in αδρομερές σκιαγράφημα δυο ιστοριών του ανθρώπινου γένους

γιατί θέλουμε να μάθουμε τι θα γίνει στο μέλλον;

 

το γάρ παρόν βαρύ τοις υπηκόοις

Θουκυδίδης

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΑΣ φανταστούμε ότι ζούμε σε μια τροφοσυλλεκτική ομάδα πριν πολλές δεκάδες χιλιάδες ή και μερικές δεκαετίες. Γνωρίζαμε τι θα γίνει αύριο; Γνωρίζαμε. Τι θα γινόταν; Ό,τι και σήμερα. Οι άντρες θα έφευγαν για το κυνήγι, οι γυναίκες με τα παιδιά για να μαζέψουν ρίζες, φρούτα, ξηρούς καρπούς, μικρά θηράματα. Θα θέλαμε να μάθουμε,  εάν συνέβαινε κάτι έκτακτο, να τραυματιζόταν κάποιος ή να πέθαινε; Νομίζω πως όχι. Το ότι θα συνέβαινε, ή δεν θα συνέβαινε κάτι  έκτακτο, θα ήταν κάτι που θα το αναμέναμε αλλά δεν θα θέλαμε να μάθουμε λεπτομέρειες διότι δεν θα μπορούσαμε. Σήμερα, τώρα, γνωρίζουμε ότι θα αρρωστήσουμε αλλά μπορούμε να μάθουμε πότε; Γνωρίζουμε ότι θα πεθάνουμε, μπορούμε να μάθουμε πότε; Και να μπορούσαμε, δεν θα το θέλαμε. Γνωρίζουμε εάν και πότε θα ερωτευθούμε; Όχι, βέβαια. Γνωρίζουμε ότι υπάρχει η εκπληξη, το μη αναμενόμενο αλλά δεν μας ενδιαφέρει να μάθουμε λεπτομέρειες –  και γιατί δεν μπορούμε και γιατί δεν θέλουμε. Θα ήταν τρομακτικό να ξέραμε πότε και πώς θα πεθάνουμε.

ΥΠΗΡΞΑΝ κοινωνίες στις οποίες δεν υπήρχε ενδιαφέρον για το μέλλον. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας οι άνθρωποι ζούσαν σε ένα διαρκές παρόν, στον Παράδεισο, διότι δε τους ενδιέφερε να μάθουν τι θα γίνει διότι το γνώριζαν, κι αυτό που δεν γνώριζαν, δεν ήθελαν να το μάθουν. Η κατάσταση αυτή δεν έχει αλλάξει. Αύριο θα πάμε τα παιδιά στο νηπιαγωγείο, θα βάλουμε βενζίνα, θα σταματήσουμε να αγοράσουμε καφέ, θα πάμε στη δουλειά. Η καθημερινότητα, τη ξέρουμε, αυτό που γίνεται σήμερα θα γίνει και αύριο. Η επανάληψη αυτή μας προκαλεί πιθανόν δυσφορία, το λέμε ανία και πλήξη,  αλλά μας εξασφαλίζει και ασφάλεια. Καλύτερα πλήξη και βαρεμάρα, παρά να μην έχεις να φας και να είσαι άστεγος. Κι αυτός που θα προτιμήσει την περιπέτεια, το άγνωστο, ούτε αυτός θα ενδιαφερθεί να μάθει το μέλλον. Δεν μπορεί άλλωστε.

ΓΙΑΤΙ όμως θέλουμε να μάθουμε τι θα γίνει στο μέλλον; Γιατί προσπαθούμε να βρούμε τρόπους να μάθουμε τι θα γίνει αύριο; Μπορούμε; Ο Σεφέρης το 1922, αν δεν κάνω λάθος, προέβλεψε την διεξαγωγή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το ίδιο και οι Αντρέ Μπρετόν και Λέον Τρότσκι, το 1938 (στη μπροσούρα Για μια επαναστατική Τέχνη). Δεν ήταν οι μόνοι. Η λογοτεχνία έχει προβλέψει πολλά γεγονότα και καταστάσεις. Στην κοινωνιολογία μελετάμε τις τάσεις του παρόντος και μπορούμε να διατυπώσουμε προβλέψεις, λ.χ. το 2050, εάν δεν αλλάξει κάτι, το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού θα ζει στις πόλεις. Με τη θεωρία επιχειρούμε να κατανοήσουμε την ολότητα και τη γενική εξέλιξη και με αυτόν τον τρόπο να δούμε τι θα γίνει, σε γενικές γραμμές. Τι ακριβώς προσδοκούμε να μάθουμε; Τους κινδύνους, τις απειλές, τις συμφορές που θα βιώσουμε στο μέλλον. Ας υποθέσουμε ότι γνωρίζουμε ότι σε λίγους μήνες θα γίνει παγκόσμιος πόλεμος με χρήση πυρηνικών. Τι θα κάνουμε; Θα μας προστατεύσει αυτή η γνώση; Δε νομίζω.

