φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΤΟ θέμα της έκθεσης, όταν έδωσα εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο, καλοκαίρι του 1976, ήταν αυτό: “Πολλοί υποστηρίζουν ότι η αρνητική κριτική για να είναι εποικοδομητική πρέπει να συνοδεύεται οπωσδήποτε από στοιχεία θετικής αντιπροσφοράς, Συμφωνείτε ναι ή όχι και γιατί”. Δημοτική γλώσσα, είχε καθιερωθεί η δημοτική λίγους μήνες πριν, τον Απρίλιο του 1976. Η καθιέρωσή της από το κράτος δεν ήταν τίποτα άλλο παρά νομιμοποίηση μιας πραγματικότητας που κανένας και καμία δεν μπορούσε να παραβλέψει. Εκδότες, εφημερίδες, συγγραφείς, επιστήμονες, ποιητές έγραφαν σε δημοτική και εμείς οι μαθητές γράφαμε σε δημοτική κι αυτή η στάση μας ήταν μια στάση ανυπακοής και αμφισβήτησης. Λίγα χρόνια πριν την καθιέρωση της δημοτικής, οι καθηγητές μας επέτρεπαν να επιλέξουμε μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής.
ΚΑΤΑ τον ίδιο τρόπο καταργήθηκε η ποδιά που φορούσαν οι μαθήτριες. Λίγα χρόνια πριν την κατάργηση οι μαθήτριες φορούσαν ποδιά αλλά τι ποδιά ήταν αυτή! Τον Μάιο και τον Ιούνιο πολλές μαθήτριες φορούσαν μόνο κιλοτάκι και την ποδιά, χωρίς σουτιέν. Τα πάνω κουμπιά ανοιχτά να φαίνονται τα μισά βυζιά, ανοιχτά και τα κάτω σε μια ποδιά που γινόταν όλο και πιο κοντή. Μαριγούλα Μαριγώ, δε με θέλεις να κι εγώ! Τελικά, το 1982, μία από τις πρώτες αλλαγές που έκανε η κυβέρνηση του Πασόκ ήταν να καταργήσει την ποδιά, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
ΤΟ κράτος αλλάζει τους νόμους για να εξαλειφθεί η αναντιστοιχία μεταξύ κοινωνικής πραγματικότητας και κρατικής νομοθεσίας. Η μοιχεία έπαυσε να είναι ποινικό αδίκημα, όπως και η ομοφυλοφιλία. Αναγκάζεται να αποδεχτεί μια κοινωνική πραγματικότητα, την εξέλιξη της οποίας δεν μπορεί να ελέγξει. Η κοινωνία αλλάζει διαρκώς, δεν γίνεται να μην αλλάζει, και το κράτος έρχεται δεύτερο και καταϊδρωμένο να αποδεχτεί αυτή την πραγματικότητα. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Αποφεύγει να διατηρεί εστίες τριβής, έντασης, όξυνσης του μοριακού και διάχυτου κοινωνικού πολέμου.
ΠΟΛΥ συχνά όμως το κράτος πρέπει να κάνει αλλαγές πριν ωριμάσουν οι κοινωνικές συνθήκες. Σε αυτές τις περιπτώσεις συγκρούεται με ένα μικρό ή μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα εξέτασα χτες: το κράτος θέλει να καταργήσει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, βρίσκει σύμφωνους τους νέους και τις νέες, και τους γονείς τους, υπάρχει όμως ένας μεγάλος αριθμός υπηκόων που διαφωνούν, αντιδρούν και δυσφορούν. Ο διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους, η νομιμοποίηση της καλλιέργειας και χρήσης της κάνναβης, η ιδιωτικοποίηση των Πανεπιστημίων και τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια είναι άλλα τρία κραυγαλέα παραδείγματα. Είναι πολλοί και πολλές αυτοί που συμφωνούν αλλά και αυτοί και αυτές που διαφωνούν. Υπάρχει κίνδυνος διατάραξης της κοινωνικής ειρήνης. Θυμόμαστε τι έλεγε και επαναλάμβανε ο Κ. Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου – και πιο πριν: η δουλειά μας δεν έχει τελειώσει, πρέπει να γίνουν μεγάλες αλλαγές κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας (2023-7). Να τι είπε στη Βουλή (8 Ιουλίου) λίγες μέρες μετά τις δεύτερες εκλογές, στο τέλος της τριήμερης συζήτησης επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης :
«Η Ελλάδα έχει περάσει πια σε μία άλλη εποχή. Σε μια εποχή των μεγάλων αλλαγών . . . η εντολή την οποία έχει πάρει η κυβερνητική πλειοψηφία είναι να προχωρήσει γρήγορα και τολμηρά στην υλοποίηση αυτών των αλλαγών». Θα πρόκειται για έναν «πολυδύναμο εκσυγχρονισμό». Τι είναι αυτός ο πολυδύναμος εκσυγχρονισμός; Τον όρισε με σαφήνεια: «Δεν είναι άλλος από τη γρήγορη σύγκλιση με την Ευρώπη σε όλα τα επίπεδα».
