in Σχετικά με τη Σχολή

μαγειρεύω, διαβάζω, γράφω

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

 

Εννιά ακριβώς. Πάνω στη ξυλόσομπα το πράσο σοτάρεται σε ελαιόλαδο που μου έφερε ο Π., και βούτυρο που το αγοράζω από τα Πλατανάκια, γειτονικό χωριό, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο Στελάρας, ο Καζαντζίδης βρε, από μια γυναίκα που ο γιος της έχει κάνα δυο αγελάδες. Σε λίγο τελειώνει το σοτάρισμα και θα ρίξω μέσα τη γλυκιά κολοκύθα και το μήλο, ξυνόμηλο, από μια μηλιά που δεν έχει ραντιστεί πότε, μόλις πριν από λίγο τα έκοψα, από εκεί έρχομαι, στο δρόμο σκέφτηκα να γράψω αυτό το κείμενο. Πρώτο πιάτο θα είναι σούπα από γλυκιά κολοκύθα και μήλο. Για ποιους την κάνω; Τι άλλο θα μαγειρέψω; Θα σας πω σε λίγο, πάω να ρίξω την κολοκύθα και το μήλο.

Όταν μετακομίσαμε τον Μάιο του 2013 στην Καστανούσσα, εκείνη ακριβώς την εποχή μετακόμιζαν και ένα ζευγάρι συνταξιούχων, Βέλγοι, γαλλόφωνοι. Η γυναίκα δούλευε διοικητική υπάλληλος στο ΙΚΑ (το βελγικό), ο άνδρας ήταν σαξοφωνίστας, τζαζ, και δάσκαλος. Τον Μάιο του 1968 έπαιζε στο Παρίσι – να ακούσετε ιστορίες. Γνωριστήκαμε σιγά σιγά και με τα ελάχιστα γαλλικά που μιλάω αρχίσαμε και κάναμε παρέα. Διδάσκει πιάνο στον Παύλο και τον πληρώνουμε με ένα καλό τραπέζωμα. Το σημερινό τραπέζωμα είναι για τους Βέλγους, και για μας κατά συνέπεια – ο Παύλος πήγε να επισκεφτεί φίλο του στην Αλέκα, στην Άλεξπολ βρε. Που να το φανταζόμασταν ότι θα κάνει μαθήματα πιάνου ο Παύλος στην Καστανούσσα από Βέλγο τζαζίστα που έπαιζε στον γαλλικό Μάη! Κάτι δωράκια που σου στέλνει η Ζωή – αν την αγαπάς και την φροντίζεις!  Πάω να δω τη σούπα κι έρχομαι. Να βάλω κι κάνα ξύλο στη σόμπα.

Οι χριστιανικές γιορτές μου είναι παγερά αδιάφορες. Αυτές τις μαλακίες δεν τις ξέραμε στο χωριό που μεγάλωσα. Χριστουγεννιάτικα δέντρα και ρεβεγιόν και γαλοπούλες! Όχι μόνο μου είναι παγερά αδιάφορες αλλά πλήττω κιόλας και επειδή δεν με αρέσει η πλήξη τις αποφεύγω ανυποχώρητα. Σήμερα δεν μαγειρεύω για τα Χριστούγεννα, μαγειρεύω όπως μαγειρεύω κάθε φορά για να “πληρώσουμε” τον δάσκαλο, τον Μισέλ.

Καλλιεργώ τρία είδη γλυκιάς κολοκύθας. Μια ανοιχτοπράσινη και μια πορτοκαλί – μεσαίου μεγέθους. Και μια τρίτη, δεν ξεπερνάει το μέγεθος της μελιτζάνας, που είναι πολύ γλυκιά και την ψήνω μόνο στον φούρνο ή στη σόμπα σε αλουμινόχαρτο. Είναι πολύ γλυκιά. Την έτρωγα μικρός στο χωριό, την έχασα, τη νοσταλγούσα πάντα και ξαναβρήκα σπόρο πρόπερσι, μα την Παναγία, μετά από 50 ολόκληρα χρόνια. Οι κολοκύθες είναι πολύ καλή τροφή. Η καλλιέργεια τους δεν είναι καθόλου δύσκολη και συντηρούνται μέχρι και τον Μάρτιο. Μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα με τις κολοκύθες – και σούπες και φαγητά και γλυκά. Θέλουν όμως γερά χωράφια. Ανοίγω μεγάλους λάκκους και τους ξαναγεμίζω μισό χώμα μισό κοπριά, θέλουν πολύ νερό – να δείτε κάτι κολοκύθες. Φέτος βρήκα σπόρο και θα καλλιεργήσω κάτι τέρατα, ένας άνδρας δεν μπορεί να τη σηκώσει. Καλλιεργώ επίσης κι ένα είδος για το σπόρο, πασατέμπο, και άλλα είδη για τις κότες και το γουρούνι – ναι, ναι, φέτος θα έχουμε και γουρουνάκι, θα γεννηθεί τον Απρίλιο και θα το σφάξουμε τον Οκτώβριο. Τέλος ο χασάπης. Τέλος. Εννιά και μισή, πάω να δω τι κάνει η σούπα. Επανέρχομαι  να σας πω τι διαβάζω.