Η ανησυχία για το μέλλον προέρχεται από την ανησυχίοα του παρόντος. Εφ΄ όσον υπάρχουν σήμερα κίνδυνοι και απειλές και προβλήματα και συμφορές, θα υπάρχουν και αύριο. Το ζήτημα που μας απασχολεί, όλους και όλες είναι εάν η κατάσταση θα χειροτερεύσει ή θα βελτιωθεί. Αυτό είναι το κομβικό εναγώνιο ερώτημα που μας απασχολεί όλους και όλες. Θα ζήσουμε καλύτερα, πιο ξέγνοιαστα, με περισσότερη χαρά, μαζί με τις δυσκολίες και τα προβλήματα, ή θα χάσουμε κι αυτά που έχουμε; Ή μήπως στα ήδη υπάρχουσα ταλαιπωρία και ένδεια θα προστεθούν κι άλλα;

ΚΑΤΑ τη διάρκεια της νεωτερικότητας, της καπιταλιστικής εποχής, υπήρξαν εποχές ξενοιασιάς και αμεριμνησίας. Η Μπελ Εποκ πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο μας είναι πολύ γνωστή. Η τριακονταετία 1950-1980 ήταν επίσης μια εποχή που δεν νοιαζόμασταν και πολύ για το μέλλον. Δεν είχαμε ιδιαίτερες σκοτούρες.  Δουλειά, διακοπές, βόλτα με το αυτοκίνητο, ροκ εν ρολ, χορός, γαμήσι, ναρκωτικά, ζωάρα! Αυτά τα τελευταία χρόνια, αυτές τις μέρες που ζούμε σήμερα είναι εποχή ξενοιασιάς και αμεριμνησίας; Τι προσδοκάμε; Να βελτιωθεί η ζωή μας ή να χειροτερεύσει; Εάν εξαιρέσουμε μια ισχνή μειονότητα, όλοι και όλες δυσφορούμε και ανησυχούμε. Είναι παράλογη αυτή η ανησυχία; Δε νομίζω. Τι θα συμβεί; Μπορούμε να το μάθουμε; Κι αν μπορούμε, θα μπορέσουμε να κάνουμε κάτι για να αποτρέψουμε τους κινδύνους του μέλλοντος; Θα μας προστατεύσει η γνώση του μέλλοντος;

ΔΕΝ μπορούμε να κάνουμε απολύτως τίποτα όλοι και όλες μαζί-  αυτή είναι η απάντηση της πλειονότητας του πληθυσμού. Πιθανόν να μας ενοχλήσει αυτή η διαπίστωση αλλά δεν νομίζω πως κάνω λάθος. Εάν μπορέσω εγώ μόνος ή η οικογένειά μου να κάνω κάτι, θα το κάνω. Κι αυτό γίνεται. Όλοι και όλες ομολογούν ότι η συλλογική δράση, που αποσκοπεί στην επίλυση κοινωνικών προβλημάτων, έχει τελειώσει. Έχει απαξιωθεί διότι είναι αναποτελεσματική –  ο αντίπαλος είναι πολύ πιο ισχυρός, η συλλογική δράση, όποια μορφή και να έχει, οδηγεί στην ήττα και την αποτυχία. Και να αγωνίζομαι για να αγωνίζομαι (ακτιβισμός) είναι μια πολυτέλεια, ένα προνόμιο αυτών που δεν αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες.

ΚΑΠΟΤΕ φανταζόμασταν ένα άλλο μέλλον, τώρα θέλουμε να μάθουμε τι θα γίνει στο μέλλον. Κάποτε ονειρεύομασταν (και ελπίζαμε), σήμερα ανησυχούμε. Κάποτε χάναμε μάχες αλλά και νικούσαμε –  ο τρόπος ζωής μας (ο χρόνος εργασίας, το κοινωνικό κράτος) είναι αποτέλεσμα αυτών των νικών. Δεν το ξεχνάμε. Σήμερα δεν φανταζόμαστε ένα άλλο μέλλον, δεν ονειρευόμαστε –  σήμερα ανησυχούμε και φοβόμαστε. Το Κράτος έχει αναλάβει  την στοιχειώδη επιβίωσή μας κι έτσι εξαλείφει προληπτικά κάθε μορφή εξέγερσης (προληπτική αντιεξέγερση, προληπτική αντεπανάσταση). Εμπεδώνει τον ατομικισμό, την εξάλειψη κάθε δυνατότητας συλλογικής δράσης.

ΤΟ ενδιαφέρον και η ανησυχία για το μέλλον είναι ένδειξη της δεινής κατάστασης στην οποία έχουμε περιέλθει. Η εξάρτησή μας από το κράτος, αυτή είναι η δεινή κατάσταση. Πρόκειται για κοινωνική αιχμαλωσία.  Το μέλλον της οποίας κανένας και καμία δεν μπορεί να προβλέψει.

Σχολιάστε ελεύθερα!