in οι πρώτες μέρες της αγοράς/του εμπορεύματος και του χρήματος

πρέπει να υπάρχουν τρία εμπορεύματα τουλάχιστον για να υπάρχει χρήμα

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΕΠΙΜΕΝΩ στο ζήτημα της επινόησης του χρήματος στην πρώιμη αρχαϊκή Ελλάδα γιατί πολλοί αναγνώστες και  πολλές αναγνώστριες ενδιαφέρονται γι΄ αυτό –  δεν ξέρω γιατί, μάλλον θα είναι φοιτητές ή μεγαλύτερης ηλικίας που ενδιαφέρονται για την αρχαία ελληνική ιστορία. Η επινόηση του χρήματος είναι κομβικής σημασίας για την κατανόηση της ιστορίας της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας. Το ενδιαφέρον για την επινόηση του χρήματος έχει αναζωπυρωθεί τις τελευταίες τρεις δεκαετίες και έχει τεθεί σε νέες βάσεις. Εδώ και χρόνια ετοιμάζω μια μελέτη πάνω σε αυτό το ζήτημα, αποσπάσματα της οποίας εκθέτω κατά καιρούς στη Σχολή. Είναι πολλά τα ζητήματα που άπτονται αυτό της επινόησης του χρήματος και κάθε νέο μονοπάτι σε οδηγεί σε κάποιο άλλο κι όλα μαζί συμβάλλουν στο να σχηματισθεί μια αρκετά ευκρινής εικόνα. Εν τω μεταξύ, περιμένω πώς και πώς να εκδοθεί το βιβλίο του Richard Seaford, Χρήμα και σκέψη στην αρχαία Ελλάδα (από τις εκδ. ΜΙΕΤ), προσδοκώντας ότι ο συγγραφέας θα αναφέρεται στις πρώτες μέρες του εμπορεύματος και του χρήματος. Ακόμα όμως κι αν δεν το κάνει αυτό, το βιβλίο θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί ο Ρίτσαρντ Σίφορντ έχει γράψει μια πολύ αξιόλογη μελέτη (Ανταπόδοση και τελετουργία . Ο Όμηρος και η τραγωδία στην αναπτυσσόμενη πόλη-Κράτος) για την μετάβαση από τον οίκον στην πόλιν (και από την κτηνοτροφία στην γεωργία, συνεχίζω εγώ), για την εποχή που  επινοήθηκε το χρήμα. (Και το βιβλίο του Διόνυσος είναι πολύ ενδιαφέρον, μιας και αυτός ο θεός σχετίζεται με την επινόηση του χρήματος, με ένα τρόπο που δεν πέρασε καν από τη σκέψη του ).

ΑΝ η επινόηση του χρήματος στην πρώιμη αρχαϊκή Ελλάδα είναι ένα ζήτημα που μας δυσκολεύει πολύ, είναι γιατί δεν έχουν, από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, διατυπωθεί τα σωστά ερωτήματα. Και δεν έχουν διατυπωθεί διότι η συντριπτική πλειονότητα των μελετητών και των ιστορικών ακούνε Μαρξ και τρέχουν να φύγουν πανικόβλητοι κι ακόμα τρέχουν. Διότι, φίλες και φίλες, αν δεν έχεις διαβάσει και μελετήσει τα τέσσερα πρώτα κεφάλαια του Κεφαλαίου το ζήτημα της επινόησης του χρήματος δεν πρόκειται ούτε καν να το προσεγγίσεις, τον Δία μπάρμπα νά ΄χεις. Δεν αρκεί όμως ο Μαρξ και οι αναλύσεις του για το εμπόρευμα, την ανταλλαγή των εμπορευμάτων, το χρήμα ή την κυκλοφορία των εμπορευμάτων και την μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο. Απαιτείται και για σφαιρικότερη γνώση της κοινωνικής οργάνωσης και δομής. Κι εδώ, έχει αγνοηθεί ή παραμεληθεί, στην καλύτερη περίπτωση, μια πολύ σημαντική αλλαγή: η μετάβαση από την κτηνοτροφία στην γεωργία, από την εκτροφή των ζώων στην καλλιέργεια της γης, στη μετάβαση από ένα πρότυπο πλούτου (αριθμός ζώων) σε ένα άλλο (ποσότητα σιτηρών, λαδιού και κρασιού), κατά συνέπεια, από ένα πρότυπο ισχύος (ποιμενικό, ηρωικό) σε ένα άλλο (δουλοκτητικό γαιοκτημονικό –  πολιτικός ηρωισμός).

