in γράφει ο π.

μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα (λοξές ματιές στην πανδημία, τον εμβολιασμό και τον ριζοσπαστισμό)

μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα

λοξές ματιές στην πανδημία, τον εμβολιασμό και τον ριζοσπαστισμό

γράφει ο π.

 

  1. Όσοι αντιτάσσονται και αντιστέκονται στα κυβερνητικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας, χωρίς συγχρόνως να συμμερίζονται τον κίνδυνο (για τον εαυτό τους ή για τους άλλους), χωρίς να συν-αισθάνονται την αγωνία συνανθρώπων τους (ιδίως των ηλικιωμένων, των χρόνια πασχόντων, των έγκλειστων και όσων βρίσκονται στον πάτο της ταξικής πυραμίδας), χωρίς να προκρίνουν μια κατά το ανθρωπίνως δυνατόν στάση αυτοπεριορισμού, (στωικής) προσοχής και εγρήγορσης, χωρίς να αναγνωρίζουν ότι εκτός από δικαιώματα έχουν και υποχρεώσεις, χωρίς να διεκδικούν και να απαιτούν την ενίσχυση και αναδιοργάνωση του δημόσιου συστήματος υγείας, έχουν ένα πτώμα στο στόμα τους
  2. Όσες, από την άλλη, προκρίνουν και προτάσσουν τον εθελοντικό μαζικό εμβολιασμό ή αποδέχονται ελαφρά τη καρδία τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, αψηφώντας και περιφρονώντας τα συν-αισθήματα των απλών ανθρώπων, τον φόβο και τις φοβίες τους για τις –βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες– παρενέργειες εμβολίων που δεν έχουν δοκιμαστεί επαρκώς, όπως και αρκετά υπαρκτά περιστατικά μεγαλύτερης ή μικρότερης βλάβης της υγείας, ακόμα και θανάτων, αμέσως μετά, ή λίγο καιρό μετά, τον εμβολιασμό (ακόμα και ανθρώπων που δεν τους βαραίνει κάποιο ιστορικό), έχουν, επίσης, ένα πτώμα στο στόμα τους. [Όσον αφορά τις παρενέργειες, η έλλειψη πρόδηλης αιτιακής σύνδεσης μεταξύ εμβολιασμού και βλάβης της υγείας δεν αποκλείει τη σύνδεση αυτή καθεαυτή· η υγεία, η ασθένεια και η ίαση βρίσκονται εντός-ενάντια-και-πέραν του φυσικο-επιστημονικού μοντέλου, και άρα και της σχέσης αιτίου-αιτιατού. Άλλωστε, οι ίδιες οι φαρμακευτικές εταιρείες που παρήγαγαν τα εμβόλια αυτά αναγκάστηκαν να παραδεχθούν ανοιχτά την, πολύ σπάνια μεν, πιθανή δε, συσχέτιση με συγκεκριμένες παρενέργειες – και ο κατάλογος είναι ακόμα ανοιχτός.]
  3. Όσοι βασίζουν την εναντίωσή τους στον εμβολιασμό στο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος ρίχνουν άσφαιρα πυρά. Το ίδιο ακριβώς δικαίωμα επικαλούνται και όσοι προκρίνουν τον εμβολιασμό καθιστώντας υπεύθυνους και υπόλογους για την υγεία τους όσους δεν εμβολιάζονται. Στη μάχη μεταξύ δύο δικαιωμάτων πάντοτε επικρατεί το «δικαίωμα της πλειοψηφίας», άλλως το «δημόσιο συμφέρον». Όσες δε τη βασίζουν στην καχυποψία τους (ή την ανοιχτή εχθρότητά τους) απέναντι στη δυτική επιστήμη, και ειδικά στη βιοτεχνολογία, ρίχνουν και πάλι άσφαιρα πυρά, στον βαθμό που δεν αναγνωρίζουν ευθαρσώς ότι η βιοτεχνολογία έχει ήδη εγκατασταθεί, βρίσκεται ήδη παντού (ακόμα και εξ αντανακλάσεως και αλληλεπιδράσεως) στην ίδια τους την καθημερινότητα, στους τρόπους-με-τους-οποίους-υπάρχουν (και υπάρχουμε), κι όχι μόνο στα συγκεκριμένα εμβόλια.