ΥΠΑΡΧΕΙ όμως ένα πρόβλημα, μια δυσκολία: πώς θα γίνουν αυτές οι απαραίτητες, οι αναγκαίες αλλαγές χωρίς να διασαλευτεί η κοινωνική γαλήνη, χωρίς να υπάρξει πολιτικό κόστος; Υπάρχει μόνο ένας τρόπος: να αλλάξει η αρνητική στάση αυτών που διαφωνούν, που είναι άλλοτε μικρό κι άλλοτε μεγάλο μέρος όχι μόνο ων ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος αλλά και των κομμάτων που βρίσκονται στα δεξιά της. (Και στ΄ αριστερά της!). Θα πρέπει να αλλάξει η ψυχολογία τους, θα πρέπει να πειστούν, θα πρέπει να υπάρξει ένα ντρεσάρισμα, μια τιθάσευση των έντονων συναισθημάτων τους. Κι όλα αυτά θα γίνουν μόνο όταν κάποιος θα προτείνει, θα υποσχεθεί, θα τονίσει την αναγκαιότητα και τη σπουδαιότητα της αλλαγής, κάποιος που δεν εμπλέκεται άμεσα στις κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις, κάποιος που έρχεται απ΄ έξω, κάποιος πετυχημένος, εργατικός, αδέκαστος, κάποιος έξυπνος, πλούσιος, σπουδαγμένος στο εξωτερικό. Μία από τις πολλές παραστάσεις του συλλογικού υποσυνειδήτου είναι αυτή του ξένου νομοθέτη, του σωτήρα που έρχεται από μακριά για να μας σώσει. (Η περίπτωση του Κ. Καραμανλή που ήρθε από το Παρίσι το 1974 είναι γνωστή). Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει αυτό το πρόσωπο; Ξέρει πολύ καλά και τι λέει και τι κάνει. Αυτός ο κάποιος, ο έμπειρος, ο σοφός, που θα αναλάβει αυτή τη δουλειά, είναι ένας πολιτικός λαγός.
ΛΑΓΟΣ στο πεδίο του επαγγελματικού αθλητισμού χαρακτηρίζεται ο δρομέας μέσων και μεγάλων αποστάσεων που ανεβάζει τον ρυθμό του τρεξίματος ώστε να ενθαρρύνει, να εξαναγκάσει κατά κάποιο τρόπο, τους αθλητές να τρέξουν κι αυτοί πιο γρήγορα για να σημειώσουν μεγάλη επίδοση και να νικήσουν. Είναι επάγγελμα, πολύ προσοδοφόρο – οι αθλητές αυτοί ποτέ δεν είναι μέσα στους τρεις πρώτους, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις. Είναι γνωστός με τις αγγλικές λέξεις pacemaker (βηματοδότης), pacesetter (ρυθμιστής) και rabbit (λαγός). Είναι κάτι σαν τον τεχνητό λαγό που τρέχει μπροστά από τα σκυλιά στις κυνοδρομίες. Οι αθλητές-λαγοί ενοικιάζονται για να κάνουν rabbiting, και μάλιστα πολύ ακριβά.
Ο αθλητής-λαγός, φίλες και φίλοι, είναι ένας απατεώνας – υποκρίνεται ότι τρέχει για να νικήσει – δεν τρέχει για να νικήσει, τρέχει για την αμοιβή. Και ο πολιτικός λαγός δεν μπορεί να μην είναι απατεώνας και ψεύτης, δεν γίνεται. Ποια είναι η απάτη, το ψέμμα; Οφείλει να μεγαλοποιεί και να ωραιοποιεί τις επιτυχίες του και τις ικανότητές του, να κρύβει τις λαμογιές του – είναι σα τη γάτα, σκεπάζει τα περιττώματά της όχι γιατί είναι καθαρή αλλά για να μην την πάρουν πρέφα τα ποντίκια.
