in 21ος αιώνας

προς τον αναπόφευκτο λιμό: τροφή και παγκόσμια ιστορία (3)

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΟΙ ενδείξεις που διαθέτουμε μας παρωθούν να διαπιστώσουμε ότι αντιμετωπίζουμε τον κίνδυνο ενός παγκόσμιου λιμού. Εγείρονται τα εξής ερωτήματα: πότε θα συμβεί  αυτός ο λιμός; Θα είναι πράγματι παγκόσμιος; Εάν όχι, ποιες κοινωνίες θα υποφέρουν και ποιες θα τον αποφύγουν ή θα τον αποτρέψουν; Θα είναι αιφνίδιος ή σταδιακός, επιδεινούμενος χρόνο με το χρόνο; Για να απαντήσουμε σε όλα αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να εξετάσουμε πρώτα τις ενδείξεις.

ΟΙ δύο πρώτες, άρρηκτα συνδεδεμένες,  είναι αφενός η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, αν και ο ρυθμός αύξησης έχει μειωθεί, που συνεχίζει να συρρέει στις πόλεις, και αφετέρου η μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Είναι βέβαιο ότι το χάσμα αυτό θα διευρύνεται στις προσεχείς δεκαετίες. Εδώ στο χωριό που ζω, στην Καστανούσσα, κάποτε καλλιεργούνταν 6.000 στρέμματα, από 200 περίπου οικογένειες που παρήγαν την τροφή τους (δημητριακά, όσπρια, πατάτα, κρέας, λαχανικά και φρούτα). Σήμερα δεν καλλιεργούνται πάνω από 150! Όλες οι άλλες εκτάσεις έχουν γίνει δάσος –  οι δασικές εκτάσεις επεκτείνονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα, το γνωρίζετε αυτό. Ποιοι καλλιεργούν αυτά τα 150 στρέμματα, τι; Τα καλλιεργούν τρεις εναπομείνασες μικρές, οικογενειακές κτηνοτροφικές επιχειρήσεις (πρόβατα οι δύο, η άλλη πάχυνση μοσχαριών), οι οποίες εξάγουν –  στις γειτονικές πόλεις –  γάλα και κρέας. Η μία καλλιεργεί τριφύλλι, οι άλλες δύο καλαμπόκι. Μία τέταρτη, η μεγαλύτερη (πρόβατα και πάχυνση μοσχαριών), εισάγει τις ζωοτροφές που χρειάζεται. Εάν ανοίξουμε το οπτικό μας πεδίο, θα παρατηρήσουμε ότι, επειδή η Ελλάδα είναι ορεινή και ημιορεινή περιοχή, τα  καλλιεργούμενα εδάφη που έχουν εγκαταλειφθεί είναι πολύ μεγάλης έκτασης. Η καλλιέργεια της γης έχει περιοριστεί στις πεδιάδες, οι οποίες δεν είναι πολλές. Παρ΄όλα αυτά η τροφή που παράγεται είναι πολλή (ένα μεγάλος μέρος αυτής εξάγεται προς τις ευρωπαϊκές κοινωνίες του βορρά) ενώ δεν υπάρχει αυτάρκεια σε χοιρινό κρέας, μαλακό σιτάρι (ψωμί) και όσπρια. Κι αν διευρύνουμε ακόμα περισσότερο το οπτικό μας πεδίο, θα παρατηρήσουμε ότι το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε όλες τις ορεινές και ημιορεινές χώρες.

