in κοινωνικός πόλεμος

2008-2022: από τον 15χρονο μαθητή Γκρέγκορι στον 16χρονο πατέρα Κάλο (από τα βόρεια προάστεια στους γύφτικους καταυλισμούς )

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΔΕΝ κάηκε και δεν θα καεί η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και άλλες πολλές επαρχιακές πόλεις, όπως το 2008, όταν δολοφονήθηκε στα Εξάρχεια ο 15χρονος μαθητής Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος. Γιατί; Μήπως επειδή ο 16χρονος πατέρας Κώστας Φραγκούλης μπορεί να μην πεθάνει; Όχι, δεν είναι αυτός ο λόγος. Νοσηλεύεται σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο και δεν ξέρω ποια είναι αυτή η κλωστή από την οποία κρέμεται η ζωή του Κάλο, μάλλον θα είναι η κλωστή της ζωής. Εάν, ο μη γένοιτο, κοπεί η κλωστή, θα γίνει ό,τι έγινε τον Δεκέμβριο του 2008; Εάν δολοφονηθεί αύριο 15χρονος μαθητής από κάποιον αστυνομικό, θα συμβεί κάποια εκτεταμένη εξέγερση, όπως το 2008; Τι λέτε; Εγώ λέω ότι ελάχιστοι, μερικές εκατοντάδες, και πολλοί είναι,  θα βγουν στους δρόμους να διαμαρτυρηθούν. Γιατί; Τι άλλαξε από το 2008;

ΠΡΙΝ απαντήσω σε αυτά τα ερωτήματα, θα σας αφηγηθώ τρία περιστατικά από την εποχή που για μια τριετία (1984-7) ήμουν περιπλανώμενος εργάτης γης και έζησα με τους γύφτους (έξι μήνες συνολικά), με το σόι των Καραγκούνηδων, που ξεχειμώνιαζαν στο γήπεδο του χωριού Μελίσσι, πριν το Ξυλόκαστρο, πηγαίνοντας για Πάτρα, για να μαζέψουν, να δουλέψουν,  λεμόνια –  δεν ξέρω εάν ακόμα εκεί περνάνε τον χειμώνα τους. Θα πηγαίναμε να πουλήσουμε πατάτες με τον Νίκο, του έτυχε όμως μια δουλειά και με άφησε να τον περιμένω για λίγη ώρα σε μια πόστα, όπου ένας δωδεκάχρονος γύφτος πουλούσε καρπούζια. Σταματάει μια Μερσεντές, κατεβαίνει ένας κοστουμαρισμένος σαραντάρης, ευγενέστατος, και δείχνει ένα καρπούζι που θέλει να αγοράσει. Ο γύφτος το πιάνει, το ζυγίζει με τα χέρια του και του λέει: 450 δραχμές. Μήπως θα έπρεπε να το ζυγίσουμε; τον ρωτάει πολύ ευγενικά ο μερσεντάκιας. Το ζυγίζει, κάνει τον λογαριασμό νοερώς  (δεν σημειώνω ότι δεν είχε πάει ούτε μια μέρα στο σχολείο, θα το υποθέσετε) και του λέει: 530 –  την ώρα που η γραβάτα δεν είχε αρχίζει ακόμα τον πολλαπλασιασμό. Τον έκανε τελικά, κατάλαβε ότι ο γύφτος όχι μόνο δεν πήγε να τον δαγκώσει αλλά του έκανε και έκπτωση, βγάζει και του δίνει 600, λέγοντας, δεν θέλω ρέστα.

ΜΟΛΙΣ έφυγε, με ρωτάει ο γύφτος, με το χαμόγελο στα χείλη, όλο χαρά και υπερηφάνεια, γουστάρεις πώς τους τα παίρνω;

ΣΑΡΑΝΤΑ γυναικόπαιδα κι εγώ, μαζεύουμε βιομηχανική ντομάτα κοντά στη Γαστούνη, όχι μεροκάματο, με την κλούβα, το σιχαίνονται το μεροκάματο οι γύφτοι και οι γύφτισσες. Ξεκινήσαμε πολύ πρωί, να φύγουμε νωρίς το μεσημέρι, πριν μας πιάσει η κάψα του Ιουλίου. Γύρω στις δέκα, σκάει μύτη ένα ξέφρενο ντάτσουν,  με μεγάφωνα στη διαπασών να παίζουν Χριστοδουλόπουλο, παντρεμένοι κι οι δγιο, γύρνα σε παρακαλώ, να σταματάει κοντά στο δρόμο και το αγροτικό προλεταριάτο των σαράντα γυναικόπαιδων να παρατάει το μάζεμα , να τρέχει στο ντάτσουν, να αρχίσει να χορεύει, να χορεύει για κάνα μισάωρο, να φεύγει το ντάτσουν με τις πάντες και το γύφτικο αγροτικό προλεταριάτο να γυρίζει στη δουλειά του. Εγώ δεν κουνήθηκα από τη θέση μου, δεν χόρεψα, ο μαλάκας.

