in αδρομερές σκιαγράφημα δυο ιστοριών του ανθρώπινου γένους

χριστιανισμός: από την προκυριαρχική θρησκεία (θυσία) στην κυριαρχική (επιθυμία του Κυρίου: σωματική αθανασία)

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

   Το 1972 μ. Χ. εκδόθηκαν δύο βιβλία που συνέβαλαν στην αλλαγή του τρόπου που αντιλαμβανόμαστε και μελετάμε τη θρησκεία. Οι μαρξιστές διανοούμενοι και στοχαστές δεν τα πρόσεξαν –  δεν είναι δα και η πρώτη φορά: ο στενόμυαλος μαρξισμός πεθαίνει, ή μάλλον έχει πεθάνει, και, όπως και η  ιστορική Αριστερά,  είναι σαν τα νύχια  και τις τρίχες του νεκρού που συνεχίζουν να μεγαλώνουν.  Έχουν μεταφραστεί και τα δύο στα ελληνικά –  εάν δεν τα έχετε διαβάσει, τα προτείνω ανεπιφύλακτα!  Πρόκειται για το βιβλίο του Rene Zirard (Ρενέ Ζιράρ)  La violence et la sacrέ (Η βία και το ιερό) και αυτό του Walter Burkert (Βάλτερ Μπούρκερτ)  Homo necans (Ο άνθρωπος που θανατώνει).

    Τα βιβλία αυτά επανεξετάζουν, χωρίς να το επιδιώκουν, τη διάσημη ρήση του Καρλ Μαρξ  ότι η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Η χριστιανική θρησκεία μπορεί να είναι όπιο του λαού, αν και δεν είναι μόνο αυτό, όπως θα δούμε, αλλά η θρησκεία δεν είναι γενικά και αόριστα.  Η θρησκεία ενός τροφοσυλλεκτικού εσμού (ομάδας, φυλής, κοινότητας) είναι όπιο για τους τροφοσυλλέκτες;  Τα βιβλία που ανέφερα μας βοηθούν από τη μια να κατανοήσουμε τη γένεση της θρησκείας και από την άλλη να τραβήξουμε μια έντονη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της αρχέγονης, προκυριαρχικής θρησκείας και της κυριαρχικής θρησκείας, της θρησκείας που εμφανίστηκε με την γένεση της Κυριαρχίας, κατά την τέταρτη και τρίτη προ Χριστού χιλιετία ( κι όχι χιλιετηρίδα –  η οποία είναι το χιλιοστό έτος μιας χιλιετίας).

      Η έννοια κλειδί που μας βοηθάει να κατανοήσουμε τη γένεση της θρησκείας  και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αρχέγονης, προκυριαρχικής θρησκείας είναι η έννοια της θυσίας, της συλλογικής θανάτωσης ανθρώπου ή ζώου. Η θυσία υπάρχει από τότε  που εμφανίστηκε ο άνθρωπος πάνω στη Γη –  από τότε μέχρι σήμερα, δεν σταμάτησε ποτέ να θυσιάζει ζωντανούς οργανισμούς. Γιατί;  Θυσιάζονται σήμερα άνθρωποι και ζώα –  και πώς;  Αντιλαμβάνομαι, το ίδιο κι εσείς, πως αυτά τα ερωτήματα είναι ενοχλητικά, ίσως και θλιβερά, αυτό όμως σημαίνει ότι δεν πρέπει να τα διερευνούμε και να διατυπώνουμε απαντήσεις;  Όχι, κατά κανένα τρόπο.

