in κόκκινο βελούδο

baby sugar: σ΄ αγαπάω, καρδούλα μου

Παύλε, ο μπαμπάς τα ΄χει παίξει! Μιλάει στην καρδιά του!

Αποστολία Δρατζίδη

Κάθε εκφώνημα συντίθεται σαν να προσδοκά τη συνάντηση μιας απάντησης.

          Μιχαήλ Μπαχτίν

Δεν χαϊδεύω το βυζί μου, Τασούλα! Την καρδιά μου χαϊδεύω.

Αθανάσιος  Τριανταφυλλιά Δρατζίδης

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Σ΄ αγαπάω, καρδούλα μου, λέω συχνά στην καρδιά μου και τη χαϊδεύω τρυφερά. Κι εγώ σ΄ αγαπάω, μου λέει αλλά την ακούω μόνο εγώ, κανένας άλλος, καμία άλλη. Τα λέμε συχνά. Σε  κούρασα σήμερα, καρδούλα μου! Με κούρασες, τι μ΄έκανες;  μου απαντάει. Όταν μιλάω μαζί της είναι σαν να μιλάω με τον Θεό. Εφόσον μιλάμε στον Θεό, όταν προσευχόμαστε, όταν παρακαλάμε δηλαδή, ο Θεός μας ακούει, και μας μιλάει, φυσικά, αφού κάθε εκφώνημα συντίθεται σαν να προσδοκά τη συνάντηση μιας απάντησης. Κάθε προσευχόμενος ακούει τον Θεό μόνο που δεν το ξέρει. Αλλά τον ακούει. Δεν θέλει να το ξέρει, δεν θέλει να ακούει τη σιωπή του Θεού –  γιατί και με τη σιωπή οι άνθρωποι επικοινωνούν. Εάν μου τη πέσει κάποιος, εγώ θα σιωπήσω, εάν έχω τη φωλιά μου λερωμένη. Η απάντηση λοιπόν που προσδοκά το εκφώνημα καμιά φορά, να μην πω πολύ συχνά, είναι η σιωπή. Πολύ συχνά οι άνθρωποι επικοινωνούν σιωπηλοί, παντελώς σιωπηλοί  –  και μετά βγαίνουν τα μαχαίρια.

ΓΙΑΤΙ βγαίνουν τα μαχαίρια σε αυτή την περίπτωση;

ΚΑΘΕ χρόνο, φίλες και φίλοι, καλλιεργώ πολλές ποικιλίες καρπουζιών. Η αγαπημένη μου όμως είναι η baby sugar. Είναι αγαπημένη γιατί μοιάζει με την καρδιά μου, ναι, ναι, η καρδιά μου είναι σαν καρπούζι, baby sugar. H baby sugar είναι ξερική, αν την ποτίσεις τα καρπούζια δεν είναι τόσο μυρωδάτα και γλυκά. Είναι στρογγυλό καρπούζι, όχι πολύ μεγάλο, μαύρο, κόκκινο μέσα, γλυκό και μυρωδάτο. Έτσι είναι και η καρδιά μου –  μαύρη απέξω, γλυκειά και μυρωδάτη μέσα. Οι άνθρωποι μού τη μαύρισαν την καρδιά, οι άνθρωποι μού τη γλύκαναν. Μέσα στους ανθρώπους είμαι κι εγώ, δεν μου τη μαύρισαν και δεν μου τη γλύκαναν ενώ δεν ήμουν εκεί, ενώ δεν συμμετείχα –  εκεί ήμουν και συμμετείχα. Την καρδιά μου τη μαύρισαν και τη γλύκαναν οι κοινωνικές μου σχέσεις πενήντα οχτώ χρόνια τώρα. Αυτό εννοούμε όταν λέμε σε ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιά μου ή έχει μεγάλη καρδιά! Άκαρδος άνθρωπος! Έχει κακή καρδιά!

