φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση ότι ζούμε, ή μάλλον θα ζήσουμε οσονούπω, μια εποχή ταραχών. Η πανθομολογούμενη αυτή διαπίστωση εγείρει πληθώρα ερωτημάτων. Πόσο θα διαρκέσει αυτή η εποχή; Πως θα μετεξελιχθεί η κατανομή της ισχύος (‘ο συσχετισμός των δυνάμεων’) κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής; Θα μάθουμε να πολεμάμε κατά τη διάρκεια της εποχής των ταραχών και των εξεγέρσεων; Θα σκεφτούμε δηλαδή και θα συζητήσουμε επί του ζήτήματος της διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου;Θα μετεξελιχθούν οι εξεγέρσεις σε κοινωνική επανάσταση;
Είναι παντελώς αδύνατον να ορίσουμε μια ημερομηνία λήξης, έστω και κατά προσέγγιση – δεν έχει και νόημα άλλωστε. Αυτό για το οποίο είμαστε βέβαιοι είναι ότι όλος ο 21ος αιώνας θα είναι μια ιδιαίτερα ταραγμένη εποχή. Δεν είναι κάτι που το θέλει και το επιδιώκει ο Κύριος, είναι κάτι που δεν μπορεί να το αποφύγει. Και δεν μπορεί να το αποφύγει λόγω της συρρίκνωσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και του Κράτους. Έχοντας βαθύτατη επίγνωση αυτής της εξέλιξης ο Κύριος προετοιμάζεται πυρετωδώς. Η προετοιμασία αυτή αφορά το ακόνισμα, το λάδωμα των μέσων διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου όπως αυτός τον διεξάγει: αρπαγή ολοένα και περισσότερου κοινωνικού πλούτου, όπλα, εκφοβισμός, απάτη και χρήμα. Ο σκοπός του είναι να καταστήσει τους Υποτελείς παντελώς ανίκανους να πολεμήσουν: να είναι φοβισμένοι, απομονωμένοι και αποβλακωμένοι.
Μια πτυχή της μεταβατικότητας της εποχής μας είναι η εγκατάλειψη των μέσων πάλης του παρελθόντος, της ιστορικής Αριστεράς (και όχι μόνο) και η διαμόρφωση νέων. Οι υποτελείς Παραγωγοί θέλουν να πολεμήσουν αλλά δεν γνωρίζουν πως. Έχουν αποκηρύξει την ένοπλη επαναστατική βία – νομίζω πως είναι σαφές. Κι αυτό είναι σοφία και διορατικότητα πολή μεγάλης σημασίας. Όπλα στα χέρια τους δεν θα ξαναπιάσουν. Αυτό για μένα είναι προϋπόθεση νίκης, αναγκαία συνθήκη όχι όμως και επαρκής. Εάν στα όπλα του Κυρίου προβάλλεις τα δικά σου όπλα, τότε πολεμάς όπως ο Κύριος – και όποιος πολεμάει όπως ο Κύριος έχει ηττηθεί πριν καν αρχίσει ο πόλεμος.
Το ότι οι υποτελείς δεν θα πιάσουν στα χέρια τους όπλα είναι κάτι που ανησυχεί τον Κύριο καπιταλιστή της παραγωγής και του χρήματος. Στην ανησυχία αυτή προστίθεται άλλη μία, ανησυχία που προέρχεται από το διαρκώς αυαξανόμενο ποσοστό της αποχής από τις ευρωεκλογές και τις βουλευτικές. Η τάση αυτή θα ενισχύεται διαρκώς και δεν είναι παρά η έκφραση άλλης μιας σοφίας και πολιτικής διορατικότητας, ότι δηλαδή με τις εκλογές και την κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν αλλάζει τίποτα, ότι με τη συμμετοχή μας παίζουμε στο γήπεδο του αντιπάλου με τη διαιτησία (Δίκαιο, καταστολή) να είναι αναφανδόν υπέρ του Κυρίου. Όταν ο Κύριος θα καταργήσει την κοινοβουλευτική δημοκρατία, και δεν θα αργήσει να το κάνει, η απάτη αυτή θα έχει ήδη καταργηθεί ή θα είναι υπό κατάργηση. Ή, εάν επιβιώσει, με μια συμμετοχή 30-20% που θα βαίνει κι αυτή μειονόμενη, θα επιβιώσει ως απολίθωμα διακοσμητικού χαρακτήρα.
