in πόλεμος και αθλητισμός στην Αρχαία Ελλάδα

η αθλιότητα του άθλου του τρεξίματος: πότε αρχίσαμε να τρέχουμε;

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Η παγκόσμια ιστορία συνηγορεί υπέρ της διαπίστωσης ότι ο άνθρωπος απεχθάνεται το τρέξιμο, το αποφεύγει. Πολλές νεοελληνικές εκφράσεις το εμφανίζουν ως συνώνυμο της ταλαιπωρίας, της κούρασης, της εξάντλησης και της καταπίεσης: “μας έτρεξε σήμερα το αφεντικό μας”,”τον τρέχει η γυναίκα του”, “έχει πολύ τρέξιμο αυτή η δουλειά”, “έχω τρεχάματα με την υγεία μου”. Υπήρξαν όμως κάποιες κοινωνίες, λίγες, που λάτρεψαν το τρέξιμο και συνεχίζουν να το λατρεύουν –  μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν οι δυτικές κοινωνίες, οι κοινωνίες του δυτικού πολιτισμού και δη του καπιταλισμού. Το τρέξιμο ακολουθεί τον καπιταλισμό κατά πόδας.  Γιατί όμως το τρέξιμο δεν υπήρξε στις περισσότερες κοινωνίες αλλά μόνο σε λίγες; Ποιες κοινωνίες χρειάζονται το τρέξιμο; Υπάρχει τρέξιμο στη φύση;

ΑΣΦΑΛΩΣ και υπάρχει –  στην τροφική αλυσίδα. Οι θηρευτές, τα αιλουροειδή λόγου χάριν,  πρέπει να τρέξουν για να φάνε, τα θηράματα, τα χορτοφάγα θηλαστικά, πρέπει να τρέξουν για να μη φαγωθούν. Συνήθως τα χορτοφάγα είναι ταχύτερα και διαφεύγουν –  όχι όμως τα ασθενικά, τα μεγάλης ηλίκιας, τα τραυματισμένα. Αυτά δεν μπορούν να τρέξουν και φαγώνονται. Οι θηρευτές αναπτύσσουν μεγάλη ταχύτητα αλλά για μικρές αποστάσεις, για μικρό χρονικό διάστημα.

Ο άνθρωπος ως θηρευτής είναι ένα πολύ βραδύ θηλαστικό. Δεν μπορεί να πιάσει ένα χορτοφάγο κυνηγώντας το, μια αντιλόπη, ας πούμε. Για πολλά εκατομμύρια χρόνια ο προάνθρωπος δεν ήταν θηρευτής μεγάλων θηραμάτων, δεν ήταν κυνηγός, ήταν τροφοσυλλέκτης. Μπορούσε και έπιανε μόνο μικρά και βραδυκίνητα ζώα –  σκουλήκια, έντομα, χελώνες και άλλα πολλά τα οποία καταβρόχθιζε με μανία και μεγάλη ευχαρίστηση. Κάποτε όμως άρχιζε να κυνηγά μεγάλα θηράματα, και μάλιστα με μεγάλη αποτελεσματικότητα, χωρίς όμως να τρέχει. Πώς τα κατάφερε; Με δύο τρόπους: με την ενέδρα/παγίδα και το βλήμα.

ΜΙΜΗΘΗΚΕ, παρατηρώντας τη φύση, πολλά ζώα τα οποία πιάνουν τα θηράματά τους με ενέδρα –  ο κροκόδειλος κοντά στην όχθη του ποταμού κάτω από την επιφάνεια του νερού πιάνει την αντιλόπη που σκύβει να πιει νερό. Ο ιστός της αράχνης είναι παγίδα. Ο ακίνητος βάτραχος πιάνει πολλές μύγες με τη μακριά του γλώσσα. Η σημαντικότερη όμως επινόηση ήταν το βλήμα –  το τόξο είναι η πρώτη μηχανή που έφτιαξε ο άνθρωπος –  ή ο προάνθρωπος. Η ταχύτητα του βλήματος είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή του ανθρώπου ενώ έχει και το πλεονέκτημα να μην γίνεται ορατό από το θήραμα. Εάν το θήραμα τραυματιζόταν, οι κυνηγοί το ακολουθούσαν χωρίς να τρέχουν ή τρέχοντας πολύ αργά (είναι το λεγόμενο τζόκινγκ).

