in ιστορική κοινωνιολογία του σώματος

πρέπει να δοθούν οι σοροί και θα δοθούν! πρέπει να ιδωθούν ή όχι;

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΑΠΟΨΕ, πριν μία ώρα, το όνειρο με ξύπνησε, είδα στον ύπνο μου τον παππού μου, τη μητέρα μου και τον πατέρα μου –  τους αναφέρω με τη σειρά του θανάτου τους. Πρώτη φορά τους βλέπω όλους μαζί. Τους βλέπω συχνά, άλλοτε μόνους, άλλοτε, και μάλιστα συχνά,  τον παππού μου και τη μητέρα μου, αυτοί οι δύο με μεγάλωσαν. Γιατί βλέπουμε τους εκλιπόντες και τις εκλιπούσες στον ύπνο μας; Τους ανακαλεί η μνήμη μας επειδή θέλουμε να τους ξαναδούμε, λογω της αγάπης μας γι΄ αυτούς Πώς τους βλέπουμε; Τους βλέπουμε ποτέ νεκρούς στο φέρετρο; Ποτέ! Ποτέ! Τους βλέπουμε ζωντανούς, σαν να είναι μπροστά μας, βλέπουμε το πρόσωπό τους, τα μάτια τους ανοιχτά, κοιταζόμαστε, μιλάμε μαζί τους, τους βλέπουμε χαρούμενους, λυπημένους,  μερικές φορές μας χαμογελούν κιόλας. Έπινα καφέ και κάπνιζα  στο μπαλκόνι πριν από λίγο και αναρωτήθηκα, γιατί τους είδα απόψε και τους τρεις μαζί; Και σκέφτηκα ότι θα πρέπει να έπαιξαν κάποιο ρόλο αυτά που διαβάζω και ακούω σχετικά με τη πολύνεκρη σιδηροδρομική τραγωδία που συνέβη πριν λίγες μέρες.

ΚΑΙ αναρωτήθηκα ακόμα εάν υπήρξε πατέρας ή μάνα που να μην μπήκε στη θέση των συγγενών των νεκρών επιβατών, η πλειονότητα των οποίων ήταν φοιτητές και φοιτήτριες. Όχι, δεν υπήρξε. Εάν όλοι οι νεκροί ήταν γέροι και γριές, ογδόντα και ενενήντα χρονών, ο σπαραγμός και η θλίψη δεν θα ήταν ίδιος. Ο βίαιος θάνατος ενός νέου, μιας νέας, ενός παιδιού, έφηβου ή έφηβης, μας συγκλονίζει και μας τρομάζει –  δεν έζησαν, είναι σαν να πεθαίνει το μέλλον, μιας και αυτοί και αυτές είναι το μέλλον. Και μια κοινωνία χωρίς μέλλον είναι μια τρομακτική κοινωνία.

Η πολύνεκρη σιδηροδρομική τραγωδία έφερε στο προσκήνιο κάποια ζητήματα ηθικής φύσης, κάποια ερωτήματα, για τα οποία δεν έχω απαντήσεις. Εάν κάποιοι και κάποιες έχουν, θα ήθελα πολύ να τις διαβάσω και να τις ακούσω. Είχα αμφιβολίες, δεν ήμουν βέβαιος, εάν θα έπρεπε να ασχοληθώ με αυτά, μήνυμα όμως φίλης στο fb, της ποιήτριας Κατερίνας Ζησάκη, διέλυσε όλους τους δισταγμούς μου. Γράφει μεταξύ άλλων: θέλουμε και ένα κείμενο που να σχολιάζει την απαγόρευση επαφής με το νεκρό (που ίσως να κολλάει με την εξάλειψη του θανάτου μέσω της εξάλειψης της ζωής με το να αφαιρεθεί η υλικότητα από τον θάνατο και άρα από τη ζωή). Κάποια από τα κείμενα που γράφω είναι παραγγελιά αναγνωστών και αναγνωστριών και πάντοτε ανταποκρίνομαι, όταν βέβαια γνωρίζω το θέμα.

