in Νεκροζώντανη Αριστερά, διάβασα διαβάζω θα διαβάσω

‘εάν νικήσουμε, θα. . .’: σκέψεις πάνω στις ‘σκέψεις για την άμεση δημοκρατία’ του Γιώργου Λιερού

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Την άνοιξη του 1987, η εθνική Ελλάδας μπάσκετ ανδρών κατέκτησε το κύπελλο στο πρωτάθλημα εθνικών ομάδων της Ευρώπης. Η συμβολή του ηγέτη, του συντονιστή, του εμψυχωτή  της ομάδας Νίκου Γκάλη ήταν μεγάλη. Πριν τον αγώνα, έλεγε στους συμπαίκτες του: μπαίνουμε στο γήπεδο, τους κοιτάμε στα μάτια και με το βλέμμα μας τους λέμε: έχετε χάσει. Και μετά παίζουμε.

Δεν γνωρίζω εάν ο Νίκος Γκάλης είχε ασχοληθεί με τη θεωρία του πολέμου κι αν είχε διαβάσει Σουν Τζου. Πάντως, εάν μπορούσε ο κινέζος θεωρητικός του πολέμου,  θα συγχαιρόταν απερίφραστα τον Γκάλη, διότι αυτό που έλεγε στους συμπαίκτες του ήταν η εφαρμογή του δεύτερου κατά σειρά βασικού αξιώματος της διεξαγωγής του πολέμου: πρώτα νικάμε και μετά πολεμάμε. Γνωρίζουμε που οφειλόταν η αποφασιστικότητα και η αυτοπεποίθηση του Γκάλη – στην κατάργηση της βαρύτητας. Όταν οι άλλοι πηδούσαν και έπεφταν, ο Γκάλης έμενε στον αέρα λίγο παραπάνω από τους άλλους. Η άμυνα είχε εκμηδενιστεί, άρα ο εξοβελισμός της ήττας από τους αντιπάλους ήταν ανέφικτη.

Ο Γκάλης δεν θα έλεγε ποτέ στους συμπαίκτες του ‘εάν νικήσουμε, θα σας πάω το βράδυ στα μπουζούκια’. Και με αυτή τη φράση, τρέχω να προλάβω τις παρεξηγήσεις που πιθανόν να δημιουργηθούν λόγω της απόσπασης του τίτλου από τα συμφραζόμενα του βιβλίου του Γιώργου Λιερού για την άμεση δημοκρατία, με το οποίο και θα ασχοληθούμε σήμερα. Ο Λιερός τονίζει (σελ. 33 κ.ε.) την ανωτερότητα και την υπεροχή της άμεσης δημοκρατίας, όπως εφαρμόστηκε στη Πλατεία Συντάγματος με τους ‘αγανακτισμένους’,  έναντι του Κράτους να αντιμετωπίσει την οικτρή κατάσταση της παραγωγής, της οικονομίας, της κοινωνίας, κλπ. και γράφει, (οι υπογραμμίσεις με πλάγια και έντονα είναι δικές μου): ‘Εάν το πλήθος στην Ελλάδα έπαιρνε την κατάσταση της χώρας στα χέρια του, μαζί με την άρνηση της πληρωμής του χρέους θα έπρεπε να προχωρήσει σε μια γρήγορη ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού, θα έπρεπε να εξασφαλίσει την επάρκεια των βασικών αγαθών και να πετύχει σύντομα την αυτάρκεια, τουλάχιστον στα τρόφιμα. . . Το τιτάνιο έργο της ανόρθωσης της παραγωγής δεν μπορεί να επιτευχθεί με διατάγματα. . . Και όμως υπάρχει λύση και μάλιστα έχει δοκιμαστεί στην πλατεία Συντάγματος .’  Και συνεχίζει: ‘ Ας φανταστούμε αυτό τον οργανωτικό ιστό να απλώνεται σε όλες τις πλατείες, να περνάει μέσα από τους χώρους της εκπαίδευσης και του πολιτισμού, να καταλαμβάνει τους χώρους εργασίας. Θα ενεργοποιούνταν εκατοντάδες χιλιάδες αν όχι εκατομμύρια. . . απλοί άνθρωποι θα εμπνέονταν . . . οι νέες τεχνολογίες θα αξιοποιούνταν. . . θα επινοούνταν νέες βελτιώσεις. . . θα ξαναστήναμε στα πόδια της την παραγωγή και θα το κάναμε αποκεντρωμένα, μέσα από μικρές τοπικές αυτοδιαχειριζόμενες μονάδες. . . θα αποτελούσαμε ένα σημαντικό παράδειγμα εκείνου του άλλου κόσμου, ο οποίος όχι μόνο είναι εφικτός αλλά επίσης είναι ήδη εδώ. . . θα ήμασταν μια ‘απελευθερωμένη ζώνη’. . .η ανατροπή του καπιταλισμού σε μια χώρα θα ήταν μεγάλη νίκη. . ‘

