φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΤΑ υλικά κατάλοιπα (ερείπια) από μάρμαρο που έχουν διασωθεί από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό είναι ελάχιστα, είναι ένα πάρα πολύ μικρό μέρος του υλικού πολιτισμού των αρχαίων ελληνικών πόλεων των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Ο υλικός αυτός πολιτισμός περιλαμβάνει ναούς, θησαυρούς (θησαυροφυλάκια, χώροι τοποθέτησης και φύλαξης πολύτιμων αναθημάτων), ταφικά μνημεία (κυρίως επιτύμβιες ενεπίγραφες στήλες και ανάγλυφες παραστάσεις), επιγραφές, αγάλματα, θέατρα, γυμνάσια (γυμναστήρια) και μερικώς στάδια και τείχη. Γιατί έχουν διασωθεί ελάχιστα; Μήπως τα έφθειρε ο αέρας και το νερό με το πέρασμα του χρόνου; Όχι, το μάρμαρο είναι πολύ σκληρό και ανθεκτικό δομικό υλικό. Άλλη είναι η απάντηση. Ένα πολύ μικρό μέρος από αυτά, όχι μόνο αγάλματα, επιγραφές και επιτύμβιες και αναθηματικές στήλες αλλά και θέατρα και πόλεις ολόκληρες επιχωματώθηκαν, για πολλούς και διαφόρους λόγους, και τώρα, εδώ και πάνω από δύο αιώνες δηλαδή, η αρχαιολογική σκαπάνη τα φέρνει στην επιφάνεια και στο φως της δημοσιότητας. Έχουν διασωθεί κάποιοι, ελάχιστοι, μεγάλοι ναοί, με ποικίλους βαθμούς καταστροφής και φθοράς, κυρίως λόγω σεισμών. Τι έγιναν όλα τα άλλα μαρμάρινα μνημεία, τον αριθμό των οποίων δεν μπορούμε να φανταστούμε; Ήταν πάρα πολλά, αναρίθμητα! Έγιναν ασβέστης και οικοδομικά υλικά, από το 300 μ. Χ. μέχρι το 1850 μ. Χ.
ΠΡΙΝ φτάσουμε όμως στον ασβέστη και στα οικοδομικά υλικά, θα εξετάσουμε κάποιες πτυχές του ζητήματος και θα διευκρινίσουμε κάποιες ουσιώδεις λεπτομέρειες που αφορούν τόσο το μάρμαρο και τα μαρμάρινα κατάλοιπα όσο και τον μαρμάρινο Παρθενώνα. Είμαστε βέβαιοι και βέβαιες ότι ο Παρθενώνας ήταν ναός – κι όμως, δεν ήταν ναός. Ήταν θησαυρός – είναι αρχιτεκτονικός όρος, όπως και η λέξη ναός. Άλλο ναός λοιπόν κι άλλο θησαυρός. Τι ήταν ο θησαυρός; Ας δούμε πρώτα τι ήταν ο ναός – να σημειώσουμε ότι η λέξη σημαίνει ‘κατοικία’ (<*νασ-ός, ναίω < νασ-jω: κατοικώ – από την ίδια ρίζα και η λέξη μετα-νάσ-της). Κατοικία του θεού ή της θεάς.
