φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΑΠΟ τις πρώτες μέρες του εμπορικού (Βενετία) και χρηματοπιστωτικού (Γένοβα) καπιταλισμού, τον 15ο αιώνα, μέχρι το τέλος του β΄παγκοσμίου πολέμου (1945), πάνω από 500 χρόνια, τα ευρωπαϊκά κράτη πολεμούσαν μεταξύ τους χωρίς σταματημό, και χωρίς έλεος, με σύντομες παύσεις, προπαρασκευαστικές του επόμενου πολέμου. Από το 1945 και μετά, κλείνουμε τα 80 χρόνια, δεν υπήρξε πόλεμος μεταξύ ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών και δεν πρόκειται να υπάρξει στο μέλλον. Το βασικό επιχείρημα που επικαλούμαι είναι η βεβαιότητα ότι μεταξύ της κυριαρχίας (ισχύς) και του κέρδους (πλούτος, χρήμα) το κράτος και οι καπιταλιστές θα προτιμήσουν την κυριαρχία και θα θυσιάσουν το κέρδος, εφόσον βέβαια έχουν εξασφαλίσει τον ελάχιστο και αναγκαίο πλούτο που απαιτείται για την ύπαρξη και την αναπαραγωγής της ισχύος. Διότι η ισχύς μπορεί να υπάρξει χωρίς το κυνήγι του κέρδους, αυτό όμως δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την προστασία της ισχύος, του κράτους. Το τέλος λοιπόν του πολέμου μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, όχι πια μόνο της Ευρώπης, εγείρει πληθώρα θεμελιωδών ζητημάτων και ερωτημάτων: τι θα γίνει η πολεμική βιομηχανία, που αποτελεί έναν από κομβικούς πυλώνες του βιομηχανικού καπιταλισμού; Θα αναγκαστούμε να την περιορίσουμε δραστικά; Ποιες θα είναι οι συνέπειες αυτής της απόφασης; Υπάρχει τρόπος να δουλεύει στο φουλ η πολεμική βιομηχανία αλλά να μην γίνεται πόλεμος;
ΥΠΑΡΧΟΥΝ δύο τρόποι επιβίωσης της πολεμικής βιομηχανίας. Ο ένας έχει απορριφθεί κατηγορηματικά, ο άλλος όμως έχει υιοθετηθεί με ζέση, με εξαιρετικά μεγάλο ζήλο. Πριν δούμε όμως ποιοι είναι αυτοί οι δύο τρόποι, θα εξετάσουμε τις συνέπειες του περιορισμού της πολεμικής βιομηχανίας, της δραστικής μείωσης της παραγωγής όπλων και στρατιωτικών οχημάτων. Γνωρίζουμε ότι η πολεμική βιομηχανία είναι η συνισταμένη πολλών παραγωγικών τομέων, από τους οποίους εξαρτώνται άλλοι, δευτερεύοντες. Για να παραχθούν τα όπλα και τα βλήματα, τα τεθωρακισμένα και μη οχήματα, τα πολεμικά αεροπλάνα και τα πολεμικά πλοία, τα ερευνητικά εργαστήρια, τα στρατόπεδα, οι στρατιωτικές βάσεις, οι στολές, η σίτιση και η περίθαλψη των στρατιωτών απαιτούνται τεράστιες ποσότητες πρώτων υλών, πολλά εξειδικευμένα εργαλεία, πολλή ενέργεια και πολλή εργασία, μεγάλος αριθμός εργαζομένων. Δεν θα ήταν υπερβολή εάν υποστηρίζαμε ότι δεν θα υπήρχε η βιομηχανική επανάσταση, εάν δεν υπήρχε η πολεμική χειροτεχνία των πυροβόλων όπλων, οι αρχές της οποίας ανάγονται στις πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα (1300-1340). Ό γαλλικός στρατός που εισέβαλε το 1338 στην Αγγλία διέθετε “un pot de fer a traire garros a feu”, ένα σιδερένιο δοχείο που εξακοντίζει βλήματα