ΣΕ ένα προσεχές κείμενο θα δούμε ότι ο κόσμος της περιόδου 1000-700 π. Χ. ήταν ένας κόσμος οίκων και οικισμών –  πόλεις δεν υπήρχαν ακόμα (το πόλεις σε πλάγια για να διευκρινίζω ότι η πόλις δεν είναι πόλη και δεν μεταφράζεται ως πόλη, ο όρος πόλις δεν μεταφράζεται και δεν πρέπει να μεταφράζεται). Οι οίκοι ήταν μεγάλες εκτάσεις γης, κυρίως σε πεδιάδες, οι οποίες ανήκαν σε πλούσιες ποιμενικές οικογένεις, μέσα στην οποία υπήρχε μια κατοικία μεγάλου μεγέθους (μέγαρον), εκτρέφονταν ζώα και καλλιεργούνταν κι ένα μικρό μέρος με σιτηρά, αμπέλι και ελιές. Οι οικισμοί (κώμαι, άστεα) ήταν μικρά χωριουδάκια, στις παρυφές των μεγάλων πεδιάδων, μια ομάδα οικογενειών που καλλιεργούσαν τη γη και εξέτρεφαν κι ένα μικρό αριθμό ζώων (αγελάδες οπωσδήποτε – θα εξετάσουμε τη σχέση της αγελάδας με τη γεωργία). Η στρατηγική και των πλούσιων και ισχυρών ποιμενικών κατά κύριο λόγο οίκων και των φτωχών γεωργικών κατά κύριο λόγο οικισμών ήταν η αυτάρκεια και η αυτονομία. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν εμμονή με την αυτάρκεια και την αυτονομία. Προφανώς δεν ήθελαν να έχουν σχέσεις με άλλους, δεν ήθελαν να δημιουργήσουν σχέσεις με άλλους. Θα δούμε γιατί, δεν είναι του παρόντος. Το πρώτο λοιπόν ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι: είναι συμβατά η αυτάρκεια και η αυτονομία με την επινόηση του χρήματος; 

ΟΧΙ, φίλες και φίλοι, δεν είναι συμβατά. Είναι αδύνατον να εμφανιστεί το εμπόρευμα και να επινοηθεί το χρήμα σε μια κοινωνία που η βασική της εμμονική επιδίωξη είναι η αυτάρκεια και η αυτονομία, κληρονομιές τόσο του ποιμενικού όσο και του αγροτικού κοινοτικού (νεολιθικής προέλευσης) πολιτισμού. Πώς λοιπόν να εξηγήσουμε την εμφάνιση του εμπορεύματος και του χρήματος; Υπάρχει τρόπος να ξεπεράσουμε αυτή τη δυσκολία;

ΥΠΑΡΧΕΙ. Εάν διατυπώσουμε το παρακάτω ερώτημα: ποιοι επινόησαν το χρήμα; Θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε το ερώτημα και ως εξής: το εμπόρευμα και το χρήμα ήταν δημιουργία των οίκων ή των οικισμών, των πλούσιων και ισχυρών ποιμένων ή των φτωχών οικογενειών των οικισμών;  Πώς θα μπορέσουμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα; Θα δούμε πώς. Πριν όμως θα διατυπώσουμε ένα άλλο: πόσα εμπορεύματα πρέπει να υπάρχουν ώστε ένα από αυτά να διακριθεί ως γενικό ισοδύναμο της αξίας αυτών των εμπορευμάτων;   

ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ είναι ένα προϊόν της ανθρώπινης εργασίας το οποίο έχει μια αξία χρήσης, είναι κάτι που έχει χρηστική αξία, είναι κάτι το χρήσιμο, και μπορεί να ανταλλαχθεί, να πουληθεί και να αγοραστεί. Ένα λίτρο γάλα είναι ένα εμπόρευμα –  το πουλάει το σούπερ μάρκετ για να το αγοράσουμε με χρήμα για να το πιούμε ή να κάνουμε κέικ ή ριζόγαλο ή για να περιποιηθούμε το δέρμα μας. Εάν υπάρχουν δύο εμπορεύματα, χρήμα δεν μπορεί να υπάρχει. Διότι εάν έχουμε μόνο τα εμπορεύματα ”γάλα” και ”αλεύρι”, δεν μπορεί το ένα από αυτά να λειτουργήσει ως γενικό ισοδύναμο, αφού δεν υπάρχει αυτό το γενικό, η πληθώρα εμπορευμάτων.  Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει απλή ανταλλαγή των εμπορευμάτων (αντιπραγματισμός)  σε μια κάποια αναλογία: ένα λίτρο γάλα=δυο κιλά αλεύρι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όταν υπάρχει πληθώρα ανταλλασσόμενων προϊόντων υπάρχει και χρήμα! Πριν τον πόλεμο σε πολλές περιοχές της Ελλάδας υπήρχε η εξής αναλογία: ένα κιλό κρέας=ένα κιλό λάδι= ένα κιλό φέτα τυρί =  100 αγγούρια! Εάν κάποιο από αυτά τα εμπορεύματα αποκτούσε τη λειτουργία του γενικού ισοδυνάμου, τότε θα είχαμε την επινόηση του χρήματος. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη και δεν θα μπορούσε να συμβεί. Γιατί; Θα δούμε γιατί.

ΕΜΕΙΣ τώρα έχουμε στη διάθεσή μας ένα από τα εμπορεύματα το οποίο ήταν και εμπόρευμα και χρήμα. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς – τη λειτουργία του εμπορεύματος την αναλαμβάνει ένα από τα υπάρχοντα εμπορεύματα. Είδαμε ότι αυτό ήταν οι σιδερένιες σούβλες ψησίματος του κρέατος, οι οβελοί, οι οποίοι ήταν και κυνηγητικό και, πιθανότατα, σε ιδιάζουσες περιπτώσεις,  πολεμικό όπλο. Αναζητούμε λοιπόν τουλάχιστον άλλα δύο εμπορεύματα. Ποια να ήταν αυτά; Διατυπώνουμε το παρακάτω ερώτημα: ήταν αντικείμενα της καθημερινής ζωής ή κάτι άλλο το οποίο διέθετε κάποια πολύ ιδιαίτερα και ιδιάζοντα χαρακτηριστικά; Ποια να είναι αυτά; 

ΕΦ΄ όσον η επιδίωξη και των οίκων και των οικισμών ήταν η αυτάρκεια και η αυτονομία, θα πρέπει να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο τα εμπορεύματα αυτά να είναι προϊόντα που χρειαζόμαστε στην καθημερινή ζωή. Ήταν προφανώς αντικείμενα τα οποία δεν είχαν οι οίκοι ή οι οικισμοί. Γνωρίζουμε ότι την εποχή της επινόησης του χρήματος εκτυλίχθηκε η μετάβαση από την εκτροφή των ζώων στην καλλιέργεια της γης. Τι χρειάζεται όμως ένας πλούσιος και ισχυρός ποιμένας για να καλλιεργήσει τη γη του; Εργατικά χέρια. Τα οποία δεν υπήρχαν. Γνωρίζουμε πώς έλυσαν αυτό το μεγάλο πρόβλημα: οι δούλοι. Η απαγωγή, η αρπαγή, η αιχμαλωσία (ανδράποδα) νεαρών, κυρίως,  ανδρών μετά από ληστρικές επιδρομές σε μακρινούς τόπους. Στην αρχή για δική τους χρήση και μετά για πώληση (δουλεμπόριο).