ΤΟ πρώτο ζήτημα που ανακύπτει είναι η απαγόρευση της Υπουργού Υγείας να μην δοθούν οι σοροί στους συγγενείς. Η απαγόρευση αυτή είναι απαράδεκτη. Η λογική της Υπουργού βασίζεται στην προστασία των συγγενών των νεκρών, στην επιδίωξη αποτροπής της φρίκης που αναπόφευκτα θα προκαλέσει το κοίταγμα της σορού. Να είναι άραγε μόνο αυτό; Μήπως υπάρχει και κάποια σκοπιμότητα, η οποία βέβαια δεν διατυπώνεται, δεν θα μπορούσε να διατυπωθεί,  ρητά; Η γνώμη μου είναι ότι υπάρχει μια λανθάνουσα σκοπιμότητα –  θα δούμε ποια είναι. Με συγχωρείτε για το φρικαλέο περιεχόμενο κάποιων προτάσεων που θα ακολουθήσουν αλλά δεν μπορώ να τις αποφύγω, κανένας και καμία δεν μπορεί. Κάποιες καταστάσεις, όσο οδυνηρές και επώδυνες και να είναι, δεν μπορούμε, δεν πρέπει να τις αποφύγουμε. Αντιλαμβάνεστε πολύ καλά τι εννοώ. Οι σοροί πρέπει να αποδοθούν στους συγγενείς για να πενθήσουν. Πρέπει όμως να ιδωθούν; Μήπως δεν πρέπει;  Πρόκειται για ένα τρομακτικό δίλημμα –  όποια επιλογή και να κάνουμε επιδεινώνει τη θλίψη και τον σπαραγμό, και δεν γνωρίζουμε, εγώ τουλάχιστον, εάν  συμβάλλει ή όχι στην ολοκλήρωση της διαδικασίας του πένθους, στην οδυνηρή απόφαση ότι δεν ζει πια το προσφιλές μας πρόσωπο. Για να κάνουμε μια απόπειρα να κατανοήσουμε αυτό το τρομακτικό δίλημμα πρέπει να δούμε τις δύο πτυχές του.

ΣΕ πολλούς κοινόχρηστους χώρους (σταθμοί τρένων και λεωφορείων, λιμάνια, αεροδρόμια, αστυνομικά τμήματα) έχει αναρτηθεί το σκίτσο ενός νεαρού άντρα, γύρω στα τριάντα, όπως θα ήταν σήμερα, εάν είναι ζωντανός. Πρόκειται για το τετράχρονο παιδί Άγγλων που εξαφανίστηκε στην Κω στη δεκαετία του 1990. Οι γονείς του δεν γνωρίζουν εάν είναι ζωντανός ή νεκρός ο γιος τους. Ελπίζουν κι όσο ελπίζουν δεν μπορούν να πενθήσουν. Πρόκειται για καθημερινό ανείπωτης θλίψης μαρτύριο και βάσανο. Η ίδια αδυναμία να πενθήσουμε υπάρχει κι όταν δεν υπάρχει σορός, ακόμα κι αν είμαστε βέβαιοι ότι είναι με βεβαιότητα νεκρός. Πρέπει να τον δούμε νεκρό για να πειστούμε, πρέπει να έρθουμε σε οπτική, έστω, επαφή για να θρηνήσουμε και να πενθήσουμε. Το τελευταίο βλέμμα του νεκρού, το τελευταίο κοίταγμα είναι ο ύστατος χαιρετισμός. Έχει σημασία σε ποια κατάσταση βρίσκεται η  σορός;