Κι άλλα πολλά ‘θα’. Κι επειδή ‘η άμεση δημοκρατία γενικά δεν συνάδει με το γιγαντισμό’ επικαλείται την Χάνα Άρεντ η οποία ‘εκτιμούσε ότι το ”νέο παράδειγμα” στο οποίο ήλπιζε ”έχει πιθανότητες να εμφανιστεί – αν είναι να συμβεί κάτι τέτοιο – σε μια μικρή χώρα” ‘.

Και ο Λιερός συμπληρώνει: Εάν νικήσουμε, οι εκτιμήσεις της θα αποδειχτούν προφητικές.

Αυτό το ‘εάν νικήσουμε’ εγείρει τα παρακάτω ερωτήματα, με την διευκρίνηση ότι το ‘εμείς’ περιλαμβάνει τους υποστηρικτές της άμεσης δημοκρατίας, τους διαδηλωτές και διαμαρτυρόμενους και αγανακτισμένους της Πλατείας Συντάγματος, στους οποίους θα πρέπει να προσθέσουμε κι άλλα εκατομμύρια που θα εμπνέονταν: Θα νικήσουμε; Εάν δεν νικήσουμε; Εάν δεν νικήσουμε, γιατί δεν θα νικήσουμε; Το’εάν θα νικήσουμε’  εκφράζει αβεβαιότητα; Που οφείλεται αυτή η αβεβαιότητα; Στο γεγονός ότι δεν μπορούμε να προεξοφλήσουμε την έκβαση της διαμαρτυρίας, της διαδήλωσης, της διατύπωσης αιτημάτων; Ή μήπως του πολέμου – ποιου πολέμου;

Γνωρίζουμε ότι οι αγανακτισμένοι ηττήθηκαν. Αυτό το ‘εάν νικήσουμε’ υπονοεί ότι τίποτα δεν κρίθηκε ακόμα. Ότι δηλαδή θα επιστρέψουν και ενδέχεται να νικήσουν (‘εάν νικήσουμε’). Ενδέχεται όμως και να μην νικήσουν. Εμείς έχουμε υποστηρίξει ότι δεν έχουν ούτε μία πιθανότητα στο εκατομμύριο να νικήσουν – κάθε φορά που θα εμφανίζονται, θα ηττώνται και θα σκορπίζουν και θα τρέχουν να σωθούν και θα τρώνε ξύλο ανηλεές.

Τι σχέση έχουν όμως αυτές οι εκτιμήσεις και οι προβλέψεις για τη νίκη με την άμεση δημοκρατία και τις απόψεις του Γιώργου Λιερού;

