in Σκατολογία

κοινωνική σκατολογία: από την εκκένωση εντέρων και βόθρων στην εκκένωση αιθουσών, κτιρίων, φρουρίων, οικισμών, πόλεων, χωρών

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΦΑΙΝΕΤΑΙ παράξενο που μεταχειριζόμαστε τις λέξεις εκκενώνω και εκκένωση για να δηλώσουμε αφενός την απομάκρυνση των περιττωμάτων από τα έντερα και τους βόθρους και αφετέρου την απομάκρυνση κατοίκων από δομημένους χώρους και περιοχές. Η χρήση αυτή υποβάλλει υποσυνείδητα την θεώρηση των κατοίκων ως περιττώματα, που πρέπει να απομακρυνθούν. Πιθανόν να εκλάβετε τη σύγκριση αυτή ως υπερβολή. Ίσως να αλλάξετε γνώμη με αυτά που θα διαβάσετε σήμερα –  και δεν θα τα ξεχάσετε γιατί θα σας κάνουν πολύ μεγάλη εντύπωση. Αφορμή για το σημερινό σκατολογικού περιεχομένου σημείωμα είναι η συχνά εμφανιζόμενη τους τελευταίους μήνες πρακτική της εκκένωσης κατοικημένων περιοχών. Μήπως όλα αυτά τα περιστατικά είναι οι πρώτες ενδείξεις ενός κοινωνικού φαινομένου που θα προσλάβει στο κοντινό και ορατό μέλλον μαζικό, συχνά επαναλαμβανόμενο και εφιαλτικό χαρακτήρα; Με αυτά τα ζητήματα θα ασχοληθούμε σήμερα.

ΘΑ μπορούσαμε να μεταχειριστούμε τις λέξεις αδειάζω και άδειασμα αντί των εκκενώνω και εκκένωση. Και πράγματι τις μεταχειριζόμαστε. Λέμε  “άδειασμα βόθρου”, “η μπουκάλα του γκαζιού άδειασε”.  Σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιούμε μόνο τις λέξεις αδειάζω και άδειασμα. Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τις λέξεις απομακρύνω και απομάκρυνση αντί των λέξεων εκκενώνω και εκκένωση –  κι αυτό το κάνουμε. Είναι σαφής η σύγκρουση μεταξύ της χρήσης των λόγιας προέλευσης λέξεων εκκενώνω και εκκένωση και των λέξεων της δημοτικής αδειάζω και άδειασμα, απομακρύνω και απομάκρυνση.  Η εμμονή όμως στις λέξεις εκκενώνω και εκκένωση μας βάζει σε σκέψεις. Έχω την εντύπωση ότι με τη χρήση αυτών των λέξεων δεν επιδεικνύεται μόνο το μορφωτικό επίπεδο του χρήστη, το γλωσσικό κεφάλαιο, για να αυξηθεί το κοινωνικό κύρος του ομιλητή, αλλά εξασφαλίζεται και κάποια ευχαρίστηση, ηδονή, σαδιστικού χαρακτήρα. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποιος και πότε χρησιμοποίησε τις λέξεις εκκενώνω και εκκένωση για να δηλώσει την απομάκρυνση, το άδειασμα και των περιττωμάτων και των κατοίκων. Όποιος και να ήταν, και ήταν άντρας, κόβω το κεφάλι μου, γνώριζε αρχαία Ελληνικά και ήταν εμβριθής αναγνώστης της Ιλιάδας. Προετοιμαστείτε λοιπόν: θα αναστατωθείτε!

ΠΡΙΝ προχωρήσω θα σας επιστήσω την προσοχή στη σημασιολογική διαφορά που λανθάνει μεταξύ των λέξεων αδειάζω/άδεισμα και εκκενώνω/εκκένωση.  Στις δύο πρώτες δεν υποδηλώνεται, δεν υπάρχει το στοιχείο της βίας: αδειάζω το μπουκάλι της μπίρας και το ευχαριστιέμαι. Αδειάζω τα έντερά μου και λέω ‘ανακουφίστηκα’, όταν βέβαια δεν είμαι δυσκοίλιος και υποφέρω και πονώ. Στις δεύτερες όμως υποδηλώνεται, διότι υπάρχει, το στοιχείο της βίας: η εκκένωση των εντέρων μπορεί να γίνει με ζόρισμα, η εκκένωση των οικισμών γίνεται εξ αιτίας του κινδύνου της φωτιάς και των διαταγών του κράτους. Η Μικρά Ασία εκκενώθηκε από τους Έλληνες λόγω του πολέμου και του κινδύνου του θανάτου –  δεν εγκατέλειψαν απλά τις εστίες τους, δεν έφυγαν. Εξαναγκάστηκαν.