με φωτιά (A. C. Crombie, Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο, μετ. Θεοδ. Τσίρη, Ιορδ. Αρζόγλου, εκδ. ΜΙΕΤ, Α΄τόμος, 223). Να σημειώσουμε ότι η κατασκευή των πρώτων πυροβόλων όπλων, των κανονών, δεν ήταν συνέχεια των μεσαιωνικών οπλουργείων αλλά των μεταλλοτεχνιών χύτευσης ορειχάλκινων καμπανών. Οι χύτες καμπανών χύτευσαν τα πρώτα μπρούντζινα κανόνια. Να σημειώσουμε ακόμα ότι την εποχή που άρχισε η παραγωγή και η βελτίωση των πυροβόλων όπλων, άρχισε και η παραγωγή των μηχανικών μεταλλικών ρολογιών μέσω της κατασκευής γραναζιών. Το κανόνι είναι μια μηχανή, είναι ένας κινητήρας, και ο κινητήρας είναι παραγωγός ταχύτητας. Εάν δεν υπήρχε η γνώση και η τεχνολογία της παραγωγής των προβόλων όπλων, δεν θα είχε κατασκευαστεί η ατμομηχανή. Και το ρολόι είναι μια μηχανή. Ο συνδυσμός της γνώσης κατασκευής πυροβόλων όπλων, πυρίτιδας και ρολογιού διαμόρφωσε τον μηχανοκρατικό τρόπο σκέψης του 17ου αιώνα και προετοίμασε τη βιομηχανική επανάσταση στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.
Η εμφάνιση των πυροβόλων όπλων ταυτίζεται χρονικά με την συγκρότηση των πρώτων ευρωπαϊκών κρατών, τα οποία βέβαια έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον γι’ αυτά τα όπλα – το 1500 είχαν ήδη εκτοπίσει τις βλητικές μηχανές του παρελθόντος (βαλλίστρες και λιθοβόλοι). Τα όπλα έπρεπε να αγοραστούν, για να αγοραστούν χρειαζόταν χρήμα και για να βρουν χρήμα έπρεπε να δανειστούν, πρώτα από τους γενοβέζους τραπεζίτες και χρηματιστες και στη συνέχεια από τους Ολλανδούς. Το αποτέλεσμα αυτού του έντονου κρατικού ενδιαφέροντος ήταν να αυξηθεί η παραγωγή των πυροβόλων όπλων αλλά και να δημιουργηθούν καινοφανείς παραγωγικοί τομείς που σχετίζονταν τόσο με την παραγωγή των όπλων όσο και με την οργάνωση και εφοδιασμό του στρατού (επιμελητεία, logistics). Η διαδικασία αυτή επιτάθηκε με την βιομηχανική επανάσταση και τη εκβομηχάνιση του πολέμου, με αποτέλεσμα να συγκροτηθεί ένα πλέγμα βιομηχανιών που σχετίζονταν άμεσα μεταξύ τους σε βαθμό ζωτικής αλληλεξάρτησης: για να κατασκευαστούν τα όπλα και τα βλήματα, τα οχήματα (πολεμικά και μεταφοράς στρατιωτών), τα πολεμικά αεροσκάφη και τα πολεμικά πλοία απαιτείται χαλυβουργία, βιομηχανία χαλκού και ορείχαλκου, χημικών προϊόντων, πλαστικών, εργαλειομηχανές, κατασκευή εργοστασίων, μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας. Όσο μειώνεται η παραγωγή των όπλων, τόσο μειώνεται και η παραγωγή όλων αυτών των κλάδων – εάν αυξηθεί, αυξάνεται αντιστοίχως. Κάθε φορά που μειώνεται η παραγωγή της πολεμικής βιομηχανίας, μειώνεται και ο ρυθμός ανάπτυξης. Υπάρχει και το ενδεχόμενο η μείωση της πολεμικής παραγωγής να εμφανιστεί κατά τη διάρκεια υπάρχουσας ήδη μείωσης του ρυθμού ανάπτυξης – αυτό συνέβη στις καπιταλιστικές οικονομίες μετά το 1970.
