in διήγημα

φέτος ο Αη-Βασίλης δεν θα πάει στην Αυστραλία

φέτος ο Αη Βασίλης δεν θα πάει στην Αυστραλία

 

1.

-Τον μαλάκα, τον ηλίθιο, αφού δεν μπορούμε να πετάξουμε πιο γρήγορα γιατί μας μαστιγώνει;

– Δεν αντέχω άλλο, επιβεβαίωσε  ο τάρανδος που ήταν ζεμένος μπροστά, δεν αντέχω! Ξέρετε τι λέω;  Δεν τον ξεφορτώνουμε τον καριόλη εδώ πέρα να γυρίσουμε πίσω; Δεν αντέχεται αυτή η ζέστη!

-Που να είμαστε άραγε;

-Ποιος ξέρει, αργεί να ξημερώσει.

-Είστε μέσα; ρώτησε ο τάρανδος που έκανε την πρόταση.

-Μέσα! απάντησαν όλοι και όλες.

 

2.

-Ελπίδα, τι έκπληξη είναι αυτή!

6 Δεκεμβρίου, πριν λίγες μέρες. Ελευθέριος Βενιζέλος. Περίμενα στην αίθουσα αναμονής, θα πέταγα για Ντοντόμα, στη Τανζανία, να δώσω μια διάλεξη στο UDOM,  στο Πανεπιστήμιο Ντοντόμα, όταν χτύπησε το κινητό. Μίλησα με την Αφροδίτη και μου είπε ότι θα είσαι στη Ντοντόμα στις 6 Δεκεμβρίου, άκουσα τη φωνή της Ελπίδας. Είμαι Ζάμπια, στη Μπουλούνγκου, στα σύνορα με την Τανζανία, δεν είναι μακριά η Ντοντόμα. Θα έχεις χρόνο να βρεθούμε;

Μπορούσα να πω όχι στην Ελπίδα; Ποτέ! Φίλη, όχι παιχνίδια!

-Αν δεν υπάρχει τρένο ή λεωφορείο, αν δεν μπορέσω να έρθω με τα πόδια, θα έρθω μπουσουλώντας. Εγώ για σένα πεθαίνω.Γέλασε, χάρηκε. Τι ωραία να βλέπεις, να ακούς τα φιλαράκια σου να γελάνε, να είναι χαρούμενα. Αχ, αυτός ο Χένρι Μίλλερ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτά που έγραψε στον Τροπικό του Αιγόκερω:  Είχα την ευχέρεια να είμαι καλός, ευγενικός, γενναιόδωρος, αφοσιωμένος και τα ρέστα επειδή ήμουν απαλλαγμένος απ΄τον φθόνο, Ο φθόνος ήταν κάτι που ποτέ δεν ήμουν θύμα του. Ποτέ δεν φθόνησα, τίποτα και κανέναν.

Έδωσα τη διάλεξη στο UDOM, Ιλιάδα και δυτικός πολιτισμός, για την επιθυμία της αύξησης της ισχύος του δυτικού Κυρίου, έμεινα στη Ντοντόμα τρεις μέρες, με άφησαν να φύγω μόνο όταν τους υποσχέθηκα ότι θα επιστρέψω σε λίγες μέρες και θα μείνω μια βδομάδα, και την Τέταρτη έφτασα στη Μπουλούνγκου –  με πέταξε με το αυτοκίνητο της φίλη καθηγήτρια από το Πανεπιστήμιο St John, Μπαντού στην καταγωγή, μου έμαθε και λίγα Σουαχίλι –  στο κρεβάτι βέβαια, πού να μάθεις καλύτερα ξένη γλώσσα με γυναίκα;

Η Ελπίδα έτρεξε να με αγκαλιάσει, να με σφίξει στην αγκαλιά της, τρυφερά, στοργικά. Όλα περίμενα να τα δω αλλά να συναντηθούμε στη Μπολούνγκου, ε όχι, αυτό δεν το περίμενα, μου είπε χαμογελώντας. Με την τρέλα που κουβαλάς εγώ δεν εκπλήττομαι, της είπα. Η Ελπίδα είναι γιατρός. Γιατροί χωρίς σύνορα.  Ήταν στη Μπουλούνγκου εδώ κι ένα εξάμηνο. Ταξίδευαν μαζί με την ομάδα στην οποία ανήκε στην ανατολική Ζάμπια, από χωριό σε χωριό. Θανάση, πολλή δυστυχία, πολλή φτώχεια, δεν μπορείς να διανοηθείς. Ήταν κουραστικό το ταξίδι; Όχι, όχι, μια χαρά ήταν. Ετοιμάσου λοιπόν να φύγουμε.