ΔΕΝ τρέχαμε τόσο ως τροφοσυλλέκτες κυνηγοί όσο και ως γεωργοί. Η καλλιέργεια της γης και η εκτροφή των ζώων δεν χρειάζονται το τρέξιμο. Το τρέξιμο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις πολεμικές κοινωνίες. Το τρέξιμο και η ταχύτητα είναι φαινόμενα που συνδέονται με τον πόλεμο. Στις τροφοσυλλεκτικές-κυνηγητικές κοινωνίες ο πόλεμος ήταν μια σπάνια και μικρής διάρκειας δραστηριότητα, περισσότερο τελετουργικού χαρακτήρα παρά μια αναγκαία για την επιβίωση πρακτική. Δεν πολεμούσαν για κατάκτηση ζωτικού χώρου, αρπαγή κοινωνικού πλούτου ή εξόντωση αντιπάλων. Ο Κλαστρ διατείνεται ότι οι τροφοσυλλεκτικές ομάδες διατηρούσαν μια διαρκή εχθρότητα και αντιπαλότητα, και πολεμούσαν μεταξύ τους, μόνο και μόνο για να μην ενωθούν  –  και άρα εμφανιστεί η ανάγκη του συντονισμού και της ηγεσίας, της κυριαρχίας και του κράτους. Με τον πρώτο νεκρό, η μάχη τελείωνε.

ΟΙ κοινωνίες του προανθρώπου και του ανθρώπου δεν ήταν πολεμικές. Εάν ο άνθρωπος υπάρχει εδώ και 120.000 χρόνια, οι πολεμικές κοινωνίες εμφανίστηκαν μόλις πριν το πολύ 7-8.000 χρόνια. Τι είναι όμως μια πολεμική κοινωνία; Είναι μια κοινωνία που δεν μπορεί να υπάρξει, να αναπαραχθεί χωρίς τον πόλεμο –  χωρίς την εκδίωξη ή και την εξόντωση του αντιπάλου, χωρίς την αρπαγή του χώρου του και του πλούτου του. Οι πρώτες κοινωνίες που δεν μπορούσαν να αναπαραχθούν με άλλο τρόπο ήταν οι ποιμενικές κοινωνίες. Όλες οι ποιμενικές κοινωνίες είναι φιλοπόλεμες και πολεμοχαρείς. Εμφανίστηκαν σε περιοχές που δεν προσφέρονταν για καλλιέργεια της γης –  στέπες και έρημοι: στην Ευρασία και στην Αφρική. Οι δρομείς από την Αφρική που πρωταγωνιστούν και νικούν σε διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις και σε μαραθωνίους προέρχονται από ποιμενικές κοινωνίες  (Μασάι, Ζουλού, Βεδουίνοι,  κι άλλες που δεν γνωρίζω ή δεν θυμάμαι)-  είμαι βέβαιος ότι δεν σας διαφεύγει αυτή η λεπτομέρεια.

Η ποιμενική προφορική ποιητική αφήγηση, η γνωστή ηρωική ή επική ποίηση, πολλών λαών παρέχει πολλές πληροφορίες για τον πόλεμο, την ταχύτητα και το τρέξιμο. Οι ποιητικές συνθέσεις της ποιμενικής προφορικής αφήγησης, που καταγράφηκαν και διασώθηκαν, είναι πολλές, εκατοντάδες, ξεχωρίζουν όμως  για τις ιδιαίτερες αφηγηματικές τους αρετές, για την λογοτεχνικότητά τους, η αρχαιοελληνική Ιλιάδα και η ινδική Μαχαμπαράτα. Νικητής στον πόλεμο, μας λένε αυτά τα κείμενα, αναδεικνύεται ο πιο ταχύς, αυτός που τρέχει πιο γρήγορα από τον αντίπαλο. Ο Αχιλλέας είναι ο ισχυρότερος πολεμιστής γιατί είναι ο ταχύτερος –  οι πιο συχνές στερεότυπες εκφράσεις είναι πόδας ωκύς Αχιλλεύς, ποδώκης Αχιλλεύς, πόδας ταχύν  Αχιλλέα. Ο ταχύτερος μπορεί και φτάνει τον αντίπαλο και τον σκοτώνει ενώ όταν καταδιώκεται μπορεί και ξεφεύγει.