  4. Όσες, από την άλλη, βασίζουν τη ρητορική τους υπέρ του εθελοντικού μαζικού εμβολιασμού σε μια αφηρημένη κοινωνική, ταξική ή πανανθρώπινη αλληλεγγύη έχουν λησμονήσει ότι ζούμε σε ύστερες, μετανεωτερικές, καπιταλιστικές κοινωνίες του 21ου αιώνα, και όχι σε πόλεις-κράτη ούτε σε αναγεννησιακές πόλεις ούτε στην Κομμούνα ούτε στη Σοβιετία, δηλαδή σε κοινωνίες με –μεταξύ άλλων– πολύ υψηλό βαθμό συνοχής. Δεν μπορούμε να ζητάμε από τα σημερινά δυτικά υποκείμενα, που έχουν συγκροτηθεί με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο στη μακρά διάρκεια, να υπερβούν μεμιάς πλήρως τον εαυτό τους χάριν μιας ιδεαλιστικής αλληλεγγύης. Η αλληλεγγύη είναι ενσώματη, συν-αισθηματική, απτή: εμβολιάζομαι για τη μητέρα μου, για να παραφράσουμε τον Αλμπέρ Καμύ. Σήμερα, βέβαια, στη Δύση του 21ου αιώνα, εμβολιάζομαι καταρχάς (ή δεν εμβολιάζομαι αντίστοιχα) για μένα, τον εαυτό μου – ας μη γελιόμαστε. Και αυτό είναι οκ – αλλά δεν φτάνει, για ανθρώπους σαν εμάς τουλάχιστον.
  5. Όσοι δήλωναν μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι θα περιμένουν να εμβολιαστούν οι υπόλοιποι για να διαπιστώσουν ιδίοις όμμασι ότι τα εμβόλια είναι ασφαλή, και τότε μόνο θα εμβολιάζονταν και οι ίδιοι, σε δεύτερο δηλαδή χρόνο, καταδεικνύουν με τη στάση τους πόσο μακριά βρισκόμαστε από αυτό που λέγεται «κοινωνία», πόσο μάλλον «κοινότητα». Όσες, από την άλλη, δηλώνουν, αυτή τη φορά πολύ σοβαρά και ευθέως, ότι αυτοί που δεν εμβολιάζονται, για τον τάδε ή τον δείνα λόγο, δεν θα πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους εμβολιασμένους καταδεικνύουν, και αυτές, με τη στάση τους πόσο μακριά βρισκόμαστε από αυτό που λέγεται «κοινωνία», πόσο μάλλον «κοινότητα».
  6. Όσες πιστεύουν ότι δεν κινδυνεύουν από τον ιό επειδή είναι νέες και υγιείς αγνοούν ή ξεχνούν τα μαθήματα του Ζορζ Κανγκιλέμ: πρώτον, σε ζητήματα υγείας, ασθένειας και ίασης, ο κανόνας είναι πάντοτε ατομικός, ή έστω δι-ατομικός (διότι κοινωνικές, ταξικές και πολιτισμικές παράμετροι παίζουν, βέβαια, τον ρόλο τους, οπότε στην ουσία πρόκειται για μια συνάρθρωση βιολογικών και κοινωνικών κανόνων)· και δεύτερον, η υγεία αποδεικνύεται εμπράκτως, κάτι που σημαίνει ότι δεν υπάρχει υγεία αφηρημένη – υγιής, στην πραγματικότητα, είναι μόνον αυτός που αρρωσταίνει και ανακάμπτει, και μάλιστα σχετικά γρήγορα και χωρίς κατάλοιπα-κουσούρια. [Στο επίπεδο στο οποίο συζητάμε, και μόνον σε αυτό, χωρίς επιπλέον να παραγνωρίζουμε ότι στη μία περίπτωση πρόκειται για νόσο και στην άλλη για πρόληψη και προστασία από νόσο (με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ιδίως σε σχέση με τα μεγέθη των πραγματικών περιστατικών), ό,τι ισχύει σε σχέση με τον ιό ισχύει και σε σχέση με τον εμβολιασμό: ο κανόνας είναι πάντοτε ατομικός· ο κάθε οργανισμός είναι μοναδικός· αλλιώς θα αντιδράσει ο μεν και αλλιώς ο δε τόσο στον ιό όσο και στον εμβολιασμό· οι αντιδράσεις-αποκρίσεις είναι πολυπαραγοντικές, και αυτή η πολυπαραγοντικότητα είναι σε διόλου ευκαταφρόνητο βαθμό, πόσο μάλλον σε πρώτο χρόνο, μη προσβάσιμη από την επιστημονική γνώση. Το φαινόμενο έμβιο ον, ή ζωή εν γένει, δεν θα εξαντληθεί ποτέ, μα ποτέ, από την Επιστήμη, ακριβώς επειδή πρόκειται για φαινόμενο.]
