in εικοσάωρο και μισθός για όλους

ν’ ανοίξεις ένα μαγαζάκι, να σπουδάσεις, να γίνεις δημόσιος υπάλληλος

μάνα, γλυκιά μου μάνα, το γράμμα που σου γράφω δεν θα φτάσει εκεί που είσαι. Μα κι αν φτάσει, δε θα το διαβάσεις, μάνα, αφού μόνο τα ονόματα των φιλενάδων σου στο χωριό μπορούσες να διαβάσεις και τα τηλέφωνά τους. Και μόνο κεφαλαία. ΒΑΝΚΕΛΙΟ 92181.  Μάνα,  δεν μπορώ να ανοίξω μαγαζάκι, δεν μπορώ να σπουδάσω, και να σπουδάσω άνεργος θα είμαι, δημόσιος υπάλληλος δεν μπορώ να γίνω, τι θα κάνω; Μάνα, ούτε στα καράβια μπορώ να πάω.

Μάνα, θα γίνω εργάτης, θα γίνω υπάλληλος, τίποτα άλλο δε μπορώ να κάνω τώρα πια. Τα μαγαζάκια κλείνουν, 220.000 μικρές επιχειρήσεις θα βάλουν λουκέτο μέσα στο 2011, μέχρι το 2013 θα έχουμε 200.000 λιγότερους δημόσιους υπαλλήλους, οι πτυχιούχοι σχηματίζουν στρατιές ανέργων. Μάνα, τέρμα τα μεγαλεία, τέρμα τα καλά αυτοκίνητα και τα ελληνάδικα, τέρμα τα εξοχικά, μάνα, θα σκεφτόμαστε τι θα αγοράζουμε, θα τα γράφουμε σε χαρτάκι, θα πάρουμε ποδήλατο, θα πηγαίνουμε, μάνα,  τα παντελόνια στη ράφτρα να τα μεταποιήσουμε, δεν θα αγοράζουμε τρεις εφημερίδες την Κυριακή, μία και την απλή έκδοση, 2 εβρά, έχει και τα προγράμματα της τηλεόρασης, όλης της βδομάδας.

Μάνα, εδώ στην Αλεξανδρούπολη θα ανοίξει ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο και θα προσλάβουν 350 άτομα. Θα με πάρουν, μάνα; Να δεις,  μάνα,  πόσα μαγαζιά έκλεισαν στη Λεωφόρο Δημοκρατίας! Το ένα δίπλα στο άλλο! Γιατί το κάνουν αυτό μάνα; Θα γίνουμε όλοι εργάτες και υπάλληλοι; Μάνα, γνώρισα ένα τύπο, και μου είπε ότι οι μεγάλες εξαγωγικές εταιρείες , οι ελληνικές πολυεθνικές και οι τράπεζες κάνουν κουμάντο. Αυτοί έχουν βάλει στο μάτι τα λεφτά που βγάζαμε από τα μαγαζιά μας, τα ταξιά μας και τα φορτηγά μας. Και τώρα με τη κρίση, βρήκαν, λέει, ευκαιρία, να μας τα φάνε και να μας κάνουν υπαλλήλους τους και εργάτες τους. Και μόλις μας τα φάνε, μόλις μας κάνουν εργάτες που θα δουλεύουμε για ένα πιάτο φαΐ για δέκα ώρες, χωρίς δώρα και πληρωμένη άδεια, τότε, μάνα, θα αρχίσει η ανάπτυξη, τότε, λέει,  θα αυξηθούν τα κέρδη τους και θα γίνουμε και πάλι μια ισχυρή χώρα.

Μάνα, ο τύπος που γνώρισα που είπε, χαμογελώντας,  ότι ακούει τον επιθανάτιο ρόγχο των μικροαστών, θέλουμε δε θέλουμε, θα πάψουμε να σκεφτόμαστε σα μικροαστοί, μεγάλη συμφορά,  μάνα, θα αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σαν εργάτες, μου  ‘ρθε να του χώσω μία αλλά το μετάνιωσα.

Μάνα, ήθελες να με δεις με μαγαζί, με περίπτερο, με ουζερί, μα ταξί, με δουλειά δικιά μου, ήθελες να με δεις καθηγητή, γιατρό, να βγάζω 700 εβρά τη μέρα, να γίνω μόνιμος δημόσιος υπάλληλος, να έχω ήσυχο το κεφαλάκι μου, μάνα, τίποτα από αυτά δε μπορώ να κάνω. Αύριο θα πάω να ρωτήσω για οδηγός ταξί και θα κάνω αίτηση στο εμπορικό κατάστημα.

Μάνα, μη στεναχωριέσαι, κάθε εμπόδιο για καλό. Τι να κάνουμε, έτσι ήρθαν τα πράγματα.

Σχολιάστε ελεύθερα!