φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Η εδώ και αρκετά χρόνια μεγάλη πτώση του αριθμού των αναγνωστών εφημερίδας (ή εφημερίδων) και το κλείσιμο πολλών από αυτές παγκοσμίως μας επιτρέπει να διατυπώσουμε την βεβαιότητα ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί και θα ενισχυθεί, με απώτατο αποτέλεσμα την εξαφάνισή τους ως εκδοτικού, συγγραφικού, ιδεολογικού και αναγνωστικού θεσμού. Η εφημερίδα ανήκει πια σε ένα ιστορικό παρελθόν το οποίο έχει περάσει ανεπιστρεπτί, τείνει να λάβει χαρακτηριστικά αναχρονιστικά: δεν ανταποκρίνεται πια στις συνθήκες τις νέας εποχής. Δεν λυπάμαι που θα εξαφανιστούν οι εφημερίδες, όχι, καθόλου. Μη σας πω ότι χαίρομαι κιόλας!
ΜΕ αυτά τα ζητήματα θα ασχοληθούμε σήμερα, δυστυχώς κάπως συνοπτικά μιας και το ζήτημα έχει πολλές πλευρές. Θα χτυπήσω το τέρας αμέσως στην καρδιά του και θα παραθέσω την κομβική αντίφαση που χαρακτηρίζει μια εφημερίδα: την αντίθεση μεταξύ του ειδικού μόνιμου συντάκτη (δημοσιογράφου, αρθρογράφου) και του μόνιμου αναγνώστη. Εάν λάβουμε υπ΄ όψει μας ότι ένα κεντρικής σημασίας χαρακτηριστικό της Κυριαρχίας είναι η μονιμότητα της κυριαρχικής σχέσης, αυτό που διακυβεύεται στο ζήτημα της εφημερίδας είναι ακριβώς η ίδια η κυριαρχική σχέση μεταξύ μόνιμου συντάκτη και μόνιμου αναγνώστη. Θα μπορούσαν οι εφημερίδες να πάρουν μια ανάσα ζωής, να παρατείνουν την ύπαρξή τους, εάν δημοσίευαν κυρίως, σε ποσοστό 80%, κείμενα αναγνωστών. Κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει και γι΄ αυτό θα εξαφανιστούν. Αλλά θα εξαφανιστούν ακόμα κι αν το πράξουν: σήμερα, σε αντίθεση με το παρελθόν, όποιος θέλει να γράψει κάτι και να το δημοσιεύσει μπορεί να το κάνει με μεγάλη ευκολία. Η ευκολία αυτή είναι μία πτυχή της παγκόσμιας πνευματικής επανάστασης, την οποία οι εφημερίδες δεν γεύονται, δεν μυρίζουν, δεν βλέπουν. Είναι τυφλές και τρέχουν – προς το βάραθρο της ανυπαρξίας. Θα μεγαλουργήσει μόνο η εφημερίδα που θα αντιληφθεί την κοσμογονία της παγκόσμιας πνευματικής επανάστασης και θα κινηθεί πάνω σε αυτήν όπως ο φελλός πάνω στο ποτάμι.
ΕΑΝ ενοχληθήκατε που συσχετίζω το μέλλον της εφημερίδας με την παγκόσμια πνευματική επανάσταση, θα διασκεδάσω την ενόχλησή σας θυμίζοντας ότι η σύγχρονη εφημερίδα, ως μέσον δημόσιας πληροφόρησης και συζήτησης, είναι τέκνο της γαλλικής επανάστασης. Ασφαλώς και υπήρχαν και πιο πριν εφημερίδες, στην αρχή χειρόγραφες (στην Ιταλία της Αναγέννησης, στη Ρώμη πρώτα και μετά στη Βενετία, όπου πουλιόνταν μια γκαζέτα [αξίας δύο σολδίων]) και μετά έντυπες (στη Γερμανία, περί το 1570-1600, στη Φραγκφούρτη) αλλά η σύγχρονη εφημερίδα εμφανίστηκε την εποχή της γαλλικής επανάστασης. Από το 1789 μέχρι το 1792 εκδόθηκαν στη Γαλλία 1.400 εφημερίδες! Η επανάσταση άνοιξε, γέννησε την εφημερίδα, η επανάσταση θα την κλείσει, θα τη θάψει. Ας δούμε πολύ συνοπτικά το γιατί.
ΤΙ διαβάζουμε σε μια εφημερίδα, φίλες και φίλοι; Διαβάζουμε τα νέα γεγονότα, τα νέα συμβάντα, τα νέα της ημέρας (εφημερίς), την καθημερινή επικαιρότητα, τα νέα τα γραμμένα πάνω σε χαρτί, όχι αυτά που κυκλοφορούν προφορικά (newspaper), διαβάζουμε το χρονικό των γεγονότων της ημέρας (Zeitung). Ποια είναι αυτά τα νέα; Μα τα νέα του κοινωνικού πολέμου, ποια άλλα; Όχι μόνο αυτά, βεβαίως, αλλά κυρίως αυτά.
