“εγώ κι εσύ, εσύ κι εγώ, μόνοι πάνω στη γη, μόνοι πάνω στη γη”
(στίχος από έντεχνο τραγούδι – Βαγγέλης Γερμανός)
φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΑΝ δεν κάνω λάθος, και νομίζω ότι δεν κάνω, μόνο οι άνθρωποι ερωτεύονται, κανένα άλλο ζώο. Ένα ζευγάρωμα που διαρκεί καθ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής δεν είναι έρωτας – τα περιστέρια δεν είναι μια ζωή μαζί επειδή είναι ερωτευμένα, ο έρωτας έχει μικρή χρονική διάρκεια. Ούτε η μονογαμία έχει κάποια σχέση με τον έρωτα. Είναι ένα ακόμα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου, ένα από τα πολλά. Η διαπίστωση ότι μόνο οι άνθρωποι ερωτεύονται, μας ωθεί να αναρωτηθούμε εάν ερωτεύονταν και τα προηγούμενα είδη: ερωτεύονταν οι homines erecti, οι homines habiles, τα είδη που προηγήθηκαν αυτών; Δεν το γνωρίζουμε και δεν υπάρχει τρόπος για να το μάθουμε. Ας κάνουμε όμως μια απόπειρα, ποιος ξέρει, κάτι μπορεί να σκεφτούμε και να μάθουμε. Θα προτείνω μια θεωρία, μια υπόθεση δηλαδή, για να τη σκεφτούμε, να την ελέγξουμε.
ΠΡΟΤΕΙΝΩ να εξετάσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η οποία είναι πολύ παράξενη! Γιατί; Γιατί είναι μια σύνθεση αντιθετικών και αντιφατικών στοιχείων, τα οποία δεν είναι δυνατόν να αρθούν μέσω της σύνθεσης. Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι η μικρή του διάρκεια – δεν ξεπερνά ποτέ τους δεκαοχτώ μήνες, το πολύ. Μετά, κι αυτό είναι το δεύτερο χαρακτηριστικό, ή χάνεται τελείως ή μετεξελίσσεται σε κάτι άλλο – σε αγάπη, φιλία, οικογένεια και γέννηση παιδιών. Υπάρχουν όμως κι άλλα ενδεχόμενα: ο φόνος ή το φάγωμα του άλλου/της άλλης – αυτό είναι το τρίτο χαρακτηριστικό. Πριν δυο τρεις δεκαετίες ένας γιαπωνέζος φοιτητής στο Παρίσι είχε σκοτώσει τον έρωτά του, την είχε κομματιάσει, την είχε βάλει στην καταψυξη και την έτρωγε σιγά σιγά. Αν θυμάμαι καλά, βρέθηκε το μισό κορμί της. Γνωρίζουμε γιατί γίνεται ο φόνος ή το φάγωμα: για να μην φύγει ποτέ, για να είναι πάντα μαζί μας!
ΑΣ δούμε ένα άλλο παράδοξο: οι ερωτευμένοι θέλουν να ζουν μόνοι τους, μακριά από την κοινωνία: όπως λέει και το τραγούδι, “εγώ κι εσύ, εσύ κι εγώ, μόνοι πάνω στη γη!” Θέλουν να είναι όλη την ώρα μαζί, δεν θέλουν να έχουν καμιά σχέση με τους άλλους, με την κοινωνία, και δεν θέλουν να μένουν μόνοι τους. Η απουσία του άλλου/της άλλης προξενεί πολύ άγχος, αναστάτωση και τρόμο. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα! Αυτό το παράδοξο γίνεται ακόμα πιο παράδοξο, εάν σκεφτούμε ότι, εάν ένας άνδρας και μία γυναίκα, άγνωστοι μεταξύ τους, βρεθούν μόνοι τους, σε ένα ερημονήσι, ας πούμε, δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση να ερωτευθούν – κατηγορηματικά καμία. Εάν εμφανιστεί ένας άντρας ή γυναίκα, και οι δύο γίνουν τρεις, αμέσως θα εμφανιστεί ο έρωτας. Για να υπάρχει έρωτας πρέπει να υπάρχει η ελάχιστη κοινωνία – και η ομάδα των τριών είναι μια ελάχιστη κοινωνία: το ζευγάρι δεν είναι κοινωνία! Δεν μπορεί να υπάρξει έρωτας χωρίς κοινωνία! Ούτε κοινωνία χωρίς τον έρωτα: πέρα από οτιδήποτε άλλο, είναι ο πιο ευχάριστος, ο πιο απολαυστικός τρόπος διάδοσης της γνώσης.