ΚΑΜΙΑ φορά αναγκάζομαι, φίλες και φίλοι, να πάρω τον πιο χοντρό κόκκινο μαρκαδόρο και να σβήσω κάποιον φίλον, κάποια φίλη από τη ζωή μου. Μέχρι πρότινος θλιβόμουν, μια μέρα όμως η καρδιά μου μού είπε: σε ευχαριστώ, καλέ μου φίλε, δεν ξέρεις πόσο με κουράζει αυτός ο άνθρωπος. Χαίρομαι, να χαίρεσαι κι εσύ, γιατί η ζωή είναι σκληρή και εσύ πρέπει να είσαι πιο σκληρός από τη ζωή, και από τις γυναίκες και από τα παιδιά –  σκληρός, όχι βάναυσος. Κατάλαβα τι θες πεις, καρδούλα μου, οι εξηγήσεις είναι περιττές.

ΕΤΣΙ λοιπόν, καλοί μου φίλοι και καλές μου φίλες, η κατάσταση της καρδιάς μας δεν είναι υπόθεση δική μας, ατομική, προσωπική, η κατάσταση της καρδιάς μας είναι κοινωνικοϊστορική κατασκευή. Νομίζουμε ότι εάν τρώμε είδη υγιεινής, όπως δήλωσε κάποτε ότι τρώει η Άντζελα Δημητρίου, η Lady,  εάν γυμναζόμαστε, τότε θα έχουμε γερή καρδιά. Γερά αρχίδια μπορεί να έχουμε, αν και αμφιβάλλω και γι΄αυτό, και τ΄ αρχίδια κοινωνικοϊστορική κατασκευή είναι, γερή καρδιά δεν θα έχουμε μόνο με υγιεινή διατροφή και γυμναστική. Προς επίρρωση αυτής της σκέψης:  γιατί πολύ υγιέστατοι μεσήλικες  μένουν στον τόπο από καρδιά; Ο πατέρας μιας φίλης της γυναίκας μου, πέθανε έξω από το σπίτι του, έμεινε στο τόπο, πριν ξεκινήσει τον πρωινό του καθημερινό μεγάλο περίπατο. Δεν τον έθαψαν με τις αθλητικές φόρμες. Εγώ ξέρω ποια τον έφαγε. Εννοώ ποια κοινωνική σχέση.

ΕΑΝ τώρα συγκρίνουμε την καρδιά με το ύφος ενός ποιητή,  λόγου χάριν, μπαχτινικώς και μαρξιστικώς σκεπτόμενοι (ο Μπαχτίν ήταν δημιουργικός μαρξιστής), θα διαπιστώσουμε ότι και το ύφος δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια κοινωνική και ιστορική κατασκευή και ουδόλως μια ατομική και προσωπική υπόθεση. Και το ποίημα είναι εκφώνημα το οποίο συντίθεται σαν να προσδοκά τη συνάντηση μιας απάντησης: μια καλή κουβέντα, αναγνώριση, κρατικό βραβείο, Νόμπελ, όνομα στην πιάτσα, ένα  like, το τούρλωμα νεαρής φερέλπιδος ποιήτριας ή άλλης γκομενίτσας. Το αυτό ισχύει και για την ψυχή, ασφαλώς. Η ψυχή μας και το ύφος μας και η  καρδιά μας είναι οι άλλοι, μέσα στους οποίους είμαστε αναπόφευκτα και εμείς, είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που έχουμε συνάψει ή συνάπτουμε. Το αυτό ισχύει και για τη σιωπή.

Η σιωπή είναι ένα εκκωφαντικό βουητό, υπόγειο και ανοίκειο, ερεβώδες, παραλήρημα συλλογικό αντικρουόμενων και συγκρουόμενων εκφωνημάτων που ενώ  προσδοκούν τη συνάντησης μιας απάντησης, αυτή δεν φαίνεται στον ορίζοντα των κοινωνικών σχέσεων. Η σιωπή είναι η κοινωνική ειρήνη, είναι δηλαδή το φαινόμενο, αυτό που φαίνεται. Είναι κρούστα του κοινωνικού πολέμου, του καθημερινού, διάχυτου, μοριακού και συλλογικού και αναπόφευκτου εμφυλίου πολέμου. Εάν η κοινωνική ειρήνη, η pax romana, ας πούμε, είναι το αποτέλεσμα μιας αχανούς κατάκτησης,  η σιωπή είναι το αποτέλεσμα επίσης μιας αχανούς τρομακτικής κατάκτησης.

ΚΑΙ μετά από τη σιωπή βγαίνουν τα μαχαίρια. Μετά από κάθε σιωπή.

Σχολιάστε ελεύθερα!