Η εφημερίδα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την διεξαγωγή του κοινωνικού πολέμου από την εποχή της γαλλικής επανάστασης μέχρι τις μέρες μας. Όταν εντείνεται η διεξαγωγή του κοινωνικού πολέμου, η εφημερίδα γνωρίζει δόξες. Όταν ο κοινωνικός πόλεμος καταλαγιάζει, η εφημερίδα παρακμάζει. Εάν στις μέρες μας η εφημερίδα ως θεσμός τείνει να εξαφανιστεί, αυτό οφείλεται στην εξαφάνιση του κοινωνικού πολέμου όπως διεξαγόταν μέχρι τις μέρες μας.
ΚΑΙ ενώ διάγουμε μια περίοδο υποχώρησης του κοινωνικού πολέμου και αναζήτησης νέων τρόπων διεξαγωγής του, οι εφημερίδες δεν έχουν συνειδητοποιήσει ούτε την υποχώρηση ούτε την αναζήτηση. Και μοιραία θα εξαφανιστούν. Αυτή είναι η μία πτυχή του ζητήματος – υπάρχουν όμως κι άλλες δύο. Η μία είναι εξαφάνιση του χάσματος μεταξύ των ειδικών, των επαϊόντων, των έγκυρων δημοσιογράφων που πληροφορούν και διδάσκουν τους αδαείς αναγνώστες. Ήταν, είναι όμως ειδικοί και επαΐοντες οι δημοσιογράφοι; Πλάκα με κάνετε; Η δουλειά του δημοσιογράφου είναι υπηρετική: οφείλει να βρίσκει και να προβάλει τους ειδικούς κι αυτό κάνουν πολλοί. Αυτός είναι ο λόγος που παίρνουν συνεντεύξεις ή φιλοξενούν αρθρογράφους που έχουν γνώση κάποιου συγκεκριμένου και επίκαιρου θέματος που ενδιαφέρει τους αναγνώστες. Με την άνοδο όμως του μορφωτικού επιπέδου κάποιων κοινωνικών στρωμάτων, που αυτά κυρίως καταναλώνουν εφημερίδες, στις καπιταλιστικές κοινωνίες, έχει αναδειχτεί περίτρανα ότι ο δημοσιογράφος σαφώς και υστερεί έναντι του αναγνωστικού κοινού.
Η δεύτερη πλευρά είναι η δυνατότητα να προβάλει κάποιος με ευκολία αυτά που γράφει και αναζητά κείμενα άλλων. Πρόκειται για το Διαδίκτυο. Εάν δεν υπήρχε αυτό, ούτε εμένα θα διαβάζατε, ούτε εγώ θα διάβαζα άλλους και άλλες. Μέχρι που αναγκάστηκαν και οι ίδιες οι εφημερίδες να γίνουν και ηλεκτρονικές ή μόνο ηλεκτρονικές!
Η αδυναμία διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου και η αναζήτηση νέων τρόπων διεξαγωγής του, η κατάργηση του χάσματος μεταξύ επαϊόντων δημοσιογράφων και αδαών αναγνωστών, και η τεχνική δυνατότητα δημοσίευσης και ανάγνωσης κειμένων που μπορεί να γράψει ή να διαβάσει ο καθένας και η καθεμία είναι τρεις πτυχές της παγκόσμιας πνευματικής και κοινωνικής επανάστασης που συνδέεται άρρηκτα με τον θεσμό της εφημερίδας. Εάν η επανάσταση άνοιξε, γέννησε την σύγχρονη εφημερίδα, η επανάσταση θα την κλείσει, θα την θάψει. Και μαζί με αυτήν θα εξαφανίσει και το επάγγελμα του δημοσιογράφου.
Ο θεσμός που συνεχίζει την εφημερίδα, εδώ και ογδόντα χρόνια, είναι η τηλεόραση. Η εφημερίδα άρχισε να πεθαίνει ήδη από την εποχή που εμφανίστηκε η εφημερίδα. Η μετάβαση από τον έναν θεσμό στον άλλο έγινε με γνώμονα το συμφέρον της καπιταλιστικής Κυριαρχίας. Ο ίδιος ο καπιταλισμός αντιλήφθηκε ότι η εφημερίδα, ως ιδεολογικός μηχανισμός του Κράτους και της Κυριαρχίας, άρχισε να πνέει τα λοίσθια και να στρέφει το ενδιαφέρον προς την τηλεόραση, την οπτική εφημερίδα. Κατά συνέπεια, μιας και συσχετίζουμε την εφημερίδα με την επανάσταση, θα πρέπει να συσχετίσουμε και την τηλεόραση με την επανάσταση. Αυτό όμως θα είναι αντικείμενο ενός κάποιου άλλου πρωινού σημειώματος.
Αρχίζουν οι εργασίες. Σήμερα θα σπείρω αρακά, θα καθαρίσω το κοτέτσι, θα κουβαλήσω κοπριά από μαντρί. Και στις μία θα πάω σε γειτονικό χωριό, στο Καλοχώρι, που έχει μόνο ένα καφενείο – εκεί θα πιω δύο τσιπουράκια και, μιας και θα είμαι μόνος, θα σας θυμηθώ όλους και όλες, έναν έναν, μία μία, να δω τι κάνετε, πως είστε, εάν χρειάζεστε κάτι.