Η δοκιμασμένη, κατά τον Λιερό, λύση της πλατείας Συντάγματος, η οποία πρέπει να γενικευτεί σε όλες τις πλατείες και τους άλλους κοινωνικούς χώρους  δεν ήταν άμεση δημοκρατία – σύμφωνα με όσα πρεσβεύει και διατυπώνει ο συντάκτης του δοκιμίου. Γράφει (σ. 41): Στην κοινότητα που υιοθετεί το πρόταγμα της άμεσης δημοκρατίας οι άνθρωποι παίρνουν μέρος οι ίδιοι ως φυσικές παρουσίες. Δεν επικοινωνούν γενικά, αλλά συνομιλούν και διαλέγονται πρόσωπο με πρόσωπο. Αλλελεπιδρούν  με όλο το βάρος της φυσικής τους παρουσίας συνδυάζοντας τη γλώσσα με τη χειρονομία.’ Πόσα άτομα όμως είναι σε θέση να διαλέγονται πρόσωπο με πρόσωπο; Ο Λιερός δέχεται ότι ‘τίθεται ένα πληθυσμιακό όριο για να μπορεί η άμεση δημοκρατία να λειτουργεί’. Και επικαλείται την άποψη του Στίβεν Σλάλομ που λέει ότι το συμβούλιο, η ομάδα, το κύτταρο της άμεσης δημοκρατίας θα πρέπει να απαρτίζεται από 25-40 άτομα. Οι έκπρόσωποι των ομάδων δημιουργούν νές ομάδες σε ανώτερο επίπεδο κι αυτά τα επίπεδα μπορεί να είναι πέντε με έξι. Ο Λιερός όμως θεωρεί τον αριθμό των βαθμίδων μεγάλο και τον αριθμό των μελών μιας ομάδας μικρό: ‘χρειάζονται λιγότερα επίπεδα και περισσότεροι εκπρόσωποι από κάθε συμβούλιο’ αλλά δεν αναφέρει αριθμούς – αν και υποστηρίζει ότι ‘η συνέλευση  παραμένει λειτουργική, εξασφαλίζει δυνατότητες συμμετοχής για τον καθένα όταν το μέγεθος της δεν ξεπερνάει τα μερικές εκατοντάδες άτομα’ (28).  Τι εννοούμε όταν λέμε ‘μερικές’; 2 ή 9; ‘Η μήπως 14; Με ποιο κριτήριο όμως ορίζουμε τον αριθμό των μελών ενός συμβουλίου ή μιας συνέλευσης; Με το κριτήριο της απρόσκοπτης διεξαγωγής της συζήτησης. Μπορεί ένα πλήθος 500.000 να κάνει συζήτηση και να αποφασίσει; Κατά κανένα τρόπο! 10.000; Δε νομίζω! 1.000; Δε νομίζω! 500; Δε νομίζω. Τι νομίζω; 25 με 40 άτομα μπορούν να συζητήσουν – από κει και πέρα, η συζήτηση, η πρόσωπο με πρόσωπο επαφή και λήψη αποφάσεων είναι ανέφικτη.

Εάν αυτό το μοντελάκι είναι άμεση δημοκρατία, αυτό που συνέβη στη Πλατεία Συντάγματος μόνο άμεση δημοκρατία δεν ήταν. Τι ήταν; Ήταν ένα συγκεντρωμένο πλήθος, ένας όχλος, και κάποιοι από το πλήθος μιλούσαν. Τι έκανε εκεί το συγκεντρωμένο πληθος; Διαμαρτύρονταν και θρηνούσε και εξέφραζε την οργή του και διατύπωνε αιτήματα και απειλές. Το πλήθος της Πλατείας Συντάγματος δεν υιοθέτησε το πρόταγμα της άμεσης δημοκρατίας και δεν θα μπορούσε μιας και ‘η συμβουλιακή δημοκρατία υποχρεωτικά είναι συμβατή μόνο με το μικρό μέγεθος. Στην άμεση δημοκρατία καταστατικά το βάρος δίνεται στα συμβούλια γειτονιάς, των χώρων εργασίας, εκπαίδευσης, κλπ. Με δυο λόγια το βάρος δίνεται στο επίπεδο βάσης.’ (σ. 37). Μόνο αυτό δεν έγινε στη Πλατεία Συντάγματος.