Πάπαλα η ένοπλη επαναστατική βία, πάπαλα και η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Όποιος θα επιμείνει σε αυτά, θα υπογράψει την ιστορική του καταδίκη. Όπως η ιστορική Αριστερά: ένας μέρος της, το οποίο οδεύει προς εξαφάνιση, φαντασιώνεται ένοπλες συρράξεις, ένοπλες οδομαχίες ανήμπορο να αντιληφτεί ότι ισχυρότερο από το Καλάσνικωφ του Κυρίου δεν είναι το Καλάσνικωφ του προλετάριου αλλά ην κατάλυση της κυριαρχικής σχέσης.
Προς το παρόν γνωρίζουμε πως δεν πρέπει να πολεμήσουμε – δεν πρέπει δηλαδή να πολεμήσουμε όπως ο Κύριος, δεν πρέπει να πολεμήσουμε όπως πολεμούσαμε (και ηττηθήκαμε). Το γεγονός ότι εγκαταλείπουμε αυτόν τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου δείχνει ότι μας ενδιαφέρει να μην ηττηθούμε. Όχι να πολεμήσουμε και ό,τι γίνει! Προκρίνεται δηλαδή το εξής: καλύτερα να μην πολεμήσουμε και να μην ηττηθούμε παρά να πολεμήσουμε και να ηττηθούμε. Με άλλα λόγια: να πολεμήσουμε και να νικήσουμε, κι αυτό δεν μπορούμε να το πετύχουμε παρά μόνο εάν πρώτα νικήσουμε και μετά πολεμήσουμε, να νικήσουμε πριν να πολεμήσουμε.
Το αποφασιστικό και αμετάκλητο γύρισμα της πλάτης στην ένοπλη επαναστατική βία και στην κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι το πρώτο βήμα για την εφαρμογή αυτού του βασικού αξιώματος της διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου από τους υποτελείς. (Δεν αναφέρομαι στις διαδηλώσεις διότι απλούστατα δεν είναι μέσο πάλης). Κι ενώ γνωρίζουμε πως δεν πρέπει να πολεμήσουμε, δεν γνωρίζουμε πως πρέπει να πολεμήσουμε.
Τα τελευταία όμως χρόνια παρατηρούμε ότι επανεμφανίζονται τρόποι διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου καταχωνιασμένοι κι αραχνιασμένοι, πολύ συχνά μάλιστα εμφανίζονται ως καινοφανείς, δεν είναι όμως. Ούτε γενική απεργία διαρκείας ούτε οι καταλήψεις, ούτε η στάση πληρωμών ούτε η καταναλωτική αποχή ούτε το πέρασμα στη πράξη είναι. Όλοι αυτοί οι τρόποι αποτελούν μια στρωματογραφία που καλύφθηκε από τα μπάζα της ένοπλης επαναστατικής βίας, των διαδηλώσεων και του εκλογικισμού-κυβερνητισμού.
Πολύ σύντομα, η γενική απεργία διαρκείας θα έρθει στο προσκήνιο ως μια εκδήλωση της εποχής των ταραχών. Η γενική (πολιτική) απεργία διαρκείας θεωρείται ως το ισχυρότερο όπλο των υποτελών Παραγωγών, υπάρχουν όμως κάποιες πτυχές του ζητήματος αυτού που παραβλέπονται με συνέπειες που θα αποβούν λίαν οδυνηρές. Και θα αποβούν οδυνηρές διότι μεταφέρουμε στην εποχή μας άκριτα ένα πολύ αποτελεσματικό τρόπο διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου.
Και λέω άκριτα διότι η εποχή μας είναι εποχή συρρίκνωσης του καπιταλισμού και του Κράτους. Η μεγαλύτερη νίκη των υποτελών Παραγωγών κατά την μακραίωνη διάρκεια του καπιταλισμού παγκοσμίως συνέβη πριν από 125 χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες (εργατική πρωτομαγιά) και ήταν το αποτέλεσμα μιας γενικής απεργίας διαρκείας. Τότε ο Κύριος υποχώρησε και καθιερώθηκε το οχτάωρο αλλά είμαστε βέβαιοι ότι ο Κύριος δεν ξεχνά ποτέ – το ζούμε στις μέρες μας με την επιμήκυνση του χρόνου εργασίας σε μια εποχή που το ποσοστό της ανεργίας των νέων σήμερα (40-50%), θα είναι αύριο το επίσημο ποσοστό όλης της κοινωνίας.