ΚΑΝΑ δύο χρόνια μετά, αφού επέστρεψα στην Αθήνα κι έπιασα δουλειά στις εκδόσεις Κάκτος, πήγα με δύο φίλες μου στα Λεχαινά, με βέσπα, τρικάβαλο, επίσκεψη στον ζωγράφο Γιάννη Δημάκη –  αφού τον συγχωρέσαμε εμείς, ο Θεός δεν έχει καμιά δουλειά. Ήταν Ιανουάριος. Στην επιστροφή, πέρασα από το Μελίσσι, από το γήπεδο, να επισκεφτώ τους γύφτους μου. Πήγα κατ΄ ευθείαν στη μάνα όλων των γιων που ζούσαν με τις οικογένειές τους στον καταυλισμό, ο άντρας της είχε πεθάνει, τα κατάφερε τελικά, μου είπε,  πίνοντας καφέ, και φεύγοντας έβγαλε και με έδωσε ένα πεντακοσάρικο. Δεν ήταν μεγάλο ποσό αλλά καμιά φορά μπορεί να είναι πάρα πολύ μεγάλο, να βάλεις βενζίνα και να φας και μερικά σουβλάκια στον Ισθμό. Θα την θυμάμαι, θα τους θυμάμαι, μέχρι να πεθάνω.

ΤΩΡΑ, μετά από όλα αυτά, θα έχετε αντιληφθεί, πιθανόν να το γνωρίζετε αλλά μπορεί και όχι, ότι υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα, τεράστιο μεταξύ της ελληνικής κοινωνίας και των γύφτων. Από την οπτική γωνία της κοινωνικής στρωματογραφίας, η κοινωνία των πολύ φτωχών γύφτων, μερικώς ενταγμένη στην ελληνική, καπιταλιστική κοινωνία, είναι το κατώτερο στρώμα, πιο κάτω δεν έχει, είναι ο πάτος. Δύο χαρακτηριστικές αλλά πολύ συνηθισμένες εικόνες αυτού του τεράστιου χάσματος θα σκιαγραφήσω αδρομερώς ευθύς αμέσως. Τα παιδιά μας φοράνε τον χειμώνα παπούτσια αλλά τα γυφτάκια, τα έχω δει με τα μάτια μου, περπατάνε ξυπόλητα Γενάρη μήνα μέσα στη κρύα λάσπη και στο πρωινιάτικο παγετό. Οι δεκαεξάρηδές μας πάνε στη πρώτη Λυκείου, οι δεκαεξάρηδες γύφτοι είναι πατεράδες, όχι όλοι, αλλά συμβαίνει συχνά. Οι δικοί μας δεν ξέρουν να δένουν τα κορδόνια των παπουτσιών τους και οι γύφτοι συντηρούν οικογένεια, δουλεύοντας και κλέβοντας. Ένα από τα καθήκοντα του πατέρα είναι να μάθει στο γιο του να κλέβει, χωρίς  να τον παίρνουν χαμπάρι. Έχω παρακολουθήσει τέτοια μαθήματα πολλές φορές.

ΤΟΥΣ γύφτους τους θαυμάζουμε και τους φθονούμε –  όπου υπάρχει θαυμασμός υπάρχει και φθόνος, το ξέρουμε αυτό. Στην κοινωνία των γλύφτων επιβιώνουν πολλά προκαπιταλιστικά στοιχεία, τα οποία είναι αδύνατο να ενταχθούν στην λογική της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι γύφτοι, λόγου χάριν, δεν φοράνε ρολόγια, τα απεχθάνονται. Αποφεύγουν το μεροκάματο όπως ο διάολος το λιβάνι κι όταν δεν μπορούν είναι λυπημένοι, δυστυχισμένοι, το φέρουν βαρέως, πολύ. Στα τσαντήρια τους δεν υπάρχουν τραπέζια και καρέκλες, κάτω στο χαλί πάνω στο χώμα τρώνει και κοιμούνται. Τα παιδιά απεχθάνονται το σχολείο. Έχουν λεφτά δεν έχουν, έχουν να φάνε δεν έχουν, τραγουδάνε, τραγουδάνε από μικρά παιδιά, τραγουδάνε τον πόνο τους και τα ντέρτια τους και την λίγη χάρα τους και τραγουδάνε οπουδήποτε και οποτεδήποτε, ανά πάσα στιγμή μπορεί να αρχίσουν να τραγουδάνε. Και χορεύουν, τους αρέσει πολύ ο χορός, εκεί που περπατάει ένα γυφτάκι, μπορεί να αρχίσει να χορεύει, χορεύει για λίγο και συνεχίζει. Κι όλα αυτά όχι επειδή οι γύφτοι είναι ξένοιαστοι, όπως το θέλει ο μύθος,  αλλά επειδή είναι πολύ ταλαιπωρημένοι, βασανισμένοι και συχνά δυστυχισμένοι. Επιβιώνουν με αντίπαλο όλη την ελληνική κοινωνία –  από τους αγρότες και τους εργάτες μέχρι τους μικρομεσαίους. Οι πιο πάνω, δεν μας ενδιαφέρουν.