  7. Όσοι, από την άλλη, φοβούνται υπερβολικά τον ιό, τρομοκρατούνται από τον πανικό που σπέρνουν αδιαλείπτως τα Μ.Μ.Ε. και ακολουθούν απαρέγκλιτα, φανατικά και ψυχαναγκαστικά τις –ενίοτε ανορθολογικές, παράλογες και άσχετες με την ανάσχεση της μεταδοτικότητας του ιού– συστάσεις, οδηγίες, κανονισμούς και νόμους, χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς στοιχειώδες φιλτράρισμα και κατά το δυνατόν ήπια προσαρμογή στη δική τους καθημερινή ζωή (που να συνάδει δηλαδή, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, με τις ανάγκες τους και τα συν-αισθήματά τους), είναι καταδικασμένοι να ζουν με το άγχος, την ανησυχία, την πρεμούρα και την τσίτα,  κάτι που στη μακρά διάρκεια –και εδώ μιλάμε οπωσδήποτε για μια πανδημία μακράς διάρκειας– ενδέχεται να αποβεί πολύ πιο καταστροφικό για την υγεία τους, σωματική και ψυχική, απ’ ό,τι θα απέβαινε μια (ενδεχομένως ελαφριά) νόσηση από τον ιό.
  8. Όσες διατηρούν επιφυλάξεις, συχνά βάσιμες, απέναντι στην επιστήμη και την τεχνολογία, χωρίς όμως να φροντίζουν να διακρίνουν επαρκώς μεταξύ ιδεολογίας ή λόγου (discourse) και πραγματικότητας, όπως και μεταξύ συνήθους πορείας των πραγμάτων και ιδιαζουσών συνθηκών οι οποίες απαιτούν άλλου είδους αντιμετώπιση, ρίχνουν, συχνά άθελά τους, κι άλλο νερό στον μύλο του ανορθολογισμού. Όσες, από την άλλη, εμπιστεύονται σχεδόν τυφλά την επιστήμη και την τεχνολογία, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι οι σημασίες που φέρει και ενσαρκώνει η τεχνοεπιστήμη δεν είναι ουδέτερες, ρίχνουν, συχνά άθελά τους, κι άλλο νερό στον μύλο της (ανορθολογικής) «ορθολογικότητας».
  9. Όσοι επενδύουν την εναντίωσή τους στον εμβολιασμό και στα κυβερνητικά μέτρα (και ως έναν βαθμό και στις επιστημονικές οδηγίες-συστάσεις) με βαριά ηθικά και πολιτικά προτάγματα και με βαριές αναλύσεις και κριτικές, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους τα συν-αισθήματα των απλών ανθρώπων, χωρίς καμία έγνοια, ευαισθησία και (έμπρακτη) μέριμνα για τα θύματα ή τα εν δυνάμει θύματα της πανδημίας, καμία διάθεση για ένα βήμα-πίσω από αυτό που τους συνέχει και τους συγκροτεί, καμία ανάληψη ευθύνης προς την κατεύθυνση της ανάσχεσης της πανδημίας, άλλοτε βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου, άλλοτε ζητούν από τους ανθρώπους πολύ περισσότερα από αυτά που μπορούν να δώσουν, άλλοτε επιδιώκουν ναρκισσιστικά μια κοινωνία που θα είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή τους, και άλλοτε (ή συγχρόνως) «απλώς» καμουφλάρουν τους ανθρώπινους, πολύ ανθρώπινους φόβους και φοβίες τους.