Η εγκατάλειψη της καλλιέργειας των ορεινών και ημιορεινών περιοχών έχει αντισταθμιστεί με την αύξηση της αποδοτικότητας των πεδινών εκτάσεων. Πώς όμως επιτεύχθηκε αυτό; Με την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και νερού –  για πολλές δεκαετίες. Το αποτέλεσμα αυτού του τρόπου καλλιέργειας της γης γίνεται αισθητό: παρατηρείται το φαινόμενο της μείωσης της αποδοτικότητας των χωραφιών αλλά και  η τάση της εγκατάλειψής τους, προσωρινά ή μόνιμα. Οι καλλιέργειες αυτές χρειάζονται μεγάλες ποσότητες νερού, το οποίο λιγοστεύει. Τα επιφανειακά νερά (ποτάμια) ελαττώνονται και δεν επαρκούν ενώ όσο πιο βαθιά πάνε οι γεωτρήσεις, τόσο λιγότερο νερό αντλείται. Ο συνδυασμός της μείωσης της αποδοτικότητας και της αύξησης των τιμών των καυσίμων, των σπόρων, των λιπασμάτων και των φυτοφαρμάκων θα συνεχιστεί, θα έχει ως αποτέλεσμα να κλείσουν  οι μικρές γεωργικές και κτηνοτροφικές επιχειρήσεις. Η τάσης της εγκατάλειψης της καλλιέργειας της γης στις πεδιάδες θα συνεχιστεί. Και θα μειωθεί η παραγωγή της τροφής.

ΑΛΛΗ μία ένδειξη της μείωσης της παραγωγής της τροφής σε παγκόσμια κλίμακα είναι οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, όποια κι αν είναι η αιτία (ανθρωπογενής ή φυσική αλλαγή του κλίματος). Οι καύσωνες του 2022 προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές και στη γεωργία και στην κτηνοτροφία και είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι αυτές οι καταστροφές θα επαναλαμβάνονται και θα επιδεινώνονται συμπλεκόμενες και με τους άλλους δυσμενείς παράγοντες.

ΣΥΝΕΠΕΙΑ όλων αυτών είναι η αύξηση της τιμής των τροφίμων. Η αύξηση αυτή αφ΄ εαυτής είναι μία ακόμα ένδειξη της μείωσης των παραγόμενων ποσοτήτων της τροφής. Εδώ επεισέρχονται άλλοι δύο παράγοντες: η τάση αύξησης της τιμής των ορυκτών καυσίμων, άκρως απαραίτητα για την παραγωγή και τη μεταφορά της τροφής στις πόλεις,  που θα συνεχιστεί και θα επιταχυνθεί στις προσεχείς δεκαετίες, και η σύγκρουση της Ρωσίας με τη Δύση, η οποία θα έχει μεγάλη διάρκεια, ακόμα κι σταματήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Εάν συρρικνωθούν οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις στην Ουκρανία, θα μειωθεί ακόμα πιο πολύ η παραγωγή της τροφής, με άμεση συνέπεια την  αύξηση της τιμής των τροφίμων, άρα και την επέκταση του υποσιτισμού ακόμα και στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες.

ΜΙΑ ακόμα ένδειξη είναι η στρατηγική της παραγωγής της τροφής στο εργαστήριο. Πώς να ερμηνεύσουμε αυτόν τον προσανατολισμό; Μήπως οι ισχυροί, η άρχουσα τάξη, είναι βέβαιοι για τον επερχόμενο παγκόσμιο λιμό και προετοιμάζεται, μήπως η χημική παρασκευή της τροφής είναι η διατροφική της άμυνα; Μήπως στο μέλλον θα υπάρξουν δύο διατροφικά μοντέλα –  η κατανάλωση της χημικής τροφής από τους ισχυρούς και ο υποσιτισμός και ο λιμός για όλους τους άλλους; Δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Οι εξελίξεις όμως των δύο, τριών προσεχών δεκαετιών θα ξεκαθαρίσει τα πράγματα.