Αυτό που έγινε στη πλατεία Συντάγματος ήταν μια διαμαρτυρία και η διαμαρτυρία δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την άμεση δημοκρατία. Καμιά απολύτως! Η διαμαρτυρία, το αίτημα, η θρηνωδία, η διατύπωση απειλών απευθύνεται στον Κύριο και δέχεται την Ισχύ του, δέχεται ότι μπορεί να κάμψει αυτή  την Ισχύ: το συγκεντρωμένο πλήθος θα προκαλέσει φόβο και τρόμο στον Κύριο και θα τον αναγκάσει να υποχωρήσει και να συμβιβαστεί. Προσέξτε να δείτε πως αρχίζει το δοκίμιο:

‘Ενα από τα σημαντικά αιτήματα των εξεγέρσεων που σαρώνουν εδώ και εδώ και λίγες μήνες τον αραβικό κόσμο. . . είναι το αίτημα της Δημοκρατίας. . . Οι Ισπανοί ”αγανακτισμένοι” ζητούν ”πραγματική δημοκρατία”. Στην Αθήνα στις 27 Μαΐου η λαϊκή συνέλευση της πλατείας Συντάγματος υιοθέτησε με συντριπτική πλειοψηφία το αίτημα της άμεσης δημοκρατίας. . .’

Ας το πούμε με δικά μας λόγια: Κύριε, ζητάμε από σένα να εγκαταλείψεις την κοινοβουλευτική δημοκρατία και να εφαρμόσεις την άμεση δημοκρατία. Όταν διατυπώνουμε ένα αίτημα, το απευθύνουμε προς Κάποιον για να μας το ικανοποιήσει. Όταν ζητάμε κάτι, το ζητάμε από Κάποιον για να μας το δώσει. Και ερωτώ:

η άμεση δημοκρατία είναι κάτι που διεκδικείται και χαρίζεται  ή είναι κάτι που ασκείται και επιβεβαιώνεται; Είναι ένας σκοπός, ένα πρόταγμα το οποίο ΘΑ υιοθετηθεί και ΘΑ εφαρμοστεί ή είναι ένα σημείο εκκίνησης, μια ιστορική επινόηση του παρόντος;

Η άμεση δημοκρατία δεν είναι κάτι που θα υιοθετηθεί και θα εφαρμοστεί, δεν είναι μια υπεριστορική, υπερβατολογική κατηγορία την οποία υιοθέτησαν και εφάρμοσαν κατά το παρελθόν οι τροφοσυλλέκτες, οι αρχαίοι Αθηναίοι, οι μεσαιωνικές πόλεις, οι επαναστάσεις στη νεώτερη Ιστορία. Δεν είναι, επαναλαμβάνω, ένα υπεριστορικό, υπερβατολογικό πρόταγμα που αιωρείται στο αέρα και το εφαρμόζουμε, άμα μας το επιτρέψουν οι συνθήκες, δεν έχει πανανθρώπινο και καθολικό χαρακτήρα.

Έτσι λοιπόν, η άμεση δημοκρατία δεν είναι ο παλαιότερος και μακροβιότερος τύπος του πολιτεύεσθαι, όπως ισχυρίζεται ο Λιερός, ούτε επικράτησε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ανθρώπινου πολιτισμού.  Αυτό που κάποιοι ονομάζουν άμεση δημοκρατία δεν ήταν παρά μια συγκεκριμένη ιστορική κατασκευή στην αρχαία Ελλάδα, η οποία δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με το μοντελάκι της συμβουλιακής δημοκρατίας των μικρών ομάδων,  τα μέλη των οποίων μπορούν και συζητούν και αποφασίζουν, και των αλλεπάλληλων βαθμίδων λήψης των αποφάσεων.