  10. Όσες, από την άλλη, επενδύουν την πολεμική τους απέναντι στη στάση του μη εμβολιασμού με βαριά ηθικά και πολιτικά προτάγματα και με βαριές αναλύσεις και κριτικές, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους τα συν-αισθήματα των απλών ανθρώπων, χωρίς καμία έγνοια, ευαισθησία και (έμπρακτη) μέριμνα για τα θύματα ή τα εν δυνάμει θύματα των εμβολιασμών, καμία διάθεση για ένα βήμα-πίσω από αυτό που τους συνέχει και τους συγκροτεί, καμία διεκδίκηση και απαίτηση προς την κατεύθυνση της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ασφάλειας των εμβολίων (ή προς την κατεύθυνση της παραγωγής όσο το δυνατόν πιο ασφαλών φαρμάκων), άλλοτε βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου, άλλοτε ζητούν από τους ανθρώπους πολύ περισσότερα από αυτά που μπορούν να κάνουν, άλλοτε επιδιώκουν ναρκισσιστικά μια κοινωνία που θα είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή τους, και άλλοτε (ή συγχρόνως) «απλώς» καμουφλάρουν τους ανθρώπινους, πολύ ανθρώπινους φόβους και φοβίες τους.
  11. Όσοι καταγγέλλουν ηθικιστικά ότι οι κυβερνήσεις (όπως και τα κράτη και οι καπιταλιστές) δεν κόπτονται για την υγεία μας δεν μας λένε κάτι καινούργιο, και επιπλέον επιτείνουν το αίσθημα της ανημπόριας μας. Πράγματι, οι κυβερνήσεις δεν κόπτονται για την υγεία του καθενός και της καθεμιάς ατομικά, οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν πολιτικές (policies) για τη δημόσια υγεία, όπως και για τη δημόσια εκπαίδευση, τις δημόσιες μεταφορές κ.ο.κ. Οι πολιτικές αυτές για τη δημόσια υγεία, στην τρέχουσα τουλάχιστον μορφή τους, είναι πολιτικές για την υγεία του πληθυσμού, για έναν στατιστικό μέσο όρο, είναι διαχείριση κόστους-οφέλους, είναι διαχείριση ρίσκου. Επιπλέον, η δημόσια υγεία δεν αντιπαρατίθεται με τη δημόσια τάξη και ασφάλεια – είναι ήδη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Αν θέλουμε λοιπόν να ασκήσουμε κριτική στην έννοια και την πρακτική της δημόσιας υγείας (όπως και σε αυτήν της δημόσιας τάξης και ασφάλειας), οφείλουμε να ασκήσουμε κριτική στη δια-κυβέρνηση και στον τρόπο του Κράτους. Αλλά η κριτική από μόνη της δεν επαρκεί (ίσα ίσα μπορεί να μας καθηλώνει), αν δεν συνοδεύεται από έμπρακτες δοκιμές και πειραματισμούς μιας άλλης υγείας και μιας άλλης τάξης, που θα οικειοποιούνται μέρος των ήδη υπαρχουσών υποδομών, του ήδη υπάρχοντος προσωπικού, του ήδη υπάρχοντος δυναμικού και της ήδη υπάρχουσας εμπειρίας και θα τα μεταστρέφουν προς άλλη κατεύθυνση, με διαφορετικές αξίες και αξιολογήσεις – παρούσες ήδη σε ένα μέρος του ιατρικού και του νοσηλευτικού προσωπικού. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι θα εκλείψει ποτέ ένα κομμάτι λειτουργικό, ακόμα και διαχειριστικό. Το ζήτημα δεν είναι να καταργήσουμε εντελώς τη διαχείριση, αλλά να την ανανοηματοδοτήσουμε και να τη βάλουμε στη θέση που της αρμόζει.  Όπως, αντίστοιχα, το ζήτημα δεν είναι να καταστρέψουμε το Κράτος, αλλά να το υπερβούμε σε επίπεδο πραγμάτωσης (άρα και πραγματιστικά), αφαιρώντας του συγχρόνως την αίγλη και την αύρα του, μεταστρέφοντας την τόσο ισχυρή ανάγκη-και-επιθυμία-για-Κράτος.