    Όσο κι αν μας φαίνεται παράλογο και παράδοξο και αντιφατικό, η συλλογική θανάτωση, η θυσία ανθρώπου ή/και ζώου ενισχύει τη ζωή –  και τη βιολογική και την κοινωνική. Ας δούμε πρώτα τη βιολογική. Εάν δεν μπορεί να υπάρξει ζωή χωρίς τον θάνατο, εάν ο θάνατος είναι υπηρέτης της ζωής, ο ενισχυτής και συνεχιστής της ζωής, τότε η ομαδική θανάτωση ενός ζωντανού οργανισμού δεν μπορεί παρά κι αυτή να ενισχύει τη ζωή. Θλιβερό αλλά αναγκαίο, θα μας έλεγαν οι πρωτό-γονοι (με την αρχική σημασία της λέξης) πρόγονοί μας. Ο Ζιράρ μας λέει κάτι άλλο, επισημαίνει τη κοινωνική πτυχή και χρησιμότητα της θυσίας. Μας λέει ότι οι ανθρώπινες ομάδες (η πυρηνική κοινωνία) αντιμετώπιζαν, και αντιμετωπίζουν, ένα τρομερό δίλημμα: τα μέλη μιας ομάδας ή θα στραφούν το ένα εναντίον του άλλου και η ομάδα (η κοινωνία) θα αντιμετωπίσει τον κίνδυνο του αλληλοσπαραγμού και της εξαφάνισης ή θα στραφούν και θα εκτονώσουν την επιθετικότητά τους εναντίον ενός μέλους της ομάδας –  αυτό είναι το θύμα. Να μην υπάρξει επιθετικότητα είναι κάτι αδιανόητο αφού αυτή γεννάται και αναγεννάται καθημερινά λόγω των ματαιώσεων και του ανικανοποίητου που προκαλούν τα όρια στην επιθυμία και στην ελευθερία που βάζει η κοινωνία για να υπάρξει. Πρόκειται για έναν φαύλο και αδιέξοδο κύκλο.

    Το θύμα είναι αυτό που και τη ζωή ενισχύει και την ομάδα σώζει!  Όχι  μόνο τη σώζει αλλά και την εγκαθιδρύει, μάλλον, αναπαράγει τη σύμπηξή της!  Το θύμα είναι ο θεμελιωτής και ο σωτήρας της κοινωνίας.  Το θύμα αξίζει το σεβασμό της ομάδας –  να και η λατρεία του θύματος. Εάν δεν υπάρξει θυσία, τίποτα δεν θεμελιώνεται –  στην Άρτα το γνωρίζουν πολύ καλά. Όταν δούλευα οικοδόμος, μας φέρνανε και σφάζαμε ένα κόκκορα στα θεμέλια. Εάν θέλετε να ιδρύσετε, να θεμελιώσετε  θρησκεία, πρέπει οπωσδήποτε να θυσιαστείτε! 

    Το θύμα όμως ήταν μέλος της κοινότητας· το να θανατώσεις ένα μέλος της κοινότητας δεν είναι κάτι το ευχάριστο –  είναι θλιβερό αλλά αναγκαίο. Έτσι, δεν υπάρχει θυσία χωρίς έκφραση της θλίψης –  με κραυγές και οιμωγές και κλάμα αλλά και με χειρονομίες συγνώμης και εξιλέωσης. Από την έκφραση της θλίψης, από τις οιμωγές και τις θυσιαστήριες χειρονομίες προήλθε η κενή περιεχομένου, λόγω σαφήνειας, τελετουργία.  Όταν η τελετουργία εμπλουτίσθηκε με περιεχόμενο, γεννήθηκε ο μύθος. Η τελετουργία προηγείται του μύθου, όχι το αντίστροφο, ας μην το ξεχνάμε.

      Κι ενώ η επιθετικότητα, η θυσία, η τελετουργία και ο μύθος, η θρησκεία με άλλα λόγια,  ουδέποτε έπαυσαν να υπάρχουν (σήμερα:  ο μύθος του Λόγου, της Τεχνολογίας, της Επιστήμης, πόσοι άλλοι μύθοι, πόση επιθετικότητα, πόσες θυσίες,τελετουργίες –  σε βαθμό που να  ζούμε ξανά την ανθρωπογένεση/κοινωνιογένεση ή να τίθενται εν αμφιβόλω), η κοινωνική εξέλιξη έφερε στο προσκήνιο μια νέα μορφή θρησκείας. Η κομβική έννοια δεν είναι αυτή της θυσίας αλλά της επιθυμίας.