ΕΑΝ έτσι έχουν τα πράγματα, ο λιμός δεν θα είναι αιφνίδιος αλλά μια μακροχρόνια διαδικασία δύο ή τριών δεκαετιών. Δεν θα είναι ο λιμός όπως τον γνωρίζουμε από την ιστορία, που ήταν αιφνίδιος και περιοδικός, με διάρκεια από ένα έως τρία χρόνια, κατά τη διάρκεια του οποίου ενέσκηπταν και λοιμοί, επιδημίες, με πολύ μεγάλο αριθμό θυμάτων. Η κοινωνία όμως αναλάμβανε δυνάμεις, συνερχόταν και συνέχιζε. Ο λιμός του μέλλοντος δεν θα είναι αυτού του τύπου, χωρίς όμως να έχουμε την πολυτέλεια και να αποκλείσουμε αυτό το ενδεχόμενο –  ένας παρατεταμένος καύσωνας κάποιας χρονιάς, το 2027 ή το 2034, λέμε τώρα,  θα μπορούσε να προκαλέσει σιτοδεία, άρα λιμό.

ΕΑΝ θα είναι μια μακροχρόνια διαδικασία, τότε ο λιμός θα επεκτείνεται σταδιακά σε όλον τον πλανήτη, θα μεγαλώνει σταδιακά ο αριθμός των ανθρώπων που θα υποσιτίζονται και θα πεινούν. Θα υπάρξουν περιοχές που θα τον αποφύγουν: περιοχές στις οποίες οι άνθρωποι συνεχίζουν να παράγουν οι ίδιοι την τροφή τους και που βρίσκονται στις λεγόμενες  “υπανάπτυκτες” και “αναπτυσσόμενες” χώρες. Η εικόνα του μέλλοντος γίνεται τώρα πιο σαφής και ευκρινής: χημική παρασκευή τροφής για τους ισχυρούς, υποσιτισμός και λιμός για την πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού και αποφυγή του λιμού στις περιοχές όπου οι άνθρωποι παράγουν οι ίδιοι την τροφή τους. Η τρίτη κατάσταση παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και θα δούμε γιατί.

ΤΟ γεγονός ότι ο λιμός θα είναι μια μακροχρόνια διαδικασία μας παρέχει τον απαραίτητο χρόνο να τον αποτρέψουμε ή να τον αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα τα καταφέρουμε. Φτάσαμε λοιπόν στο κομβικό σημείο του  ζητήματος: πώς θα μπορούσαμε να αποτρέψουμε ή να αντιμετωπίσουμε επιτυχώς τον επερχόμενο λιμό; Μπορούμε; Ασφαλώς και μπορούμε. Θα το κάνουμε όμως; Το αν θα το κάνουμε ή όχι εξαρτάται από τον τρόπο αποτροπής ή αντιμετώπισης. Δεν είναι ένας, είναι πολλοί, ξεχωρίζει όμως ένας.

Ο πρώτος είναι ο δραστικός περιορισμός της κτηνοτροφίας, άρα της παραγωγής και της κατανάλωσης κρέατος και γάλακτος (και των παραγώγων του). Δεν θα πάθουμε απολύτως τίποτα εάν τρώμε μια φορά (ή δύο) το μήνα κρέας. Ένα πολύ μεγάλο μέρος της καλλιεργήσιμης γης παράγει είτε κτηνοτροφικά φυτά (τριφύλλι, τεράστιες εκτάσεις) είτε δημητριακά για την εκτροφή των ζώων (σκληρό σιτάρι και καλαμπόκι). Μια αγελάδα χρειάζεται δέκα στρέμματα καλλιεργήσιμης γης και παράγει τροφή για ένα άτομο ενώ η ποσότητας της τροφής που μπορούμε να πάρουμε από δέκα στρέμματα φτάνει και περισσεύει για δέκα ανθρώπους. Αντιλαμβάνεστε το μέγεθος της σπατάλης και της καταστροφής που κάνει η κτηνοτροφία. Πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα –  πρόκειται για κατάρα, σαν αυτή της προσωπικής μετακίνησης (αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης), του ενοικίου, της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, του εγκλεισμού των παιδιών και των εφήβων και του  αποκλεισμιύ τους από το παιχνίδι, τον έρωτα και την κοινωνία.