  12. Όσες πλέον αναγκάζονται, λόγω της υποχρεωτικότητας, να εμβολιαστούν γεύονται τώρα λίγη από την «ήττα» που γεύτηκαν όσοι πιέστηκαν να εμβολιαστούν από την ίδια τη συνθήκη – και όχι βέβαια από τον κάθε πρωθυπουργό και τον κάθε λοιμωξιολόγο, όπως τους προσάπτουν οι ριζοσπάστες και υπερ-ριζοσπάστες. [Ίσως, μάλιστα, η δική τους «ήττα» να είναι μεγαλύτερη, τόσο συμβολικά όσο και πραγματικά, σε επίπεδο ψυχικό και συναισθηματικό.] Τους πρώτους μήνες των εμβολιασμών, λίγοι εμβολιάστηκαν με το χαμόγελο διάπλατο στα χείλη, έχοντας τρομερή εμπιστοσύνη στην Επιστήμη και τα «θαύματά» της, πόσο μάλλον σε μια κυβέρνηση που μετρούσε απανωτές, και ενίοτε εγκληματικές, παλινωδίες. Δεν ήταν επιλογή, ήταν επιλογή υπό πίεση, όπως θα έλεγε ο Ρέιμοντ Γουίλιαμς. Αυτή η κοινότητα της επίγευσης της «ήττας» ενώνει σχεδόν τους πάντες, και σε ένα βαθύτερο μάλιστα επίπεδο αποτελεί κοινό βίωμα, όσο και αν σε ρηματικό επίπεδο οι μεν χαρακτηρίζουν τους δε ως «ψεκασμένους» και οι δε τους μεν ως «στρατιωτάκια του Συστήματος» και «υπέρμαχους της καραντίνας (ή καραντινιέρους)». [Το ρηματικό επίπεδο είναι βέβαια επιτελεστικό και έχει πρακτικό αντίκρισμα και πρακτικές συνέπειες, αλλά η δύναμη της επιτελεστικότητας υποχωρεί μπροστά στη δύναμη του βιώματος/της εμπειρίας όταν η τελευταία αναγνωρίζεται ως τέτοια, όταν το εγώ και το εσύ μπορούν να πουν, εντός-ενάντια-και-πέραν από το εγώ και το εσύ, «εμείς» – και για να το κάνουν αυτό, πρέπει να πουν ο καθένας, η καθεμία και από κοινού «αυτό εδώ είναι νερό», όπως θα έλεγε ο Ντέιβιντ Φόστερ-Γουάλας.]
  13. Όσοι, είτε από τη δύναμη της συνήθειας-αδράνειας είτε από τη δύναμη της επιθυμίας είτε από τη δύναμη της επιπολαιότητας (με τα τρία αυτά να ταυτίζονται ενίοτε μεταξύ τους), συνεχίζουν να ζουν τη ζωή τους ως εάν ο κόσμος μας είναι ο ίδιος με τον κόσμο προ πανδημίας εθελοτυφλούν· κάτι που είναι, όμως, ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. Μόνον όταν τα ζόρια πολλαπλασιάζονται, μόνον όταν βαραίνουμε και κοπιάζουμε, μόνον όταν η ζωή αυτή παύει να είναι ψυχικά και συναισθηματικά επωφελής, εμφανίζονται οι πρώτες ρωγμές και τα πρώτα σπέρματα αμφισβήτησης, χωρίς αυτό να σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι θα αλλάξει κανείς τη ζωή του. Το να αλλάξει κανείς τη ζωή του, την καθημερινότητά του, αυτό-που-τον-κάνει-να-είναι-αυτό-που-είναι, αποτελεί ίσως το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο· και θέλει, οπωσδήποτε, τον χρόνο του, τον τρόπο του και τον τόπο του – θέλει πάνω απ’ όλα, για να θυμηθούμε τον γερο-δάσκαλο Σπινόζα, μια άλλη συναισθηματική επήρεια (affect), ισχυρότερη από την υπάρχουσα.