    [ Πέμπτη, 17 Απριλίου]

       Εκτός από τα βιβλία που ανέφερα, υπάρχουν κι άλλα πολλά σχετικά με την αρχέγονη, προκυριαρχική θρησκεία. Μαθαίνουμε πολλά από μελέτες της  ανθρωπολογίας, της  εθνολογίας και της θρησκειολογίας· ο Ερωτισμός του Ζορζ Μπατάιγ μας λέει ότι εκτός από τον θάνατο και ο έρωτας ενισχύει τη ζωή –  οπότε υπάρχει κάποια βαθύτερη σχέση της βίας της θανάτωσης, της θυσίας και του έρωτα·  ο  Χρυσός Κλώνος του Τζέιμς Φρέιζερ είναι μια ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών και γνώσεων: μαθαίνουμε ότι στους προχριστιανικούς αιώνες στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, Αιγύπτου, Ανατολίας και ελλαδικής τη εποχή της σποράς θυσιάζονταν ανθρώπινα όντα και ζώα για να ενισχυθεί η ζωή –  οι θυσίες ενίσχυσης της ζωής όμως δεν περιορίζονταν μόνο σε αυτή την περιοχή ούτε σε εκείνη την εποχή. 

     Από αυτές τις αντιλήψεις προήλθαν κάποιες άλλες:  στην ίδια ευρύτερη  περιοχή λατρεύονταν θεότητες που πέθαιναν, άλλοτε θυσιαζόμενες κι άλλοτε όχι,  και ανασταίνονταν. Οι θεότητες αυτές είναι προσωποποίηση φυσικών φαινομένων –  και εγκαινιάζουν τον ανθρωπομορφισμό στη θρησκεία.  Πρέπει οπωσδήποτε να σημειώσουμε ότι στην αρχέγονη, προκυριαρχική θρησκεία δεν υπάρχουν ανθρωπομορφικές παραστάσεις, δεν υπάρχουν ανθρωπόμορφοι θεοί. Οι θεότητες όμως αυτές είναι πλάσματα της φύσης, πολλές φορές ήταν άνθρωποι που θεοποιήθηκαν αλλά στην περίπτωση η έννοια θεός δεν έχει καμμία σχέση με αυτήν της κυριαρχικής θρησκείας.

   Η σουμερική και η αρχαία  αιγυπτιακή θρησκεία,  αλλά και πολλές άλλες,  που διαμορφώνονται την  εποχή της εμφάνισης του Ναού, του Κράτους, της Πόλης, του μόνιμου κρατικού Στρατού, την εποχή της εμφάνισης του ισχυρού Κυρίου, της Κυριαρχίας,   είναι σημεία συνάντησης της προκυριαρχικής θρησκείας της νεολιθικής εποχής  και της κυριαρχικής θρησκείας, καταγράφουν τη μετάβαση από την πρώτη στη δεύτερη:  οι θεότητες είναι πλάσματα της φύσης αλλά ο ισχυρότερος άνδρας ταυτίζεται με τον ήλιο, θα ήθελε να είναι σαν τον ήλιο (πολύ μακριά από τους Υποτελείς, πολύ ψηλά, αθάνατις και να τους νικάει όλους –  κανένας δεν μπορεί να τον αντικρύσει πάνω από μερικά δευτερόλεπτα: τυφλώνεται –  αυτή είναι Ισχύς, δεν είναι παίξε γέλασε!) και θέλει οι Υποτελείς του να τον αποκαλούν ήλιο –  και τον αποκαλούν. 