Ο δεύτερος είναι η αντικατάσταση της παραγωγής βιομηχανικών φυτών με άλλα, τα προϊόντα των οποίων έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το βαμβάκι και το αντίπαλο δέος, η κλωστική κάνναβη. Το πρώτο παράγεται με κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων νερού, η δεύτερη όχι. Ένα πουκάμισο ή παντελόνι από κάνναβη έχει διάρκεια χρήσης εφτά φορές πιο πολύ σε σύγκριση με το βαμβάκι! Γιατί να μην περιορίσουμε δραστικά την παραγωγή του βαμβακιού και να αυξήσουμε την παραγωγή της τροφής και της κλωστικής κάνναβης;

ΕΝΑΣ άλλος τρόπος είναι η αντικατάσταση των καλλιεργειών που απαιτούν μεγάλες ποσότητες νερού με άλλες ξερικές. Γιατί να τρώμε ψωμί από μαλακό σιτάρι (ναι,ναι, όταν δεν βρέχει το ποτίζουν!)) και όχι από σκληρό, το οποίο αντέχει στην ξηρασία; Γιατί να καλλιεργούμε καλαμπόκι (πολύ νερό, πάρα πολύ!) για τα ζώα κι όχι σκληρό σιτάρι για το ζυμαρικά μας;

ΠΡΙΝ εξετάσω τον τελευταίο και πιο αποτελεσματικό και  κοσμογονικό τρόπο αποτροπής και αντιμετώπισης του υποσιτισμού και του λιμού, θα αναρωτηθώ εάν όλοι αυτοί οι τρόποι είναι εφικτοί και επιθυμητοί. Εφικτοί είναι, γιατί να μην είναι; Είναι όμως και επιθυμητοί, από παραγωγούς και καταναλωτές; Δεν νομίζω. Υπάρχει το ενδεχόμενο να αλλάξουν στάση; Ναι, ασφαλώς και υπάρχει: όταν πουν το ψωμί, ψωμάκι. Ο συντονιστής της κοινωνίας, της αναπαραγωγής της κοινωνίας, το κράτος, θα αναγκαστεί να αλλάξει πολιτική –  είτε αυτοβούλως είτε μετά από κάποια ριζική πολιτική αλλαγή.

Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι το σταμάτημα της καταστροφής των πολύ μεγάλων ποσοτήτων της παραγόμενης τροφής που συνδέεται άρρηκτα με την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων ενέργειας που απαιτείται για τη μεταφορά της στις πόλεις. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Μόνο με την παραγωγή της τροφής από εμάς τους ίδιους –  σε ατομικό, οικογενειακό, ομαδικό και κοινοτικό επίπεδο.  Ένα πολύ μεγάλο μέρος της τροφής μπορούμε να το παραγάγουμε εμείς οι ίδιοι, ενώ το υπόλοιπο σε κοινοτικό ή τοπικό και περιφερειακό επίπεδο (σιτάρι, για παράδειγμα). Προτείνεις να γίνουμε αγρότες, Αθανάσιε; Δεν προτείνω να γίνουμε αγρότες, προτείνω, και δεν είμαι ο μόνος, να παράγουμε εμείς οι ίδιοι την τροφή μας. Είναι εφικτός αυτός ο τρόπος; Είναι και παραείναι. Επιθυμητός; Όχι, δεν είναι επιθυμητός.

