in Σχετικά με τη Σχολή, μαγκαβά μπουτί

“παντρεμέεεεενοι κι οι δύο, γύρνα σεεεεε παρακαλώωωωω” (μαγκαβά μπουτί: έξι μήνες με τους γύφτους)

25

 

Είχε νυχτώσει για τα καλά, δεν μπορούσα πια να μελετήσω  τη Γιώτα, τη ραψωδία Ι, της Ιλιάδας, την έξοχη Γιώτα –  λυπάμαι πολύ, εάν δεν  έχετε διαβάσει ένα από τα συγκλονιστικότερα κείμενα της δυτικής λογοτεχνίας  – και χάζευα, ξαπλωμένος στο σλίμπιγκ μπαγκ,  τ’ αστέρια που βρίσκονταν εκείνη την ώρα πάνω από το γήπεδο του Ορχομενού, όταν ήρθε ο Μαραντόνα να μου πει στ΄ αφτί, βάλε παπούτσια και μόλις δεις τα κορίτσια να πλησιάζουν στο φορτηγό τρέξε σφαίρα κι ανέβα πάνω. Παπούτσια! Δεν είμαστε καλα, σε γάμο θα πάμε; Έκανα πάντα ό,τι μου λέγανε. Έτσι έπρεπε να κάνω, έτσι έκανα –  με αγαπούσαν γι΄ αυτό. Τα φόρεσα, ανασηκώθηκα και περίμενα. Και μόλις βλέπω τις γυφτοπούλες να πλησιάζουν στο φορτηγό, και τα γυφτοπαλήκαρα από την άλλη μεριά, τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα και πηδάω πάνω στη καρότσα

τη στιγμή ακριβώς που το φορτηγό ξεκίναγε και σάλτερνε πάνω, γρήγορα και αποφασιστικά, όλος ο  ανύπαντρος πληθυσμός του καταυλισμού. Μα μόλις ανέβηκαν, έπεσαν κάτω, αμέσως, κρύφτηκαν πίσω από τα παραπέτια, όρθιος εγώ, κάτω, κάτω, φωνάζουν οι γύφτισσες, πέφτω κι εγώ κάτω, μόλις που πρόλαβα –  αν με πετύχαινε καμιά πέτρα, θα έμενα στον τόπο, μα την Παναγία. Χαλάζι οι πέτρες! Πέτρες που έβρισκαν στο δρόμο τα πιτσιρίκια και τις πετούσαν να μας χτυπήσουν, μας μισούσαν, καθώς έτρεχαν να προλάβουν να ανέβουν κι αυτά στο φορτηγό μα δεν το προλάβαιναν, εκτός από τρία τέσσερα, τα μεγαλύτερα. Το φορτηγό ανέβαζε χιλιόμετρα, αυτά κρεμασμένα στα παραπέτια να προσπαθούν ν’ ανέβουν, οι γυφτοπούλες να έχουν βγάλει τα τσόκαρα και να τα χτυπούν αλύπητα στα δάχτυλα, να πέφτουν κάτω κλαίγοντας και βρίζοντας και απειλώντας και να σηκώνονται και να συνεχίζουν να τρέχουν και να μας πετροβολούν, κι ένας τελευταίος, ο μεγαλύτερος στην ηλικία, ήθελε τόσο πολύ να έρθει ο φουκαράς – υποθέτω ότι είχε αρχίζει να τον παίζει – που δεν έπεφτε με τίποτα, να τον βαράει η γυφτοπούλα όσο πιο δυνατά μπορούσε, μια στο ένα χέρι και μια στο άλλο, τίποτα, αυτός εκεί. Κυναίγειρος. Έπεσε μόνο όταν μια άλλη γυφτοπούλα έτρεξε να συνδράμει χτυπώντας με το τσόκαρο ανηλεώς και ανοικτιρμόνως το αριστερό χέρι –  το δικό του δεξί.

Όργανα και φωνή τραγουδιστή ακούγονταν, σαν γνωστή μου φαινόταν, όλο και πιο δυνατά. Πρέπει να ήμασταν έξω από τον Ορχομενό, μέσα στον κάμπο, μακριά από ανθρώπους. Εκατοντάδες ντάτσουν και φορτηγά. Χαμός! Κοσμοσυρροή –  ποιος είναι αυτός; έτρεξαν να ρωτήσουν καθώς πλησιάζαμε προς το πάλκο. Είναι δικός μας, απάντησε ο Νικόλας, και δεν με ενόχλησε κανένας άλλος όλη τη νύχτα –  σαν να μην υπήρχα. Αλήθεια ήταν, δεν υπήρχα. Μέχρι να φτάσουμε κοντά στα όργανα, ένας ένας είχαν εξαφανιστεί. Τους ξανάδα τα χαράματα: πτώματα από το χορό κι εγώ δεν ξέρω από τι άλλο, την είχαν πέσει ξεροί και ξερές πάνω στη καρότσα του φορτηγού, ο ένας κοντά στον άλλην,  και όταν φτάσαμε στα τσαντήρια δεν κουνήθηκαν ρούπι, έμειναν εκεί. Όταν όμως ο ήλιος άρχισε να ανεβαίνει και να τους χτυπάει στο κεφάλι και να πυρώνει τη λαμαρίνα, τότε ένας ένας, μία μία, πήγαιναν να συνεχίσουν τον ύπνο τους και τα όνειρά τους κάτω από τη δροσιά του τσαντηριού.

Έμεινα μόνος.  Κι αφού χάζεψα τη μαύρη Μερσεντές, παρκαρισμένη κοντά στα όργανα – μετά από λίγο κατάλαβα τίνος ήταν – αρχόντισσα των σαράβαλων ντάτσουν και ξεχαρβαλωμένων φορτηγών, τις εκατοντάδες γυφτοπούλες να  χορεύουν τσιφτετέλι, το τραπέζι, το μοναδικό, των συγγενών, τον γαμπρό, περήφανο και χαρούμενο,  δεκαεφτά, τη πεντάμορφη τη νύφη με το νυφικό, δεκαπέντε, πήγα και την έπεσα στο φορτηγό. Κι αφού άκουσα αμέτρητες φορές το Παντρεμέεεεενοι κι οι δυο, γύρνα σεεεεεε παρακαλώωωωωω.  Για σεεεεένα πέφτω και στοοοοοοο γκρεμό, έλα, έεεεεεελα, έλα,  σε παραααααακαλώ, με νανούρισε η πονεμένη φωνή του Μάκη Χριστοδουλόπουλου και κοιμήθηκα. Με ξύπνησαν οι κραδασμοί του φορτηγού. Δεν ξέρω τι όνειρα έβλεπαν τα ευτυχισμένα πτώματα δίπλα μου.

Write a Comment

Comment