in παγκόσμια Ιστορία

η πολιτισμική σύγκρουση στην αρχαία ελληνική κοινωνία και στον δυτικό πολιτισμό

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΕΑΝ κάποιος, κάποια θελήσει να διαβάσει σύγγραμμα της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, θα βρει πολλά. Τα περισσότερα έχουν γραφεί από ξένους ιστορικούς τον προηγούμενο αιώνα. Ο επαγγελματίας μελετητής της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, ή αυτός που φιλοδοξεί να γράψει κάτι σχετικά, προφανώς τα έχει διαβάσει όλα ή έστω τα περισσότερα. Όλα αυτά τα συγγράμματα έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Λένε πάνω κάτω τα ίδια πράγματα, λιγότερο ή περισσότερο εκτενώς, και μάλλον δεν θα μπορούσε να γινόταν αλλιώς, εφ΄ όσον οι ιστορικές πηγές είναι ίδιες. Όχι μόνο λένε τα ίδια σε γενικές γραμμές αλλά υπάρχει και μια βεβαιότητα για αυτά που λένε. Υπάρχει όμως κι ένα τρίτο χαρακτηριστικό που μας κεντρίζει την προσοχή. Από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τώρα παρατηρούμε την εμφάνιση κάποιων αμφιβολιών, τη διατύπωση κάποιων ερωτηματικών, τη διαπίστωση κάποιων κενών. Θα παραθέσω ένα παράδειγμα. Υπήρξε, και συνεχίζει να υπάρχει, μια συζήτηση σχετικά με το ζήτημα, εάν η αρχαία ελληνική κοινωνία ήταν μια παραδοσιακή αγροτική κοινωνία ή μια κοινωνία στην οποία επικρατούσε η χρηματική, εμπορευματική οικονομία, εμφανίστηκε η τάξη των εμπόρων, η αστική τάξη, κάποιοι μιλάνε και για καπιταλισμό (οι άφρονες!). Από τη δεκαετία του 1960 η βεβαιότητα αρχίζει να υποχωρεί. Το βλέμμα των ιστορικών στρέφεται σε ζητήματα με τα οποία δεν είχαν καταπιαστεί μέχρι τότε οι ιστορικοί και αφορούν την κοινωνική δομή, την κοινωνική οργάνωση, την καθημερινή ζωή (γυναίκες, δούλοι, κατοικία, διατροφή, γάμος, θρησκεία, αθλητισμός και άλλα πολλά). Εμφανίζονται συγγράμματα ιστορίας της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας. Η αμφιβολία και τα ερωτήματα παίρνουν την θέση της παραδοσιακής βεβαιότητας. Οι μελετητές διαπιστώνουν ότι τελικά δεν γνωρίζουμε και πολλά για την εμφάνιση της πόλεως, της δημοκρατίας, της φιλοσοφίας, της παρακμής της πόλεως, του νομίσματος,  της δουλείας και για πολλά άλλα ζητήματα. Όλο αυτό το κλίμα της αμφιβολίας και της παραδοχής της άγνοιας εκβάλλει και καταγράφεται στην Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας του Wolfgang Schuller που εκδόθηκε το 1991 στο Μόναχο και στην Ελλάδα το 1999 (ΜΙΕΤ, μετ. Αφρ. Καμάρα – Χρ. Κοκκινιά). Αν κάποιος, κάποια διαβάζει αρχαία ελληνική ιστορία ή/και ιστορία της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, θα πρέπει να το προσέξει καλά αυτό το βιβλίο.

ΤΟ κλίμα των αμφιβολιών, της αμφισβήτησης και της παραδοχής της άγνοιας είναι πια μόνιμη κατάσταση σε αυτό το γνωστικό πεδίο και θα παραμείνει για πολλά χρόνια και δεκαετίες, μπορεί, μάλλον,  και για πάντα. Σε πολλά ζητήματα η έλλειψη ιστορικών πηγών είναι βέβαιη αλλά δεν είναι αυτός ο βασικός λόγος που δεν μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την αρχαία ελληνική ιστορία. Ούτε η προσωπική ερμηνεία του ιστορικού, αφού κάθε ιστορικός προσεγγίζει αυτό το γνωστικό επίπεδο με τις αξίες και τις αντιλήψεις που έχει διαμορφώσει, με αποτέλεσμα να καταλήγει σε δικά του συμπεράσματα. Αυτό δεν μπορούμε να το αποφύγουμε –  και δεν είναι πρόβλημα. Κάθε άλλο.