 

Όλοι, μα όλοι, όλες, μα όλες, δύο σχεδόν χρόνια τώρα, μετρηθήκαμε και βρεθήκαμε λειψοί και λειψές. [Και αυτό μας ενώνει.] Αναμενόμενο. Συμβαίνουν αυτά όταν δυνάμεις καταπονημένες (αφού μετρούν ήδη στις πλάτες τους μια δεκαετία –τουλάχιστον– κρίσης, στέρησης, ματαίωσης, αλλά και αγώνα καθημερινού) αναμετριούνται με το πραγματικό (και τι πραγματικό!). Πόσο μάλλον όταν οι καταπονημένες αυτές δυνάμεις έχουν εδώ και καιρό καταφύγει στην κουλτούρα του εγωισμού, του δογματισμού, του στρουθοκαμηλισμού και της μνησικακίας, στην πραγματικότητα για να καταστήσουν περισσότερο ανεκτά τα βαθιά υπαρξιακά, στην ουσία, διλήμματα, προβλήματα και αδιέξοδά τους.

 

Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα λοιπόν! Αυτή είναι η θέση στην οποία βρισκόμαστε, αλλά την αντικειμενική μας αυτή θέση μπορούμε να την καταστήσουμε και υποκειμενική μας θέση εφόσον την αναδεχθούμε. Γιατί μεταξύ γκρεμού και ρέματος υπάρχουν σημεία στα οποία μπορούμε να σταθούμε, έστω για λίγο, έστω στριμωγμένα, έστω επισφαλώς. Και γιατί υπερβαίνει κανείς κατά το μάλλον ή ήττον μια συνθήκη όταν μεταστρέφει το ίδιο το σε-βάρος-του-αντικειμενικό σε υπέρ-του-υποκειμενικό.

 

Δικά μας τα αδιέξοδα, δικές μας οι αποτυχίες. Αλλά και δικά μας τα διακυβεύματα, δικές μας οι δυνατότητες.

Μεταστροφή-εκτροπή-λοξοδρόμηση-πλαγιοκόπηση-ενδόρρηξη. Ποτέ, μα ποτέ, κατά μέτωπον.

Δεν δίνουμε μάχες χαμένες από χέρι. Ας δώσουμε τις μάχες εκείνες που αντιστοιχούν στον αιώνα μας.

 

π.

δεκέμβριος 2021

 

 

 

 

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Ολοι δηλαδη εχουν αδικο αλλα θα ειχαν δικιο, αν δε το εθεταν ευθεως και το κοιταζαν καπως λοξα. Μια κατα μετωπο επιθεση σ’ οσους επιτιθενται κατα μετωπο.
    Δυστυχως οπως και να τα κοιταξεις, παραμενουν γκρεμος και ρεμα. Κι αν υπηρχε τοσος χωρος αναμεσα τους ωστε να μας χωραει ανετα όλους, δε θα μας αφορουσε ουτε το ενα ουτε το αλλο.

  2. Μια μερική προσέγγιση, που σχετίζεται με το κείμενό σου (θα ακολουθήσει μια γενικότερη)

    Αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία:

    4 διαφορετικές γραμμές προσέγγισης #1

    Μια τετριμμένη μαρξιστική θέση μέσα στη κρίση, ανέλυσε τη σχέση των εμβολίων με την εμπορευματική τους μορφή ως σχέση ”αξίας χρήσης” και ”ανταλλακτικής αξίας”. Εδώ μπορούμε να πούμε ότι αναπτύχθηκαν 4 διαφορετικές γραμμές, λιγότερο ή περισσότερο, που αποτυπώθηκαν σε πολιτικά κείμενα διαφόρων οργανώσεων-συλλογικοτήτων.

    1. Επειδή έχουμε καπιταλισμό, η αξία χρήσης υποτάσσεται στην ανταλλακτική αξία: τα εμβόλια είναι εμπορεύματα από επιχειρήσεις που αποσκοπούν στο κέρδος, άρα δεν μπορούν, ειδικά σε περίοδο κρίσης, παρά να είναι ενάντια στην ωφελιμότητα-χρησιμότητα της κοινωνικής υγείας. Πολύ περισσότερο, στη σύγχρονη κρίση το ιατροφαρμακευτικό σύμπλεγμα και το ψηφιακό κεφάλαιο κάνουν κρεσέντο κερδοφορίας σε βάρος μας. Δεν υπάρχει θέμα ”αξίας χρήσης” τελικά, μάλλον ούτε και πανδημίας.