ΑΠΟ τη στιγμή που η νίκη εξασφαλίζεται μέσω της ταχύτητας, η επιθυμία της αύξησης της ταχύτητας ήταν μεταξύ των πρώτων και των σημαντικότερων επιθυμιών του πολεμιστή. Πώς μπορεί όμως ένας πολεμιστής να αυξήσει την ταχύτητά του; Με δύο τρόπους: με την άσκηση και με το άλογο.

ΣΤΙΣ ποιμενικές πολεμικές κοινωνίες, ή στις κοινωνίες που προήλθαν από αυτές, όπως της Σπάρτης,  οι νέοι άνδρες, οι ήρωες, ασχολούνται μόνο με τον πόλεμο και όταν δεν πολεμούν δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να ασκούνται –  στη χρήση των όπλων, στην αύξηση της σωματικής δύναμης και στην αύξηση της ταχύτητας. Στις ποιμενικές πολεμικές κοινωνίες των στεπών και των ερήμων (μογγολικές, τουρκικές, αραβικές, ινδοευρωπαϊκές της ύστερης αρχαιότητας) η ταχύτητα του πολεμιστή αυξήθηκε με την ίππευση του αλόγου –  είχε προηγηθεί η ζεύξη του σε δίτροχα, ελαφριά άρματα.

ΚΑΤΑ τον 8ο π. Χ. αιώνα εμφανίζεται ένας θεσμός που αναβίωσε στα τέλη του 190υ αιώνα και διαδόθηκε σε όλη την υφήλιο, ακολουθώντας κατά πόδας τον καπιταλισμό: ο αθλητισμός, οι αθλητικοί αγώνες. Ο αθλητισμός και η καθιέρωση των αθλητικών αγώνων ήταν επινόηση και δημιουργία των πλούσιων και ισχυρότερων αριστοκρατών. Μόνο αυτοί συμμετείχαν στους αγώνες, μόνο αυτοί τους παρακολουθούσαν –  οι άλλοι, το πλήθος των μικροκαλλιεργητών (αυτουργοί) και των ακτημόνων (θήτες) απλά δεν μπορούσαν διότι δεν διέθεταν τα μέσα και τον χρόνο. Σήμερα είμαστε σε θέση να σκιαγραφήσουμε αδρομερώς τη διαδικασία εμφάνισης και διάδοσης του αριστοκρατικού αθλητισμού, τα ιδιαίτερα αγωνίσματα του οποίου είναι ο δρόμος (το σημερινό κατοστάρι, μόνο που απόσταση ήταν κοντά στα 200 μέτρα) και η αρματοδρομία. Με την μετάβαση από τον ποιμενισμό στη καλλιέργεια της γης με τη χρήση των δούλων, οι αριστοκράτες παύουν και να εργάζονται και να πολεμούν και η πολυπόθητη νίκη, η υπεροχή, η διάκριση,  εξασφαλίζονται με άλλους τρόπους –  ο προσφιλέστερος είναι η νίκη στους αθλητικούς αγώνες και ειδικά στα αθλήματα ταχύτητας. Να σημειώσουμε ότι όλα τα αγωνίσματα ήταν στρατιωτικές ασκήσεις ή ικανότητες που έπρεπε να είχε ο πολεμιστής. Οι συμμετέχοντες στους αθλητικούς αγώνες ήταν πολεμιστές –  γι΄ αυτό και δεν γινόταν πόλεμος (εκεχειρία) όταν διεξάγονταν, για λίγες μέρες,  οι αθλητικοί αγώνες.