ΤΙ φταίει λοιπόν;  Αυτό το ερώτημα με απασχολεί εδώ και δεκαετίες και σήμερα μπορώ να πω ότι έχω καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα, τα οποία και θα εκθέσω σήμερα. Η γνώμη μου είναι ότι γίνονται δύο μεγάλα σφάλματα μεθοδολογικής φύσης, τα οποία, όπως θα δούμε, συνδέονται στενά. Ας δούμε το πρώτο.

ΟΛΑ τα συγγράμματα αρχίζουν από κάποιο κοινό σημείο: την εισβολή περί το 2.200 -2.000 π. Χ. στην νότια ελλαδική χερσόνησο αυτών που μιλούσαν την πρωτοελληνική (την αρχαία ελληνική πριν την εμφάνιση των γνωστών μας διαλέκτων) και που αργότερα έγιναν γνωστοί ώς Έλληνες. Τα πρώτα κεφάλαια αφορούν τον μυκηναϊκό πολιτισμό και συνεχίζουν. Η εισβολή αυτή έχει αμφισβητηθεί αλλά οι υποστηρικτές της δεν μας πείθουν –  εμένα δεν με πείθουν. Θα δούμε γιατί. Σκέφτομαι να γράψω μια αρχαία ελληνική ιστορία, που θα είναι και ιστορία της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας (όταν μεγαλώσω, έκλεισα τα δέκα εφτά πριν δύο μήνες), τα δύο πρώτα κεφάλαια της οποίας θα είναι αφενός μια συνοπτική παγκόσμια ιστορία της περιόδου από το 2.000 π. Χ.  μέχρι την ελληνιστική εποχή, τους τρεις τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες, η οποία είναι γενικά αποδεκτή από τους περισσότερους ιστορικούς, και, κατά συνέπεια,   μια περιγραφή της παγκόσμιας κατάστασης περί το 2.000 π. Χ. Γιατί να το κάνω αυτό, σε τι θα μας βοηθήσει; Όταν λέω παγκόσμια ιστορία αυτής της περιόδου εννοώ την παγκόσμια ιστορία των κοινωνιών του Παλαιού Κόσμου (Ασία, Ευρώπη, Αίγυπτος), μια ευρεία περιοχή στην οποία ανήκει και η ελλαδική χερσόνησος με τα νησιά του Αιγαίου.

ΘΑ παρατηρήσουμε, φίλες και φίλοι, ότι για δύο περίπου χιλιετίες (4000 – 2000 π. Χ.) ο κόσμος είναι ένας κόσμος αφενός αυτόνομων και αυταρκών αγροτικών κοινοτήτων (της νεολιθικής εποχής και της εποχής του χαλκού), από τις οποίες προήλθαν (περί το 3000 π. Χ) τα κράτη της αγροτικής Κυριαρχίας (Σουμερία και Αίγυπτος) και αφετέρου ποιμενικών κοινωνιών των ευρωασιατικών στεπών. Από το 3500 π. Χ. διαπιστώνεται από τους αρχαιολόγους μια σειρά εισβολών των ποιμενικών φύλων των στεπών, οι οποίες δεν σταμάτησαν παρά το 1500 μ. Χ. –  οι εισβολές αυτές τον 4ο και 5ο μ.Χ. αιώνα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία είναι καλά μαρτυρημένες και μελετημένες. Αυτά τα φύλα εισβάλλουν στις περιοχές των αυτόνομων αγροτικών κοινοτήτων και στις επικράτειες των κρατών της αγροτικής Κυριαρχίας, τις κατακτούν και σχηματίζονται έτσι υβριδικές κοινωνίες, όπου οι δύο πολιτισμοί και συνυπάρχουν και  συντίθενται, με αναλογία που οφείλεται στις ιδιαιτερότητες των κατακτημένων περιοχών. Πολύ γνωστό παράδειγμα είναι αυτό της Ινδίας. Εδώ, το ποιμενικό στοιχείο περιορίζεται και κοινωνικά και γεωγραφικά –  η επέκταση των εισβολέων σταμάτησε στη νότια Ινδία, όπου ακόμα και σήμερα ομιλούνται οι δραβιδικές γλώσσες, οι γλώσσες των γηγενών.