    2. Επειδή έχουμε καπιταλισμό, κάθε ανταλλακτική αξία οφείλει να υπηρετεί σε έναν ικανοποιητικό βαθμό την αξία χρήσης. Ο καπιταλισμός θέλει να πουλήσει τα εμπορεύματά του, και ειδικά σε θέματα υγείας, τα εμπορεύματα οφείλουν να είναι ελάχιστα ικανοποιητικά. Ο καπιταλισμός οφείλει, επιπλέον, να αναπαραγάγει σε έναν ελάχιστο βαθμό την εργασιακή μας δύναμη. Δεν θέλει να πεθάνουμε ούτε να αρρωστήσουμε μαζικά, για να μπορούμε να εργαστούμε. Σήμερα, οι νέες τεχνολογίες επιτρέπουν την παραγωγή ανώτερων αξιών χρήσης, ακόμα και αν αυτές εγκλωβίζονται στο εμπόρευμα (για αυτό θα έπρεπε να αρθεί πχ η πατέντα για τις χώρες που δεν έχουν πρόσβαση). Η πανδημία είναι πραγματικό ζήτημα που ο καπιταλισμός πρέπει να επιλύσει με όρους αξίας χρήσης πρώτα και ύστερα ανταλλακτικής αξίας.

    Ισχύουν, λίγο πολύ, και οι δύο πλευρές. Δεν πρέπει να υπερτονίζεται μονόπλευρα η μία ή η άλλη. Εμπόρευμα και υγεία βρίσκονται σε αντίθεση, και η πραγματικότητα είναι αρκετά πολύπλοκη ώστε να ισχύει και η ανάγκη παραγωγής αξιών χρήσης και η ανάγκη παραγωγής ανταλλακτικών αξιών και κερδοφορίας υπέρ ιδιωτικών συμφερόντων. Δεν υπάρχει αντίφαση, διαλεκτικά πρόκειται για δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, της ίδιας πραγματικότητας.

    Ισχύουν και οι δύο πλευρές, αλλά ως πόλοι μιας αντίφασης. Η αντίφαση αυτή δεν μπορεί να λυθεί νοητικά. Από τον καπιταλισμό, λύνεται πρακτικά με βία, με καταστολή, με βαρβαρότητα, με αδικία. Υγεία και εμπόρευμα μέσα στον καπιταλισμό, αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία, και προϋποτίθενται αμοιβαία, και αποκλείονται αμοιβαία (διαλεκτική αντίφαση). Η σκέψη μας δεν μπορεί να διαχειριστεί αυτή την αντίφαση, αποκομμένη από τον κοινωνικό ανταγωνισμό για τη πρακτική επίλυσή της. Η ίδια η πανδημία, μέσα στον καπιταλισμό και τη κρίση του, παρήγαγε αυτή τη πραγματική αντίφαση.

    Προσωπικά είμαι κοντά στον 4ο τρόπο σκέψης. Η σχέση αξίας χρήσης-ανταλλακτικής αξίας έχει υψωθεί στο βαθμό μιας διαλεκτικής αντίφασης.

    Η θέση 1 διαβάζει την ιστορία ανάποδα, από πάνω προς τα κάτω. Είναι μια μονομερής αρνητική διαλεκτική, που στοχοποιεί απλά το κράτος και το κεφάλαιο, υποτιμά την πανδημία και την υγεία.

    Η θέση 2 συμφιλιώνει αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία μέσα στον καπιταλισμό, δεν βλέπει αντίφαση και ανταγωνισμό.

    Η θέση 3 είναι πιο ορθή αλλά γεφυρώνει την αντίφαση νοητικά, παραβλέποντας την πραγματική αντίφαση και την εκρηκτική λύση πρακτικά.

    Η θέση 4, κατά τη γνώμη μου, διαβάζει την ιστορία καλύτερα, από κάτω προς τα πάνω, από την αξία χρήσης στην ανταλλακτική αξία, και ακριβώς επειδή το κάνει αυτό, βλέπει την αντίφασή τους. Έτσι επικοινωνεί και με τις τρεις παραπάνω θέσεις. Γνωστικά, επικοινωνεί περισσότερο με τη τρίτη. Επιστημονικά, με τη δεύτερη. Αντικυβερνητικά-αντιεπιχειρηματικά, με τη πρώτη.

    Όμως για αυτή την 4η θέση, δεν υπάρχει άλλος τρόπος από το να δούμε κοινωνικά-πρακτικά πεδία ανταγωνισμού, και από εκεί να αντιληφθούμε το τί συμβαίνει. Γιατί τα μυαλά μας μόνα τους δεν ήταν ικανά, και δεν θα μπορούσαν.