Πρόσθεσα λίγο αλάτι και λίγη μαύρη ζάχαρη, γενικά τα μαύρα είναι πιο υγιεινά από το άσπρα, θα πάρουν μια βράση και θα την αποσύρω την κατσαρόλα. Θα περιμένω να κρυώσει και μετά θα την αλέσω στο μούλτι. Όταν θα τη σερβίρω, δεν θα προσθέσω κρέμα γάλακτος, σιχαίνομαι, δεν μπορώ να βλέπω πάνω στο τραπέζι κρέμα γάλακτος και χαρτοπετσέτες. Θα προσθέσω μια κουταλιά γιαούρτι σε κάθε πιάτο, δικό μας γιαούρτι, το γάλα το αγοράζω από ένα κοντινό χωριό, τις Μουριές, από σπίτι που έχει καμιά δεκαριά αγελάδες. Τώρα που το θυμήθηκα, ξέρετε πώς σκουπίζονται οι γύφτοι όταν τρώνε με τα χέρια κοτόπουλο ή κάτι άλλο; Στη φούστα την πολύχρωμη της γυναίκας τους, μα την Παναγία, αλήθεια λέω. Πάω να  αποσύρω τη σούπα και συνεχίζω τις μπούρδες μέχρι να κρυώσει.

Ο πρώτος τόμος της ‘γένεσης του θεού’ θα έχει τον τίτλο οι επιθυμίες του  ήρωα. Στο πρώτο από τα τρία μέρη θα καταπιαστώ με τους φόβους, μιας και δεν υπάρχει επιθυμία αν δεν υπάρχει έλλειψη και φόβος. Έτσι δεν είναι; Έτσι είναι, μάγκες μου και μαγκιόρες μου. Σκέφτομαι μήπως θα ήταν καλύτερα ο τίτλος να ήταν οι φόβοι και οι επιθυμίες του ήρωα, δεν ξέρω, θα το ξανασκεφτώ. Οι φόβοι και οι επιθυμίες του ήρωα καταγράφονται στην Ιλιάδα και τον Οδύσσεια. Αρχίζω και διαβάζω την Οδύσσεια και καταγράφω φόβους και επιθυμίες. Είναι η δεύτερη φορά που το κάνω, για να βεβαιωθώ, άσε που κάτι θα μου έχει ξεφύγει, δεν μπορεί! Εάν δεν κάνω κάτι άλλο, εάν βρέχει, έχει χιονίσει, κάνει τόσο κρύο που κατουράς παγάκια, μπορώ να διαβάζω δύο ραψωδίες τη μέρα. Αυτό όμως γίνεται σπάνια, συνήθως διαβάζω μία ραψωδία. Ένας μήνας λοιπόν για την Οδύσσεια και δύο για την Ιλιάδα, και πιο μεγάλη είναι και πιο πολλούς φόβους και πιο πολλές επιθυμίες καταγράφει. Το τρίτο μέρος θα έχει τον τίτλο η λατρεία της ισχύος της φύσης. Τι σημαίνει άραγε η διατύπωση ότι ο τάδε ήρωας είναι γιος του ποταμού Σπερχειού; Πολλοί ήρωες έχουν για πατέρα κάποιον ποταμό! Η σαλάτα που θα κάνω θα είναι μαρούλι με μήλο και ακτινίδιο και λιαστή ντομάτα. Τα κυρίως πιάτα θα είναι αγριογούρουνο με μπρόκολο και αγριογούρουνο με κουνουπίδι. Επιδόρπιο η πολύ γλυκιά κολοκύθα στη σόμπα, σε αλουμινόχαρτο. Θα αρχίσω σε λίγο το αγριογούρουνο με το μπρόκολο. Πίνω ένα καφεδάκι και επανέρχομαι. Δέκα ακριβώς.