ΠΟΥ θα παράγουμε εμείς οι ίδιοι την τροφή μας; Στις πόλεις; Εάν γκρεμίσουμε τη μισή Αθήνα, ναι, θα υπάρχει διαθέσιμο έδαφος. Θα την γκρεμίσουμε; Όχι, βέβαια, σε καμιά περίπτωση. Τη δουλειά αυτή μπορεί να την κάνει μόνο ένας μεγάλος σεισμός. Να πάμε να ζήσουμε στα χωριά και να παράγουμε εκεί την τροφή μας; Δεν πρόκειται κανένας και καμία να φύγει! Όσο στις πόλεις φτάνει τροφή από την επαρχία, δεν πρόκειται κανένας και καμία να το κουνήσει. Θα αναγκαστούν να φύγουν μόνο εάν πουν το ψωμί, ψωμάκι. Σε είκοσι, σε τριάντα χρόνια; Δεν γνωρίζουμε. Είναι όμως βέβαιο ότι, εάν εμφανιστούν οι πρώτες δυσκολίες της εξασφάλισης τροφής στις πόλεις (έλλειψη τροφής και ακρίβεια), θα εκκινήσει μια τάση εγκατάλειψης των πόλεων. Αρκεί να εκκινήσει: εάν γίνει αυτό, η τάση θα ενισχυθεί και θα κλιμακωθεί, θα γίνει ρεύμα. Θα ήθελα να ζήσω και να το δω.

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Αθανάσιε, αυτό το τελευταίο που λες ότι θα ήθελες να ζήσεις, το καταλαβαίνω ότι το λες με καλή πρόθεση και όραμα, αλλά προσωπικά δεν θα ήθελα καθόλου να το ζήσω, βασικά τρέμω στην ιδέα ότι μπορεί να συμβεί μαζικά κάτι τέτοιο… θεωρώ ότι θα είναι απόλυτα καταστροφικό και από περιβαλλοντικής αλλά και από πολιτισμικής πλευράς… βρίσκομαι σε έναν τόπο αρκετά δημοφιλή τουριστικά (πήλιο) και ήδη βλέπω τις συνέπειες σε μικροκλίμακα προς το πάρον, του ρεύματος που οραματίζεσαι… βασικά αυτό που συμβαίνει, είναι – όχι μόνον οι τουρίστες αλλά και όσοι επιλέγουν περιστασιακή ή και μόνιμη διαμονή εδώ, ελληνέζοι και μη – να κουβαλάνε την αστική νοοτροπία και ρύπανση σε έναν επαρχιακό τόπο και να επιχειρούν να την επιβάλλουν παντιοτρόπως… ένα πρώτο μεγάλο πρόβλημα, πανελλαδικά κιόλας, είναι η πολυτελής δόμηση, η οποία όχι απλά αλλιώνει, αλλά ισοπεδώνει και το φυσικό και το πολιτισμικό τοπίο και αυτό είναι κάτι που τα τελευταία χρόνια το επισημαίνουν και αρκετοί του αρχιτεκτονικού κλάδου… εγώ εδώ που είμαι βλέπω βρωμίσματα και παρεμβάσεις-εκτρώματα σε παρθένους τόπους… κατ’ εμέ για να γίνει η μετάβαση που λες υγιώς και να μη φτάσουμε στο σημείο να μεταφερθούν οι πόλεις στην επαρχία, θα πρέπει να προϋπάρξει αντίστοιχη παιδεία 2-3 γενεών, κάτι που θεωρώ απίθανο, αλλά ποτέ δεν ξέρεις…

    σχετικά τώρα με το αλεύρι και το ψωμί που ανέφερες… επειδή φτιάχνω ψωμί και έχω μεγάλη εμπειρία με άλευρα παντός τύπου και ζύμες [όχι μόνο σίτου αλλά και άλλων δημητριακών], αυτό που δεν έχω καταλάβει ακόμη είναι το γιατί χρησιμοποιείται σε τόσο μεγάλη εμβέλεια το μαλακό στάρι για παραγωγη αρτοσκευασμάτων, είναι το πιο ακατάλληλο… το μαλακό στάρι έχει λίγες πρωτεϊνες, άρα και λιγότερη γλουτένη, άρα και μικρότερη συνοχή ζύμης, σε αντίθεση με το σκληρό που έχει υψηλό αριθμό πρωτεϊνών… δεν υπάρχει ας πούμε περίπτωση να ανοίξεις φύλλο πίτας με μαλακό στάρι, δεν θα έχει συνοχή, θα σπάει στο άνοιγμα… το δέ ψωμί με μαλακό στάρι δεν έχει ούτε τη μαστιχωτή υφή ούτε και τη διάρκεια που μπορεί να έχει ένα ψωμί σκληρού σίτου, ιδίως αν παραχθεί με προζύμι και ακόμη καλύτερα αν περιέχει άλευρα και άλλων δημητριακών κυρίως σίκαλης… το μαλακό είναι ιδανικό για γλυκά και κέικ, όχι για ψωμί…ακόμη λοιπόν ψάχνω να βρω τον λόγο που χρησιμοποιείται ευρέως…

