ευχαριστίες (1)

Τα πρώτα γινωμένα βερίκοκα έπεσαν στο κεφάλι μου, στα μακριά κατάξανθα, σιταρένια μαλλιά μου, στολισμένα με κροταφιαίους βοστρύχους, τον Ιούνιο του 1986, στο Μούλκι Κορινθίας. Μαζεύαμε βερίκοκα, κοιμόμασταν στο προαύλιο της εκκλησίας, φρικιά από όλη την Ελλάδα, άνεργοι εργάτες, πρεζάκια, φοιτητές για χαρτζιλίκι, άλλοι που είχαν εγκαταλείψει τις σπουδές τους. Εγώ είχα εγκαταλείψει σπίτι, γυναίκα, παιδί, Πανεπιστήμιο, δουλειά – δίδασκα σε Φροντιστήριο – πατέρα, μάνα, αδερφό, φίλους – τα πάντα και τους πάντες. Τόσο δυστυχισμένος ήμουν.

Continue reading

σχόλια για τη βία (3)

Όποτε περνάω από το Χίλτον, θυμάμαι ένα σερβιτόρο που δούλευε εκεί, τον Λεωνίδα. Κατοικούσε στην Παλιά Πεντέλη· μια μέρα έμαθα ότι πέθανε από καρκίνο. Ο Θεός ας τον συχγωρέσει, εγώ δεν μπορώ – και δεν θέλω.
Το 1960 στην Παλιά Πεντέλη κατοικούσαν μόνο κτηνοτρόφοι. Δεν ξέρω αν ήταν Βλάχοι, αλλά εκείνοι την εποχή όλους τους κτηνοτρόφους τους έλεγαν Βλάχους. Τον χειμώνα κατέβαζαν τα κοπάδια τους στη Νέα Μάκρη, το καλοκαίρι στη Πεντέλη, πάνω στο βουνό. Όταν άνοιξαν τα νταμάρια, τα λατομεία του μαρμάρου, μαζεύτηκαν εκεί λατόμοι από όλη την Ελλάδα. Από τα Γιάννενα, την Πάρο, τη Σαντορίνη, τον Έβρο. Κατοικούσαν σε μικρά δωμάτια που τους τα νοίκιαζαν οι ντόπιοι. Εμείς μέναμε στης Πράπαινας, το 1971 ήταν το μοναδικό κοπάδι. Μετά από λίγα χρόνια, ο γιος της το πούλησε κι αγόρασε ταξί. Είχε και μια κόρη – εάν μάζευα το σπέρμα που είχα χύσει για την πάρτη της, μια καρδάρα θα τη γέμιζα, σίγουρα.

Continue reading

σχόλια για τη βία (2)

Κάθε φορά που επισκέπτομαι την Αθήνα, κάνα δυο φορές το χρόνο, όλο λέω να ανηφορίσω προς την Παλιά Πεντέλη, όπου έζησα την εφηβεία μου, αλλά ποτέ δεν το τολμώ. Δεν θέλω να κλάψω.
‘Ο,τι και να σας πω, δεν θα μπορέσετε να φανταστείτε πώς ήταν η Παλιά Πεντέλη το 1970, όταν μου συνέβη αυτό που θα σας αφηγηθώ. Μερικοί σκόρπιοι οικισμοί μέσα στο πευκοδάσος και στη πλατεία, της Αγίας Τριάδας, έξι ταβέρνες, από τις οποίες πέρασα ως βοηθός και ως σερβιτόρος, από το 1970 μέχρι το 1978.

Continue reading

σχόλια για τη βία (1)

Στην Utopiaggia, στη οικοκοινότητα των Γερμανών μαθητών του Χάμπερμας, καμιά σαρανταριά χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Περούτζια, με κάλεσαν ο Ντέτλεφ (σημαίνει ‘προστάτης του λαού’) και η Ίνγκριντ – τους γνώρισα στο Σαρακήνικο της Ιθάκης, σε μια άλλη οικοκοινότητα Γερμανών φρηκιών, έρχονταν για μπάνιο σε παρακείμενη παραλία γυμνιστών όπου για τρία καλοκαίρια είχα μια καλύβα- καντίνα. 1987-1989.

Continue reading

baby sugar: σ΄ αγαπάω, καρδούλα μου

Παύλε, ο μπαμπάς τα ΄χει παίξει! Μιλάει στην καρδιά του!

Αποστολία Δρατζίδη

Κάθε εκφώνημα συντίθεται σαν να προσδοκά τη συνάντηση μιας απάντησης.

          Μιχαήλ Μπαχτίν

Δεν χαϊδεύω το βυζί μου, Τασούλα! Την καρδιά μου χαϊδεύω.

Αθανάσιος  Τριανταφυλλιά Δρατζίδης

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Σ΄ αγαπάω, καρδούλα μου, λέω συχνά στην καρδιά μου και τη χαϊδεύω τρυφερά. Κι εγώ σ΄ αγαπάω, μου λέει αλλά την ακούω μόνο εγώ, κανένας άλλος, καμία άλλη. Τα λέμε συχνά. Σε  κούρασα σήμερα, καρδούλα μου! Με κούρασες, τι μ΄έκανες;  μου απαντάει. Όταν μιλάω μαζί της είναι σαν να μιλάω με τον Θεό. Εφόσον μιλάμε στον Θεό, όταν προσευχόμαστε, όταν παρακαλάμε δηλαδή, ο Θεός μας ακούει, και μας μιλάει, φυσικά, αφού κάθε εκφώνημα συντίθεται σαν να προσδοκά τη συνάντηση μιας απάντησης. Κάθε προσευχόμενος ακούει τον Θεό μόνο που δεν το ξέρει. Αλλά τον ακούει. Δεν θέλει να το ξέρει, δεν θέλει να ακούει τη σιωπή του Θεού –  γιατί και με τη σιωπή οι άνθρωποι επικοινωνούν. Εάν μου τη πέσει κάποιος, εγώ θα σιωπήσω, εάν έχω τη φωλιά μου λερωμένη. Η απάντηση λοιπόν που προσδοκά το εκφώνημα καμιά φορά, να μην πω πολύ συχνά, είναι η σιωπή. Πολύ συχνά οι άνθρωποι επικοινωνούν σιωπηλοί, παντελώς σιωπηλοί  –  και μετά βγαίνουν τα μαχαίρια.