ΟΙ επιδρομές αυτές των ποιμενικών φύλων έγιναν προς όλες τις κατευθύνσεις –  Ιράν, Ανατολία (Χετταίοι), Βαλκάνια (Ιλλυριοί, Θράκες, Αλβανοί και άλλοι), προς την ιταλική χερσόνησο, προς την κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Μεταξύ των πολλών αυτών εισβολέων είναι και τα ελληνόφωνα φύλα, τα οποία κατευθύνθηκαν νότια και μετά από μια περίοδο παραμονής στην Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, προχώρησαν προς τη νότια ελλαδική χερσόνησο. Αυτή είναι η γενική εικόνα των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή, αυτή είναι η κατάσταση που επικρατεί αυτή την εποχή. Η εικόνα αυτή δεν έχει περιγραφεί λεπτομερώς και διεξοδικώς. Αυτό είναι το πρώτο μεθοδολογικό σφάλμα.

ΘΑ πρέπει λοιπόν να μελετήσουμε το ευρύτερο ζήτημα της συνάντησης του πολιτισμού των αγροτικών κοινοτήτων και των ποιμενικών κοινοτήτων. Η εργασία αυτή δεν έχει γίνει. Αυτό είναι το δεύτερο μεθοδολογικό σφάλμα. Για να μελετήσουμε αυτή τη συνάντηση, τις σχέσεις μεταξύ των δύο πολιτισμών, την κατανομή ισχύος μεταξύ τους, τα ποιμενικά στοιχεία που επιβιώνουν και εγκαταλείπονται, τα αγροτικά κοινοτικά στοιχεία που επιβιώνουν και εξαφανίζονται, θα πρέπει πρώτα να μελετήσουμε τους δύο πολιτισμούς. Κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει. Το αντικείμενο λοιπόν των δύο επόμενων κεφαλαίων θα ήταν η έκθεση των βασικών, ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ποιμενικού και του αγροτικού κοινοτικού πολιτισμού. Στο  πέμπτο κεφάλαιο θα καταπιανόμουν με την αρχαία ελληνική γλώσσα και θα την εκλάμβανα, θα την μεταχειριζόμουν ως ιστορική πηγή. Θα κατέληγα στο συμπέρασμα ότι αυτή η γλώσσα είναι μια γλώσσα ποιμενική, γλώσσα νομάδων ποιμένων. Σε άλλα κεφάλαια θα μελετούσα τη θρησκεία αυτών των ομιλητών και την ηρωική τους ποίηση. Θα κατέληγα στο ίδιο συμπέρασμα.

ΣΤΗ συνέχεια θα μελετούσα τη συνύπαρξη και τη σύνθεση αυτών των δύο πολύ διαφορετικών πολιτισμών. Στο ζήτημα αυτό έχουν γίνει κάποια δειλά βήματα, πολύ δειλά. Φαίνεται ότι ο O.T.P.K. Dickinson στη συνθετική του εργασία Η προέλευση του μυκηναϊκού πολιτισμού (εκδόθηκε το 1977 και κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1992, εκδ. Καρδαμίτσα, μετ. Αθ. Παπαδόπουλος) έχει υποψιαστεί ότι ο μυκηναϊκός πολιτισμός είναι το αποτέλεσμα της σύνθεσης του ποιμενικού και αγροτικού κοινοτικού πολιτισμού, σύνθεση που εκτυλίχθηκε μεταξύ 2000-1600 π. Χ.,  με την συντριπτική υπεροχή του πρώτου, του ποιμενικού. Άτολμο βήμα, πολύ σημαντικό όμως.

