in Σχετικά με τη Σχολή

οι αναγνωρίσιμοι και οι μη αναγνωρίσιμοι

“Αγαπητέ αναγνώστη, δέξου, σε παρακαλώ, αυτή την αφιέρωση! Είναι σαν να προσφέρεται με κλειστά μάτια, επομένως με ειλικρίνεια, δίχως ίχνος προμελέτης. Δεν ξέρω ποιος είσαι, δεν ξέρω πού βρίσκεσαι, δεν ξέρω το όνομά σου. Ωστόσο είσαι η ελπίδα μου, η χαρά μου, η αξία μου και η κρυφή τιμή μου”

Κοπεγχάγη, 1846

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΜΙΑ μέρα σα σήμερα, του Σταυρού, ρώτησα τον πατέρα μου, λίγα χρόνια πριν πάρει σύνταξη, πριν το 1990,  γιατί δεν πάει στη δουλειά και πάει στην εκκλησία. Με κοίταξε στα μάτια, όπως συνήθιζε,  και μου είπε ότι λίγα χρόνια πριν έπεσε ένας τεράστιος ογκόλιθος, στο λατομείο μαρμάτων που δούλευε, στην Παλιά Πεντέλη, ακριβώς δίπλα του. Όταν λέμε δίπλα του δεν εννοούμε ένα μέτρο αλλά ένα εκατοστό. Θεώρησε, κι εμείς δεν μπορούμε, δεν μας επιτρέπεται να πούμε απολύτως τίποτα,  ότι η Παναγία τον έσωσε, ενώ άλλους δεν τους έσωζε – κάθε τόσο θρηνούσαμε στη γειτονιά μας κάποιον λατόμο που άφηνε πίσω του γυναίκα και μικρά παιδιά. Ο πατέρας μου πέθανε τον περασμένο Ιανουάριο, λίγες μέρες μετά τα γενέθλιά μου. 88 χρονών.  Ό,τι γράψω φέτος, τα αφιερώνω στη μνήμη του· εάν δεν ήταν αυτός, εγώ δεν θα υπήρχα. Δεν εννοώ το σπέρμα του αλλά τη φροντίδα του. Θα τα αφιερώσω και στους φίλους μου και στις φίλες μου – εάν δεν με βοηθούσαν στις πολύ δύσκολες στιγμές, δεν θα ήμουν ζωντανός τώρα.  Και, όπως κάθε χρόνο, είναι αφιερωμένα στους λίγους αναγνώστες και τις λίγες αναγνώστριες, τους οποίους/οποίες αγαπώ τόσο πολύ που δεν θα μάθουν ποτέ πόσο. Ποτέ.

ΠΕΘΑΝΕ στεναχωρημένος. Μου είχε πει κάποτε ότι ο άνθρωπος πεθαίνει είτε χαρούμενος είτε στεναχωρημένος. Είχε πεθάνει πριν πολλά χρόνια η σύντροφός του, η μητέρα μου, κι εμένα δεν με είδε όπως ήθελε να με δει: καθηγητή, με κοστούμι και γραβάτα, με αυτοκίνητο. ‘Η αξιωματικό του στρατού. Αντί όλων αυτών, εγώ διέκοψα τις σπουδές μου, εγκατέλειψα γυναίκα και παιδί,  δεν άσκησα ποτέ μου κάποιο επάγγελμα, δεν δούλευα παρά μόνο λίγους μήνες τον χρόνο και πήρα και τρελόχαρτο. Κάπνιζα και χασίσι. Και άλλα πολλά έκανα, ο Ανάξιος, ο Άχρηστος, ο Ανίκανος. Αισθάνομαι ενοχές; Όχι. Πώς να κάνει κανείς κάτι που δεν μπορεί να το κάνει; Που μπορεί να θέλει, θέλει, αλλά δεν μπορεί; Προσπάθησα μερικές φορές αλλά αρρώστησα. Εάν επέμενα, θα πέθαινα. Πλήρης αποτυχία –  τι μεγάλη επιτυχία. Ζω κι είμαι γερός! Όλα όσα ήθελε ο πατέρας μου να κάνω, δεν  μπορούσα να τα κάνω και δεν μπορώ, δεν θα τα κάνω ποτέ. Τι να κάνουμε δηλαδή τώρα; Ενώ η μάνα μου μού έλεγε, δεν πειράζει, Θανάση, έτσι ήρθαν τα πράγματα. Εσύ να είσαι καλά. Αφού είσαι καλά, κάτι καλό κάνεις.