ΛΕΜΕ χριστιανικός ναός και αρχαίος ελληνικός ναός και νομίζουμε ότι η σημασία της λέξης είναι ίδια. Ουδέν ανακριβέστερον. Ο χριστιανικός ναός είναι ένας δημόσιος χώρος προσέλευσης των πιστών – για να προσευχηθούν, να παρακολουθήσουν και να συμμετάσχουν στη θεία λειτουργία, η οποία έχει ενσωματώσει κάποια στοιχεία της αρχαίας ελληνικής θεατρικής παράστασης. Ο αρχαίος ελληνικός ναός δεν ήταν χώρος προσέλευσης πιστών, ελάχιστοι έμπαιναν μέσα στον ναό και ειδικά στο άβατον. Και θα αναρωτηθείτε βέβαια, μα ποια ήταν η χρήση του; Γιατί τους έκτιζαν; Υπάρχουν δύο απαντήσεις – μία τυπική και μία ουσιαστική. Ο αρχαίος ελληνικός ναός ήταν η κατοικία του θεού ή της θεάς. Διακρίνουμε δύο εποχές της ιστορίας του, σαφώς διακριτές: την εποχή που οι ναοί ήταν μικροί και ξύλινοι και την εποχή που ήταν μεγάλοι και μαρμάρινοι, χωρίς ίχνος ξύλου. Μέσα στον ξύλινο ναό τοποθετούσαν ένα ξόανον, ένα ξύλινο ανάγλυφο ή ξύλινο άγαλμα του θεού ή της θεάς. Το ξύλο όμως καίγεται και σαπίζει – παρ΄ όλα αυτά, από τον 10ο μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα π. Χ., για τρεις αιώνες περίπου, οι ναοί ήταν ξύλινοι. Και μετά άρχισε η οικοδόμηση μαρμάρινων ναών, μήκους εκατόν ποδών ( εκατόμπεδον), γύρω στα 30-33 μέτρα. Γιατί συνέβη αυτό, φίλες και φίλοι; Γιατί για τρεις αιώνες να κτίζουν μικρούς ξύλινους ναούς και μετά το 750-700 να κτίζουν μεγάλους μαρμάρινους ναούς; Να σημειώσουμε ότι ένας ξύλινος ναός χτίζεται από λίγους άνδρες μέσα σε ένα μήνα, το πολύ. Για να χτιστεί ένας μεγάλος μαρμάρινος ναός χρειάζονται χιλιάδες χέρια και πολλά χρόνια, ακόμα και δεκαετίες: για την ανέγερση του Παρθενώνα χρειάστηκαν δέκα χρόνια και δέκα χιλιάδες εργατικά χέρια που δούλευαν κάθε μέρα, καιρού επιτρέποντος – θα δούμε ποια ήταν αυτά τα εργατικά χέρια. Πολλοί ναοί δεν τελείωσαν ποτέ – ο ναός του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα!
ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ: γιατί μετά το 700 π. Χ και γιατί από μάρμαρο; Μάρμαρος (λίθος) είναι ο λίθος, η πέτρα που λάμπει, που αστράφτει (μαρμαίρω: λάμπω, αντανακλώ το φως του ήλιου). Έχτιζαν τους μεγάλους ναούς με μεγάλα κομμάτια από μάρμαρο για να μην καίγονται, να μην σαπίζουν αλλά κυρίως για να μην κατεδαφίζονται. Εννοείται από τους εχθρούς. Η αδυναμία κατεδάφισης του μαρμάρινου ναού, για την οικοδόμηση του οποίου απαιτήθηκε πολύ μάρμαρο, πολλά χέρια και πολλή εργασία, είναι επίδειξη της ισχύος και του πλούτου της πόλεως, της πολιτικής κοινότητας, της συλλογικής ζωής. Τους μεγάλους μαρμάρινους ναούς τους έχτιζαν για να επιδείξουν τον μεγάλο πλούτο και την άφθαρτη, αιώνια, πυρίμαχη, άκαυστη και ακατεδάφιστη ισχύ της πόλεως. Η χρήση του αρχαιοελληνικού ναού είναι συμβολική, δεν είναι λειτουργική. Λειτουργική και συμβολική ταυτόχρονα ήταν η χρήση του θησαυρού. Ας δούμε τι ήταν ο θησαυρός.
ΠΟ’Υ τους έκτιζαν, φίλες και φίλοι, τους μεγάλους και μαρμάρινους ναούς; Σε δύο σημεία. Στην αρχή τους έχτιζαν εκεί όπου τελούνταν οι γιορτές (θρησκεία) και οι πανηγύρεις (ανταλλαγή, εμπόριο), εκεί δηλαδή όπου τελούνταν οι θυσίες και ακολουθούσε η συλλογική κατανάλωση του κρέατος. Αργότερα, όταν καθιερώθηκε η συμβολική χρήση του ναού, τους έκτιζαν ή πάνω στις ακροπόλεις ή σε περίοπτα σημεία – ο ναός του Ποσειδώνος στο Σούνιο. Στην πόλιν των Αθηναίων, δηλαδή σε όλη τη σημερινή Αττική, υπήρχαν πολλοί ναοί. Ο ναός του κλεινού άστεως των Αθηνών, των λιπαρών (πλουσίων) Αθηνών είχε χτιστεί πάνω στην Ακρόπολη και ήταν το Ερέχθειον, η κοινή κατοικία της θεάς Αθηνάς και του θεού Ποσειδώνος. Χτίστηκε στα μέσα του 6ου αιώνα, επί Πεισιστράτου, κάηκε από τους Πέρσες το 480 και ξαναχτίστηκε αργότερα. Το γεγονός ότι κάηκε σημαίνει ότι για το χτίσιμό του είχε χρησιμοποιηθεί και ξύλο.