Ο Μισέλ έχει τρία σαξόφωνα. Ένα του 1927, ένα του 1954 και ένα πιο κατοπινό. Δεν μπορεί να παίξει πια, έχει ένα ψιλοχοντρούτσικο προβληματάκι με την καρδιά του κι το έχει ρίξει στο πιάνο, όλη τη μέρα πιάνο παίζει. Βρήκαν το σπίτι από αγγελία στο ίντερνετ, πούλησαν, 400.000 εβρά,  αυτό που είχαν στη Λιέγη, ένα παλιό διώροφο αρχοντικό  κι αγόρασαν με 90.000 αυτό στην Καστανούσσα, ωραία μονοκατοικία, με μεγάλο υπόγειο. Αγόρασαν και το διπλανό οικόπεδο κι εκεί βοηθάω την Ανν Μαρί να φτιάξει τον λαχανόκηπό της. Μια μέρα της έκοβα τα χόρτα με το χορτοκοπτικό και κάποια στιγμή τη βλέπω να έχει σηκώσει τα χέρια της ψηλά στον ουρανό και κάτι να λέει. Τι κάνει; αναρωτιέμαι. Σβήνω το χορτοκοπτικό και την πλησιάζω. Την ακούω να λέει, I am happy, I am happy! Μου λέει, δεν ξέρεις πόσα χρόνια περίμενα να τελειώσω τη δουλειά και να φύγω, κι από τη δουλειά κι από το Βέλγιο; Το μαρούλι δεν θα το κόψω τώρα, λίγο πριν φάμε, άσε που τώρα είναι ψιλοπαγωμένα. Πάω να δώσω χόρτα στις κότες και να φέρω ένα καροτσάκι ξύλα. Κι αρχίζω το χοιρινό με το μπρόκολο. Επιστρέφω.

Μόλις μπήκε η Ανν Μαρί. Μαζί της έχω βελτιώσει πολύ τα γαλλικά μου, αγόρασα και τον Μικρό Πρίγκηπα και σιγά σιγά, με τη βοήθεια και του λεξικού, αρχίζω και τον διαβάζω. Δεν είναι δύσκολο κείμενο. Προχτές φίλος βοσκός που ζει στο δάσος μας έδωσε ένα αγριογούρουνο, γύρω στα δεκαπέντε κιλά. Εκτρέφει αγριογούρουνα αλλά τους δίνει λίγη τροφή, ίσα ίσα να μην φεύγουν, είναι ελεύθερης βοσκής. Για να γίνουν πενήντα κιλά χρειάζονται δύο χρόνια ενώ τα άσπρα τα σταβλισμένα μέσα σε έξι μήνες ξεπερνούν τα εξήντα! Αντιβιοτικά να δείτε που τους δίνουν, με τη χούφτα. Μην τρώτε χοιρινό από τον χασάπη, καλύτερα να μην φάτε παρά να φάτε. Προμηθεύει ένα και μόνο κρεοπωλείο στη Θεσσαλονίκη και μόνο για τα Χριστούγεννα. 15 εβρά το κιλό παρακαλώ – τα δίνει με  5,5 το κιλό! Τα κρέατα τα μαγειρεύω πάντα με λαχανικά ή με φρούτα, εποχής εννοείται. Πώς το μαγειρεύουν με πατάτες ή ζυμαρικά ή ρύζι, δεν μπορώ να το καταλάβω.

Οι μεγαλύτεροι φόβοι του ήρωα ήταν ο φόβος της ήττας, του θανάτου, της νύχτας και του σκότους, της απώλειας ή της μείωσης της ισχύος, ο οποίος εμφανίζεται με διάφορες μορφές: ως φόβος των γηρατειών, της μείωσης ή και της απώλειας της περιουσίας, της αρπαγής της, του φόνου. Κι υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, όπως αυτός του ναυαγίου, μια εμμονή των αρχαίων Ελλήνων μιας και δεν ήξεραν να κολυμπούν! Όλοι αυτοί οι φόβοι πηγάζουν από μια βασική αδυναμία – την αδυναμία αύξησης της ισχύος που ήταν και η πυρηνική τους επιθυμία. Η πιο τρομακτική ήταν ο φόβος της ήττας – αυτός ήταν και ο λόγος που είδαν τον θάνατο ως ήττα και τον προσωποποίησαν και τον είδαν ως Κύριο! Ο Θάνατος, ο Κύριος του Κυρίου. Κατά συνέπεια, ο πιο ισχυρός Κύριος που μπορεί να υπάρξει δεν είναι παρά ένας Υποτελής Κύριος. Άρα, Θεός δεν μπορεί να γίνει!

Σχολιάστε ελεύθερα!