Εάν ζούμε σήμερα τη συρρίκνωση του καπιταλισμού και του Κράτους, τότε θα πρέπει να ξανασκεφτούμε τη γενική απεργία διαρκείας. Θέτω εκτός της οπτικής μου εάν όντως είναι δυνατόν μια απεργία διαρκείας να είναι γενική – θεωρώ και υποθέτω ότι είναι. Η επιφύλαξή μου δεν αφορά (προς το παρόν) το επίθετο ‘γενική’ αλλά το ‘διαρκείας’ – και όχι μόνο. Απεργία διαρκείας σημαίνει ότι απεργούμε έως ότου υποχωρήσει ο Κύριος. Αλλά ο Κύριος θα υποχωρήσει όπως υποχωρούσε όταν ο καπιταλισμός και το Κράτος διευρυνόταν;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν θα εξαρτηθεί από το περιεχόμενο, από την επιδίωξη της απεργίας – κι αυτή είναι η δεύτερη επιφύλαξη: όποια κι αν είναι η επιδίωξη, ο Κύριος δεν θα υποχωρήσει. Ποιες όμως μπορεί να είναι επιδιώξεις;
Είναι δύο: πρώτον, αυτή που αφορά το ποσοστό του τεράστιου και συλλογικά παραγόμενου κοινωνικού πλούτου που επιθυμούν και χρησιμοποιούν οι υποτελείς, ο μισθός δηλαδή σε όλες του τις εκφάνσεις (επιδόματα, συντάξεις, κοινωνικός μισθός), και, δεύτερον, ο χρόνος εργασίας – ο οποίος άρρηκτα σχετίζεται με την ανεργία. Ως προς την πρώτη επιδίωξη, ο Κύριος αποσπά ολοένα περισσότερο πλούτο και αυτήν την αρπαγή την μεταχειρίζεται και ως μέσον διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου. Στη περίπτωση αυτή, ο Κύριος ταυτίζει το μέσο με το σκοπό – κι αυτό πρέπει να το προσέξουμε πάρα πολύ. Η ταύτιση του μέσου και του σκοπού δεν είναι πρακτική του Κυρίου αλλά του υποτελούς, πρακτική όμως που την υιοθετεί και την αφομοιώνει. Η ταύτιση αυτή μας λέει ότι ο Κύριος δεν πρόκειται να κάνει καμιά απολύτως υποχώρηση: επιδιώκει να επιβάλει την ένδεια, τη σπάνη, την εξαθλίωση σε μια εποχή που όχι μόνο ο κοινωνικός πλούτος φτάνει και περισσεύει για την κάλυψη των βασικών μας αναγκών αλλά και παράγεται από ολοένα και λιγότερα χέρια, σε ολοένα και λιγότερο χρόνο. Δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά – εάν το κάνει θα υπονομεύσει την Κυριαρχία του και αυτό το γνωρίζει πολύ καλά.
Ως προς τη δεύτερη επιδίωξη, ο Κύριος γνωρίζει ότι ο μόνος τρόπος να επιλυθεί το πρόβλημα της ανεργίας είναι η δραστική μείωση του χρόνου εργασίας. Οφείλει όμως να κάνει το ακριβώς αντίθετο, εάν επιθυμεί αν ενισχύσει και να διαιωνίσει την Κυριαρχία Του. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται να υποχωρήσει σε οποιοδήποτε αίτημα της μείωσης του χρόνου εργασίας.
Ναι, δεν θέλει, δεν σκέφτεται να υποχωρήσει, θα εξαναγκαστεί όμως. Δεν είμαι και τόσο βέβαιος. Θα μου πείτε, τι θα μπορέσει να κάνει στη περίπτωση μιας πανευρωπαϊκής γενικής απεργίας διαρκείας; Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο Κύριος είναι αδίστακτος, ανηλεής και ότι είναι ικανός να κάνει τα πάντα. Μπορεί και να να προβεί σε μια τακτική υποχώρηση μόνο και μόνο και να επανέλθει όμως δριμύτερος. Μπορεί να καταφύγει στη χρήση των όπλων, στον γενικό και διαρκή έλεγχο των μέσων παραγωγής, των χώρων εργασίας, σε ένα γενικό λοκ άουτ διαρκείας. Έχετε καμιά αυταπάτη ότι δεν μπορεί να τα κάνει όλα αυτά; Δεν νομίζω ότι έχετε! Θα χρησιμοποιήσει τη τροφή, την ενέργεια και τα φάρμακα για να σταματήσει μια γενική απεργία διαρκείας. Είναι αδίστακτα ανυποχώρητος, είναι ανήκουστα επικίνδυνος, είναι άκρως περιττός.