ΟΤΑΝ είμαστε ερωτευμένοι δεν θέλουμε να είμαστε μόνοι – δεν θέλουμε ούτε με την κοινωνία να είμαστε! Ζούμε μια κατάσταση στην οποία έχει αναιρεθεί και η ατομικότητα μας και η κοινωνικότητά μας. Κινούμαστε στο διάστημα μεταξύ της ατομικότητας και της κοινωνικότητας, του ατόμου και της κοινωνίας. Οι ερωτευμένοι κινούνται πέραν της σχέσης ατόμου-κοινωνίας. Της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό είναι η αμφιθυμία: και θέλουμε να ανήκουμε στην κοινωνία και δεν θέλουμε. Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε! Ίδιος είναι ο πόνος, και μαζί και μόνος! Πώς να εξηγήσουμε αυτή την αμφιθυμία που είναι πηγή πολλής ταλαιπωρίας και πολλών προβλημάτων, προσωπικών και κοινωνικών; Πότε εμφανίστηκε; Εάν εμφανίστηκε στο παρελθόν, γιατί δεν εξαφανίζεται αλλά επιβιώνει πεισματικά; Θα μας βοηθήσει η δειρεύνηση της προέλευσης της ανθρώπινης αμφιθυμίας να κατανοήσουμε την προέλευση του έρωτα; Ναι, θα μας βοηθήσει.
ΕΡΩΤΩ: πώς θα ήταν η ανθρώπινη κοινωνία χωρίς αυτήν την αμφιθυμία; Δεν θα υπήρχαν άτομα, θα ήμασταν σαν τα μυρμήγκια ή τις μέλισσες. Τα οποία είναι άφυλα – εκτός από λίγα. Το άτομο λοιπόν έχει φύλο – γι αυτό είναι άτομο (δεν μας ενδιαφέρει ποιο είναι και πόσα είναι, μας είναι παγερά αδιάφορο το θέμα). Εάν η ανθρώπινη κοινωνία προέρχεται είναι μετεξέλιξη της προηγούμενης κοινωνίας, του homo erectus, κι αυτή της προηγούμενης, από κοινωνία σε κοινωνία θα φτάσουμε, διανύοντας ένα χρονικό διάστημα 4,5 – 6 εκ. ετών, στην πρώτη κοινωνία που συγκρότησαν κάποια μονήρη πρωτεύοντα, θα φτάσουμε στην πρωτοκοινωνία. Η συγκρότηση της κοινωνίας δεν ήταν κάτι που το ήθελαν τα μονήρη πρωτεύοντα – κάθε άλλο! Αναγκάστηκε να συμπράξει με τα άλλα άτομα του είδους του – κινδύνευε να φαγωθεί από τα σαρκοφάγα θηλαστικά, όταν αναγκάστηκε να βρεθεί στο έδαφος εγκαταλείποντας τα δέντρα – ή μη μπορώντας να έχει πρόσβαση σε αυτά. Όλα τα δενδρόβια πρωτεύοντα είναι μονήρη, όλα όσα ζουν στο έδαφος είναι κοινωνικά, ακόμα κι όταν κάποια από αυτά ζουν προσωρινά και περιστασιακά στα δέντρα, όπως οι χιμπατζήδες.
Ο απώτατος πρόγονος του ανθρώπου ήταν ένα μονήρες δενδρόβιο πρωτεύον που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα δέντρα και αναγκάστηκε να συμπράξει με τα άλλα άτομα για να επιβιώσει. Η σύμπραξη αυτή ήταν σωτήρια, του παρείχε ασφάλεια, και, άρα, του εξασφάλιζε χαρά – απόλαυση και ηδονή. Η συμβίωση όμως και η συνεργασία έχει κανόνες, άρα απαγορεύσεις, και το άτομο έπρεπε να υπακούσει και να παραιτηθεί από τις επιθυμίες του. Ως μονήρες όν ζούσε μόνο του, δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν και σε καμιά ομάδα, δεν ήξερε ούτε τι είναι συνεργασία και κανόνες, ούτε τι είναι υπακοή ούτε να παραιτηθεί από τις επιθυμίες του ήθελε. Αυτή η αμφιθυμία, και θέλω τη συμβίωση, την κοινωνια, και δεν τη θέλω, εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της συγκρότησης της πρωτοκοινωνίας και επιβιώνει, όπως και πολλά άλλα στοιχεία της πρωτοκοινωνίας. Αυτός είναι ο λόγος που οι κοινωνικές σχέσεις ήταν, είναι και θα είναι μικρής διάρκειας, προσωρινές και περιστασιακές. Σύντομες σχέσεις στις οποίες τα δύο μέρη είναι επιφυλακτικά και πάντα σε εγρήγορση να αντιμετωπίσουν την επιβολή της κυριαρχικής σχέσης από τον άλλον,την άλλην. Να υπάρχει εξάρτηση αλλά σε βασικό, στοιχειώδες επίπεδο. Όταν δεν υπάρχει ανάγκη, η εξάρτηση παύει να υπάρχει, παραμένοντας όμως κοινωνικά όντα. Η συντομία, η προσωρινότητα και η περιστασιακότητα της κοινωνικής σχέσης θεραπεύει την αμφιθυμία. Θέλω να είμαι κοινωνικός αλλά περιστασιακά, δεν θέλω να πάψω να είμαι μονήρης!