Η αφιέρωση προς τους αναγνώστες της προμετωπίδας γράφτηκε το 1846 από κάποιον 35χρονο, όταν ο Μαρξ ήταν 28 χρονών και ο Νίτσε  2. Όταν πέθανε, 42 χρονών, ο Μαρξ ήταν 37 και ο Νίτσε 9. Ο Μαρξ πέθανε 68 χρονών και ο Νίτσε 56. Ο συντάκτης της αφιέρωσης προς τους αναγνώστες δεν έκανε τίποτα άλλο από το να περπατάει στους δρόμους της Κοπεγχάγης, να παρατηρεί τους απλούς ανθρώπους και να γράφει. Έχει γράψει πολλές χιλιάδες σελίδες, πάρα πολλές. ‘Εγραφε κάθε μέρα, όπως ο Μαρξ και ο Νίτσε. Εστιάζω σε αυτούς τους τρεις διότι μεταξύ των διανοητών του 19ου αιώνα ξεχωρίζουν για την αστείρευτη περιέργεια τους, την οξύτατη παρατηρητικότητά τους και τη γόνιμη φαντασία τους. ‘Ηταν και οι τρεις προφήτες, χωρίς να το θέλουν και να το επιδιώκουν. Τους ενδιέφερε, μεταξύ των άλλων και απίστευτα πολλών ενδιαφερόντων τους,  το μέλλον (του δυτικού πολιτισμού) και ήταν πολύ καλοί γνώστες του παρελθόντος (του δυτικού πολιτισμού). Έγραψαν και για το παρόν, από την οπτική γωνία όμως του παρελθόντος και του μέλλοντος.

ΠΩΣ μπορεί κάποιος, κάποια να διαβάζει Κίρκεγκορ, Νίτσε και Μαρξ; Πώς μπορεί ένας μαρξιστής να διαβάζει τον χριστιανό Κίρκεγκωρ ή τον ταλαίπωρο υπεράνθρωπο Νίτσε, το αποκορύφωμα της συγχυσης –  κατ΄ αυτόν, τον μαρξιστή; Πώς ένας τρελαμένος με τον Νίτσε μπορεί να διαβάζει Κίρκεγκορ; Ή Μαρξ; Αν είναι δυνατόν! Τους φαντάστηκα να κάθονται στο ίδιο τραπέζι, να πίνουν τσίπουρο και να συζητάνε. Μας επιτρέπεται να φανταστούμε αυτή τη συνάντηση; Θα μπορούσαν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι; Νομίζω, εκτός κι αν κάνω λάθος, ότι κανείς από αυτούς τους τρεις δεν γνώριζε ούτε καν τα ονόματα των άλλων –  πόσο μάλλον να τους είχε διαβάσει! Οι τρεις σπουδαιότεροι διανοητές του 19ου αιώνα ήταν άγνωστοι και αδιάβαστοι μεταξύ τους! Νομίζω πως πρέπει να είναι πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η παρατήρηση. Η γνώμη μου είναι ότι δεν θα μπορούσαν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι, με τίποτα, ούτε με σφαίρες. Θα δυσφορούσαν και οι τρεις με την ίδια ένταση –  ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Αυτά που συγκινούσαν τον έναν, ήταν παντελώς αδιάφορα για τους άλλους. Έχουν όμως κάτι κοινό. Ποιο είναι αυτό;