Η λατρεία της ταχύτητας και της νίκης χαρακτηρίζει και τις φεουδαρχικές (πολεμικές) κοινωνίες –  και τις καπιταλιστικές που τις διαδέχτηκαν. Ο καπιταλισμός αποθέωσε την ταχύτητα, άρα και τη νίκη. Η τεχνική και η επιστήμη αύξησαν την ταχύτητα του πολεμιστή, μέσω των ταχέων οχημάτων, την ταχύτητα των βλημάτων και την ταχύτητα της διάδοσης του μηνύματος. Όλες αυτές οι πρόοδοι εκτυλίχθηκαν κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού: ο πολεμιστής τώρα δεν χρειάζεται την ταχύτητα των ποδιών του ούτε το αλόγου ούτε του ιππήλατου άρματος ούτε το ιππέα αγγελιοφόρου. Αυτές λοιπόν τις δεκαετίες (1880-1910) που εμφανίζεται το αυτοκίνητο, που έγινε τανκ (τεθωρακισμένο), το αεροπλάνο (που έγινε βομβαρδιστικό) και ο τηλέγραφος και το τηλέφωνο, αυτές τις δεκαετίες αναβιώνουν οι αθλητικοί αγώνες που διεξάγονταν στην αρχαία Ελλάδα! Τι παράξενο! Είναι βέβαια η εποχή του θαυμασμού μιας εξιδανικευμένης αρχαίας Ελλάδας, δημιούργημα κυρίων Άγγλων και Γερμανών ιστορικών και φιλολόγων. Δεν ήταν όμως μόνο ο θαυμασμός του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Με την αναβίωση (1896) των αθλητικών αγώνων και των αγωνισμάτων των πολεμιστών της αρχαιότητας εξυμνείται εμμέσως η πρόοδος του παρόντος.

ΤΗΝ ίδια εποχή εκτυλίσσεται και μια άλλη διαδικασία: ολοκληρώνεται η μετεξέλιξη του μεσαιωνικού ποδοσφαίρου σε καπιταλιστικό. Το ποδόσφαιρο είναι μια αναπαράσταση του πολέμου όπως διεξαγόταν από πεζούς πολεμιστές, απο πολεμιστές που έτρεχαν. Δεν τρέχουν μόνο οι αθλητές του στίβου, ως άτομα, τρέχουν και οι ποδοσφαιριστές ως ομάδα. Και μόνο αυτοί τρέχουν. Όταν ο αθλητισμός του στίβου και το ποδόσφαιρο έγιναν επαγγέλματα και συμμετείχαν σε αυτά και οι γυναίκες, έγινε απολύτως σαφές ποιοι και ποιες τρέχουν –  οι επαγγελματίες αθλητές και οι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές –  και των δύο φύλων. Τρέχει, με άλλα λόγια, μια ελάχιστη μειονότητα, επιδίδεται σε μια δραστηριότητα του παρελθόντος, πολεμικής προέλευσης. Η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού δεν τρέχει, απλά τους βλέπει να τρέχουν. Η πλειονότητα του πληθυσμού τρέχει ακίνητη –  και με όλες τις ανέσεις: με το αυτοκίνητο!

ΥΠΑΡΧΟΥΝ και κάποιοι και κάποιες που τρέχουν χωρίς να είναι επαγγελματίες. Δεν εννοώ αυτούς που βάζουν τη φόρμα τους και γυμνάζονται –  περπατούν, κάνουν τζόκινγκ και ψιλοτρέχουν  στα πάρκα και στα βουνά.  Εννοώ αυτούς κι αυτές που τρέχουν στον Μαραθώνιο, αυτά τα 42 χιλιόμετρα και βάλε. Θα πρέπει να είναι άνθρωποι που λατρεύουν τη στέρηση, την ταλαιπωρία, τον αυτοβασανισμό, την ασκητική στάση της ζωής. Παρηγοριέμαι ότι είναι πολύ λίγοι, πολύ λίγες –  μόνο 45.000 από 92 χώρες με συνολικό πληθυσμό που ξεπερνάει το 1 ή 2 δισ.  Είναι πολύ ευχάριστο επίσης που ένας πολύ μεγάλος αριθμός, ίσως οι περισσότεροι, δεν το γνωρίζω, εγκαταλείπουν τη διαδρομή και το τρέξιμο. Ακόμα πιο ευχάριστο είναι το γεγονός ότι όσοι και όσες τρέχουν μια φορά, δεν ξανατρέχουν –  και είναι οι περισσότεροι και οι περισσότερες.

Σχολιάστε ελεύθερα!