ΣΕ κάποια κωμωδία του ο Αριστοφάνης παρουσιάζει τον ήρωα του να προσπαθεί να αφοδεύσει αλλά δεν μπορεί, δυσκολεύεται. Περιγράφει την αφόδευση ως γέννα –  πολλές ώρες, πολύς πόνος, πολύς ιδρώτας. Η δυσκοιλιότητα, φίλες και φίλοι, ήταν ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα στην αρχαία ελληνική κοινωνία. Ο Ιπποκράτης υποδεικνύει για την αντιμετώπιση όλων σχεδόν των ασθενειών την εκκένωση των εντέρων με κλύσμα ως πρώτη κίνηση του γιατρού, για να θεραπευθεί η δυσφορία λόγω της δυσκοιλιότητας. Γνωρίζουμε πολύ καλά την αιτία της αρχαιοελληνικής δυσκοιλιότητας: η διατροφή τους βασιζόταν στο ξερό ψωμί και στο κρέας (οι αριστοκράτες) –  έτρωγαν λίγα λαχανικά και φρούτα.

ΜΕ τα ρήματα λαπάζω και αλαπάζω δήλωναν την εκκένωση των εντέρων, την επίπονη και προκαλούσα δυσφορία απομάκρυνση των σκληρυνθέντων περιττωμάτων λόγω δυσκοιλιότητας. Τα ρήματα αυτά δεν θα τα διαβάσουμε στον Αριστοφάνη, είχαν εξαφανιστεί πολύ πριν τον 500 π. Χ. Λαπάρα είναι η μαλακή κοιλιά, λαπαρός είναι ο μαλακός αλλά και ο ευκοίλιος. Αυτές είναι οι αρχικές σημασίες, η κυριολεξία όλων των προαναφερθεισών λέξεων. Το αλαπάζω και το εξαλαπάζω θα τα διαβάσουμε πολλές φορές στην Ιλιάδα: 9 φορές το πρώτο, 9 και το δεύτερο. Δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με την αφόδευση, έχουν την ίδια σημασία και είναι μεταφορική. Ας δούμε δύο στίχους, φτάνουν και περισσεύουν.

ΣΤΗΝ αρχή της Ιλιάδας ο Χρύσης ζητάει από τους Αχαιούς να απελευθερώσουν την έφηβη κόρη του και εύχεται (Α 129) “οι θεοί”

δώσι πόλιν Τροίην ευτείχεον εξαλαπάξαι  

μακάρι οι θεοί να σας βοηθήσουν εξαλαπάξαι το οχυρωμένο με γερά και ψηλά τείχη φρούριο, να το εκκενώσετε όπως εκκενώνετε τα έντερά σας όταν υποφέρετε από δυσκοιλιότητα. Σε μια άλλη περίπτωση (Θ 241) ο Αχαιός ήρωας

ιέμενος Τροίην ευτείχεον εξαλαπάξαι

επιθυμεί σφοδρά εξαλαπάξαι το ισχυρό οχυρό της Τροίας.

Η μεταφορική σημασία των ρημάτων λαπάζω, αλαπάζω και εξαλαπάζω είναι: αδειάζω με τη βία, αρπάζω δηλαδή, λεηλατώ, ό,τι υπάρχει μέσα στο φρούριο, άψυχη και έμψυχη κινητή λεία –  πολύτιμα μέταλλα, σκεύη μεταλλικά, ρουχισμός, γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Η βία της λεηλασίας εκλαμβάνεται ως αφόδευση ανθρώπου που πάσχει από δυσκοιλιότητα: πόνος και ταλαιπωρία αλλά μετά μεγάλη ανακούφιση και ευχαρίστηση –  ηδονή θα έλεγα. Και βέβαια δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη η περιφρόνηση όχι της πολύτιμης υλικής λείας αλλά της έμψυχης: οι νεαρές γυναίκες εκλαμβάνονται ως περιττώματα. Βγαίνουν από την πόλιν (το φρούριο) όπως βγαίνουν τα περιττώματα από τα έντερα: με ταλαιπωρία, κούραση αλλά και με απερίγραπτη ανακούφιση και ηδονή.