ΥΠΑΡΧΟΥΝ δύο εξαιρέσεις, κατά τις οποίες η αμφιθυμία εξαλείφεται: θέλω να είμαι με τον Άλλον, δεν θέλω να είμαι μόνος, μόνη. Η μία είναι βιολογική – η σχέση μητέρας-παιδιού, η οποία όμως κάποια στιγμή θα τελειώσει – τραυματικά, πάντα. Το πώς θα τελειώσει, θα καθορίσει και την σοβαρότητα του τραύματος, Η διάρκεια αυτής της σχέσης είναι μικρή, το πολύ ενάμιση χρόνο. Αυτό που ειμαστε είναι ό,τι συνέβη αυτό το εναμιση χρόνο, αυτό το δεκαοχτάμηνο. Τότε αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είμαστε ένα με τη μάνα μας και ο τρόπος με τον οποίο η μάνα μας θα μας απομακρύνει, όπως η σκύλα τα κουτάβια της όταν μεγαλώσουν, θα καθορίσει και την ψυχική μας κατάσταση.
Η δεύτερη εξαίρεση στην οποία η αμφιθυμία δεν υφίσταται, στην οποία θέλουμε να είμαστε σε σχέση, θέλουμε την κοινωνία, θέλουμε να είμαστε με τον Άλλον, αλλά μόνο με έναν/μία, είναι ο έρωτας. Πόσο διαρκεί ο έρωτας; Δέκα οχτώ μήνες, ενάμιση χρόνο – ρωτείστε όποιον βιοχημικό, όποιον νευρολόγο, όποιον βιολόγο, όποιον ψυχολόγο θέλετε. Δεν είναι παράξενο που διαρκεί όσο και η ταύτιση του παιδιού με τη μάνα; Δεν είναι ο έρωτας μια επανάληψη της ταύτισης με τη μάνα;
Ο ένας για τον άλλον είναι μάνα αλλά ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον που η προσωπικότητά του ολοκληρώνεται μόνο με την ενεργητική και καθημερινή αλληλεπίδραση με τους άλλους. Η κοινωνία επιτρέπει και ενισχύει, ευνοεί την πολλαπλότητα των σχέσεων, την προσωρινότητα και αποτρέπει την μονιμότητα και την μονδικότητα. Αυτός είναι ο λόγος που η κοινωνία είνα μεν ανεκτική απέναντι στον έρωτα, δεν παύει όμως να θεωρεί τους ερωτευμένους αντικοινωνικά στοιχεία.
Ο έρωτας είναι μια αντικοινωνική κοινωνικότητα ή μια κοινωνική αντικοινωνικότητα. Είναι μια αντιφατική κατάσταση, η οποία δεν πρέπει να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα – και δεν διαρκεί. Και δεν είναι συχνή. Είναι ένας τρόπος να υπάρξει μια σχέση, μια άρση της ατομικότητας, μέσα στην κοινωνία, που δεν λαμβάνει όμως υπ΄ όψει την κοινωνία, που αδιαφορεί για αυτήν αλλά που δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτήν. Εμφανίστηκε πριν 5 εκ. χρόνια, κατά τη διάρκεια της συγκρότησης της πρωτοκοινωνίας, όταν εμφανίστηκε και η αμφιθυμία του μονήρους μέχρι τότε πρωτεύοντος για την κοινωνία: και θέλω και δεν θέλω. Ο έρωτας λέει: θέλω (κοινωνικότητα) αλλά μόνο έναν/μία (αντικοινωνικότητα).