ΚΑΤΑ τη διάρκεια των εορτών και των πανηγύρεων οι συμμετέχοντες στη θυσία και στο κοινό γεύμα ζητούσαν από τον θεό ή την θεά να εκπληρώσει κάποια επιθυμία τους (να γυρίσουν σώοι από ταξίδι στη θάλασσα, να νικήσουν στον πόλεμο ή σε αθλητικούς αγώνες, να θεραπευτούν) έναντι ενός τάματος, αναθήματος: σου δίνω, δώσε μου και εσύ. Ή για να τον/την ευχαριστήσουν μετά την εκπλήρωση της επιθυμίας (μου έδωσες, σου δίνω). Αυτά τα ικετευτήρια και ευχαριστήρια αναθήματα αρχικά ήταν μικρά μεταλλικά αντικείμενα, κυρίως ζωόμορφα και ανθρωπόμορφα ειδώλια, μικροσκοπικά αγαλματάκια, αργότερα όμως ήταν τρίποδες λέβητες (μεγάλα καζάνια όπου έβραζαν το κρέας, αυτό που δεν έψηναν στα κάρβουνα), όπλα, μέρος της λείας μετά από νικηφόρο μάχη και άλλα βαριά και πολύτιμα αντικείμενα. Με το πέρασμα του χρόνου οι ναοί είχαν γεμίσει με αυτά τα αναθήματα και άρχισε η ανέγερση ενός ανεξάρτητου κτηρίου, στο οποίο τοποθετούνταν και φυλάσσονταν τα πολύτιμα αναθήματα. Το κτήριο αυτό λεγόταν θησαυρός. Να σημειώσω ότι η αρχική σημασία της λέξης ήταν ‘δεξαμενή νερού, στέρνα”. Το πιο πολύτιμο από όλα τα αγαθά, γράφει ο Πίνδαρος ( Άριστον μεν ύδωρ, ο δε χρυσός κλπ., Α’ Ολυμπιόνικος, στ. 1) , είναι το νερό – μετά είναι το χρυσάφι.
ΕΙΜΑΙ βέβαιος ότι αποσαφήνισα τη διαφορά μεταξύ του ναού και του θησαυρού. Άφησα όμως μια εκκρεμότητα: γιατί η οικοδόμηση μεγάλων μαρμάρινων ναών άρχισε μετά το 700; Μα γιατί εκείνη είχε αρχίσει η χρήση των δούλων στην αγροτική παραγωγή (γεωργία κυρίως αλλά και κτηνοτροφία), η οποία πολύ σύντομα επεκτάθηκε και στα μεταλλεία και στα λατομεία μαρμάρου και ασβεστόλιθου. Η εξόρυξη, η μεταφορά, η επεξεργασία και η τοποθέτηση των μεγάλων και πολύ βαριών κομματιών μαρμάρου απαιτούσε πολλή και βαριά, επώδυνη εργασία, την οποία απέφευγαν και περιφρονούσαν οι ελεύθεροι πολίτες. Εκτός από τους δούλους χρησιμοποιούνταν και ακτήμονες (θήτες), ελεύθερους άντρες, που παρήγαγε σωρηδόν η αρχαία ελληνική κοινωνία λόγω των αλλεπάλληλων κατατμήσεων της πατρικής περιουσίας (καλλιεργήσιμης γης). Για την οικοδόμηση του Παρθενώνα εργάστηκαν χιλιάδες δούλοι και χιλιάδες ακτήμονες, η αμοιβή των οποίων ήταν η ημερήσια διατροφή – δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί. Την διατροφή αυτή την αγόραζε το κράτος από τους γαιοκτήμονες – πού τα έβρισκε τα χρήματα; Το γνωρίζουμε και δεν έχουμε καμιά απολύτως αμφιβολία: από τον φόρο υποτέλειας των δεκάδων συμμαχικών πόλεων.
