποδηλώνει. Κι ενώ η δοτική εξαφανίστηκε παντελώς και ολοσχερώς εκτοπιζόμενη από την αιτιατική (δίδωμι τον άρτον τω Φιλίστορι > δίνω το ψωμί στον Φιλίστορα), η γενική δεν εξαφανίστηκε αλλά συρρικνώθηκε εκτοπιζόμενη μερικώς επίσης από την αιτιατική: εις [ένας] των παίδων > ένα από τα παιδια· εθαύμασα της τόλμης: θαύμασα την τόλμη· εσθίω άρτου > τρώω από το ψωμί. Ελάχιστα κατάλοιπα της γενικής της συσχετιζομένης με ρήμα (γενική διαιρετική και γενική αφαιρετική) επιβιώνουν στις μέρες μας. Υπάρχει μάλιστα και μια νοσηρή τάση  νεκρανάστασης αυτής της γενικής (χρήζει ανάλυσης, θαύμασα της ικανότητας, κλπ) αλλά, ως νοσηρή, δεν πρόκειται να μακροημερεύσει.  Η γενική απόλυτος επιβιώνει με τη μορφή αρχαϊκών στερεότυπων εκφράσεων ενώ η γενική συγκριτική εξοβελίστηκε επίσης από την αιτιατική (τιμιότερη από τα Χερουβείμ).

    Η μόνη  γενική που επιβιώνει είναι η γενική παρ’ όνομα, περισσότερο στον ενικό παρά στον πληθυντικό. Ενώ όμως στην αρχαία ελληνική αυτή η γενική δήλωνε πολλά, σήμερα έχει περιοριστεί στη δήλωση της κτήσης (της κατοχής, της εξάρτησης) και της ποιότητας: η Μαρία Παπαδοπούλου (κτητική) φοράει ψηλοτάκουνα της μόδας (ποιότητας) κι ακούει μουσική της εποχής (ποιότητας, επίσης).

   Ελάχιστα ίχνη της αρχαιοελληνικής γενικής επιβιώνουν στη νεοελληνική, εκτοπιζόμενη από την αιτιατική. Εάν λάβουμε υπόψη μας ότι η δοτική εξαφανίστηκε παντελώς  εκτοπιζόμενη ολοσχερώς επίσης από την αιτιατική, το ερώτημα που προβάλλει είναι τ0 εξής:

Μα γιατί η αιτιατική κονιορτοποίησε και εξαφάνισε ολικώς την δοτική και μερικώς την γενική;

     Να ένα ακόμα καινοφανές ερώτημα – περισσότερα όταν θα ασχοληθούμε διεξοδικά με την αιτιατική· αν και η απάντηση βρίσκεται κάπου στην αρχή του σημερινού σημειώματος: δεν είπαμε ότι η αιτιατική προσβάλλει το αντικείμενο με τον πλέον άμεσο τρόπο και ολοσχερώς; Μήπως η αυτοκρατορία, η παντοδυναμία της αιτιατικής εκφράζει, αποτυπώνει την αυτοκρατορία της αρπακτικής πρακτικής; Άλλωστε, σε σημασιολογικό επίπεδο, η λέξη πραγματικότητα δεν σημαίνει αρπακτικότητα;

  Αύριο πάλι. Με περισσότερα καμμένα διόδια!

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Πάντα μου κινούσε την περιέργεια η διάκριση ανάμεσα στο άμεσο και το έμμεσο αντικείμενο. Ας πάρουμε το γνωστό “δίδωμι τινί τι”. Δίνω κάτι (άμεσο αντικείμενο) σε κάποιον (έμμεσο αντικείμενο). Το άμεσο αντικείμενο σε αιτιατική· το έμμεσο εδώ σε δοτική. Αλλά και στα νέα ελληνικά, που δεν έχουμε δοτική, το έμμεσο αντικείμενο το δηλώνουμε με αιτιατική εμπρόθετη. Σα να θέλουμε να παρεμβάλουμε “κάτι”, έστω μια τοσοδούλα πρόθεση, ανάμεσα σε μας και στο έμμεσο αντικείμενο.

  2. Εάν, Φιλίστωρ, το άμεσο αντικείμενο είναι σε αιτιατική πτώση, αυτό επιβεβαιώνει αυτά που γράφω για την αιτιατική, ότι δηλαδή προσβάλλει το αντικείμενο με τον πλέον άμεσο τρόπο και ολοσχερώς. Κι αν το πρόσωπο σε δοτική πτώση το χαρακτηρίζουμε έμμεσο αντικείμενο, αυτό δείχνει ότι το αντικείμενο και η αιτιατική είναι πιο ισχυρά, μας ενδιαφέρουν πιο πολύ από το πρόσωπο και τη δοτική. Σήμερα, δεν χάθηκε μόνο η δοτική αλλά και το πρόσωπο, το άτομο, όπως μας έδειξε η νεωτερική λογοτεχνία, η Δίκη του Κάφκα, λόγου χάριν.