    Ο θεός της κυριαρχικής θρησκείας δεν είναι πλάσμα της φύσης και της κοινωνίας αλλά είναι αυτός που έπλασε τη φύση!  Αυτό βέβαια το λένε άνθρωποι, είναι μια επινόηση, αλλά ποιοί ήταν αυτοί οι άνθρωποι και γιατί τα λέγανε όλα αυτά; 

     Στην αρχαία ελληνική θρησκεία, το κείμενο της οποίας είναι η Ιλιάδα, οι θεοί δεν είναι οι πλάστες της φύσης αλλά πλάσματα της φύσης. Είναι ανθρωπόμορφοι, είναι άνθρωποι, που μιλάνε, τρώνε, γαμάνε, θυμώνουν –  είναι όμως άνθρωποι αθάνατοι!  Στον Τίμαιο του Πλάτωνα όμως ο θεός είναι ο δημιουργός του κόσμου!  Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός είναι ο πλάστης της φύσης και είναι ανθρωπόμορφος –  μιλάει με τους ανθρώπους, οργίζεται, βρίζει, απελπίζεται, εξοντώνει – κάνει ό,τι κάνουν οι άνθρωποι, όπως και οι θεοί της Ιλιάδας.  Ο ανθρωπόμορφος θεός είναι ο άνθρωπος που έχει γίνει κατα φαντασίαν αθάνατος και τόσο πιο ισχυρός από τη φύση που μπορεί να πλάσει τη φύση, δηλαδή να την ξαναπλάσει κατά βούληση. Δεν μπορείς να γίνεις αθάνατος εάν δεν ξαναπλάσεις τη φύση αφού, λόγω του θανάτου, αυτή είναι κουσουριάρα, ελαττωματική που χρειάζεται διόρθωση, βελτίωση. Κι αυτοί που ήθελαν να γίνουν αθάνατοι δεν ήταν άλλοι από τους ισχυρότερους ποιμένες που εγκαταστάθηκαν σε περιοχές αγροτικών κοινοτήτων, έγιναν γεωργοί αλλά διατήρησαν όλες τις ποιμενικές αντιλήψεις, προκαταλήψεις, αξίες και πρακτικές.

      Η αρχαία ελληνική θρησκεία είναι κυριαρχική, επιβιώνουν όμως σε αυτήν προκυριαρχικά στοιχεία. Η σουμερική, η αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία είναι προκυριαρχικές θρησκείες με καινοφανή κυριαρχικά στοιχεία. Μια θρησκεία χαρακτηρίζεται κυριαρχική όταν υπάρχει ένας αθάνατος θεός που έπλασε τη φύση. Η εβραϊκή  θρησκεία, ο Ιουδαϊσμός,  ήταν η πρώτη  πρώτη ακραιφνής κυριαρχική θρησκεία. Οι πρώτες γραμμές της Γενέσεως, του πρώτου βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης είναι ένα μεγαλομανιακό παρανοϊκό παραλήρημα, ένα πολύ χαρακτηριστικό στοιχείο όλων των θρησκευτικών ποιμενικών κειμένων (Αβέστα, Ιλιάδα, Μαχαμπαράτα, Κοράνι):  δεν διαβάζουμε την αφήγηση της Γένεσης του Κόσμου μέσα σε έξι μέρες αλλά διαβάζουμε την αφήγηση του corpus των επιθυμιών του επίγειου Κυρίου: είναι τόσο αδύναμος που θα ήθελε να ήταν τόσο ισχυρός  ώστε να ήταν αυτός που θα είχε πλάσει τη φύση και να ήταν και αθάνατος καπάκι. Οι πρώτες γραμμές της Γενέσεως μας αποκαλύπτουν τις επιθυμίες του επίγειου Κυρίου, τις οποίες βλέπει να εκπληρώνονται φαντασιακά στο μορφή του αθάνατου και πανίσχυρου Γιαχβέ:  θέλω να υποτάξω τη φύση, θέλω να γίνω αθάνατος, θέλω να γίνω ο πλάστης της φύσης.