Εάν λάβουμε υπόψη μας ότι η λήψη των αποφάσεων μπορεί να πάρει τρεις μορφές (να αποφασίζει ένας, να αποφασίζουν λίγοι, να αποφασίζουν ‘όλοι’ τα εισαγωγικά δηλώνουν ότι ποτέ δεν συμμετέχουν όλοι, αλλά δεν είναι του παρόντος) είναι σαφές ότι η αρχαιοελληνική δημοκρατία εμπίμπτει στη δεύτερη περίπτωση. Σε μια φυλή κανιβάλων των νησιών Φίτζι, ο αρχηγός μπορούσε να φάει όποιον ήθελε, ενώ στη ρωμαϊκή οικογένεια ο pater familiae είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στα μέλη της οικογένειας και τους δούλους. Σε μια παρέα δεν αποφασίζει ένας ή λίγοι τι θα κάνουν το βράδυ αλλά όλοι μαζί. Το ίδιο συμβαίνει και σε μια ομάδα μαφιόζων ή στο υπουργικό συμβούλιο της κυβέρνησης Παπαδήμου. Ο δήμος στη αρχαία Ελλάδα ήταν οι άνδρες πολεμιστές, μια μειονότητα της κοινωνίας, μεταξύ τους όμως αποφάσιζαν όλοι – αν κι αυτό είναι εξιδανίκευση, όπως έχουμε υποστηρίξει. Θέλω να πω ότι αυτό το λίγοι και το όλοι είναι σχετικό: όλοι οι λίγοι είναι άμεση δημοκρατία; Ναιμ γιατί αποφασίζουν όλοι! Όχι, γιατί αποφασίζουν λίγοι! Στην αρχαία Ελλάδα δεν συμμετείχαν στη λήψη των αποφάσεων και οι γυναίκες και οι δούλοι και οι μέτοικοι αλλά μεταξύ της μειονότητας των ανδρών πολεμιστών συμμετείχαν όλοι στη λήψη των αποφάσεων. Δημοκρατία σημαίνει αποφασίζει ο δήμος, δηλαδή οι λίγοι και ισχυροί. Μεταξύ των μελών μιας συμμορίας ληστών υπάρχει αξιοθαύμαστη άμεση δημοκρατία, πρόσωπο με πρόσωπο συζήτηση και λήψη αποφάσεων: το ποια τράπεζα θα χτυπήσουν, το πως και το πότε θα το κάνουν το χτύπημα, ποιος θα αναλάβει τι,  θα αποφασιστεί από όλους.

Ας επανέλθουμε στις υποθέσεις του Λιερού.’Εάν το πλήθος στην Ελλάδα έπαιρνε την κατάσταση της χώρας στα χέρια του. . .  Ας φανταστούμε αυτό το οργανωτικό ιστό να απλώνεται σε όλες τις πλατείες. . . ‘ Οι υποθέσεις αυτές μας παροτρύνουν να θέσουμε τα παρακάτω ερωτήματα: Γιατί το πλήθος στη Ελλάδα δεν πήρε την κατάσταση της χώρας στα χέρια του; Γιατί ο οργανωτικός ιστός (της πλατείας Συντάγματος) δεν απλώθηκε σε όλες τις πλατείες; Θα πάρει μια μέρα το πλήθος στη Ελλάδα την κατάσταση της χώρας στα χέρια του; Θα απλωθεί ο αμεσοδημοκρατικός οργανωτικός ιστός σε όλες τις πλατείες;

Τα παραπάνω ερωτήματα μπορούμε να τα διατυπώσουμε κι αλλιώς: Είναι δυνατόν με αιτήματα και διαμαρτυρία και θρήνο και οργή και απειλές να πάρει ένα πλήθος την κατάσταση της χώρας στα χέρια του; Κατά κανένα τρόπο! Είναι δυνατόν να πάρει, να ελέγξει το χώρο με αιτήματα και διαμαρτυρίες; Κατά κανένα τρόπο! Γιατί; Μα η διαμαρτυρία και το αίτημα και η οργή και ο θρήνος και η απειλή είναι μορφές έκφρασης αισθημάτων και αναγκών, δεν είναι τρόποι διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου! Οι αγανακτισμένοι επιχείρησαν να ελέγξουν την πλατεία Συντάγματος με φωνές και απειλές! ‘Σήμερα δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά να πολεμήσουμε με την εξουσία (εκείνη της παγκόσμιας αγοράς) για τη γη, για να αποσπάσουμε το δικό μας μερίδιο στη γη. . .’ γράφει ο Λιερός (σελ. 54-5)  και συνεχίζει (57): ‘. . . η άμεση δημοκρατία, όπως κάθε προσπάθεια ανταγωνιστικής θέσμισης, ξεκινάει με το πάρσιμο της γης, μιας γης φυσικής, υλικής, χειροπιαστής.’