  2. Καλή μου αιξ, δεν είναι όραμα, όχι, είναι ένα ενδεχόμενο, μια πρόβλεψη που θα ήθελα να επιβεβαιωθεί. Είναι η μόνη απάντηση στον λιμό: για να επιβιώσουν οι άνθρωποι των πόλεων, θα αναγκαστούν να την εγκαταλείψουν. Το ότι με αυτή τη λύση θα προκληθούν άλλα προβλήματα – συμφωνώ μαζί σου, δεν θα τα αποφύγουμε. Μερικά από αυτά μπορούμε να τα προβλέψουμε, μερικά όχι, είναι αδύνατον.
    Με το ψωμι και τα ζυμαρικά έχω μεγάλο έρωτα. Μόλις ήρθαμε στο χωριό, το πρώτο που έφτιαξα, όχι εγώ, βοηθούσα φίλο μου μάστορα, ήταν ο φούρνος. Το ψωμί που φτιάχνω είναι από σκληρό σιτάρι (ντόπιες ποικιλίες, Μαυραγάνι, σκηρόπετρα, Λήμνου), κριθάρι, σίκαλη – όλα αυτά από φίλο καλλιεργητή – καλαμπόκι λίγο, ντόπια ποικιλία, το καλλιεργώ εγώ και λίγο, πολύ λίγο μαλακό (10%). Έχω μύλο και τα αλέθω. Οι φούρνοι και οι καταναλωτές έχουν τους δικούς τους λόγους που το προτιμούν. Το αλεύρι από το μαλακό φουσκώνει πιο πολύ, έχει πολύ όγκο, απορροφά περισσότερο νερό – προσφέρεται για νοθεία, άρα εξασφαλίζει περισσότερο κέρδος στους φουρνάρηδες. Οι καταναλωτές από την άλλη προτιμούν το ψωμί από μαλακό γιατί έχει περισσότερο όγκο, νομίζουν ότι είναι πολύ (αλλά είναι αέρας και νερό) και είναι πιο μαλακό – όταν δίνω σε κάποιον,α ψωμί δικό μου, με κοιτάζει με αμηχανία: ψωμί είναι αυτό; με ρωτάει. Λίγοι και λίγες το εκτιμούν. Το ψωμί από σκληρό σιτάρι και άλλα δημητριακά είναι πιο σφιχτό, πιο βαρύ, πιο σκληρό και δεν το θέλουν. Δεν τους ενδιαφέρει η θρεπτικότητα αλλά η γεύση.
    Νομίζω όμως πώς σιγά σιγά, αργά, αλλάζει η στάση απέναντι στο άσπρο ψωμί και μάλλον θα επεκταθεί αυτή η στάση.

  3. καταρχίν το επεξεργασμένο άσπρο αλεύρι σίτου είναι η χειρότερη τροφή! έχει τρομακτικά όξινο πε-χα και μακροπρόθεσμα δημιουργεί πολλά προβλήματα υγείας… τα άλλα ψωμιά που λέμε, αναφορικά με τη γεύση είναι πολλές κλάσεις ανώτερα από κείνα που κυκλοφορούν ευρέως και δεν είναι και απαραίτητο ότι θα είναι σκληρά, αν δουλευτούν με την τεχνική του διπλώματος πολλές φορές… ιδίως όσα φτιάχονται με προζύμι και είναι αργής ωρίμανσης, 48 ώρες πχ, αφού βγουν από τον φούρνο συνεχίζουν να ωριμάζουνε γευστικά μέχρι και 7-8 μέρες… δεν υπάρχει σύγκριση με τα άλλα σε κανένα επίπεδο…

    υγ* καλόχρονος και ό,τι αγαπάς!