     Αυτά όμως λέει και η Ιλιάδα και ο Πλάτων, αυτές είναι και οι επιθυμίες του έλληνος δουλοκτήτη γαιοκτήμονα Κυρίου. Ήταν αναπόφευκτο μια μέρα να συναντηθούν. Και συναντήθηκαν την εποχή της γένεσης της επιστήμης μετά την Αναγέννηση: μία μετά την άλλη οι επιθυμίες του Κυρίου εκπληρώνονται χάριν της επιστήμης και της τεχνολογίας –  έχει γίνει και πλάστης της φύσης, αν και αθάνατος δεν έγινε ακόμα αλλά προσδοκά να γίνει. Εάν δεν γίνει, θα συνεχίσει να πιστεύει το πλάσμα της φαντασίας του που λέγεται Θεός· άρα οι κυριαρχικές θρησκείες έχουν μέλλον, έως ότου γίνουμε αθάνατοι. Εάν γίνουμε, όλη η γραμματεία του Κυρίου και οι θρησκείες θα θεωρηθούν μπάζα και θα πεταχτούν στα σκουπίδια.

[ Πέμπτη, μεσημεράκι, 17 Απριλίου]

   Και μετά από όλα αυτά, εγείρεται το ερώτημα:  ο χριστιανισμός είναι προκυριαρχική θρησκεία ή κυριαρχική;  Ο χριστιανισμός είναι σημείο συνάντησης προκυριαρχικής και κυριαρχικής θρησκείας. Τα στοιχεία της προκυριαρχικής θρησκείας είναι σαφή: έχουμε μια θυσία ενός ανθρώπου, μια συλλογική θανάτωση. Θυσιαζόμενος ο Χριστός αίρει τις αμαρτίες του κόσμου –  δηλαδή εκτονώνεται η επιθετικότητά του  και γίνεται πουλάκι, αναμάρτητος –  αλλά όχι και για πολλή ώρα. Σαφή όμως είναι και τα στοιχεία της κυριαρχικής θρησκείας:  το θύμα ανασταίνεται, όπως ανασταίνονταν οι θεότητες των αγροτικών κοινοτήτων, κι όποιος ανασταίνεται είναι αθάνατος. Ποιός πλούσιος γαιοκτήμονας  δεν θα ήθελε να πεθάνει και να αναστηθεί και να γίνει, να είναι αθάνατος;  Δεν ανασταίνεται όμως μόνο το θύμα –  ο χριστιανισμός διατείνεται ότι όλοι οι νεκροί θα αναστηθούν μια μέρα, τη Μέρα της Κρίσης. Όλοι θα γίνουμε αθάνατοι, ζωντανοί και πεθάνει –  κάτι τέτοιο η Ιλιάδα και ο Πλάτων δεν θα μπορούσαν σε καμιά περίπτωση να το φανταστούν. Αν είναι δυνατόν! Κι όμως!

      Τα τέσσερα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης είναι το κείμενο που έχω διαβάσει τις περισσότερες, μετά την Ιλιάδα, φορές.  Αν και οι έρευνες συνεχίζονται, θεωρώ ότι ο Ιησούς των Ευαγγελίων ήταν η κατάληξη θρύλων και παραδόσεων που η αρχή τους ανάγεται στα χρόνια που θρυλείται ότι έζησε ο ιστορικός Ιησούς, εάν είναι ιστορικό πρόσωπο. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι είναι· είμαι όμως βέβαιος ότι ο Ιησούς των Ευαγγελίων δεν είναι. Κατά κάποιο τρόπο, ο Χριστός των Ευαγγελίων είναι λογοτεχνικός ήρωας και η απόσταση που τον χωρίζει από τον ιστορικό Χριστό είναι τεράστια. Αυτό όμως που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον είναι ότι το φανταστικό στοιχείο συμπλέκεται αφενός με τη θυσία, με στοιχεία προκυριαρχικής θρησκείας,  και αφετέρου με μια διεύρυνση του κομμουνισμού τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Πώς όμως να εξηγήσουμε την ύπαρξη και συνύπαρξη αυτών των πτυχών του χριστιανισμού.