ΗΤΑΝ άγνωστοι στην εποχή τους, ελάχιστοι τους διάβαζαν. Η περιέργειά τους, η παρατηρητικότητά τους και η φαντασία τους είχε φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη. Η ένταση του πάθους τους μας συγκινεί.  Μετά τον Νίτσε, πέθανε το 1900, αυτό το πάθος αρχίζει να καταλαγιάζει –  νομίζω ότι έχει σβήσει πια. Αν ανακατέψουμε τις στάχτες, θα βρούμε μερικά κάρβουνα αναμμένα αλλά χωρίς ξύλα θα σβήσουν κι αυτά. Μαζί με το πάθος σβήνει και η πίστη, μας λέει ο Κίρκεγκορ, και άμα σβήσουν αυτά χάνεται η απόφαση, κατά συνέπεια και η πράξη. Τότε επέρχεται η ισοπέδωση –  έτσι τη λέει ο Κίρκεγκορ. Και στην εποχή της ισοπέδωσης κάποιοι που έχουν αναπτυγμένη την περιέργεια, την παρατηρητικότητα και τη φαντασία, θα είναι μη αναγνωρίσιμοι. Την ίδια χρονιά που έγραψε την αφιέρωση για τους αναγνώστες, ο Κίρκεγκορ έγραψε το εξής κουφό:  εγώ δεν έχω διαβάσει πουθενά στις γραφές την εντολή ‘Αγάπα το πλήθος”! Έγραψε επίσης κι ένα σύντομο κείμενο με τίτλο Οι Μη Αναγνωρίσιμοι –  θα τα βρείτε όλα αυτά στη συλλογή κειμένων Ο κατάσκοπος του Θεού, εκδόσεις Κέδρος, ανθολόγηση-μετάφραση Κώστας Νησιώτης. ‘Οι μη αναγνωρίσιμοι, γράφει, κινδυνεύουν να δελεαστούν από αξιώματα και εξουσίες που θα τους αποτρέψουν από την ύστατη εξέλιξή τους’ και, ” οι μη αναγνωρίσιμοι δεν είναι μόνο υποχρεωμένοι να εργάζονται ακατάπαυστα, αλλά να εργάζονται για να αποκρύψουν το γεγονός ότι εργάζονται”. Και: “ο νόμος που διέπει την ύπαρξή του (του μη αναγνωρίσιμου) δεν είναι να εξουσιάζει, να κατευθύνει ή να ηγείται, αλλά μέσα από τη δοκιμασία να προσφέρει βοήθεια.”

‘ΕΤΣΙ και ο Νίτσε έτρεξε κι αγκάλιασε το άλογο, που το μαστίγωνε αλύπητα ο αμαξάς στο Μιλάνο,  και κατέρρευσε ψυχικά και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε άσυλο φρενοβλαβών. Το κοινό που έχουν αυτοί οι τρεις σπουδαιότεροι φιλόσοφοι του 19ου αιώνα, που κανένας τους δεν γνώριζε την ύπαρξη του άλλου, είναι η αγάπη και η βοήθεια. Η αγάπη και η βοήθεια τροφοδοτεί και αναζωπυρώνει και ενισχύει διαρκώς την περιέργεια, την παρατηρητικότητα και τη φαντασία.

ΤΟ μεγάλο ερώτημα είναι: τι θα κάνουμε, θα σκεφτόμαστε μόνο τον εαυτό μας ή και τους άλλους; Ο Κρίστοφερ Λας έχει γράψει ότι οι κοινωνίες μας είναι κοινωνίες  ναρκισσιστικές, κοιτάμε και σκεφτόμαστε μόνο τον εαυτό μας, την αναγνώριση και τα λάικς που θα αποσπάσουμε. Τι θα γίνει όμως όταν η ζωή μας θα αλλάξει όταν δεν θα το θέλουμε; Δεν θα αργήσει και πολύ να έρθει αυτή η στιγμή. Εάν σκεφτούμε και τους άλλους, θα σωθούμε, Εάν δεν τους σκεφτούμε, δεν υπάρχει σωτηρία. Η αγάπη και η βοήθεια δίνουν ζωή την περιέργεια, την παρατηρητικότητα και τη φαντασία, στη γόνιμη και επικίνδυνη σκέψη.

ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ σε καμιά ώρα. Θα φυτέψω σήμερα μαρούλια, λάχανα και μπρόκολα. Θα μαζέψω ντοματάκια για να κάνω πελτέ –  με τη φλούδα και τα σπόρια. Θα μαζέψω πράσινες ελιές να τις κάνω τσακιστές –  φοβερός μεζές για τσίπουρο. Θα αλέσω σιτάρι και κριθάρι, αύριο θα ζυμώσω.

Σχολιάστε ελεύθερα!