– Που θα πάμε;

– Θα πάμε σε ένα χωριό, δεν είναι πολύ μακριά, καμιά τριακοσαριά χιλιόμετρα. Μας τηλεφώνησαν να πάμε επειγόντως. Κάτι περίεργο συμβαίνει.  Μας είπαν ότι μερικά παιδιά έχουν πολύ μεγάλο πρόβλημα δυσκοιλιότητας. Ότι και βότανα να έχουν πιει, ότι φάρμακα και να έχουν πάρει, δεν μπορούν να ενεργηθούν. Αν είναι δυνατόν! Δυσκοιλιότητα στην Αφρική! Τι να έφαγαν κι  έχουν δυσκοιλιότητα;  Ο ιερέας που μας τηλεφώνησε, ένα καθολικό καθίκι, μας είπε ότι υπάρχει μια δυσοσμία η οποία είναι ανυπόφορη και ότι αυτή η δυσοσμία είναι αιτία θανάτου πολλών χωρικών, όχι μόνο σ΄ αυτό το χωριό αλλά και στα γειτονικά, αυτό του είπε ένας περαστικός γιατρός. Και ότι η δυσοσμία προέρχεται από περιττώματα παιδιών, παράξενο, πολύ παράξενο. Τι έφαγαν; Πρέπει να πάμε οπωσδήποτε. Θα μείνουμε δύο μέρες και θα επιστρέψουμε. Λυπάμαι, Θανάση, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Δεν πειράζει, δεν πειράζει, μην ανησυχείς, δεν θα φροντίσουμε τα παιδιά, έτσι θα τα αφήσουμε; Μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και έτρεξε να ειδοποιήσει την ομάδα. Ήμασταν έτοιμοι και έτοιμες.

 

3.

Φτάσαμε μόλις άρχισε να νυχτώνει. Οι γιατροί συγκέντρωσαν αμέσως τα παιδιά με την δυσκοιλιότητα. Τα ρώτησαν τι έφαγαν αλλά τα παιδιά  δεν απάντησαν. Κοιτάζονταν μεταξύ τους με σκυμμένο τα κεφάλι. Αν δεν μας πείτε τι φάγατε, τους εξήγησε ο Φιλίπ, γάλλος γιατρός που μιλούσε Σουαχίλι, δεν μπορούμε να σας βοηθήσουμε, το καταλαβαίνετε; Μπορεί να πεθάνετε, με φριχτούς πόνους! Όταν όμως ένα παιδί ξάπλωσε στο δάπεδο της αίθουσας του μονοθέσιου σχολείου του χωριού ουρλιάζοντας από τον πόνο, κάποιο πουλάκι άρχισε να κελαηδάει.  Μας τα μετέφραζε ο Φιλίπ.

– Προχτές το πρωί πήγαμε για ψάρεμα στο ποτάμι. Ήμασταν καμιά δεκαπενταριά. Εκεί που περπατούσαμε στην όχθη, βλέπουμε έναν λευκό ντυμένο στα κόκκινα, με ένα μεγάλο μπόγο στον ώμο. Ήταν γέρος, με άσπρα μαλλιά και άσπρα γένια. Μεγάλα γένια. Φορούσε  κι ένα μεγάλο κόκκινο σκούφο. Τέτοιο άνθρωπο λευκό δεν είχαμε ξαναδεί. Τι είναι αυτός;  Πλησιάσαμε κοντά του και τον χαιρετήσαμε. Μιλούσε απταιστα τη γλώσσα μας. Ήθελε να τον πάμε στο χωριό να τηλεφωνήσει στον Θεό! Έπρεπε όπωσδήποτε να πάει στην Αυστραλία αλλά δεν ξέραμε να του πούμε που είναι αυτό το χωριό. Του είπαμε ότι θα ψαρέψουμε και μετά θα τον πάμε στο χωριό. Επέμενε όμως. Ξέρετε ποιος είμαι εγώ; Ποιος είσαι;  Μας είπε αλλά δεν θυμάμαι τι μας είπε. Του είπαμε ότι δεν μπορούμε να γυρίσουμε χωρίς ψάρια στο χωριό, τι θα έτρωγαν οι μανάδες μας και τ΄ αδέρφια μας; Δε με νοιάζει, πρέπει να πάω στην Αυστραλία! Να πας, του είπαμε. Αλλά δεν πήγε. Κάθισε στην όχθη και μας έβριζε, μας κορόϊδευε. Κι όταν τον ρωτήσαμε τι έχει μέσα στο μπόγο, τον έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά του. Δεν είναι για σας αυτά. Πέσαμε πάνω του. Δεν ήθελε να μας τον δώσει. Τότε βγάλαμε τα μαχαίρια και τον μαχαιρώσαμε.  Μισή ώρα τον μαχαιρώναμε. Και πέθανε. Και για να τον εξαφανίσουμε, τον  ψήσαμε και τον φάγαμε. Τα κόκαλα τα πετάξαμε στο ποτάμι, τα έφαγαν οι κροκόδειλοι. Τα ρούχα του τα κάψαμε.

Μείναμε στο χωριό μια βδομάδα. Όλα καλά. Κοιμήθηκα ένα βράδυ στη Μπουλούνγκου αφού πρώτα τηλεφώνησα να έρθει να με πάρει η φίλη μου η καθηγήτρια. Στις δέκα το πρωί άνοιγα την πόρτα του αυτοκινήτου της. Η Ελπίδα με αγκάλιασε, την έσφιξα κι εγώ τρυφερά στην αγκαλιά μου.

– Καλά Χριστούγεννα, Θανάση μου!

– Καλά Χριστούγεννα, Ελπίδα!

 

Σχολιάστε ελεύθερα!