    Η Καινή Διαθήκη είναι το αποτέλεσμα του εβραϊκού αφηρωισμού, αποποιμενισμού. Η διαδικασία είναι τυπική και καλά μελετημένη:  οι εισβολείς και κατακτητές ποιμένες εγκαταλείπουν την εκτροφή των ζώων και στρέφονται προς την καλλιέργεια της γης –  η Ιλιάδα, η Παλαιά Διαθήκη, η Αβέστα και οι Βέδες μας λένε παρά πολλά. Η ισχύς τους τώρα δεν εξασφαλίζεται με την εκδίωξη ή την εξόντωση των συγγενικών γειτονικών ποιμενικών γενών αλλά με την συνύπαρξη με τους άλλους. Η στροφή προς την καλλιέργεια της γης και ο εξοβελισμός της ποιμενικής εξόντωσης επιτρέπει την αναβίωση καταχωνιασμένων και καταπιεσμένων παραδόσεων των ιθαγενών αγροτικών κοινοτήτων. Μια έκφραση αυτής της διαδικασίας είναι η αναβίωση στοιχείων προκυριαρχικής θρησκείας (Διόνυσος και Δήμητρα στην αρχαία Ελλάδα!), είναι η αναβίωση της θυσιαστήριας καθαρτήριας τελετουργίας. 

      Η κρίση των αγροτικών κοινοτήτων της Εγγύς Ανατολής κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες είχε ως αποτέλεσμα την γενίκευση και την κλιμάκωση της συνεργασίας και της αλληλεγγύης, με άλλα λόγια τη διεύρυνση του κομμουνισμού. Τα τέσσερα Ευαγγέλια είναι ένα κείμενο με παρά πολλά κομμουνιστικά στοιχεία. Για τον ερευνητή και μελετητή του  κομμουνισμού του παρελθόντος τα τέσσερα Ευαγγέλια είναι μια πηγή ανεκτίμητης αξίας. 

   Ενώ όμως στον αρχέγονο χριστιανισμό κυρίαρχα ήταν τα στοιχεία της προκυριαρχικής θρησκείας (θυσία) και της διεύρυνσης του κομμουνισμού (αγάπαι), έρχεται ο Παύλος και επιχειρεί μια επαναποιμενικοποίηση, μια επαναηρωοποίησή του.   Η μαζικοποίηση είχε ως αποτέλεσμα την οργάνωση με πρότυπο το μαντρί και, επομένως, την εμφάνιση της ιεραρχίας και στη συνέχεια και της γραφειοκρατίας, ενώ  η διεύρυνση του κομμουνισμού σταμάτησε και εξαλείφτηκε ολοσχερώς. 

   Πού οφείλεται όμως η διάδοση και η μακροβιότητα του χριστιανισμού;  Οφείλεται στην συνύπαρξη στοιχείων προκυριαρχικής και κυριαρχικής θρησκείας. Καμιά άλλη θρησκεία δεν εστιάζει τόσο εμφατικά στη θυσία, καμμία άλλη δεν υπόσχεται την ανάσταση των νεκρών, υπαινισσόμενη ταυτόχρονα και την επιθυμία της σωματικής αθανασίας.

    Αύριο θα δούμε άλλον έναν λόγο της μακροβιότητας του χριστιανισμού: είναι η μόνη θρησκεία που ικανοποιεί συμβολικά την ανθρωποφαγία.

 

Write a Comment

Comment

  1. Αθανάσιε καλημέρα, συγχαρητήρια για την σχολή.