ΤΟ πολιτικό rabbiting μας είναι γνωστό. Βγαίνει κάποιος πολιτικός, ή και διανοούμενος με μεγάλο κύρος, επιστήμονας, μπορεί και καλλιτέχνης, κάποια αυθεντία, και λέει κάτι που ενοχλεί, που αναστατώνει, που τρομάζει ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, Από τη στιγμή όπως που το λέει, το προτείνει, το υποδεικνύει, το έχει κάνει πτυχή της πραγματικότητας, με την οποία εξοικειώνονται οι δυσφορούντες και διαφωνούντες – αυτή είναι η επιτελεστική χρήση και λειτουργία της γλώσσας. Αναρωτιέμαι λοιπόν: μήπως ο απατεώνας Κασσελάκης έχει ενοικιαστεί για να κάνει πολιτικό rabbiting; Από ποιους όμως έχει ενοικιαστεί; Ποια είναι η αμοιβή του; Μήπως έχει ενοικιαστεί από το κράτος και τα πολιτικά κόμματα που συντονίζουν τη λειτουργία του; Ποια άλλη αμοιβή μπορεί να υπάρχει πέρα από την αρωγή για την παραμονή και εδραίωση της θέσης του στην πολιτική σκηνή;
ΣΥΜΦΩΝΑ με όσα έχω εκθέσει παραπάνω, συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά του πολιτικού λαγού. Το σημαντικότερο από αυτά: είναι ξένος αλλά δεν είναι αλλοδαπός, είναι ομογενής – εξ Αμερικής ασφαλώς. Αυτό είναι το πρώτο επιχείρημα. Υπάρχει και ένα δεύτερο, ακόμα πιο ισχυρό: δεν υπάρχει περίπτωση να εκλεγεί πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Είμαι κατηγορηματικός; Όχι, διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις. Γνωρίζουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένας κόσμος ομάδων και συσπειρώσεων – οι ομάδες αυτές άλλοτε συνεργάζονται κι άλλοτε συγκρούονται, άλλες έχουν πολλά μέλη, άλλες λιγότερα. Δημιουργούνται συμμαχίες, διαλύονται, υπάρχει συχνή αλλαγή στρατοπέδου. Κάθε ομάδα έχει τον αρχηγό της. Όταν γίνεται ψηφοφορία, τα μέλη της ομάδας αποφασίζουν τι θα πράξουν, συχνά όμως αυτό υποδεικνύεται από τον αρχηγό. Οι τρεις επικρατέστεροι υποψήφιοι για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ είναι αρχηγοί των πολυπληθέστερων ομάδων (Αχτσιόγλου, Τσακαλώτος, Παππάς), στις οποίες έχουν προσχωρήσει άλλες ομάδες, μικρότερες. Εάν ο Πολλάκης, λόγου χάριν, ήταν αρχηγός κάποιας μεγάλης ομάδας, θα ήταν ένας από τους υποψήφιους – δεν είναι όμως. Κατά συνέπεια, στον δεύτερο γύρο, εάν χρειαστεί, δύο από αυτούς τους τρεις θα είναι οι αντίπαλοι. Η γνώμη μου είναι ότι θα εκλεγεί η Αχτσιόγλου.
Ο Στ. Κασσελάκης δεν είναι επικεφαλής κάποιας ομάδας. Ποιοι και ποιες θα τον ψηφίσουν; Εάν ψήφιζαν και οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ, όπως δολίως προτείνει ο Ν. Παππάς, κάτι θα μπορούσε να γίνει – κάτι τέτοιο όμως δεν προβλέπεται από το καταστατικό του κόμματος. Εάν τα δυσαρεστημένα και αδέσποτα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο πολλά από τα οργανωμένα, που θα ψηφίσουν συντεταγμένα τον δικό τους υποψήφιο, τότε μπορεί να υπάρξει έκπληξη. Αυτή είναι η μόνη επιφύλαξή μου.
ΕΑΝ δεν εκλεγεί πρόεδρος του κόμματος, θα έχει παίξει το ρόλο του, του πολιτικού λαγού, και θα περιμένει τις επόμενες εκλογές για την προεδρία του κόμματος: δεν αρκεί το χρήμα, ο πλούσιος και ισχυρός θέλει και υποτελείς, πολλούς, θέλει κοπάδια λογικών προβάτων, θέλει να γίνει και ανθρωποβοσκός. Στην περίπτωση που η εκλογική κατρακύλα του ΣΥΡΙΖΑ συνεχιστεί (θα το δούμε στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, θα το δούμε και τις ευρωεκλογές, σε λιγότερο από ένα χρόνο), θα τεθεί εκ νέου το ζήτημα της προεδρίας του κόμματος. Η εκλογή του Κασσελάκη θα είναι η έσχατη λύση – η οποία θα συνοδευτεί από άλλη μία: την ενοποίησης ΣΥΡΙΖΑ και Πασόκ – ως του μόνου εναπομείναντος τρόπου επιβίωσης των διαρκώς συρρικνούμενων ηγετικών τους ομάδων.
ΣΥΡΙΖΑ-Πασόκ, ένα κόμμα, με επικεφαλής τον αρχιαπατεώνα Κασσελάκη!
Σχολιάστε ελεύθερα!