    Να δούμε την αντίφαση στα νοσοκομεία, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστριών, στο χώρο της οικογένειας και εργασίας, στα σχολεία και πανεπιστήμια, στην επιστημονική έρευνα, αντλώντας πρακτική γνώση από ανθρώπους που βιώνουν την αντίφαση στα πεδία αυτά.

    Αν αυτό μοιάζει μεσοβέζικο, δεν πιστεύω ότι είναι. Aυτός ο τρόπος σκέψης μπορεί και πρέπει να κριθεί από το πώς αντιμετώπισε/αντιμετωπίζει τα ειδικά-συγκεκριμένα ζητήματα που ανέκυψαν και ανακύπτουν.

  3. Είναι εμφανές ότι το άρθρο είναι γραμμένο από μπολιασμενο που προσπαθεί, τη στιγμή του τέλος του πανδημικού αφηγήματος , να υπερασπιστεί τον εαυτό του , σαν απολογία περισσότερο παρά σαν απολογισμός.
    Και πρόκειται για μπολιασμενο που φοράει παρωπιδες!
    Και αυτό γιατί δεν αναγνωρίζει ότι η θνησιμότητα από τον ιό στους κάτω των σαράντα είναι πρακτικά ΜΗΔΕΝΙΚΗ .
    Γιατί δεν αναγνωρίζει ότι εμβόλια είχαν ήδη απαγορευτεί σε χώρες που προηγήθηκαν στη χρήση από τη δική μας , όπως το Αστρα Ζενέκα στην Νορβηγία, την Δανία και ακόμα και την Αγγλία για τους κάτω των πενήντα , και εδώ λέγαμε ψεκες όσους τα παρουσίαζαν!
    Γιατί οι παρενέργειες των εμβολίων αφορούν ΥΓΙΕΙΣ ανθρώπους!
    Γιατί το Χάμπεας Κόρπους είναι η πηγή και η βάση της αστικής δημοκρατίας, ενώ το καθεστώς εξαίρεσης είναι η πηγή του ολοκληρωτισμού!
    Μην ξεχνάει ο συγγραφέας του παραπάνω άρθρου ότι το σύνταγμα της Βαϊμάρης δεν καταργήθηκε από τους Ναζί, για να διαπράξουν τα ειδεχθή τους εγκλήματα!
    Όπως επίσης δεν καταλαβαίνω τις αναφορές του στην επιστήμη αφού και μόνο με την μελέτη Τσιόδρα αποκαλύψε ότι οι νεκροί οφείλονται κατά συντριπτική πλειοψηφία στην νοσοκομειακή περίθαλψη.
    Επίσης δεν προβληματίζεται καθόλου για τις καταγγελίες Πολακη σχετικά με το φάρμακο ίασης των Μονοκλωνικών που προορίζεται μόνο για τους εκλεκτούς τύπου Τζερόνιμο, Σαμαρά, κλπ και η διάθεση του είναι κρατικό μονοπώλιο μόνο για τους καθεστωτικούς ( ο Τράγκας πρακτικά δολοφονήθηκε αφού επιλεκτικά αφαιρέθηκαν από τη λίστα των δικαιούχων οι διαβητικοί τη στιγμή που εκείνος το χρειάστηκε για να επανέλθουν αμέσως μετά το θάνατο του)
    Και για το τέλος να μην ξεχνάμε ότι μπολιασμενο και αμπολιστοι σε όλη την Ευρώπη και τον Καναδά , ζητάνε την ελευθερία τους,που προφανώς είναι το ανώτερο κοινωνικό αγαθό, που τους υπόσχεται το αστικό σύνταγμα!!

    Όποιος δεν ζητάει σε κάθε κείμενο αποτίμησης σχετικά με τον κωρονοιό την άμεση άρση της ομηρίας – αναστολής εργασίας των υγειονομικών είναι εχθρός του λαού! Και ρίχνει νερό στο μύλο του εκφασισμού που θεωρητικά θα βοήθησε τον καπιταλισμό να ξεπεράσει την αυτή κρίση του

    Αυτά τα ολίγα… Κακέ σχολάρχα τους χαιρετισμούς μου και τον πιο βαθύ σεβασμό μου!!