    Με αφορμή και την σημερινή ενδιαφέρουσα ανάρτηση, για την θρησκεία, ας μου επιτραπεί να παραθέσω μια ιστορία ενα μυθο?
    Κατα την άποψη μου παρουσιάζει ενδιαφέρον για την προσέγγιση του φαινομένου της θρησκειας , ό,τι αντιλαμβανόμαστε , έχουμε “παραγάγει” και βιώνουμε ως θρησκεία. Η “ιστορια της φωτιάς” ,ισως έλκει τη καταγωγή της απο τον Προμηθέα Δεσμώτη, υπαινίσσεται την θρησκεία σαν μια πρακτική φιλοσοφία και ψυχολογία!. Πως καταλήγουμε στα υπάρχοντα ποικιλόμορφα συστήματα θρησκειών που μας καταδυναστεύουν ?
    de te fabula narattur.

    Συγγνώμη για το κείμενο στα αγγλικά , θεωρώ οτι δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίιες.
    Ευχαριστώ.

    THE STORY OF FIRE
    Once upon a time a man was contemplating the ways in which Nature operates, and he discovered, because of his concentration and application, how fire could be made.

    This man was called Nour. (In Persian-English dictionary of Steingass means light ,rays of light ,splendour illumination,knowledge ,truth)
    He decided to travel from one community to another, showing people his discovery.

    Nour passed the secret to many groups of people. Some took advantage of the knowledge. Others drove him away, thinking that he must be dangerous, before they had time to understand how valuable this discovery would be to them. Finally, a tribe before which he demonstrated became so panic-stricken that they set about him and killed him, being convinced that he was a demon.

    Centuries passed. The first tribe which had learned about fire reserved the secret for their priests, who remained in affluence and power while people froze.

    The second tribe forgot the art and worshipped instead the instruments. The third worshipped a likeness of Nour himself, because it was he who had taught them. The fourth retained the story of the making of fire in their legends: some believed them, some did not. The fifth community really did use fire, and this enabled them to be warmed, to cook their food, and to manufacture all kinds of useful articles.

    After many, many years, a wise man and a small band of his disciples were travelling through the lands of these tribes. The disciples were amazed at the variety of rituals which they encountered; and one said to their teacher: ‘But all these procedures are in fact related to the making of fire, nothing else. We should reform these people!’

    The teacher said: ‘Very well, then. We shall restart our journey. By the end of it, those who survive will know the real problems and how to approach them.’

    When they reached the first tribe, the band was hospitably received. The priests invited the travellers to attend their religious ceremony, the making of fire. When it was over, and the tribe was in a state of excitement at the event which they had witnessed, the teacher said: ‘Does anyone wish to speak?’

    The first disciple said: ‘In the cause of Truth I feel myself constrained to say something to these people.’

    ‘If you will do so at your own risk, you may do so,’ said the master.

    Now the disciple stepped forward in the presence of the tribal chief and his priests and said: ‘I can perform the miracle which you take to be a special manifestation of deity. If I do so, will you accept that you have been in error for so many years?’

    But the priests cried: ‘Seize him!’ and the man was taken away, never to be seen again.

    The travellers went to the next territory where the second tribe were worshipping the instruments of fire-making. Again a disciple volunteered to bring reason to the community.

    With the permission of the master, he said: ‘I beg permission to speak to you as reasonable people. You are worshipping the means whereby something may be done, not even the thing itself. Thus you are suspending the advent of its usefulness. I know the reality that lies at the basis of this ceremony.’

    The tribe was composed of more reasonable people. But they said to the disciple: ‘You are welcome as a traveller and stranger in our midst. But, as a stranger, foreign to our history and customs, you cannot understand what we are doing. You make a mistake. Perhaps, even, you are trying to take away or alter our religion. We therefore decline to listen to you.’

    The travellers moved on.

    When they arrived in the land of the third tribe, they found before every dwelling an idol representing Nour, the original fire maker. The third disciple addressed the chiefs of this tribe: ‘This idol represents a man, who represents a capacity, which can be used.