ΑΣ δούμε δύο πολύ βασικά χαρακτηριστικά του μυκηναϊκού πολιτισμού, της σύνθεσης δηλαδή των δύο πολιτισμών.  Άλλοι εισβολείς παραμένουν ποιμένες και άλλοι εγκαταλείπουν τον ποιμενισμό και ως κατακτητές ελέγχουν από τα διοικητικά τους κέντρα (”ανάκτορα”, τα οποία είναι μετεξέλιξη των κεντρικών αγροτικών κοινοτικών αποθηκών)  τις αγροτικές κοινότητες, οι οποίες είναι κοινότητες γεωργών κυρίως. Ποιμενισμός και γεωργία των αγροτικών κοινοτήτων υπό των έλεγχο των κατακτητών συνυπάρχουν καθ΄ όλη τη διάρκεια του μυκηναϊκού πολιτισμού. Αυτό είναι το πρώτο χαρακτηριστικό. Μετά από τέσσερις αιώνες συνύπαρξης και σύνθεσης, οι εισβολείς κατακτητές εξοικειώνονται με τη θάλασσα και περί το 1600 αρχίζουν υπερπόντιες ληστρικές επιδρομές, ως γνήσιοι ποιμένες. Ένα από τα εντονότερα χαρακτηριστικά του ποιμενισμού είναι η ετήσια διεξαγωγή ληστρικών επιδρομών. Από το 2000 π.Χ. μέχρι τη μεγαλύτερη ληστρική επιδρομή στην αρχαία ελληνική ιστορία των Μακεδόνων και των Ελλήνων που συμμετείχαν, και ήταν πολλοί, ίσως περισσότεροι, κάθε χρόνο γίνονται ληστρικές επιδρομές. Αυτό το ποιμενικό χαρακτηριστικό ουδέποτε εγκαταλείφθηκε. Το αποτέλεσμα ήταν να χαθούν και η γλώσσα των γηγενών γεωργών και πολλά στοιχεία του πολιτισμού τους –  αλλά και οι ίδιοι ενώ όσοι, όσες μάλλον, αφομοιώθηκαν από τους κατακτητές. Τα κρατικά αρχεία των διοικητικών κέντρων και οι ανασκαφές των αρχαιολόγων παρέχουν πολλές πληροφορίες για τις ληστρικές επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια και στα νησιά του Αιγαίου, επιδρομές που είναι γνωστές ως ”Τρωικός πόλεμος”.

ΜΕΤΑ την εξέγερση των γεωργών Υποτελών στα μυκηναϊκά βασίλεια, οι οποίοι ήταν απόγονοι αγροτικών κοινοτήτων που αναμείχθηκαν με τα πιο φτωχικά στρώματα των ποιμένων εισβολέων, με σαφή υπεροχή των δεύτερων αγροτικών κοινοτήτων, που έκαψαν τα διοικητικά κέντρα των Μυκηναίων Κυρίων και εγκατέλειψαν τη Πελοπόννησο, με βασική κατεύθυνση τα μικρασιατικά παράλια,  αναβιώνει ο ποιμενισμός, ο οποίος συνυπάρχει με φτωχικούς οικισμούς που επιδίδονται στη γεωργία και στην εκτροφή μικρού αριθμού ζώων. Προς τα τέλη της μέσης γεωμετρικής εποχής οι πλούσιοι και ισχυροί ποιμένες εγκαταλείπουν την κτηνοτροφία, την περιορίζουν κατά πολύ μάλλον, και στρέφονται προς την καλλιέργεια της γης. Τώρα παρατηρείται μια αναβίωση του αγροτικού κοινοτικού πολιτισμού –  ο Διόνυσος και η Δήμητρα, η αμπελουργία και η καλλιέργεια δημητριακών, γιορτές και άλλες πρακτικές έρχονται στην επιφάνεια.

ΘΑ σταματήσω εδώ. Όλα όσα διαβάσατε είναι ένα πολύ αδρομερές σκιαγράφημα της συνύπάρξης, της σύνθεσης των δύο πολιτισμών –  και της υποτέλειας του αγροτικού κοινοτικού. Αυτοί οι δύο πολιτισμοί συνυπάρχουν, είναι ισχυρότερος ο ποιμενικός, αλλά ούτε ο ένας ούτε ο άλλος εξαλείφθηκε. Δεν θα μπορούσε να εξαλειφθεί. Βρίσκονται σε διαρκή ανεξάλειπτη σύγκρουση: άλλοτε υπερισχύει ο ένας κι άλλοτε ο άλλος, άλλοτε υποχωρεί ο ένας και άλλοτε ο άλλος. Υπάρχει μια συνεχής δυναμική αποποιμενικοποίησης και αποηρωισμού. Το επιβεβαιώνει η λογοτεχνία του δυτικού πολιτισμού, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ανένδοτη επίθεση κατά του ποιμενικού στοιχείου. Ο καπιταλισμός ήταν μια σαφής υπερίσχυση του ποιμενικού στοιχείου αλλά τώρα, στις μέρες μας, τα αδιέξοδά του δημιουργούν συνθήκες υποχώρησης του ποιμενικού και ηρωικού  στοιχείου.

Σχολιάστε ελεύθερα!