Γιατί στο Σύνταγμα οι αγανακτισμένοι δεν μπορέσαν να πάρουν τη γη; Πως θα μπορούσαν να την πάρουν;

Θα μπορούσαν να την πάρουν μόνο εάν ήταν πιο ισχυροί από την Αστυνομία. Δεν ήταν και με τα πρώτα χημικά το πλήθος διαλύθηκε έντρομο, δαρμένο και κλαμμένο. Για να δούμε τι μας λέει ο Λιερός γι αυτό το ζήτημα:

‘Η συνέλευση μπορεί να ασκήσει βία για να υπερασπιστεί την επιλογή της να αντιμετωπίσει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση μη βίαια (με παθητική αντίσταση) την κρατική καταστολή. Εδώ δεν πρόκειται για μια γενική συζήτηση για τη βίαιη και μη βίαιη δράση αλλά για το ποιος θα αποφασίσει για τη βία’. Δηλαδή: η συνέλευση ασκεί βία εναντίον αυτών που διαφωνούν για τη μη άσκηση βίας κατά της Αστυνομίας! Διαμαρτυρόμαστε και παρακαλάμε, ειρηνικά,  τον Κύριο να δεχτεί και να εφαρμόσει το αίτημα της άμεσης δημοκρατίας, τον απειλούμε ότι θα κάψουμε το μπουρδέλο τη Βουλή, επιχειρούμε να πάρουμε ειρηνικά τη γη της πλατείας Συντάγματος και έχουμε το δικαίωμα να ασκήσουμε βία εναντίον αυτών που διαφωνούν με την μη άσκηση βίας. Η κατάληξη είναι γνωστή. Και δεν θα επαναληφθεί – εάν επαναληφθεί πάλι ξύλο θα φάνε.

Επανερχόμαστε λοιπόν στον Γκάλη. Το πλήθος δεν θα πάρει την κατάσταση της χώρας στα χέρια του ούτε ο οργανωτικός ιστός θα απλωθεί σε όλες τις πλατείες διότι ο κόσμο γνωρίζει ότι με τις πορδές δεν μπορούμε να βάψουμε αυγά, ότι δεν πάμε στ΄αγκάθια ξυπόλυτοι ούτε γυμνοί στ’ αγγούρια.

Ο Λιερός, όπως και πολλοί άλλοι,  δεν μπορεί να κατανοήσει ότι στις 6 και 9 Αυγούστου 1945 έληξε η επαναστατική ένοπλη βία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο μόνος δρόμος είναι η παθητική αντίσταση. Το τέλος της ένοπλης βίας σημαίνει ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε τον χώρο, ότι δεν μπορούμε να πάρουμε τη γη. Εκεί που είμαστε πιο ισχυροί είναι ο έλεγχος του χρόνου. Για τον έλεγχο του χρόνου δεν χρειάζονται όπλα μιας και υπάρχει ένα ακόμα πιο ισχυρό όπλο – η γενικευμένη ανυπακοή που εγώ ονομάζω κοινωνικό αντάρτικο και Πανταχού Απουσία: μονομερής μείωση του χρόνου εργασίας που θα επιτρέψει και τη συμμετοχή ‘όλων’ στη λήψη των αποφάσεων.

Αυτή τη συμμετοχή ‘όλων’ στη λήψη των αποφάσεων δεν μπορώ να την ονομάσω άμεση δημοκρατία. Η λέξη ‘δημοκρατία’ μου προκαλεί τρόμο και αναγούλα.

