in μαρτυρίες

ιστορίες πείνας (4)

 

 

ΕΚΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΙΝΑΣ

1984, είμαι είκοσι πέντε, η Χριστίνα Αμαρυλλίς τριών

Έφτασα στο Νεοχώρι, στον Αχελώο, με τα πόδια, μεσημέρι προς απόγευμα, όταν κάνει τη πιο πολλή ζέστη, Αύγουστος. Στεγνός, δεν υπήρχε μία, σάλιο. Τράβηξα για την πλατεία, ψυχή! Περπατώντας για την εκκλησία, να τη πέσω να ξεκουραστώ, σκεφτόμουν ότι, εάν βρω μεροκάματο απόψε το βράδυ, φόρτωμα, μπάλες, τριφύλλι, αύριο το μεσημέρι θα φάω. Κεφτεδάκια με πατάτες τηγανητές και φέτα και τρεις μπίρες, παγωμένες. Την έπεσα μπροστά στη πόρτα.
Όταν άνοιξα τα μάτια είχε νυχτώσει για τα καλά. Φως από μια ψηλή τσιμεντένια κολόνα της ΔΕΗ με βοήθησε να δω δίπλα μου ένα πιάτο με τρία κεφτεδάκια και πατάτες τηγανητές και λίγη φέτα. Και ένα πεπόνι. Έφαγα και κάθισα στα σκαλοπάτια. Στο στενό δρομάκι μπροστά έπαιζαν κοριτσάκια, και τρίχρονα και τρίχρονα και τρίχρονα και πεντάχρονα και δεκάχρονα. Και γριές, σε παρέες, καθισμένες κατάχαμα, ανά τρεις, ανά πέντε, ανά εφτά. Τις είδα όλες. Μία από αυτές μου έφερε το φαγητό, ποια όμως; Τη βρήκα – κι ας μην ήταν αυτή. Η πιο πονεμένη.
Σηκώθηκα και πήγα στη πλατεία. Το πιάτο δεν ήταν πλαστικό.

ΕΒΔΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΙΝΑΣ

1986, είμαι είκοσι εφτά

Βγήκα από το σπίτι, στον Νέο Κόσμο, στην ώρα μου, μετά τις δώδεκα, τα μεσάνυχτα – πριν ανατείλει ο ήλιος έπρεπε να επιστρέψω στο φέρετρό μου, εκεί όπου κοιμόμουν, στο δωμάτιό μου. Πήγα με το μηχανάκι, κλεμμένο από την πλατεία Κυψέλης, εκεί και εκεί και εκεί, έδωσα εκείνο και εκείνο, πήρα εκείνο και εκείνο, συνάντησα εκείνον και εκείνον, εκείνην και εκείνην, ήπια αυτό και το άλλο, σνιφάρισα αυτό και το άλλο, κάπνισα αυτό και το άλλο. Πριν τα χαράματα συνάντησα σε ένα σπίτι την Εύα, είχα καιρό να τη δω, και, αν και ήμουν λιώμα, χάρηκα πολύ. Τόσο που φεύγοντας έπεσα από το μηχανάκι με το δεξί μάγουλο πάνω σε χαλίκια και αφού σηκώθηκα έπεσα και με το αριστερό. Ούτε πόνο θυμάμαι ούτε αίματα. Η πιο κοντινή στην πρέζα ουσία είναι τα ξίδια. Γομολάστιχες και τα δύο: με την πρώτη σβήνεις εαυτόν, με τα δεύτερα τη κενωνία.
Είχα να φάω κάνα δυο μέρες, ένας πατσάς θα ήταν ό,τι έπρεπε. Πήγα εκεί που πήγαινα, αρχές Συγγρού, κοντά στο σπίτι. Μπήκα μέσα, χαμογελαστός, ας είναι καλά η Εύα, κάθισα, παρέες με πουτάνες και τραβεστί και νταβατζήδες και νονοί και εκτελεστές και μαχαιροβγάλτες και εμπόρια περίμεναν να σερβιριστούν. Και με κοιτούν περίεργα αλλά εγώ χαμογελάω αδιάφορα σα να μη τρέχει τίποτα. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ ότι θα περίμενα πολλή ώρα για να φάω να στανιάρω, έρχεται τρέχοντας ένας σερβιτόρος και με ρωτάει τι θέλω, ψιλοκομμένο του λέω, τρέχει και μου τον φέρνει, α, του λέω, ξέχασα και μισό κιλό κρασί, τρέχει και μου το φέρνει, κοιτάω γύρω μου, όλοι και όλες μου χαμογελούν, τους χαμογελώ κι εγώ, παραξενεύομαι αλλά κάνω τον αδιάφορο.
Πληρώνω και την κάνω για το φέρετρο. Κατά τύχη κοίταξα στον καθρέφτη – από τότε που κατάλαβα ότι ο καθρέφτης ασχημαίνει, τον απόφευγα, να γιατί είμαι τόσο ωραίος! Τι ωραίος! Μάγουλα χαρακωμένα, αίματα ξεραμένα.

 

 

Σχολιάστε ελεύθερα!