ΓΙΑΤΙ, φίλες και φίλοι, καλλωπίζουμε και στολίζουμε τον νεκρό, τη νεκρή; Γιατί βελτιώνουμε την εμφάνισή του/της, γιατί τον/την ομορφαίνουμε; Πέρυσι πέθανε ο πατέρας μου, ζούσε με τον αδερφό μου. Μην έρθεις, επέμενε ο αδερφός μου, όταν του είπα ότι θέλω να τον δω. Τον άκουσα, δεν πήγα. Καλύτερα να μην τον θυμάσαι όπως είναι τώρα – είχε μείνει κυριολεκτικά κόκκαλο και πέτσα. Και όταν έγινε η κηδεία, το γραφείο τελετών του είχε βελτιώσει την εμφάνιση του προσώπου του. Γιατί φοράμε στον νεκρό καθαρά και ωραία ρούχα; Γιατί καλύπτουμε το σώμα του με λουλούδια και βλέπουμε μόνο το πρόσωπό του; Γιατί, ακόμα κι αν δεν είναι καλλυμμένος με λουλούδια, εστιάζουμε στο πρόσώπό του; Γιατί κλείνουμε τα μάτια του νεκρού; Γιατί κάποτε, δεν ξέρω τώρα τι γίνεται, φορούσαν νυφικό στις νεκρές ανύπαντρες νεαρές γυναίκες; Γιατί κοιτάζουμε το πρόσωπό της, χαϊδεύουμε το κεφάλι του, γιατί την φιλάμε στο μέτωπό της; Ο τυφλός πατέρας, η τυφλή μάνα τι κάνει; Τον, την βλέπει με την αφή. Χαϊδεύει το κεφάλι και το πρόσωπο! Δεν είναι άσχετα με όλα αυτά τα ζητήματα τα ερωτήματα που θα θέσω: γιατί οι τυφλοί φοράνε μαύρα γυαλιά, γιατί όλοι οι τυφλοί είναι ήρεμοι και γαλήνιοι; Γιατί θεωρούμε αγενή κάποιον ή κάποια που μας μιλάει φορώντας μαύρα γυαλιά;

Ο καλλωπισμός του προσώπου του νεκρού είναι η αποδοχή του θανάτου αλλά και ένας ύμνος στη ζωή –  θα πονέσουμε και θα λυπηθούμε, θα πενθήσουμε αλλά θα συνεχίσουμε να ζούμε –  να ζείτε να τον θυμόσαστε, αυτή δεν είναι η στερεότυπη ευχή που κάνουμε στις κηδείες; Πώς να τον θυμόμαστε; Όμορφο και όμορφη, όπως ήταν κάποτε ζωντανός και ζωντανή. Αυτή θέλουμε να είναι το τελευταίο βλέμμα, η τελευταία εικόνα. Μονομερές βλέμμα, μη ανταποδόσιμο. Γι΄ αυτό και του/της κλείνουμε τα μάτια. Αν όμως δεν υπάρχει πρόσωπο; Τι γίνεται, φίλες και φίλοι, σε αυτή την φρικαλέα και μακάβρια περίπτωση;

ΠΟΙΟ είναι το δράμα του ζωντανού που βλέπει το πρόσωπο του νεκρού και ποιο το ανείπωτο δράμα το να βλέπεις μια σορό χωρίς πρόσωπο; Να ποιο είναι: το κοίταγμα του προσώπου του νεκρού, ο θάνατος ο ίδιος,  είναι η εξάλειψη  “της τελειότερης αμοιβαιότητας σε ολόκληρο το φάσμα των ανθρωπίνων σχέσεων”. Το βλέμμα μεταξύ των ανθρώπων είναι η στοιχειώδης κοινωνική σχέση, είναι η τελειότερη αμοιβαιότητα. Το παράθεμα είναι από κείμενο που έχει γράψει, το 1908, ο θεωρητικός του βλέμματος, αυτός που έθεσε τα πρώτα θεμέλια της κοινωνιολογίας των αισθήσεων, ο Γκέοργκ Ζίμελ (Georg Simmel). (Κοινωνιολογία των αισθήσεων, στο Μητροπολιτική Αίσθηση, εκδ. Άγρα, μετ. Ιωάννα Μεϊντάνη). Θα παραθέσω ένα ακόμα σύντομο παράθεμα, από το ίδιο κείμενο (σ. 64):

“Στο βλέμμα με το οποίο λαμβάνουμε τον άλλον φανερώνουμε τον εαυτό μας· το υποκείμενο εκτίθεται στο αντικείμενο με την ίδια πράξη με την οποία γυρεύει να το αναγνωρίσει. Με τα μάτια δεν μπορούμε να πάρουμε χωρίς ταυτόχρονα να δώσουμε. Το μάτι αποκαλύπτει στον άλλον την ψυχή που γυρεύει να αποκαλύψει το ίδιο”. 