ΑΥΤΑ τα ρήματα κι αυτούς τους στίχους είχε κατά νου, φίλες και φίλοι, αυτός που χρησιμοποίησε πρώτη φορά τις λέξεις εκκενώνω/εκκένωση για να δηλώσει την,  βίαιη ή μη,  απομάκρυνση λόγω εμφανιζόμενης ή ασκηθείσας βίας. Δεν θα πούμε εγκατάλειψη του φρουρίου αλλά εκκένωση του φρουρίου. Οι λέξεις αυτές έχουν αποκτήσει στρατιωτική σημασία και έχουν ενταχθεί στο στρατιωτικό λεξιλόγιο.

ΑΚΟΥΜΕ και διαβάζουμε όλο και πιο συχνά τις λέξεις εκκενώνω/εκκένωση. Εκκενώνονται σχολεία μετά από φονική επίθεση ενόπλου, κτίρια λόγω τοποθέτησης βόμβας, οικισμοί και πόλεις λόγω επιδημίας, πλημμυρών και πυρκαγιών. Φτωχές χώρες εκκενώνονται λόγω μετανάστευσης. Εκκενώνεται η Ουκρανία: η ουκρανική κοινωνία χέζει τους κατοίκους της, τους απομακρύνει ως περιττώματα: την έχει εγκαταλείψει το 40% του πληθυσμού που είχε το 1993, πριν τριάντα χρόνια.  Η εκκένωση πόλεων, περιοχών και χωρών θα γενικευτεί και θα ενταθεί καθ΄ όλη τη διάρκεια του 21ου αιώνα. Η φτώχεια και η ανεργία, οι επιδημίες, οι πλημμύρες και οι πυρκαγιές, οι επιδημίες θα αναγκάζουν ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων να εγκαταλείπουν, με ή χωρίς χρήση βίας, τις εστίες τους. Η ίδια η εγκατάλειψη όμως δεν είναι μια μορφή βίας; Το κράτος θα αναλάβει, αναβαθμίζοντας έτσι για άλλη μια φορά τον κοινωνικό του ρόλο, τον συντονισμό των μετατοπίσεων ευάλωτων και πληγέντων πληθυσμών για να επιλυθούν τα προκύπτοντα προβλήματα αλλά για να προκληθούν νέα. Προς τα πού θα μετακινηθούν όλοι αυτοί οι πληθυσμοί, πώς θα εξασφαλιστεί κατοικία, τροφή και στοιχειώδης ιατροφαρμακευτική περίθαλψη;

Ο κίνδυνος να χαρακτηριστούν περιττώματα αυτοί οι περιττοί πληθυσμοί είναι υπαρκτός. Δεν χαρακτηρίζουμε σήμερα κάποιον, κάποιαν που περιφρονούμε “σκατό”; Ήρθε ένα σκατό να μας πει τι θα κάνουμε!-  έτσι δε λέμε; Ο σκατόγερος και η σκατόγρια! Ο σκατάνθρωπος! Το σκατόπαιδο! Κοίτα το σκατό (μικρό παιδί) τι έφτιαξε! Τι σκατόφατσα είναι αυτή! Ο σκατένιος!

Shit! (a contemptible or worthless person).

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. 1. Υπαρχει κι αλλος λογος να βλεπεις την αφοδευση σαν γεννα: Η ζωη ειναι σκατα!
    2. Η εκκενωση ακομη κι αν υποδηλωνει βια μπορει να εχει ως αποτελεσμα την ανακουφιση. Το αδειασμα ακομη κι αν κυριολεκτει μπορει να εχει στην πραγματικοτητα ως αποτελεσμα τη βια: Αδειασα το ρεβολβερ μου επανω του.
    3. Το νοημα των λεξεων προκυπτει απο τη χρηση τους. Δεν αναφερονται σε μια παγιωμενη οντοτητα.
    4. Καθε πληθυσμος που δεν οριζει την αξια του μπορει καποια στιγμη να θεωρηθει περιττος απο εκεινους που την οριζουν για εκεινον.