ΜΕΤΑ το 1945 η πολεμική βιομηχανία παρουσίασε αισθητή κάμψη αλλά επέλυε το πρόβλημα με την πώληση όπλων σε κράτη του Τρίτου Κόσμου. Μετά το τέλος των αντιαποικιοκρατικών εξεξέρσεων και επαναστάσεων, μετά τη δεκαετία του 1960, το πρόβλημα επιδεινώθηκε. Και συνέβαλε κατά πολύ στη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης μετά τη δεκαετία του 1970. Η πολεμική βιομηχανία των ευρωπαϊκών κρατών πέρασε ένα δραματικό μισό αιώνα, μέχρι που άρχισε επέκταση του ΝΑΤΟ στις ανατολικές ευρωπαϊκές χώρες και η στρατηγική της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Ο πόλεμος στην Ουκρανία την νεκρανάστησε.
Ο πόλεμος αυτός κάποτε θα τελειώσει – αργά ή γρήγορα. Τι θα γίνει μετά; Μία πολύ καλή λύση θα ήταν ένας πόλεμος μεταξύ της συμμαχίας όλων των καπιταλιστικών κρατών κατά της Κίνας-Ρωσίας και των πολλών συμμάχων τους. Με άλλα λόγια, ένας παγκόσμιος πόλεμος, ακόμα κι αν δεν χρησιμοποιηθούν πυρηνικά όπλα – κάτι που δεν μπορεί να αποκλειστεί. Η λύση αυτή έχει απορριφθεί κατηγορηματικά. Η εξήγηση είναι πολύ απλή: θα κινδυνεύσει η (καπιταλιστική) κυριαρχία. Ο πόλεμος φέρνει αστάθεια, αναταραχή, εξεγέρσεις, επαναστάσεις, κοινωνικές ριζικές αλλαγές – μόνο αυτό δεν θέλουν. Δεν θα καταστρέψουμε τα πάντα για να αρχίσει ένας νέος κύκλος καπιταλιστικής συσσώρευσης με πανύψηλους ρυθμούς ανάπτυξης, όπως γινόταν στο παρελθόν. Εάν χρειαστεί να στείλουμε στον διάολο τον καπιταλισμό, θα το κάνουμε. Εάν πρόκειται το κυνήγι του κέρδους να διασαλεύσει την κυριαρχία, να μας λείπει. Εάν πρέπει να αλλάξει η μορφή και το περιεχόμενο της κυριαρχίας, θα το κάνουμε.
Η άλλη λύση είναι η τόνωση της παραγωγής όπλων τα οποία όμως δεν θα χρησιμοποιηθούν και μετά από λίγα χρόνια θα αντικατασταθούν κοκ εις τον αιώνα τον άπαντα. Όλα τα ευρωπαϊκά κράτη θα αγοράζουν ολοένα και περισσότερα όπλα – ο Γερμανος καγκελάριος προχτές είπε ότι η Γερμανία σε λίγα χρόνια θα έχει τον ισχυρότερο στρατό στην Ευρώπη! Το 5% του ΑΕΠ θα πηγαίνει στην αγορά όπλων. Και δεν αποκλείεται το 5% να γίνει 7% και 10%! Μα γιατί να κατασκευάζουμε όπλα αφού δεν θα γίνει πόλεμος; Με ποιον θα πολεμήσουμε;
ΜΕ τη Ρωσία! Πρέπει να εξοπλιστούμε διότι μια μέρα θα έρθουν οι Ρώσοι και πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι. Πρέπει να έχουμε και στρατό μεγάλο και πολλά όπλα. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι αυτό το ενδεχόμενο δεν υπάρχει. Σείουν τον κίνδυνο της Ρωσίας μόνο και μόνο για να νομιμοποιήσουν στα μάτια και στη σκέψη της κοινής γνώμης την παραγωγή των όπλων σε εποχή μεγάλης ύφεσης και συρρίκνωσης του καπιταλισμού. Αυτή την εποχή, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σωθούμε, λένε, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αποτρέψουμε τη επιδείνωση της ύφεσης και την αύξηση του αριθμού των ανέργων. Η καταστροφή όμως κοινωνικού πλούτου για την παραγωγή όπλων, κοινωνικός πλούτος που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση και επίλυση των πολλών και χρόνιων κοινωνικών προβλημάτων, όχι μόνο δεν θα αποτρέψει την ύφεση αλλά θα επιδεινώσει τα κοινωνικά προβλήματα και θα φουντώσει ακόμα περισσότερο τη δυσαρέσκεια των εργαζομένων.