  4. Αθανάσιε ίσως η χημική παραγωγή τροφής να απευθύνεται στους μη έχοντες καθώς θα είναι (έστω αρχικά) κατώτερης ποιότητας και μικρότερης θρεπτικότητας.

  5. Πολύ σωστά, Άγγελε, πολύ σωστά. Δεν το είχα σκεφτεί αλλά μόλις έφτασα στις λέξεις “μη έχοντες” άρχισε μια έντονη δραστηριότητα των νευρώνων στον εγκέφαλο. Θα το ξανασκεφτώ και θα το εντάξω σε μια επανεξέταση του ζητηματος. Σε ευχαριστώ, πέτρα να πιάνεις, αγάπη να γίνεται.

  6. Ήθελα να σχολιάσω το ίδιο θέμα με τον Άγγελο. Νομίζω ότι το θέμα αυτό έχει τη δικιά του τάση που μας δείχνει το θέμα. Σε κάθε ταξική κοινωνία, οι ισχυροί παίρνουν ότι καλύτερο έχει παράξει η προηγούμενη κοινωνία. Για παράδειγμα, ακόμα και σήμερα υπάρχει τροφοσυλλογή. Συλλογή ένα σωρό καρπών, βοτάνων κτλ από “αγνά” ή πραγματικά αγνά εδάφη και περιβάλλοντα. Μου έδωσε η μάνα μου καρύδια από το χωριό που δεν τα μαζεύει κανείς πια και θα τον βγάλω το χειμώνα. Παραμένει το κυνήγι (σε αέρα, θάλασσα και στεριά). Αυτά είναι τα καλά των τροφοσυλλεκτικών κοινωνιών. Τα καλά των κοινωνιών της παραγωγής τροφής στα χωράφια και της κτηνοτροφίας επίσης υπάρχουν και εντοπίζονται στη μικρή κλίμακα. Η μαζική βιομηχανία ρίχνει την ποιότητα των προΐόντων. Η υπάρχουσα τάση που έχει ήδη φανεί είναι φανερή σήμερα. Τα μεσαία και άνω στρώματα τρέφονται από τα βιολογικά και όλοι οι άλλοι τρώνε τη σαβούρα, τα παράγωγα της βιομηχανίας τροφίμων. Το ίδιο εκτιμώ ότι θα γίνει και στο μέλλον που περιγράφεις. Η βιομηχανία χημικών τροφών ή το κρέας που καλλιεργείται στα εργαστήρια και στα εργοστάσια θα απευθύνεται στη πλέμπα. Οι πλούσιοι θα τρώνε τα ελάχιστα εναπομείναντα καλά των προηγούμενων τρόπων παραγωγής. Μάλιστα, τα commons που θα είναι απαραίτητα στην καπιταλιστική αναπαραγωγή (γι’ αυτό τα προωθούν ακαδημαικά δεξιοί κι αριστεροί), ένα ποσό φυσικού κόσμου προστατευμένου και περιφραγμένου θα μπορεί να είναι ο τόπος άντλησης αυτών των καλών προΐόντων. Καλά κρασιά, καλά τυριά, βιολογικές καλλιέργειες, μικρή κλίμακα παραγωγής, μερική αποανάπτυξη κτλ.

  7. Ναι, ναι, συμφωνώ, θα τα ξανασκεφτώ όλα αυτά, σε ευχαριστώ πολύ, και τον Άγγελο άλλη μια φορά, θα το ξαναπιάσω το θέμα, θα μας απασχολεί διαρκώς από δω και πέρα. Καλή σου μέρα.