ΑΥΤΟΣ είναι ο θάνατος, ο σπαραγμός: σε βλέπω αλλά δεν με βλέπεις, αποκαλύπτω την ψυχή μου αλλά εσύ δεν μπορείς να αποκαλύψεις τη δική σου. Στρέφουμε ενστικτωδώς το βλέμμα μας στο πρόσωπο του άλλου,  ζωντανού ή νεκρού, διότι ” στο πρόσωπο έχει αποτεθεί ό,τι έχει κατακαθίσει από το παρελθόν στο πυθμένα της ζωής του και έχει χαραχτεί μέσα του μόνιμα” (στο ίδιο, σ. 66). Και,  συνεχίζει ο Ζίμελ, είναι εντυπωσιακό πόσα γνωρίζουμε για έναν άνθρωπο με την πρώτη ματιά, και είναι επίσης εντυπωσιακό πως αυτό ως επί το πλείστον δεν το συνειδητοποιούμε. Διαβάζοντας αυτές τις σελίδες θυμήθηκα κάποια πρόσωπα νεκρών που έχω θάψει, όταν σε κάποια φάση της ζωής μου εργάστηκα ως νεκροθάφτης –  έχω θάψει δέκα τέσσερις, άνδρες και γυναίκες, όλοι γέροι και γριές. Άλλα ήταν ήρεμα και γαλήνια, άλλα, κυρίως των ανδρών, σφιγμένα, με τον τρόμο χαραγμένο στο πρόσωπό τους.

ΤΑ γράφω όλα αυτά για να καταλήξω στο πιο οδυνηρό, στο πιο φρικαλέο και μακάβριο ερώτημα. Το ερώτημα το έθεσα πρώτα στον εαυτό μου, στη γυναίκα μου, σε μητέρες φίλες μου και δεν ξέρω, δεν ξέρω τι θα έκανα. Τι θα έκανα, εάν ήξερα ότι η σορός του παιδιού μου μέσα στο φέρετρο είναι ένα πόδι κι ένα χέρι, εάν ήταν ένα απανθρωκωμένο υπόλειμμα του σώματος; Εάν δεν το έβλεπα, πώς θα βεβαιωνόμουν ότι είναι νεκρός; Πώς θα θρηνούσα, πώς θα πενθούσα; Εάν, από την άλλη, το έβλεπα, αυτό θα ήταν το τελευταίο βλέμμα, ένα βλέμμα που δεν θα έβλεπε το πρόσωπο; Αυτή η εικόνα θα καταγραφόταν ανεξίτηλα στην ψυχή μου, στη μνήμη μου, και θα με ακολουθούσε σε όλη μου τη ζωή; Ρώτησα τη μητέρα των παιδιών μας. Στην αρχή μου είπε, δεν θα το άνοιγα (το φέρετρο). Μετά μου είπε, θα το άνοιγα, να δω το παιδί μου για τελευταία φορά σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκεται. Και μετά μου είπε, δεν ξέρω τι θα έκανα. Ούτε εγώ ξέρω.

ΞΕΡΩ όμως κάτι, και το ξέρετε κι εσείς. Ο πολιτισμός μας, οι κοινωνίες μας κάνουν το κάθε τι για να εξοβελίσουν, φιλοδοξούν να εξαλείψουν,  τον πόνο, σωματικό και ψυχικό, την ασθένεια, την αδυναμία, τη φθορά και τον θάνατο. Είμαστε θύματα αυτού του πολιτισμού: τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να εξαλειφθεί, όταν όμως τα εξοβελίζουμε αυτά επιστρέφουν και τότε όλα γίνονται πιο επώδυνα, πιο φρικαλέα και πιο μακάβρια.

Σχολιάστε ελεύθερα!