    ‘This may be so, answered the Nour-worshippers, ‘but the penetration of the real secret is only for the few.’

    ‘It is only for the few who will understand, not for those who refuse to face certain facts,’ said the third disciple.

    ‘This is rank heresy, and from a man who does not even speak our language correctly, and is not a priest ordained in our faith,’ muttered the priests. And he could make no headway.

    The band continued their journey, and arrived in the land of the fourth tribe. Now a fourth disciple stepped forward in the assembly of the people.

    ‘The story of making fire is true, and I know how it may be done,’ he said.

    Confusion brok out within the tribe, which split into various factions. Some said: ‘This may be true, and if it is, we want to find out how to make fire.’ When these people were examined by the teacher and his followers, however, it was found that most of them were anxious to use firemaking for personal advantage, and did not realize that it was something for human progress. So deep had the distorted legends penetrated into the minds of most people that those who thought that they might in fact represent truth were often unbalanced ones, who could not have made fire even if they had been shown how.

    There was another faction, who said: ‘Of course legends are not true. This man is just trying to fool us, to make a place for himself here.’

    And a further faction said: ‘We prefer legends as they are, for they are the very mortar of our cohesion. If we abandon them, and we find that this new interpretation is useless, what will become of our community then?’

    And there were other points of view, as well.

    So the party travelled on, until they reached the lands of the fifth community, where firemaking was commonplace, and where other preoccupations faced them.

    The teacher said to his disciples: ‘You have to learn how to teach, for man does not want to be taught. First of all, you will have to teach people how to learn. And before that you have to teach them that there is still something to be learned. They imagine that they are ready to learn. But they want to learn what they imagine is to be learned, not what they have first to learn. When you have learned all this, then you can devise the way to teach. Knowledge without special capacity to teach is not the same as knowledge and capacity.’

  2. Γεωργοί και ποιμένες αυτή ειναι η μάχη των αιώνων !!! Αστεία πράγματα η πάλη των τάξεων τωρα έχουμε την πάλη του βουκόλου
    Δεν ειναι αυτά λίγο αστέια παιδιά !

  3. Κώστα, καλέ μου, ή δεν καταλαβαίνεις ή κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Εάν συμβαίνει το πρώτο, ήρθε ή ώρα να μάθεις ότι ανθρώπινες κοινωνίες υπήρχαν και πριν την πάλη των τάξεων, κι ήταν όλες αταξικές, όλες σχεδόν εξισωτικές, κομμουνιστικές. Η σύγκρουση ποιμενισμού και αγροτικών κοινοτήτων εμφανίστηκε πριν την εμφάνιση των κοινωνικών τάξεων κι έγινε πιο σύνθετη όταν η κοινωνική διαφοροποίηση άρχισε και κλιμακώθηκε και στις ποιμενικές και τις αγροτικές κοινωνίες. Ποιμένες ήταν αυτοί που επινόησαν τον δουλοκτητικό τρόπο παραγωγής στην αρχαία Ελλάδα, ποιμένες ήταν οι λαοί που εισέβαλαν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και λίγους αιώνες μετά εμφανίστηκε ο φεουδαρχικός τρόπος παραγωγής. Στον καπιταλισμό επιβιώνουν πάρα πολλά στοιχεία από τον νομαδικοποιμενικό τρόπο παραγωγής κι αυτά τα στοιχεία η Σχολή επιδιώκει να τα εντοπίζει και να τα μελετά.

    Ένα από τα ερευνητικά αντικείμενά της είναι και ο ποιμενικός τρόπος σκέψης. Σε ευχαριστώ που με τα σχόλια σου μας χαρίζεις χωρίς να το θέλεις και να το ξέρεις στοιχεία για να τον μελετήσουμε και να τον κατανοήσουμε πληρέστερα.

    Σε ευχαριστώ θερμά γι΄ άλλη μια φορά.