ΠΩΣ σχετίζονται οι οβολοί με τους δούλους; Με δύο τρόπους. Στις ληστρικές επιδρομές οι άρπαγες νεαρών ανδρών χρησιμοποιούν τους σιδερένιους οβελούς για να ψήσουν το κρέας τους, για να κυνηγήσουν ή και για να πολεμήσουν. Για να χρησιμοποιηθούν οι δούλοι πρέπει να υπάρχουν σιδερένια εργαλεία –  τσάπες, πριόνια, τσεκούρια, κλαδευτήρια και άλλα πολλά. Ο σίδηρος γίνεται τόσο πολύτιμος που η κατοχή του αποτελεί ένα πολύ μεγάλο και σημαντικό μέρος του πλούτου του πλούσιου ποιμένα που γίνεται γαιοκτήμονας. Η χρησιμοποίηση όμως των δούλων απαιτεί την μετατροπή του σιδήρου σε εργαλεία, με αποτέλεσμα περί το 600 π. Χ.  να παύσει η χρήση των σιδερένιων οβελών ως χρήμα και τη θέση του να παίρνουν άλλα μέταλλα: το ήλεκτρο (κράμα χρυσού και αργύρου), ο χρυσός, ο άργυρος και ο χαλκός.

ΕΑΝ λοιπόν, φίλες και φίλες, οι κάτοχοι των σιδερένιων οφελών αρπάζουν και αιχμαλωτίζουν νεαρούς άνδρες για να τους κάνουν δούλους, τι αγοράζουν με αυτό το χρήμα, με τις σιδερένιες σούβλες ψησίματος του κρέατος, με τους οβελούς. Με ποιο προϊόν το ανταλλάσσουν; 

ΥΠΑΡΧΕΙ σαφής απάντηση. Η  Ιλιάδα και η Οδύσσεια, η μεταγενέστερη οικονομία μας την παρέχουν με απλότητα και βεβαιότητα: το κρασί. 

ΑΥΤΟ είναι το τρίτο εμπόρευμα που αναζητούμε. Μένει να δούμε πως συμπλέκονται σε μια ενότητα αυτά τα τρία εμπορεύματα. Μένει να εξετάσουμε και κάτι άλλο, που δεν πήρε υπ΄ όψει του ο Μαρξ, στα πρώτα κεφάλαια του Α’  τόμου του Κεφαλαίου, με το οποίο όμως ασχολείται με τα επόμενα κεφάλαια, με τους  άλλους δύο τόμους και με άλλες εργασίες του (Θεωρίες για την Υπεραξία, Grundrisse): το χρήμα δεν είναι μόνο μέσο αποθησαύρισης και μέσον πληρωμής αλλά κυρίως μέσον αύξησης του πλούτου και της ισχύος (Χ-Ε-Χ΄) – το χρήμα γεννά χρήμα, γίνεται περισσότερο χρήμα μόνο που δεν το γεννά αλλά το αρπάζει! Αυτή είναι άλλωστε και η λειτουργία του κεφαλαίου, το χρήματος που μετατράπηκε σε κεφάλαιο: μέσο αύξησης του πλούτου και της ισχύος.

ΤΟ χρήμα στην πρώιμη αρχαϊκή Ελλάδα  επινοήθηκε αρχικά ως μέσον πληρωμής και ως μέσον αποθησαύρισης αλλά με τέτοιο τρόπο που μετεξελίχθηκε σε μέσον αύξησης του πλούτου και της ισχύος: κι αυτό γινόταν με τη χρήση των δούλων και με την παραγωγή σιδερένιων εργαλείων. Άρα, το χρήμα σχετίζεται δομικά με την εμφάνιση ενός νέου τρόπου παραγωγής, του δουλοκτητικού. Δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε την επινόηση του χρήματος, εάν αγνοήσουμε το ζήτημα της δουλείας –  είναι αναπόσπαστα, άρρηκτα συνδεδεμένα.

ΑΥΡΙΟ θα δούμε το τρίτο εμπόρευμα, το κρασί.

 

Σχολιάστε ελεύθερα!