Θα γνωρίζετε ότι οι αυταπασχολούμενοι, οι οποίοι είναι Κύριοι και Υποτελείς ταυτόχρονα, δεν μπορούν να κάνουν μια απεργία διαρκείας. Σε αυτή την περίπτωση, αυτός που ενισχύεται χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα, αν δεν ενθαρρύνει, είναι ο Κύριος. Πόσες μέρες μπορεί να απεργήσει ο ταξιτζής; Μπορεί ένα μήνα; Ούτε κατά διάνοια. Όλες οι απεργίες των αυταπασχολούμενων είναι καταδικασμένες σε παταγώδη αποτυχία, σε κραυγαλέα ήττα. Το μόνο που κάνει ο Κύριος σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να περιμένει – να περιμένει τους απεργούς να περιέλθουν σε αδιέξοδο, να λιμοκτονήσουν και να δεχτούν τις αποφάσεις του Κυρίου εκόντες άκοντες.
Το ερώτημα λοιπόν είναι: εάν ο Κύριος είναι ανυποχώρητος, τι μπορούμε να κάνουμε;
Μπορούμε να κάνουμε δυο κινήσεις. Η μία είναι η μετατροπή του στιγμιαίου χαρακτήρα της γενικής απεργίας διαρκείας σε διαρκώς επαναλαμβανόμενη. Η γενική απεργία διαρκείας είναι εστιασμένη στο χρόνο, είναι στιγμιαία. έχει μια χρονική διάρκεια: θα λήξει, εάν . . . Εάν νικήσει ή ηττηθεί. Εμείς όμως είδαμε ότι το νέο στοιχείο της εποχής μας είναι η αποφυγή της ήττας. Και η αποφυγή της ήττας είναι συνώνυμη με την κατάργηση του στιγμιαίου, καθορισμένου χρονικά χαρακτήρα της απεργίας διαρκείας. Η γενική απεργία διαρκείας θα αποφύγει την ήττα μόνο εάν αδιαφορήσει για την ήττα, μόνο εάν δεν λήξει ποτέ!
Ο μόνος τρόπος να μη λήξει ποτέ είναι η ταύτιση του μέσου και του σκοπού: διαρκής εναλλαγή εργασίας και απεργίας. Η διάρκειας της μιας και της άλλης δεν είναι δυνατόν να προκαθοριστεί. Θα εξαρτηθεί από τις κινήσεις των αντιπάλων, από τον επικρατούντα συσχετισμό των δυνάμεων, από τη δυνατότητα επίθεσης, από την αναγκαιότητα της υποχώρησης. Προτείνω να ονομάσουμε αυτόν τον τρόπο απεργίας,
διαρκή απεργία.
με την οποία πραγματοποιείται η επιδίωξη της δραστικής μείωσης του χρόνου εργασίας, χωρίς όμως να επιλύεται θεσμικά και το πρόβλημα της ανεργίας. Οι εργαζόμενοι θα εργάζονται λιγότερο και οι άνεργοι καθόλου – άνεργοι οι οποίοι δεν μπορούν να πολεμήσουν παρά μόνο καταστρέφοντας χώρους του Κράτους.
Η δεύτερη κίνηση είναι η πλαισίωση και η ενίσχυση της διαρκούς απεργίας με άλλους τρόπους διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου, να συνυφανθεί δηλαδή έμμεσα η επιδίωξη της μείωσης του χρόνου εργασίας (διαρκής απεργία) με την επιδίωξη του ελέγχου και της χρήσης μεγαλύτερου μέρους του κοινωνικού πλούτου: στάση πληρωμών, καταναλωτική αποχή, καταστροφή κρατικών χώρων από τους εκτός παραγωγής υποτελείς (ανέργους, μαθητές, φοιτητές, συνταξιούχους, άπορους, ασθενείς, κ.α.).
Από κει και πέρα, και πέραν της διαρκούς απεργίας, υπάρχει και η κομμουνιστικοποίηση, η λήψη κομμουνιστικών μέτρων, η διεύρυνση του κομμουνισμού με την μετωπική σύγκρουση. Το πως όμως συνυφαίνεται η διαρκής απεργία με την αναπόφευκτη μετωπική σύγκρουση είναι ένα ζήτημα που θα μας απασχολήσει ένα άλλο πρωινό.
Τώρα, θα ανάψω τη σόμπα και θα μαγειρέψω φασολάδα. Μέχρι να βράσει, θα διαβάσω τις πρώτες σελίδες της ‘Μιμήσεως’ του Άουερμπαχ. Αν και γράφτηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Πολέμου, δεν νομίζω να είναι και τόσο ξεπερασμένο – το συναντώ πολύ συχνά σε βιβλιογραφία και παραπομπές. Ίδωμεν. Όπως και να ΄χει πάντως, κάτι θα μάθουμε.