 

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Θα συμφωνούσες ότι η ποσότητα οδηγεί στην ποιότητα και το αντίστροφο?

  2. Καλημερα,
    Θεωρω οτι το προβλημα ειναι τελικα στο ποιους συμπεριλαμβανει η δημοκρατια, δηλαδη οτι ο δημος ειναι οι λιγοι και ισχυροι, και οχι στη δημοκρατια.

    Το γεγονος, ας πουμε οτι η αρχαια Αθηνα ειχε αποκλεισει απο το δημο δουλους και γυναικες, ειναι σιγουρα προβληματικο και μη αποδεκτο απο εμας σημερα, αλλα ειναι ασχετο με τους θεσμους και τις διαδικασιες της δημοκρατιας, η οποια (δημοκρατια) σε αυτους που περιελαμβανε εξασφαλιζε οντως πολιτικη ισονομια (με την ενσταση σου δεκτη, οτι αυτο δεν γινεται ποτε σε απολυτο βαθμο).

    Αν δηλαδη επιτευχθει ο δημος να συμπεριλαμβανει ολα τα μελη της κοινοτητας, τοτε ποιο ειναι το προβλημα με την δημοκρατια?

  3. Γρηγόρη, υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα ορολογίας. Από τη στιγμή που ο Κύριος έχει για καραμέλα στο στόμα του τη λέξη ‘δημοκρατία’, δεν μπορώ να τη βάλω κι εγώ στο στόμα μου. Από την άλλη, ο Κύριος προφέρει μετά δυσκολίας τη λέξη κομμουνισμός, αναρχία, και άλλες, αλλά όχι τη λέξη σοσιαλισμός – και άλλες.Κρατάω τις λέξεις που δεν μπορεί να προφέρει ο Κύριος και αποφεύγω να μεταχειρίζομαι τις λέξεις που μεταχειρίζεται Αυτός. Βέβαια, αυτό έχει τα όρια του κι έχω πλήρη επίγνωση της δυσκολίας: τι θα γίνει, λόγου χάριν, με τη λέξη ελευθερία – αλλά και άλλες;
    Εάν δεν λάβουμε υπόψη μας το ζήτημα της γλωσσικής οριοθέτησης, τότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι περισσότερο δικό μου, μιας και η μελέτη των όρων δήμος, κράτος και δημοκρατία με αναγκάζει να τα κάνω πάνω μου στο άκουσμα αυτών των λέξεων. Όταν δηλαδή ακούω δημοκρατία ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ NA MHN μου έρχεται στο μυαλό η αρχική σημασία του όρου: η αδίστακτη Ισχύς (Κρατέω, κράτος) του δήμου (των ανδρών πολεμιστών).

  4. Χάρη, ναι, τα πολλά λεφτά είναι φτώχεια και το νερό της θάλασσας σε ένα μικρό μπουκάλι δεν είναι μπλε. Αυτό που δεχόμαστε, για τη σχέση ποσότητας/ποιότητας ισχύει και στην περίπτωση του ανθρώπινου πλήθους αλλά τα αποτελέσματα κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά είναι. Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων γίνεται πλήθος αλλά και όχλος, κάθε πλήθος ανά πάσα στιγμή ενδέχεται να μετεξελιχθεί σε όχλο. Ο αναρχοκομμουνισμός με τον όχλο δεν τα πάει καλά. Εγώ, ως αναρχοκομμουνιστής, δεν μπορώ να απευθύνομαι και να συμμετέχω σε ομάδες με περισσότερα απο 25-40 πρόσωπα – κι όχι άτομα. Ο μόνος τρόπος να μετεξελιχθεί η ποσότητα σε ποιότητα είναι η διάλυση του όχλου σε μικρές ομάδες – αυτή ήταν η άποψή μου για τους αγανακτισμένους κι αυτή παραμένει: στις γειτονιές, στο σχολείο, στην εργασία, σε κάθε κοινωνικό πεδίο, ομάδες και δικτύωση ομάδων.