Η συντριπτική πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας μισεί τους γύφτους (τους φθονεί ενδόμυχα) – η βρισιά “γύφτος” ήταν, και νομίζω πως παραμένει, μία από τις πιο συνηθισμένες.  Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουν βιαστεί γύφτισσες, που έχουν δολοφονηθεί γύφτοι, για κλοπή μικρών χρηματικών ποσών και μικρών ποσοτήτων τροφής, που έχουν εκδιωχθεί από τους τόπους όπου στήνουν τα τσαντήριά τους. Θα το επαναλάβω άλλη μια φορά: για να επιβιώσουν αναγκάζονται να κλέψουν –  είναι  όλοι και όλες δεξιοτέχνες στην κλοπή, την έχουν κάνει τέχνη. Αν σας πω πώς έκλεβαν οι γυναίκες τα πεντόλιτρα του λαδιού από τα μπακάλικα της επαρχίας, και δεν το αντιλαμβανόταν ο μπακάλης παρά μόνο όταν ήταν αργά , δεν θα με πιστέψετε και γι΄ αυτό δεν σας το λέω. Δεν αντιμετωπίζοναι όμως ως κλέφτες, ως παραβάτες του νόμου αλλά ως εξιλαστήρια θύματα. Μια πολύ καλή ευκαιρία να ξεσπάσουμε, να εκτονώσουμε το άγχος μας και την επιθετικότητα και να τιμωρηθούμε, εάν, με μεγάλη επιείκεια. Το μήνυμα: μπορείς να το ξανακάνεις.

ΣΑΠΟΥΝΙ να τους κάνουν όλους τους γύφτους, όλες τις γύφτισσες, δεν πρόκειται κανένας ελληνόφωνος και πακιστανόφωνος και  καμία αλβανόφωνη και ρωσόφωνη να τους συμπαρασταθεί –  εκτός από μια ελάχιστη μειονότητα του πληθυσμού, της οποίας η κοινωνική και πολιτική βαρύτητα είναι αμελητέα. Είναι μόνοι, το ξέρουν – ήταν, είναι και θα είναι. Ο Κάλο, ο  16χρονος γυφτοπατέρας Κώστας Φραγκούλης, δεν είναι δικός μας, δεν είναι Κηφισσιώτης, δεν είναι από τα βόρεια προάστεια, δεν είναι μαθητής, δεν είναι ελληνόφωνος, δεν είναι ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος. Ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος δεν ήταν γύφτος, ήταν δικός μας. Μα και άλλον δικό μας Αλέξανδρο και να δολοφονήσουν αύριο, και πάλι κανένας και καμία δεν πρόκειται να διαμαρτυρηθεί, και να διαδηλώσει και να επιτεθεί σε αστυνομικά τμήματα και να κάψει τράπεζες. Ξέρει ότι θα ταλαιπωρηθεί, θα εισπνεύσει χημικά, κι αποτέλεσμα δεν πρόκειται να έχει. Αυτό ισχύει γι αυτούς κι αυτές που είναι πάνω από 30, που το 2008 ήταν δεκαεξάρηδες και το 2012 εικοσάρηδες και είδαν να καίγονται ζωντανοί άνθρωποι για να σταματήσει η κλιμακούμενη εξέγερση. Εν τω μεταξύ η επέλαση του ατομικισμού και του επιβιωτισμού έχει εντείνει την κοινωνική και πολιτική αδιαφορία. Και, το σημαντικότερο, και αναμενόμενο, το 80% των πολιτικοποιημένων φοιτητών και φοιτητριών, αριστερών, αριστεριστών, αναρχοαυτόνομων και αναρχικών, έχουν πάρει το πτυχίο τους κι έχουν γίνει κρατικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, στελέχη επιχειρήσεων και μικροκαπιταλιστές επιχειρηματείες. Αυτό γινόταν πάντα κι αυτό θα γίνεται πάντα. Δεν τους κατηγορώ –  γι αυτόν πήγαν στο Πανεπιστήμιο, για να ανέβουν κοινωνικά (και οικονομικά) ή να μην κατέβουν.

Οι σημερινοί δεκαεξάρηδες και εικοσάρηδες ζουν σε άλλη διάσταση, πέραν της διαμαρτυρίας και της εξέγερσης. Και αυτή η διάσταση έχει δύο αντιτιθέμενες και αντιφατικές πτυχές: της αποβλάκωσης και της δημιουργίας. Αυτό όμως είναι ένα άλλο ζήτημα.

Σχολιάστε ελεύθερα!