ΕΚΤΟΣ από τον φόρο υποτέλειας των συμμαχικών πόλεων (χρήμα κυρίως) το κράτος είχε κι άλλα έσοδα – ασήμι από τα μεταλλεία του Λαυρίου, φόροι στο λιμάνι του Πειραιά, φόροι επί των μετοίκων και άλλα που δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή. Στα μέσα του 5ου αιώνα, στο απόγειο του πλούτου και της ισχύος τους, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να χτίσουν έναν θησαυρό, ένα κρατικό θησαυροφυλάκιο, στον οποίο θα τοποθετούσαν και θα φύλασσαν τα έσοδά τους, τον κοινό πλούτο τους. Τον έχτισαν και τον ονόμασαν “Παρθενών” Αρχιτεκτονικά δεν διαφέρει σε τίποτα από ναό – συνήθως οι θησαυροί ήταν μικρότεροι και διαφορετικής δομής. Το γεγονός αυτό προκάλεσε και προκαλεί τη σύγχυση – όλοι και όλες νομίζουν ότι ο Παρθενών είναι ναός! Ο ναός είναι το Ερέχθειον – ο Παρθενών είναι ο θησαυρός!
ΤΟΝ έκτισαν με προδιαγραφές μεγάλου μαρμάρινου ναού. Από λειτουργικής άποψης ήταν θησαυρός – από συμβολικής ήταν ναός. Τον έκτισαν με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί κανείς να τον κάψει και να τον κατεδαφίσει αλλά και να αντέξει στον χρόνο, μιας και το μάρμαρο δεν φθείρεται. Ο Παρθενών επιδεικνύει και συμβολίζει τον πλούτο, την ισχύ, το κλέος (δόξα, φήμη) της πόλεως, την κυριαρχία επί των συμμαχικών πόλεων και επί των δούλων και των εξαθλιωμένων ακτημόνων, επιδεικνύνει και συμβολίζει την αθανασία της κυριαρχίας.
ΕΑΝ μπορούσαν να τον κατεδαφίσουν, θα τον κατεδάφιζαν; Ναι, εάν μπορούσαν βέβαια και να μεταφέρουν τα μεγάλα μαρμάρινα κομμάτια (μερικά ζυγίζουν κάποιους τόνους). Γιατί να τον κατεδαφίσουν, ποιοι; Από τους πρώτους χριστιανικούς και βυζαντινούς αιώνες μέχρι την συγκρότηση του ελληνικού κράτους, πάνω από 150ο χρόνια, οι κάτοικοι των χωριών και των πόλεων που ζούσαν κοντά σε ερείπια του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού χρησιμοποιούσαν τα μάρμαρα ως οικοδομικά υλικά και για να παρασκευάσουν ασβέστη. Δεν γνώριζαν τι είναι αυτά τα αντικείμενα – τα αγάλματα, οι επιγραφές, οι επιτύμβιες και αναθηματικές στήλες – και τα έκαναν ασβέστη να χτίσουν και να σοβατίσουν τα σπίτια τους. Κατεδάφιζαν μικρούς ναούς ή αποσπούσαν τμήματα από τείχη, γυμνάσια, στάδια και τα χρησιμοποιούσαν ως δομικά υλικά για να χτίσουν εκκλησίες, κατοικίες, δημόσια οικοδομήματα. Τα βλέπουμε σε τοίχους εκκλησιών και νεοκλασσικών κατοικιών της Αθήνας. Μόνο τρία στα χίλια μαρμάρινα αγάλματα έχουν διασωθεί, όλα τα άλλα έγιναν ασβέστης.
ΝΑ τους κατηγορήσουμε για αυτό που έκαναν; Δε νομίζω. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήξεραν καν ότι είναι Έλληνες, Ρωμιοί έλεγαν ότι ήταν, δεν ήξεραν ότι υπήρχε αρχαία Ελλάδα, δεν είχαν ελληνική συνείδηση, όπως έχουμε σήμερα, και όλα αυτα τα αντικείμενα ήταν άχρηστα γι αυτούς – βρήκαν όμως τρόπους και τα χρησιμοποίησαν, τα ποίησαν χρήσιμα: τα έκαναν ασβέστη και οικοδομικά υλικά. Απέκτησαν συμβολική αξία μόνο με τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους και έθνους – έχουμε φτύσει αίμα για να εμπεδώσουμε την ελληνική συνείδηση. Εάν θέλετε να μάθετε πόσο και τι αίμα, μια ανάγνωση του βιβλίου του Γιάννη Χαμηλάκη, Το έθνος και τα ερείπιά του. Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα (εκδόσεις του εικοστού πρώτου, μετ. Καλαϊτζής Νεκτάριος), θα σας αναστατώσει. Εάν αποφεύγετε τις αναστατώσεις, καλύτερα να μην το πιάσετε στα χέρια σας.
Σχολιάστε ελεύθερα!