ΓΙΑΤΙ βγαίνουν τα μαχαίρια σε αυτή την περίπτωση;

Continue reading

δε γαμάνε τα ψωλιά, γαμάνε τα ψωμιά

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Θα τρέξω πίσω από την τουρλωμένη χιμπατζίνα γιατί θα είμαι χορτάτος.  Εάν είμαι νηστικός, πρώτα θα φάω και μετά θα γαμήσω: δε γαμάνε τα ψωλιά, γαμάνε τα ψωμιά – χθες το βράδυ μου την είπε τη παροιμία ο φίλος ο Π. και τώρα του χρωστάω χίλια ευρά, τόσα πληρώνω κάτι που με εντυπωσιάζει και με εκστασιάζει και με ενθουσιάζει. Εάν ανοίξω τα τεφτέρια μου, θα δω ότι χρωστάω σε φίλους και φίλες, συγγενείς κι αγνώστους πολλά δισ., όχι τόσα βεβαίως όσα είναι το Κρατικόν Χρέος, το οποίο εύχομαι ολόψυχα να γίνει πολύ μεγαλύτερο, όπως εύχομαι να μειωθούν κι άλλο οι συντάξεις, κι άλλο οι  μισθοί, να αυξηθεί ο αριθμός των ανέργων, να αυξηθούν τα εισιτήρια, όλα αυτά και πολλά άλλα τα προσδοκώ διακαώς και χαίρομαι όταν περνούν τέτοια μέτρα στη Βουλή διότι όλα αυτά τα θέλει ο λαός κι εγώ τον λαό τον αγαπάω – ό,τι πει ο λαός: καλύτερα λιγότερα, παρά τίποτα, όπου το τίποτα είναι ταυτόσημο με την απειλή της εξόδου από το εβρό. Κι όταν το λιγότερο δεν θα διαφέρει και πολύ από το τίποτα, από το 2020 μέχρι το 2030, τότε θα δούμε τι θα κάνουμε. Μέχρι τότε, τρώμε πίνουμε, γαμάμε! Και βέβαια κάνουμε και κάτι μοναδικό και ανεπανάληπτο!

Εκτρέφουμε, ανατρέφουμε ήθελα να γράψω τη γενιά που θα συγκλονίσει την  ελληνική κοινωνία. Τα παιδιά μας, αυτά που γεννήθηκαν μετά το 2000 μ. Χ., μεγαλώνουν μέσα στη κρίση, μεγαλώνουν σε εποχή αναζήτησης, αναθεώρησης, επανεξέτασης, πύκνωσης των επαφών, μεγαλώνουν γύρω από τραπεζώματα όπου ακούνε ό,τι μπινελίκι και μαλακία και σοφία μπορείτε να φανταστείτε. Αυτά τα παιδιά, θα είναι τριάντα, τριάντα πέντε  χρονών το 2030-5, οπότε, αφού εγώ θα πεθάνω στις 17 Ιουνίου του 2034, θα προλάβω να τη δω, έστω για λίγο. Θα είναι η γενιά που θα προτείνει στην ελληνική κοινωνία να γκρεμίσει το Στάδιο της Καλογρέζας και να κάνει το χώρο έναν ωραίο δενδρόκηπο, λαχανόκηπο. Πόσο θα ήθελα να ήμουν εγώ που θα πατήσω το κουμπί που θα πυροδοτήσει τα εκρηκτικά! Σας παρακαλώ, παιδιά, κάντε μου αυτή τη χάρη, κι ας πεθάνω μετά.

Με το χτεσινό σημείωμα στενοχώρησα κάποιους φίλους και φίλες και σήμερα θέλω πολύ να τους χαρίσω λίγη χαρά και να τους βεβαιώσω ότι δεν έχω πάει ποτέ μου στη Νέα Υόρκη και ούτε πρόκειται να πάω. Πεντακόσια μέτρα από την Καστανούσσα είναι για μένα ξενιτειά. Δεν είναι μόνο η ξενιτειά είναι και μεγάλα προβλήματα υγείας, φίλες και φίλοι, τα πολύ μεγάλα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζω και μ΄ έχουν κάνει  ράκος. Δεν είμαι καλά, φίλες και φίλοι, δεν είμαι καλά, μου μένουν πολύ λίγα χρόνια ζωής. Εκτός από την μακροχρόνια και αθεράπευτη γυμνίτιδα που πάσχω (επί μέρες δεν μπορώ να φορέσω ρούχα, οπότε παραμένω κλινήρης κάνοντας διάφορα πράγματα γυμνός), και διαρκεί συνήθως μια βδομάδα, τώρα τελευταία μου παρουσιάστηκαν και δύο νέες παθήσεις. Η μία αφορά το αναπνευστικό και το άλλο το πεπτικό σύστημα.

Continue reading